Θεοεγκατάλειψη: Η υποστατική ταυτότητα των δύο φύσεων, η οποία υπάρχει στη σύνθετη υπόσταση του Χριστού, όπως και η ταυτότητα της βουλήσεως των τριών θείων υποστάσεων, η οποία υπάρχει εντός της Αγίας Τριάδος, καταλύεται, όχι μόνο από την αρειανική θεωρία της υποταγής του Υιού στον Πατέρα, αλλά και από τη σχετικά σύγχρονη θεωρία της θεοεγκατάλειψης, τουλάχιστον έτσι όπως εκφράστηκε από τον J. Moltmann.
Του κ. Ευλαλίου Θωμαΐδη, Θεολόγου
Η προαναφερθείσα θεολογική άποψη, προκειμένου να ερμηνεύσει με κάποιον τρόπο την οδύνη των αιματηρών πολεμικών συγκρούσεων εκείνης της εποχής (Παγκόσμιοι πόλεμοι), υποστηρίζει πως ο Θεός συμμετέχει στο πάθος και την οδύνη ολόκληρου του κτιστού κόσμου. Ο J. Moltmann θεωρεί πως η απόλυτη απάθεια του Θεού είναι μία επιρροή από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, η οποία έκανε λόγο περί ενός πρώτου αναιτίου αιτιώδους υπερκείμενου όντος, το οποίο δεν επιθυμεί κάτι από τα αιτιατά όντα, και το οποίο δεν αγαπά κάτι άλλο πέραν του εαυτού του, εφόσον αυτό υπάρχει ως πλήρες, μη έχοντας, δηλαδή, καμία δυνατότητα προς πραγματοποίηση, καθότι αυτό είναι μόνο ενέργεια και όχι δυνάμει, πράγμα που σημαίνει, με τη σειρά του, ότι στην άκτιστη θεότητα δεν υπάρχει κάτι ανεκπλήρωτο, δηλονότι κάποια ιδιότητα που αυτή να μην την κατέχει εξ αρχής.
Ο προαναφερθείς προτεστάντης θεολόγος, λοιπόν, θεωρεί το Θεό απαθή, λόγω της οντολογικής του τελειότητας, αλλά όχι με τρόπο απόλυτο και αμετάβλητο, καθώς ο Θεός είναι συνάμα και «εμπαθής», ένεκα της υπέρμετρης αγάπης του, την οποία δείχνει και μεταδίδει πλουσιοπάροχα προς τα κτίσματά του. Τη στιγμή, λοιπόν, του πάθους του Ιησού Χριστού, ο Πατήρ εγκαταλείπει τον Υιό του επάνω στο Σταυρό, υποφέροντας τοιουτοτρόπως τόσο ο Πατήρ όσο και ο Υιός από αυτόν τον επώδυνο αποχωρισμό[1].
Συναφής με τη θεοεγκατάλειψη είναι και η άποψη του Μητροπολίτη Περγάμου, ο οποίος, ερμηνεύοντας το λόγο του Κυρίου «Θεέ μου, Θεέ μου, ινατί με εγκατέλιπες;», τον οποίον αναφώνησε τη στιγμή της προσευχής Του στο όρος Γολγοθά, παρατηρεί ότι αυτή η κραυγή αποτελεί την πιό βαθιά εξήγηση της έννοιας του θανάτου στη Βίβλο. Ο Χριστός βιώνει το απόλυτο χάσμα, το οποίο υπάρχει μεταξύ του Θεού και του ανθρώπου, διά του θανάτου του επάνω στο Σταυρό. Με άλλα λόγια, ο θάνατος χωρίζει, σύμφωνα με το Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα, το Χριστό από τον ίδιο το Θεό[2].
Η ανωτέρω λεκτική διατύπωση του Μητροπολίτου Περγάμου θυμίζει τη θεωρία της θεοεγκατάλειψης του Moltmann. Το ίδιο υποστηρίζεται και από τον (π.) Βασίλειο Θερμό, σύμφωνα με τον οποίον ο Χριστός επάνω στο Σταυρό αισθάνεται εγκαταλελειμμένος από τον Πατέρα Του, προς τον οποίον καταφεύγει με αγωνιώδεις δεήσεις. Ο Υιός, σύμφωνα με τον π. Β. Θερμό, έδειξε απόλυτη εμπιστοσύνη στο θέλημα του Πατέρα Του, η οποία δικαιώθηκε στη συνέχεια με την Ανάσταση[3]. Έτσι, ο κάθε άνθρωπος, σύμφωνα με την ανωτέρα συλλογιστική, καλείται να γίνει εικόνα αυτής της απόλυτης εμπιστοσύνης του Υιού προς τον Πατέρα, ώστε να υπερβεί το θάνατο με τη δύναμη της μίμησης της απόλυτης εμπιστοσύνης προς το Θεό, την οποίαν έδειξε πρώτος ο Χριστός προς τον Πατέρα[4]. Οι ερμηνείες αυτές του λόγου του Χριστού επάνω στο Σταυρό, όπως διατυπώνονται από τους θεολόγους που αναφέρονται παραπάνω, δεν φαίνεται να συμφωνούν με τη διδασκαλία των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας, ενώ παράλληλα θυμίζουν και προσεγγίζουν τη θεολογία των προτεσταντών.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί το γεγονός ότι ο θάνατος, σύμφωνα με την πατερική διδασκαλία της Εκκλησίας, δε διασπά την ταυτότητα της ουσίας, της βουλήσεως, της ελευθερίας, της δυνάμεως και της ενέργειας που έχουν οι θεαρχικές υποστάσεις της Αγίας Τριάδος, καθώς ο Υιός βρίσκεται αϊδίως και αιωνίως πλησίον του Πατρός, πρίν, κατά τη διάρκεια και μετά τη σάρκωσή Του, διότι ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι άκτιστο φυσικό γέννημα της ουσίας του Πατρός. Αυτό, ακολούθως, σημαίνει ότι ο Χριστός, σύμφωνα με τους Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, δεν εγκαταλείπεται ποτέ από τον Πατέρα, διότι είναι ομοούσιος με Αυτόν κατά το λόγο της θεότητας, και άρα άρρηκτα συνδεδεμένος και ενωμένος μαζί Του[5]. Επομένως, δεν είναι δυνατόν να γίνεται λόγος για εμπιστοσύνη του Υιού προς τον Πατέρα, διότι τα δύο θεία πρόσωπα (ο Πατήρ και ο Υιός) ταυτίζονται απόλυτα κατά την ουσία, κατά τη βούληση, κατά την ελευθερία η αυτεξουσιότητα, κατά τη δύναμη, κατά την ενέργεια και κατά τα λοιπά άκτιστα φυσικά η ουσιώδη ιδιώματα. Η πίστη, δηλαδή η εμπιστοσύνη, είναι κατάσταση και τρόπος ζωής των ελλόγων, αισθητών και νοερών, κτιστών όντων, η οποία πολλές φορές αμφιταλαντεύεται μεταξύ του βέλτιστου και του χειρότερου, χάνεται και ξανακερδίζεται, εξασθενεί και καλλιεργείται, πράγμα που σημαίνει ότι αυτή σταθεροποιείται μέσω της ασκητικής, της καθαρτικής, της φωτιστικής και της θεοποιητικής οδού. Αυτό, ακολούθως, σημαίνει ότι η πίστη, η οποία ερμηνεύεται ως εμπιστοσύνη, υφίσταται μόνο μεταξύ δύο ετερόβουλων όντων, διότι αυτή απαιτεί την ύπαρξη της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, η οποία καλλιεργείται σταδιακά διά της γνωριμίας και διά της συσφίξεως των προσωπικών σχέσεων, και η οποία προκύπτει από την υπέρβαση της άγνοιας, υπέρβαση η οποία οδηγεί στην ενότητα, η οποία υφίσταται μέσω της εμπιστοσύνης και της αγάπης. Όμως, η ανυπαρξία της ενιαίας βούλησης μεταξύ των ομοουσίων όντων είναι ίδιον χαρακτηριστικό της «πεπτωκυίας» κατάστασης, η οποία χαρακτηρίζει το μεταπτωτικό τρόπο υπάρξεως των ανθρώπων, και όχι του όντως όντος, δηλαδή του ενός Τριαδικού Θεού. Εξαιτίας αυτού, ο Μέγας Αθανάσιος παρατηρεί πως δεν αρμόζει να υποστηρίζεται η άποψη ότι ο Υιός πιστεύει στον Πατέρα, λόγω του γεγονότος ότι ο Υιός είναι Θεός κατά φύσιν και άρα ο αυτός κατά τη βούληση με τον Πατέρα[6]. Εάν γίνει αποδεκτός ο ισχυρισμός πως ο Υιός εμπιστεύεται τον Πατέρα, τότε θα πρέπει να γίνει αποδεκτό το γεγονός ότι υπάρχει κάποιου είδους διαφοροποίηση κατά τη βούληση μεταξύ του Πατρός και του Υιού, η οποία υπερβαίνεται διά της απόλυτης υπακοής και εμπιστοσύνης του Υιού στο θέλημα του Πατρός. Εξ ορθοδόξου απόψεως, όμως, το μόνο που μπορεί να γίνει αποδεκτό είναι πως το ανθρώπινο θέλημα του Χριστού υποτάσσεται στο θείο θέλημα του Πατρός, το οποίο δεν είναι άλλο από τον ίδιο τον ενυπόστατο Υιό και Λόγο του Θεού. Η θεοεγκατάλειψη η η οποιαδήποτε έκφραση εμπιστοσύνης η πίστης του Χριστού προς τον Πατέρα καταλύει την υποστατική ένωση και κατ’ επέκταση την ταυτότητα της βουλήσεως, διότι αυτή δηλώνει την αφαίρεση της θεότητας του Υιού από τον Πατέρα επάνω στον Σταυρό και υπονοεί ότι ο Υιός δεν είναι Θεός κατά φύσιν, αλλά έχει λάβει τη θεότητά του ως δώρημα, δηλαδή ως χάρισμα, από το Θεό Πατέρα. Η ερμηνεία αυτή, όμως, οδηγεί σαφώς στην αρειανική και ευνομιανή κακοδοξία της υποταγής του αιτιατού Υιού στον αναίτιο Πατέρα. Δεν εγκατέλειψε, λοιπόν, ο Πατήρ τον Υιό Του, ούτε ο Υιός κενώθηκε με την έννοια ότι απέβαλλε την ίδια τη θεότητά Του[7]. Σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο το Θεολόγο, ο Υιός και Λόγος του Θεού δεν εγκαταλείπεται από τον Πατέρα Του, ούτε από την ίδια τη θεότητά Σου. Αντιθέτως, εμείς οι άνθρωποι είμαστε οι όντως εγκαταλελειμμένοι, εξαιτίας της εκούσιας αμαρτητικής, δηλαδή γνωμικής, διαστροφής μας, από την άκτιστη θεία πραγματικότητα, και οδηγούμαστε στη σωτηρία διά της εκούσιας αποδοχής του σωτηριώδους χαρακτήρα των παθών του απαθούς κατά τη θεότητα και παθητού κατά την ανθρωπότητα σαρκωμένου Υιού και Λόγου του Θεού[8].
Σημειώσεις:
[1] R. Gibelini, Η Θεολογία του εικοστού αιώνα, Μετάφραση: Παναγιώτης Υφαντής, εκδόσεις Άρτος Ζωής, Αθήνα 2016, σελ. 361 – 366.
[2] Ιωάν. Ζηζιούλας, Ελευθερία και Ύπαρξη, Η μετάβαση από τον αρχαίο στον χριστιανικό Ελληνισμό, Πέντε μαθήματα στο Ίδρυμα Γουλανδρή – Φόρν, Αθήνα 2018, Εκδόσεις Δόμος, σελ. 111.
[3] π. Β. Θερμός, Μουσικές για την ψυχή και για τον κόσμο, Συμφωνίες δωματίου αλλά και ανοιχτού χώρου για τα καίρια, εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2018, σελ.61.
[4] Όπ.π.
[5] Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Λόγος Κατά Αρειανών Γ΄, PG 26, 440C – 441B.
[6] TOY IΔΙΟΥ, Λόγος Κατά Αρειανών Β΄, PG 26, 160Β.
[7] Η κένωση, σύμφωνα με τους Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, δεν σημαίνει την απαλλαγή της υποστάσεως του Υιού από την ίδια τη θεότητά της, δηλαδή από την ουσία της, αλλά σημαίνει το γεγονός της πρόσληψης της ανθρωπότητας από τον ίδιο τον Υιό και Λόγο του Θεού. Βλ. ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, PG 94, 984AC. Επίσης, ο όρος «κένωση» δηλώνει τη μακροθυμία και τη συγκατάβαση του Θεού και όχι την τροπή η την αλλοίωση της θεότητας. Αυτό, ακολούθως, σημαίνει ότι η σάρκωση του Λόγου, σύμφωνα με τον άγ. Αθανάσιο, έγινε αποκλειστικά και μόνο για τη σωτηρία του ανθρώπινου γένους και κατ’ επέκταση ολόκληρης της δημιουργίας και όχι για να ελευθερωθεί ο Υιός από την υποτιθέμενη αναγκαιότητα της θείας ουσίας μέσω της ελευθέρας Του επιλογής να υπάρχει ως κτιστό όν. Βλ. Μ. ΑΘAΝΑΣΙΟΣ, Λόγος Κατά Αρειανών Β’, PG 26, 264BC. Έτσι, η άποψη του καθ. Χρήστου Γιανναρά, η οποία υποστηρίζει ότι ο Θεός ελευθερώνεται από την ίδια του την ουσία διά της υπάρξεώς του ως άνθρωπος, φαίνεται να μη ευσταθεί, διότι διαφωνεί με την πατερική θεολογική διδασκαλία της Εκκλησίας. Βλ. Χρ. Γιανναράς, Ενθάδε – Επέκεινα (απόπειρες οντολογικής ερμηνευτικής), εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2016, σσ. 14 – 15.
[8] ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Λόγος Λ’, PG 36, 109ΑΒ.
Εφημερίδα Ορθόδοξος Τύπος