Οικουμενικό Πατριαρχείο: Η Εκκλησία, ως θεσμός δύο χιλιετιών πνευματικού και πραγματικού βίου, συνιστά ένα αντικείμενο ειδικής επιστημονικής προσέγγισης από άποψη οργάνωσης, διοίκησης και κοινωνικής ύπαρξης.
Γράφει ο Μιχάλης Γκολέμης
Είναι σαφές πως ένα έργο, μια δραστηριοποίηση μέσα στην πολυεπίπεδη κοσμική πραγματικότητα και την καθημερινή πολυπλοκότητα, αν δε χαλυβδωθεί διοικητικά υπό τους σύγχρονους απαρασάλευτους νομικούς όρους, δεν έχει προοπτική -έστω μακράς- επιβίωσης. Η πνευματική – χαρισματική ηγεσία είναι κατά κοινή αποδοχή το μείζον, ως η ουσία της διατήρησης και διαφύλαξης της χριστιανικής παράδοσης μέσα σε κοινωνίες αλματωδώς μεταβαλλόμενες, συχνά δίχως προσανατολισμό. Εντούτοις, και το ακριβότερο άρωμα δεν μπορεί να υφίσταται δίχως το περίβλημά του, ένα πιθανώς χρυσοποίκιλτο σκεύος.
Κατ’ αντιστοιχίαν, και η Εκκλησία, υπό την ευρεία έννοια των αμετάβλητων δογματικών αληθειών, της εύκαμπτης παράδοσης και των μυριάδων πιστών της, θα αποστεωνόταν χωρίς τους χειρισμούς ικανών ταγών, δυναμικών προσωπικοτήτων, τολμηρών ανθρώπων. Τα Πατριαρχεία και οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες ως διοικητικές οντότητες δεν είναι η ουσία του εκκλησιαστικού θεσμού μέσα στον κόσμο, είναι όμως το απαραίτητο περίβλημα, ο πυκνός φλοιός, το σκεύος που συντηρεί αλώβητη την ουσία ανά τους αιώνες.
Η αδήριτη ανάγκη αποτελεσματικής και χρηστής διοίκησης των εκκλησιαστικών υποθέσεων, δοθέντος ότι ανά τους πρωτοχριστιανικούς αιώνες αυξανόταν σταδιακά το σώμα των πιστών και, επιπροσθέτως, λαμβανομένης υπόψιν της έξαρσης των εθνικισμών του 19ου αιώνα στον οθωμανοκρατούμενο χώρο της Βαλκανικής -που υπαγόταν στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως-, οδήγησε βαθμηδόν στη σύμπηξη υπερμητροπολιτικών διοικητικών θεσμών και πιο συγκεκριμένα εννέα Πατριαρχείων, έξι Αυτοκέφαλων και δύο Αυτόνομων Εκκλησιών.
Τα τέσσερα πρεσβυγενή Πατριαρχεία (δηλαδή τα αρχαιότερα, εν αντιθέσει με τα πέντε νεώτερα) είναι, κατά την κανονική ιεραρχική τάξη της Εκκλησίας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο (Αρχιεπισκοπή Κωνσταντινουπόλεως – Νέας Ρώμης), ιδρυθέν από την εν Κωνσταντινουπόλει Β΄ Οικουμενική Σύνοδο το 381, με έδρα την Κωνσταντινούπολη (βλ. παρακάτω τη δικαιοδοσία του), το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, που έχει στη δικαιοδοσία του την αφρικανική ήπειρο, ιδρυθέν από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο το 325, το Πατριαρχείο Αντιοχείας, ιδρυθέν περίπου το έτος 37 μ.Χ. από τους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο, με έδρα τη Δαμασκό και με δικαιοδοσία που εκτείνεται στις χώρες Συρία, Λίβανο, Νότια Τουρκία, Ιράκ, Ιράν και Σαουδική Αραβία, καθώς επίσης και στις μητροπόλεις στην αμερικανική ήπειρο, όπου διαποιμαίνονται Χριστιανοί που κατοικούν εκεί, εντούτοις προέρχονται από τις προαναφερθείσες χώρες δικαιοδοσίας του, και το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων (Σιωνίτις Εκκλησία), ιδρυθέν από τη Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο το 451, με έδρα το Ισραήλ και δικαιοδοσία στο Ισραήλ, την Ιορδανία και τα παλαιστινιακά εδάφη.
Τα πέντε νεώτερα Πατριαρχεία είναι εκείνα της Ρωσίας (1589), της Σερβίας (1920), της Ρουμανίας (1925), της Βουλγαρίας (1961) και της Γεωργίας (1990). Οι έξι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες είναι εκείνες της Κύπρου (Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος εν Εφέσω το 431), της Ελλάδας (1850), της Πολωνίας (1924), της Αλβανίας (1937), της Τσεχίας και Σλοβακίας (1998) και της Ουκρανίας (2019). Τέλος, το σύνολο των ανεξάρτητων Εκκλησιών συμπληρώνουν οι δύο Αυτόνομες Εκκλησίες της Φινλανδίας (1923) και της Εσθονίας (1923).
Σήμερα, μετά το Σχίσμα των δύο Εκκλησιών (1054), την πρωτοκαθεδρία μεταξύ των ορθόδοξων χριστιανικών εκκλησιών έχει το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο στη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης (381) αναγνωρίστηκε ως ο δεύτερος τη τάξει θρόνος μετά τη Ρώμη, δεχόμενο τα ιδιαίτερα αυτά πρεσβεία τιμής ως εδρεύον στη νέα πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Αρχιεπισκοπή Κωνσταντινουπόλεως – Νέας Ρώμης). Η δικαιοδοσία του οικουμενικού θρόνου εκτείνεται, πέραν της Τουρκίας, στις τέσσερεις από της πέντε ηπείρους της Γης, στην Ευρώπη, την Ασία, την Αμερική και την Αυστραλία, ενώ, όσον αφορά στην ελληνική επικράτεια, οι εκκλησιαστικές επαρχίες των Δωδεκανήσων, η Ημιαυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης, η Μοναστική Πολιτεία του Αγίου Όρους, οι Μητροπόλεις των -προσωνυμούμενων ως- Νέων Χωρών (Ήπειρος, Μακεδονία, Θράκη και τα νησιά του Αιγαίου που απελευθερώθηκαν κατά τα έτη 1912-1918), καθώς επίσης και ορισμένες πατριαρχικές σταυροπηγιακές μονές που αναφέρονται ρητά στο άρθρο 18 παράγραφος 8 του Συντάγματος, δηλαδή οι Ιερές Μονές Αγίας Αναστασίας Φαρμακολύτριας στη Χαλκιδική, Βλατάδων στη Θεσσαλονίκη και Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο, υπάγονται πνευματικά ή και άμεσα διοικητικά στην εποπτεία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Βεβαίως, πλημμυρίδα επαρχιών εκτός Ελλάδας συγκροτεί το ορθόδοξο χριστιανικό στερέωμα δικαιοδοσίας του οικουμενικού θρόνου, με την Αρχιεπισκοπή Αμερικής, ιδρυθείσα το 1922, να κατέχει την πρώτη θέση. Στην αμερικανική ήπειρο, μόλις στα τέλη του περασμένου αιώνα, το έτος 1996, γνώρισε αξιομνημόνευτη άνθιση η διοικητική ανάδυση πληθώρας ιδιαίτερων Μητροπόλεων, όπως εκείνης του Τορόντο (Καναδάς), του Μπουένος Άιρες (Αργεντινή, Βραζιλία, Ουρουγουάη, Χιλή και Παραγουάη) και του Μεξικού (Μεξικό, Παναμάς, Βενεζουέλα, Γουατεμάλα, Ελ Σαλβαδόρ, Νικαράγουα, Ονδούρα, Κόστα Ρίκα, Κολομβία, Κούβα, Μπαχάμες, Άγιος Δομίνικος, Αϊτή, Τζαμάικα και Πόρτο Ρίκο).
Σύγχρονη με την Αρχιεπισκοπή Αμερικής υπήρξε και η Ιερά Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας, ιδρυθείσα το 1924, με ιδιαίτερη Μητρόπολη αυτή της Νέας Ζηλανδίας, ιδρυθείσα το 1970. Στη Βόρεια, Δυτική και Κεντρική Ευρώπη ευδοκιμούν πλέον, ιδρυθείσες κατά το δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα και υπαχθείσες άμεσα στον δικαιοδοτικό σύνδεσμο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η Αρχιεπισκοπή Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας (Μεγάλη Βρετανία, Ιρλανδία και Μάλτα), η Μητρόπολη Γαλλίας, η Μητρόπολη Γερμανίας, η Μητρόπολη Αυστρίας, η Μητρόπολη Σουηδίας και πάσης Σκανδιναβίας (Σουηδία, Νορβηγία, Δανία και Ισλανδία), η Μητρόπολη Βελγίου (Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο), η Μητρόπολη Ελβετίας, η Μητρόπολη Ιταλίας και Μελίτης και η Μητρόπολη Ισπανίας και Πορτογαλίας. Τέλος, στην ασιατική ήπειρο, ιδιαίτερες οργανωτικές ενότητες του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως φύονται στην Κορέα, στο Χόνγκ – Κόνγκ, στη Σιγκαπούρη, στην Ινδία, στην Ινδονησία, στις Φιλιππίνες και στην Ιαπωνία.
Στην ανώτατη εκκλησιαστική εξουσία, τον Οικουμενικό Πατριάρχη πλαισιώνει η δωδεκαμελής Πατριαρχική Σύνοδος, η οποία τελεί υπό την προεδρία του Οικουμενικού Πατριάρχη και αποτελείται από έξι μητροπολίτες εκ των εντός της τουρκικής επικράτειας μητροπόλεων (Χαλκηδόνος, Δέρκων, Πριγκηποννήσων, Ίμβρου και Τενέδου, Πισιδίας, Σηλυβρίας, Ανδριανουπόλεως, Σμύρνης, Προύσης) και από έξι μητροπολίτες εκ των εκτός τουρκικού κράτους μητροπόλεων του οικουμενικού θρόνου, εκ των οποίων ο ένας σταθερά επιλέγεται από τις έξι εκκλησιαστικές επαρχίες των Δωδεκανήσων, στις οποίες συγκαταλέγονται πέντε μητροπόλεις, πιο συγκεκριμένα οι Ι.Μ. Ρόδου, Ι.Μ. Κώου και Νισύρου, Ι.Μ. Λέρου, Καλύμνου και Αστυπαλαίας, Ι.Μ. Καρπάθου και Κάσου και Ι.Μ. Σύμης, Τήλου, Χάλκης και Καστελλορίζου, όπως επίσης και η Πατριαρχική Εξαρχία Πάτμου (με έδρα την ιδρυθείσα εν έτει 1081 Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου Πάτμου). Η θητεία των συνοδικών μητροπολιτών είναι κατ’ αρχήν ενιαύσια.
Η εν Κωνσταντινουπόλει Πατριαρχική Σύνοδος έχει τον καίριο ρόλο να εκλέγει όλους του αρχιερείς που υπάγονται στη δικαιοδοσιακή εξάρτηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εκτός από τους μητροπολίτες της Ημιαυτονόμου Εκκλησίας της Κρήτης, για την εκλογή των οποίων η αρμοδιότητα εναπόκειται στην Επαρχιακή Σύνοδο της Κρήτης. Απαράβατη προϋπόθεση εκλογιμότητας ενός μητροπολίτη του Πατριαρχείου -η επιλογή του οποίου γίνεται από την Ενδημούσα Σύνοδο, συγκροτούμενη από το σύνολο των εν ενεργεία μητροπολιτών του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, που κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ενδημούν (παρευρίσκονται) στην Κωνσταντινούπολη- για τη θέση του οικουμενικού θρόνου, σε περίπτωση χηρείας του, είναι η κτήση της τουρκικής ιθαγένειας. Σημειωτέον πως, εκ των πατριαρχικών αρχιερέων, μόνον ο Οικουμενικός Πατριάρχης δικαιούται να εμφανίζεται στους δημόσιους χώρους της τουρκικής επικράτειας με την αρχιερατική του αμφίεση, δυνάμει ισχύοντος τουρκικού νόμου του 1935 περί αμφίεσης των θρησκευτικών λειτουργών.
Μία σειρά εκπαιδευτικών δικαιωμάτων αναγνωρισμένων από την τουρκική πολιτεία αναφέρονται στην ορθόδοξη κοινότητα των Ελλήνων ομογενών, που πλαισιώνει το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με αποτέλεσμα να λειτουργούν, υπό την αιγίδα του τελευταίου, ανά τον κόσμο, και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, ευμεγέθους διαμετρήματος εκκλησιαστικά ιδρύματα και θεολογικές σχολές, όπως είναι το Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών στη Μονή Βλατάδων της Θεσσαλονίκης, η Πατμιάδα Εκκλησιαστική Σχολή στην Πάτμο και η Αθωνιάδα Εκκλησιαστική Ακαδημία στο Άγιον Όρος.
Μετά από τόσους αιώνες αδιάλειπτης διεθνούς πνευματικής δράσης του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ακόμη διατηρείται άσβεστη η υπερβατική αυτή φλόγα του οικουμενικού θρόνου σε όλον τον κόσμο. Και θα παραμένει καταλάμπουσα όσο επιμένει να ζει εκεί η μακραίωνη ορθόδοξη ελληνική ομογένεια του Φαναρίου, φρουρώντας το παλαίφατο Πατριαρχείο με καρδιά νήφουσα, εγρήγορση πνευματική και ακοίμητη εθνική ζέση, στην πρωτεύουσα και την καρδιά του παγκόσμιου ορθόδοξου χριστιανικού πολιτεύματος, στη βασιλίδα των πόλεων, την Κωνσταντινούπολη.
pollsandpolitics.gr