Με τη πρώτη θεματική ενότητα των άρθρων 3 (παρ. 1,2,3) 13 (παρ. 5), 33 και 59 που αφορούν τις σχέσεις κράτους-εκκλησίας, άρχισε επί της ουσίας, στην επιτροπή Αναθεώρησης της Βουλής, η συζήτηση επί των 49 συνολικά προτεινόμενων αναθεωρητέων διατάξεων του Συντάγματος.
Τα δύο μεγάλα κόμματα ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, εμφανίστηκαν αμετακίνητα από τις αρχικές τους θέσεις, με την πρώτη να χαρακτηρίζει «ιδεοληπτική» την πρόταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, να της καταλογίζει ιδεολογικά παιχνίδια και να απορρίπτει τις προτεινόμενες συνταγματικές αλλαγές, τόσο στο άρθρο 3 για τη κατοχύρωση της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους, όσο και στα άρθρα 13, 33 και 59 για την κατοχύρωση του πολιτικού όρκου και τις διακριτές σχέσεις κράτους – Εκκλησίας .
Από την πλευρά τους, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ αντέτειναν ότι χάνεται μια μεγάλη ευκαιρία για την υιοθέτηση μιας αναγκαίας ρύθμισης, που όπως υποστήριξαν, δεν κλονίζει την θρησκευτική συνείδηση των Ελλήνων, ενώ ταυτόχρονα απελευθερώνει την εκκλησία από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του κράτους.
Σημειώνεται ότι τα συγκεκριμένα άρθρα στην προηγούμενη προτείνουσα αναθεωρητική Βουλή, είχαν λάβει λίγο πάνω από 151 ψήφους, και έτσι για να ενταχθούν στον συνταγματικό χάρτη της χώρας οι αλλαγές, χρειάζεται από τη παρούσα αναθεωρητική Βουλή να υπερψηφιστούν από 180 βουλευτές.
Απορρίπτοντας τη πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για διαχωρισμό κράτους – εκκλησίας, ο γενικός εισηγητής της ΝΔ, Κώστας Τζαβάρας, υποστήριξε ότι είναι «άνθρακες, καπνός, αέρας» και πρόσθεσε ότι όλοι οι κορυφαία συνταγματολόγοι λένε ότι το Σύνταγμα είναι πολλαπλώς εξοπλισμένο απέναντι σε οποιοδήποτε θρησκευτικό χρωματισμό.
Ανέφερε ακόμα, ότι η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ για κατάργηση του άρθρου 3, αποτελεί ρωγμή στο χαρακτήρα του λαϊκού κράτους και της επικρατούσας θρησκείας.
«Η συνταγματική καθιέρωση της επίσημης θρησκείας, χαρακτηρίζει τη θρησκεία της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων και δεν αποτελεί, ούτε ευνοϊκότερη μεταχείρισή τους, ούτε περισσότερα προνόμιά τους», ανέφερε ο κ. Τζαβάρας και πρόσθεσε:
«Η προστασία των ατομικών, κοινωνικών και θρησκευτικών δικαιωμάτων , η κατοχύρωση της ελεύθερης θρησκευτικής συνείδησης και η θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους, κατοχυρώνονται και διασφαλίζονται πλήρως και πολλαπλώς από το Σύνταγμα μας. Οι συνταγματικές διατάξεις, προστατεύουν παράλληλα την πολιτεία, να μην διολισθήσει σε μη κοσμικές αντιλήψεις».
«Διασφαλίζεται πλήρως η ελεύθερη συμμετοχή κάθε νόμιμου πολίτη στη πολιτική, πολιτιστική και οικονομική ζωή του τόπου, ανεξάρτητα από τη θρησκευτική του συνείδηση.
«Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει η κατάργηση του άρθρου 3 που παραβιάζει το χαρακτήρα του ελληνικού κράτους», κατέληξε ο κ. Τζαβάρας.
Ο γενικός εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ Γιώργος Κατρούγκαλος, καταλόγισε στην ΝΔ, αναχρονιστικές, όσο και νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις, που όπως είπε, δεν την αφήνουν να κάνει βήματα μπροστά σε μία τόσο κορυφαία διαδικασία.
Ο κ. Κατρούγκαλος έδωσε έμφαση στην ανάγκη ενός «εποικοδομητικού και ειλικρινούς διαλόγου», τονίζοντας ότι δεν πρέπει κανείς να αφήσει να πάει χαμένη η ευκαιρία συγκλίσεων και ευρύτατων συναινέσεων σε μία τόσο κορυφαία κοινοβουλευτική διαδικασία. Πρότεινε να απαλειφθεί η παρ. 3 του άρθρου 3 του συντάγματος για τις σχέσεις κράτους-εκκλησίας, το οποίο χαρακτήρισε αντινεωτερικό, τονίζοντας ότι είναι «εντελώς παράλογο να συζητάμε αυτό το θέμα τον 21ο αιώνα», και υπογράμμισε την αναγκαιότητα της συνταγματικής πρόβλεψης για θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους.
Έντονα επικριτική για την άρνηση, όπως είπε, της ΝΔ, να συμβάλει σε ένα εποικοδομητικό κλίμα διαλόγου για να βρεθούν ευρύτερες συναινέσεις και συγκλίσεις, εμφανίστηκε η ειδική εισηγήτρια του ΣΥΡΙΖΑ, Σία Αναγνωστοπούλου.
«Η αντίληψη και στάση της ΝΔ είναι πατρίς-θρησκεία-οικογένεια. Αυτό ήταν και το σύνθημα της Χούντας», σημείωσε η κ. Αναγνωστοπούλου.
«Αν σήμερα δεν υπάρξει συνεννόηση μεταξύ των κομμάτων όπως φαίνεται ότι θα γίνει από τη σημερινή συζήτηση, θα πάνε στην άκρη και άλλες 8 συνταγματικές διατάξεις γιατί δεν έχουν την απαιτούμενη πλειοψηφία των 180 βουλευτών. Γι’ αυτό το ΚΙΝΑΛ υποστηρίζει ότι είναι μια μάταιη αναθεώρηση», υπογράμμισε από την πλευρά του ο γενικός εισηγητής του ΚΙΝΑΛ Ανδρέας Λοβέρδος.
Στο παραπάνω πλαίσιο, το ΚΙΝΑΛ υποστήριξε την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 3 που προτείνει η αξιωματική αντιπολίτευση, ότι δηλαδή, η έννοια της επικρατούσας θρησκείας δεν αποτελεί αναγνώριση επίσημης κρατικής θρησκείας και δεν επιφέρει καμία δυσμενή συνέπεια σε βάρος άλλων θρησκευμάτων και γενικότερα στην απόλαυση του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας. Απέρριψε ωστόσο την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ να καταστεί υποχρεωτικός ο πολιτικός όρκος για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τους υπουργούς και τους βουλευτές, αντιπροτείνοντας ο όρκος να δίνεται διαζευκτικά, θρησκευτικώς ή πολιτικώς.
Σχολιάζοντας την στάση της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, ο ειδικός εισηγητής του κόμματος Γιώργος Καμίνης, έκανε λόγο για «ιδεολογική καθίζηση στο θέμα των σχέσεων κράτους – εκκλησίας» αλλά και «για αλληλοεξαρτήσεις που κάνουν κακό και στους δύο, γιατί νοθεύουν τους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού».
Ο γενικός εισηγητής του ΚΚΕ Γιάννης Γκιόκας, χαρακτήρισε ως άτολμη την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, τονίζοντας ότι το κόμμα του είναι υπέρ του πλήρους διαχωρισμού των σχέσεων κράτους – εκκλησίας.
«Δεν τολμάτε να κάνετε δεκτό ένα αναγκαίο και υπερώριμο αίτημα της κοινωνίας για τον πλήρη διαχωρισμό κράτους και εκκλησίας. Όποτε σας συμφέρει επικαλείστε τις φιλελεύθερες αρχές και όποτε δεν σας συμφέρει τις εθνικές ιδιαιτερότητες», ανέφερε χαρακτηριστικά επικρίνοντας τη τακτική και των δύο μεγάλων κομμάτων.
Ακόμα, έκανε λόγο για διατάξεις «που αξιοποιούνται ως έρισμα για αναχρονιστικές αποφάσεις», αλλά όπως είπε, «οι ιδεολογικές συνέπειες που έχει η θρησκευτική συνείδηση στην εκπαίδευση, ούτε τη ΝΔ, ούτε το ΣΥΡΙΖΑ ακουμπούν». Κατέληξε δε, λέγοντας πως «αυτά που είναι αυτονόητα, υπερώριμα πράγματα και που σε άλλα κράτη έχουν γίνει πράξη εδώ και χρόνια, εμείς δεν τα ακουμπάμε. Εδώ όμως σήμερα ο καθένας αναλαμβάνει και την ευθύνη του»..
Ο γενικός εισηγητής της Ελληνικής Λύσης, Κωνσταντίνος Χήτας, τάχθηκε κατά της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ τονίζοντας ότι «πρέπει να παραμείνουν ως έχουν τα άρθρα, 3, 13, 33 και 59 1 γιατί δεν χρίζουν καμίας ανάγκης αναθεώρησης τους».
Ο κ. Χήτας χαρακτήρισε περιττή την θρησκευτική ουδετερότητα, σημειώνοντας ότι στο Σύνταγμά μας, ο όρος «επικρατούσα θρησκεία» έχει την έννοια ότι το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού πληθυσμού είναι χριστιανοί ορθόδοξοι.
«Η όποια αναθεώρηση πρέπει να γίνεται με φειδώ και με περίσκεψη. Δεν πειραματιζόμαστε με το Σύνταγμα μας», σημείωσε.
Κατά τάχθηκε και για τον υποχρεωτικό πολιτικό όρκο σημειώνοντας ότι το κόμμα του δεν διαπραγματεύεται το ιερό καθήκον του προέδρου της Δημοκρατίας που εκπροσωπεί το έθνος, να δίνει μόνο θρησκευτικό όρκο.
Ακόμα, σχολιάζοντας την διαφωνία μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ για το διαχωρισμό ή μη, κράτους-εκκλησίας αντέτεινε ότι μπορεί να την επιλύσει ο ίδιος ο λαός με συμβουλευτικό δημοψήφισμα, και η κυβερνητική πλειοψηφία ας επιλέξει μετά τι θα κάνει.
[irp posts=”521996″ name=”Το ουδετερόθρησκο κράτος στη Βουλή – Τι θα γίνει με το άρθρο 3 για σχέσεις Εκκλησίας – Πολιτείας”]
«Η σημερινή συζήτηση αφορά κενό γράμμα και ένα αδειανό πουκάμισο», τόνισε η γενική εισηγήτρια του ΜεΡΑ25 Αγγελική Αδαμοπούλου, επιρρίπτοντας τις ευθύνες, τόσο στη ΝΔ, όσο και στο ΣΥΡΙΖΑ, και εστιάζοντας στο γεγονός ότι «σε καμία από τις συνταγματικές προτάσεις δεν υπήρξε ευρεία σύγκλιση, όπως επιβάλλει το σύνταγμα».
«Η αρνητική στάση της ΝΔ σε εκσυγχρονιστικές προτάσεις, προδιαγράφει και το αποτέλεσμα ότι η χώρα δεν θα κάνει βήματα προς τα εμπρός. Αλλά αυτό δεν αποτελεί και συγχωροχάρτι για το ΣΥΡΙΖΑ», είπε και συνέχισε: «Η όποια άρνηση της ΝΔ πνέεται από το πνεύμα του λαϊκισμού, ενώ στον ΣΥΡΙΖΑ είναι ηλίου φαεινότερη η επαμφοτερίζουσα στάση του στη λογική του αλισβερισιού και του δούναι και λαβείν. Η ΜεΡΑ25 τάσσεται αταλάντευτα υπέρ της θρησκευτικής ουδετερότητας υπό την έννοια της ίσης μεταχείρισης όλων των θρησκειών. Θέλουμε να υπάρξει ρητή συνταγματική διάκριση ως προς τους ρόλους και τις αρμοδιότητες μεταξύ του κράτους και της εκκλησίας, ώστε να μπει τέλος στη διαπλοκή. Θέλουμε μια πολιτεία αδέσμευτη και μια εκκλησία ελεύθερη από τους κρατικούς εναγκαλισμούς που υπονομεύουν την αυτονομία της» κατέληξε η εισηγήτρια του ΜεΡΑ25.
Από τη ΝΔ, ο Θοδωρής Ρουσόπουλος υπογράμμισε μεταξύ άλλων, ότι η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για διαχωρισμό κράτους – εκκλησίας δεν συνάδει με το σκοπό του Συντάγματος, και τόνισε ότι η αλλαγή κατεύθυνσης θα δημιουργούσε προβλήματα στις σχέσεις της ελλαδικής εκκλησίας με το Πατριαρχείο. Επίσης, χαρακτήρισε έωλο τον ισχυρισμό της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι το κράτος δεν είναι θρησκευτικά ουδέτερο, και τόνισε πως «ρητώς και επαρκώς κατοχυρώνεται συνταγματικά η θρησκευτική ελευθερία και δεν εγείρεται κανένα θέμα».
Ο πρόεδρος της Επιτροπής Αναθεώρησης και βουλευτής της ΝΔ Ευριπίδης Στυλιανίδης, καταλόγισε προσπάθεια παρερμηνείας του όρου «επικρατούσα θρησκεία», τονίζοντας πως «είναι σαφές στο Σύνταγμα μας ότι δεν ταυτίζεται η εκκλησία με το κράτος αλλά με τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού».
Αντιδράσεις με αφορμή την εξαγγελία του πρωθυπουργού για ψήφο στους απόδημους από το 2023
Ο γενικός εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ και πρώην υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Κατρούγκαλος, αναφέρθηκε στην χθεσινή δέσμευση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη προς τους έλληνες της Αστόριας, για ψήφο των ομογενών από τους τον τόπο διαμονής τους το 2023, χαρακτηρίζοντας την fake news. «Όχι μόνο είναι κατασκευασμένο και ανύπαρκτο ότι αφορά μια ακόμα Ελλάδα το θέμα γιατί οι έλληνες που άφησαν την Ελλάδα την εποχή της κρίσης υπολογίζονται σε 300.000 αλλά κάθε έλληνας που έχει την ελληνική ιθαγένεια και είναι γραμμένος στα δημοτολόγια μπορεί και να ψηφίζει. Άρα πόσοι έλληνες είναι δυνητικά στο εξωτερικό και μπορούν να ψηφίζουν; Μια άλλη ακόμα Ελλάδα; Τρακόσες χιλιάδες είναι δυνητικά το μέγεθος του εκλογικού σώματος στο εξωτερικό και εσείς το αποσιωπάτε αυτό. Δεν γίνεται όμως με ψέματα και τέτοια επιχειρήματα. Είμαστε η μόνη κυβέρνηση που συγκροτήσαμε επιτροπή ειδικών για το θέμα αυτό.
Από την πλευρά του, ο γενικός εισηγητής του ΚΙΝΑΛ, Ανδρέας Λοβέρδος, επανέλαβε την πρόταση του κόμματός του για ψήφο των Ελλήνων εκτός Ελλάδος, που θα βασίζεται πάνω σε τέσσερις αρχές: Εγγραφή τους στους εκλογικούς καταλόγους, να υπάρχει ισοδυναμία της ψήφου τους και να προσμετράται στο εκλογικό αποτέλεσμα, επιστολική ψήφος και να μην επηρεάζεται το εκλογικό αποτέλεσμα της εκλογικής Περιφέρειας, αλλά να ψηφίζουν για να εκλέγουν τους δικούς τους αντιπροσώπους οι οποίοι θα αφαιρούνται από το ψηφοδέλτιο Επικρατείας.
Στις αναφορές αυτές του κ. Λοβέρδου αντέδρασε ο πρώην υπουργός του ΠΑΣΟΚ και νυν βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Γιάννης Ραγκούσης, που έκανε λόγο για «ριζική αλλαγή της θέσης του ΚΙΝΑΛ».
«Τότε, γιατί από το 2001 που έχει προσδιοριστεί η συγκεκριμένη διάταξη του Συντάγματος και μέχρι τουλάχιστον το 2012, που ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία είχαμε πάνω από διακόσιες ψήφους, δεν είχε ψηφιστεί ο νόμος για την ψήφο των αποδήμων;», σημείωσε χαρακτηριστικά ο κ. Ραγκούσης.
«Μιλάω με ειλικρίνεια, γιατί και εγώ ήμουν ένας από εκείνους του κόμματός μου που είχαν αποκρούσει τη λύση αυτή και είχαμε κάνει λάθος» απάντησε ο Ανδρέας Λοβέρδος. «Εγώ κάνω αυτοκριτική» συμπλήρωσε.
«Άρα, υπάρχει αλλαγή θέσης, σε σχέση με τη θέση του ΠΑΣΟΚ τη διαχρονική», σχολίασε ο κ. Ραγκούσης εισπράττοντας την απάντηση του κ. Λοβέρδου ότι «οι θέσεις που υποστηρίζουμε είναι θέσεις σωστές, συνταγματικά δόκιμες και αν υπάρχει λόγος αυτοκριτικής, εγώ την κάνω την αυτοκριτική μου».
«Η ειλικρίνεια είναι απολύτως σεβαστή και με χαρά την υποδέχομαι, απλώς εγώ επισημαίνω ότι αυτό είναι ριζική αλλαγή θέσης της ιστορικής θέσης που είχε το ΠΑΣΟΚ» σημείωσε ο κ. Ραγκούσης.
«Προς την κατεύθυνση της απόλυτα σωστής θέσης», πρόσθεσε ο κ. Λοβέρδος.
Στο σημείο αυτό αντέδρασε ο πρώην υπουργός του ΠΑΣΟΚ Κώστας Σκανδαλίδης λέγοντας χαρακτηριστικά:
«Μην ανοίξουμε τώρα το θέμα αυτό, γιατί θα γίνουμε κουλουβάχατα, γιατί κανείς όταν έπρεπε να πάρει θέση δεν έπαιρνε».
Από την πλευρά του, ο γενικός εισηγητής του ΚΚΕ Γιάννης Γκιόκας, χαρακτήρισε αναχρονιστικό το σημερινό ελληνικό δίκαιο για την ιθαγένεια, που σχετίζεται με τη ψήφο των απόδημων Ελλήνων.
«Το ζήτημα της ψήφου των απόδημων δεν είναι κυρίως ο τρόπος άσκησης του εκλογικού τους δικαιώματος και αν θα υπάρχει επιστολική ψήφος, αλλά αν πηγαίνουμε σε παρεμβάσεις που επιδρούν καθοριστικά στο αναχρονιστικό ελληνικό δίκαιο της ιθαγένειας, με αποτέλεσμα ο αριθμός αυτών που μπορούν να εγγραφούν να είναι απροσδιόριστος», υπογράμμισε ο κ. Γκιόκας.