ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ: Στις 22 Ιουνίου του 1960 η 50χρονη Αθανασία δολοφόνησε τον σύζυγο και εξάδελφό της Νίκο πολτοποιώντας το κεφάλι του με μία αξίνα τη στιγμή που κοιμόταν. Ήταν η μια από τις συνολικά τέσσερις γυναίκες που εκτελέστηκαν στην Ελλάδα.
Η φόνισσα της «Μαγκουφάνας» μπήκε στο γραφείο του ανακριτή αναστατωμένη.
«Σε μια στιγμή τρέλας σκότωσα τον άντρα μου και παρέδωσα την ψυχή μου στον σατανά. Τι κακό ήταν αυτό που με βρήκε μένα, που δεν σηκώνω το χέρι μου για να σκοτώσω το πιο αθώο πλασματάκι του Θεού.
Αχ κύριε ανακριτά μου δεν θα μπορέσω να ησυχάσω πια. Ο σκοτωμένος θα με κυνηγάει παντού και δεν θα μπορέσω να ησυχάσω. Δεν ξέρω αν ο Μεγαλοδύναμος θα σταθεί δίπλα σε μια αμαρτωλή, για να της δώσει το κουράγιο που της χρειάζεται για να περάσει τη μεγάλη αυτή δοκιμασία», είπε κλαίγοντας, ζητώντας μεγαλύτερη προθεσμία.
Μόλις βγήκε από το ανακριτικό γραφείο η Αθανασία, άλλαξε ξάφνου συμπεριφορά και άρχισε να γελά. Στάθηκε να πιει μια πορτοκαλάδα να δροσιστεί, έβγαλε το μαύρο μαντήλι που σκέπαζε τα μαλλιά της και το κράτησε στο χέρι της. Δίπλα της στεκόταν ο δικηγόρος και η κόρη της. «Γλιτώσαμε και σήμερα; Να δούμε τι θα γίνει αύριο. Δεν ξέρω ακόμα πως θα ξεμπλέξω με αυτόν τον άνθρωπο. Δε μιλάει καθόλου. Δεν του παίρνεις λέξη από το στόμα του» είπε απευθυνόμενη στους συνομιλητές της για τον ανακριτή.
Το θύμα είχε γνωρίσει την Αθανασία ως νοσοκόμα κατά το διάστημα της χηρείας της και την είχε παντρευτεί 10 χρόνια νωρίτερα. Ήταν υπόδειγμα οικογενειάρχη, εργαζόταν σκληρά και προσπαθούσε να αποκτήσει οικονομική άνεση για την οικογένειά του. Βέβαια πρόσωπα του συγγενικού περιβάλλοντος της Αθανασίας, την περιέγραφαν ως μία γυναίκα που έζησε έναν ηθικό βίο και παραπονούνταν συχνά ότι ο σύζυγος της της φερόταν βάναυσα γιατί την είχε βαρεθεί και είχε συνάψει σχέσεις με άλλες γυναίκες. Η Αθανασία περιγράφηκε από το συγγενικό της περιβάλλον ως μία γυναίκα με τάσεις θρησκοληψίας, η οποία εμφάνιζε μία πνευματική διατάραξη, συνέπεια εγκεφαλικής διάσεισης την οποία είχε υποστεί από αυτοκινητικό δυστύχημα.
«Δεν θέλω να θυμάμαι πάλι κάτι που έκανα πάνω στην τρέλα μου. Μπορεί να μου κάνει κακό και να σπάσουν πάλι τα νεύρα μου και να κάνω καμιά τρέλα. Αφού όμως θέλετε, να τα ξαναπώ, θα το κάνω», είπε στον ανακριτή όταν της ζήτησε να περιγράψει τι έκανε.
«Ο μακαρίτης δε μου φερότανε καλά. Δεν περνούσα καθόλου καλά μαζί του, αλλά έκανα υπομονή γιατί έτσι μου έλεγε ο Μεγαλοδύναμος. Του συγχωρούσα όλες τις κακές του πράξεις. Έφευγε βραδιές ολόκληρες και με άφηνε χωρίς μία δεκάρα.
Αναγκαζόμουν να δανείζομαι από τις γειτόνισσες μου, μάρτυρας μου ο Θεός κι αυτές ή να ψωνίζω βερεσέ από τον μπακάλη ή τον ψωμά ότι ήθελα για να μην πεθάνω της πείνας. Βέβαια σαν ήταν εδώ, δεν μπορώ να πω, τα πλήρωνε όλα. Μα τι να το κάνω αυτό. Για ένα κομμάτι ψωμί μονάχα ζει ο άνθρωπος και μάλιστα βουτηγμένο στο φαρμάκι;» περιέγραψε και συμπλήρωσε: «Θα προτιμούσα να είχα κοντά μου τον άνθρωπο μου, να μου φέρεται καλά και ας έτρωγα ξερό ψωμί. Δεν τον είχα όμως. Μου έφευγε και γύριζε ποιος ξέρει πού. Λένε πως είχε φιλενάδες. Εγώ δεν θέλησα ποτέ να το πιστέψω, όταν ερχότανε και μου έδειχνε τις φωτογραφίες τους για να με κουρδίσει, μπορούσα να πω πάλι πως ήταν ψέματα όσα έλεγε εις βάρος του κόσμος;».
Ο Νίκος ήταν ο δεύτερος σύζυγος της Αθανασίας. Την ζήτησε σε γάμο μετά το θάνατο του άνδρα της, με τον οποίο είχε αποκτήσει μια κόρη, και εκείνη δέχτηκε. Μπορεί η πρώτη περίοδος του γάμου τους να ήταν αρμονική, όμως, η Αθανασία ανακάλυψε στην πορεία ότι ο άντρας της την απατούσε συστηματικά και όταν εκείνη διαμαρτυρόταν για τις ερωμένες του την χτυπούσε.
«Όπως καταλαβαίνετε όταν άρχιζε ο καυγάς με έπιανα τα νεύρα μου και δεν ήξερα πια ούτε την έλεγα ούτε την έκανα. Σ’ αυτές τις στιγμές που με βασάνιζε ο άνθρωπός μου βαλμένος από το σατανά, έβρισκα ανακούφιση για να παλέψω και δύναμη στο Θεό. Γονάτιζα μπροστά στην Παναγιά και την παρακαλούσα να μου δίνει υπομονή και να δώσει και σε αυτόν λίγη γνώση, ώστε να αλλάξει απέναντί μου για να ζήσουμε μονιασμένα την υπόλοιπη ζωή μας.
Μα ο σατανάς παιδί μου δεν εννοούσε να μας αφήσει να ησυχάσουμε. Τον έσπρωχνε πάντα στο κακό. Δεν υπήρξε βραδιά που να με πειράξει, να μη μου πει πικρή κουβέντα που με τρυπούσε στην καρδιά. Σταυροκοπιόμουνα και πήγαινα στα εικονίσματα και ψιθύριζα μια παράκληση προς την Παναγία. Σαν το έβλεπε αυτό αντί να μετανιώσει, έβαζε τα γέλια και άρχιζε να με κοροϊδεύει» περιέγραψε οργισμένη η Αθανασία.
Η Αθανασία αποφάσισε λίγες ημέρες αργότερα να αυτοκτονήσει κι έγραψε μια σύντομη επιστολή, στον εισαγγελέα, πιστεύοντας ότι θα είναι νεκρή μόλις εκείνος την διαβάσει. «Όλα θα του τα συγχωρούσα, αν δεν με τυραννούσε τόσο πολύ τις νύχτες και δεν με βασάνιζε με εκείνες τις άσεμνες φωτογραφίες γυναικών που μου έδειχνε. Με βασάνιζε και με έδερνε, γι’ αυτό αναγκάστηκα να κάνω ό,τι έκανα» έγραφε στην επιστολή της.
«Εγώ θα έφευγα από τον κόσμο αυτό και θα τον άφηνα τον άντρα μου ήσυχο να γυρίζει όποια ήθελε. Μα την τελευταία στιγμή άλλαξα γνώμη γιατί σκέφτηκα πως ο Μεγαλοδύναμος δεν θα μου συγχωρούσε ποτέ ένα τόσο φοβερό αμάρτημα. Καλύτερα όμως να το είχα κάνει γιατί στο αμάρτημα που έπεσα τώρα είναι ακόμα πιο μεγάλο» είπε στον ανακριτή.
Η νύχτα του φόνου
Το βράδυ της 22ας Ιουνίου, ο σύζυγός της άρχισε να την πειράζει και να την κοροϊδεύει για τις εικόνες και τις προσευχές της. Άναψε ένα τσιγάρο, κι εκείνη είπε πως ενοχλείται. «Δεν το αφήνεις τώρα το κάπνισμα, του είπα. Με πειράζει στα νεύρα και δεν θα μπορέσω να κοιμηθώ. Αντί να το πετάξει αφού του το ζητούσα, άρχισε να κάνει κι εδώ τα χωρατά του. Πλησιάζει το αναμμένο τσιγάρο στο μπράτσο μου, ως που με έκαψε. Από εκείνη την ώρα νευρίασα τόσο που δεν μπορούσα να κλείσω μάτι».
Όταν εκείνος πήγε για ύπνο η Αθανασία πήρε «κατευναστικά χάπια» χωρίς όμως αποτέλεσμα. «Αντί να ησυχάσω αναστατώθηκα περισσότερο και κατά τις τρεις το πρωί σηκώθηκα από το κρεβάτι, πήρα την αξίνα από την κουζίνα και χωρίς πια να ξέρω τι κάνω πλησίασα το κρεβάτι, τον χτύπησα στο κεφάλι και τον σκότωσα. Έριξα την αξίνα κάτω από τη ντουλάπα, σκέπασα το κεφάλι του με χνουδάτες πετσέτες, γιατί δεν μπορούσα να τον βλέπω πλημμυρισμένο στο αίμα και μετά πήρα κίνημα και ότι αλλά χάπια βρήκα για να πεθάνω».
Όταν ξύπνησε το πρωί, βγήκε στον δρόμο και ζήτησε τη βοήθεια από μια γειτόνισσα για να πάει στο νοσοκομείο. Όταν όμως βρισκόταν στο ταξί, θυμήθηκε τι είχε κάνει λίγα λεπτά πριν πάρει τα χάπια. «Στην αστυνομία να πάμε! Πρέπει να πάμε στην αστυνομία», είπε στον οδηγό που την οδήγησε στο αστυνομικό τμήμα. «Σκότωσα τον άντρα μου. Πηγαίνετε σπίτι μου στην Άνω Μαγκουφάνα. Θα τον βρείτε νεκρό, στο κρεβάτι του» φώναξε μπαίνοντας στο κτίριο η Αθανασία και κατέρρευσε.
newsbomb.gr