ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΝΕΑ: Στον μεγαλοπρεπή Ιερό Ναό του Αγίου Παντελεήμονος, της περιωνύμου ενορίας της οδού Αχαρνών, στο κέντρο της Αθήνας, μεταφέρθηκε, κατόπιν αιτήματος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου και εγκρίσεως της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, το απόγευμα της Πέμπτης 20 Ιουλίου και μέχρι την Κυριακή 30 Ιουλίου, για δεκαήμερο προσκύνημα, η εφέστιος εικόνα της Παναγίας της Ζωοδόχου Πηγής, της καλουμένης και «Πεταλιδιώτισσας», πολιούχου και προστάτιδος της κωμοπόλεως του Πεταλιδίου.
Την ιερά εικόνα μετέφερε ο Πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, Αρχιμανδρίτης Φίλιππος Χαμαργιάς, εκπροσωπώντας τον Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομο, ενώ η υποδοχή έλαβε χώρα στη συμβολκή των οδών Αχαρνών και Παρασίου και μεταφέρθηκε λιτανευτικά μέχρι τα προπύλαια του Ιερού Ναού και εν συνεχεία τελέσθηκε ο πανηγυρικός εσπερινός χοροστατούντος του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Ανδρούσης κ. Κωνσταντίου, εκπροσώπου του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου κ. Ιερωνύμου, με την παρουσία του Δημάρχου Αθηναίων κ. Κων. Μπακογιάννη και αρκετών μελών του Δημ. Συμβουλίου και πλήθους Μεσσηνίων από ολόκληρη την Αττική.
Με το πέρας του εσπερινού ο προϊστάμενος του ναού Αρχιμ. Νικόλαος Κατσαφαρόπουλος, με καταγωγή από την πόλη της Καλαμάτας, εεξέφρασε θερμές ευχαριστίες προς τον Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομο για την αποδοχή του αιτήματος της μεταφοράς της ιεράς εικόνας και τον π. Φίλιππο για τη μεταφορά και συνοδεία της, παρακαλώντας τον να εκφωνήσει λόγο πνευματικής οικοδομής προς το ποίμνιο της μεγαλωνύμου ενορίας. Ο π. Φίλιππος εκφώνησε λόγο ευχαριστιών εκ μέρους του Μητροπολίτη Μεσσηνίας και εν συνεχεία αναφέρθηκε στο ιστορικό της ιεράς εικόνας, τονίζοντας και την ιδιαίτερη σχέση του νέου Αγίου της Εκκλησίας μας Οσίου Βησσαρίωνος του Αγαθωνίτου με το εικόνισμα της Πεταλιδιώτισσας.
ΛΟΓΟΣ ΥΠΟΔΟΧΗΣ ΠΕΤΑΛΙΔΙΩΤΙΣΣΗΣ, ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ ΟΔΟΥ ΑΧΑΡΝΩΝ
Με άπειρη χαρά και συγκίνηση, αλλά και πνευματική αγαλλίαση, ένεκα της μεθ’ Υμών κοινωνίας, Θεοφιλέστατε Άγιε Ανδρούσης, εκπρόσωπε της Αυτού Μακαριότητος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερωνύμου, Πανοσιολογιώτατε Αρχιμανδρίτα π. Νικόλαε προεστώτα της Μεγαλωνύμου ταύτης ενορίας, σεβαστοί πατέρες και αδελφοί, περιούσιε λαέ του κλεινού των Αθηνών άστεως, ευρισκόμεθα και πάλι, διά δευτέραν συνεχή χρονιά, στον Μεγαλοπρεπή αυτόν Ναόν, κομίζοντες τούτη την φορά την Ιεράν Εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου, της και καλουμένης Πεταλιδιωτίσσης, εκ της γραφικής κωμοπόλεως του Πεταλιδίου, μιάς κωμοπόλεως που η μακραίωνη ιστορία ανάγεται στους αρχαίους χρόνους, αφού το Πεταλίδι αποτελεί την εξέλιξη της Αρχαίας Κορώνης, την οποία κλέισαν, ως πρώτοι επίσκοποι αυτής, οι άγιοι Απόστολοι εκ των Ο’ Καίσαρ, Επαφρόδιτος και Ονησιφόρος, Επίσκοποι Κορώνης καθώς και ο Επίσκοπος των Κορωναίων Αγαθοκλής, ο οποίος συμμετείχε στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο, που συνήλθε στην Έφεσο και που η εξέλιξη αυτή φθάνει μέχρι την ανέγερση του Ναού της Υπεραγίας Θεοτόκου, ως Ζωοδόχου Πηγής, ο οποίος ήδη είχε αρχίσει να κτίζεται αμέσως μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και εγκαινιάσθηκε, κατά αγαθή συγκυρία Θεοφιλέστατε, από τον επίσκοπο Ανδρούσης Ιωσήφ και την καθιέρωση της Ιεράς Εικόνος.
Μέσα στην ιστορική διαδρομή αυτού του Ναού η Υπεραγία Θεοτόκος στήριξε τους κατοίκους του Πεταλιδίου και της ευρύτερης περιοχής. Ο ναός αποτέλεσε το σημείο της λειτουργικής αναφοράς και προσφοράς του λαού του Πεταλιδίου, όπου από τη στιγμή της γεννήσεώς του έως και της τελευτής του ο κάθε Πεταλιδιώτης κατέθετε, λειτουργικά, λατρευτικά και ευχαριστιακά προς το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου της Πεταλιδιώτισσας, τα αιτήματά του και τις προσδοκίες του και αντλούσε δύναμη και κουράγιο για να μπορέσει να ξεπεράσει τα δύσκολα χρόνια που πέρασαν οι κάτοικοι ανά τους αιώνες αλλά και συγχρόνως τις δυσκολίες της καθημερινότητας.
Στο ναό αυτό όμως, εκτός από την Υπεραγία Θεοτόκο υπάρχει και ένα άλλο θαυμαστό σημείο. Ο Ναός αυτός ήταν ο χώρος όπου μεγάλωσε, ανδρώθηκε και προσφέρθηκε στην Εκκλησία ένα πρόσωπο που σήμερα ευρίσκεται στη χορεία των αγίων της Εκκλησίας μας, ως επιβεβαίωση της συνείδησης του πιστού λαού. Το πρόσωπο αυτό είναι ο αγαθός λευίτης ο Οσιος Βησσαρίων, ο Κορκολιάκος, γένημα και θρέμμα του Πεταλιδίου και εν τη Μονή Αγάθωνος της Φθιώτιδος διαλάμψας, ο οποίος μέσα από το πρόσωπο της Κυρίας Θεοτόκου αναπλήρωσε την ορφάνια του. Δεν είναι τυχαίο ότι σχετίζεται το πρόσωπο αυτό, η παρουσία του και η βιωτή του με το συγκεκριμένο εικόνισμα και τον τόπο, αποδεικνύοντας έτσι ότι η Εκκλησία, μέσα στη διαχρονία της, δεν παύει να αναδεικνύει Αγίους, πρόσωπα τα οποία, εξαιτίας του εξαιρέτου του βίου τους, μπορούν και σήμερα ακόμα, στον 21ο αιώνα, να αναδειχθούν Άγιοι και κεχαριτωμένοι. Γιατί όταν η Εκκλησία αναδεικνύει Αγίους βεβαιώνει ότι είναι μία ζώσα πραγματικότητα μέσα στον κόσμο και όχι μουσειακό εκθετήριο.
Κομίζουμε λοιπόν αυτήν την εικόνα της Παναγίας, η οποία φιλοτεχνήθηκε με θαυμαστό τρόπο, από τον Ιωάννη Μαυρομιχάλη, αδελφό του Πετρόμπεη κατά το έτος 1841 και συντηρήθηκε από αρχαιολόγους συντηρητές τον Ιούλιο του έτους 2013.
Μαρτυρείται δε ότι ο Αγιογράφος μόλις περάτωσε το έργο τυφλώθηκε και έκτοτε συνέχισαν οι μαθητές του, η δε αιτία της εικονογραφήσεώς της, σύμφωνα με τη παράδοση, είναι η παρακάτω: Ο καπετάν – Νικόλας Μουστάκης, καταγόμενος από τη νήσο Χίο, έπλεε μέσα στο Μεσσηνιακό κόλπο με το πλοιάριό του, το οποίο ήταν φορτωμένο με εμπορεύματα. Ξαφνικά, στα ήρεμα και γαλήνια νερά της θάλασσας, ξέσπασε τρομερή θαλασσοταραχή και κινδύνευσε το πλοιάριο να βυθισθεί και ο καπετάν Νικόλας τρομαγμένος αφήνει το τιμόνι και γονατιστός προσεύχεται στην Παναγία λέγοντας: «Σώσε το πλοίο μου και διαφύλαξε το πλήρωμά μου και θα Σου προσφέρω ο,τι μου ζητήσεις». Αυτά είπε με δάκρυα στα μάτια, και ω! του θαύματος, δύναμη εξ ουρανού οδήγησε στις ακτές του Πεταλιδίου τον καπετάνιο και τους ναύτες σώους και αβλαβείς, ενώ το πλοιάριο ναυάγησε εντός του Κόλπου.
Ο Νικόλας έπεσε στα γόνατα και δοξολογούσε την Παναγία, γιατί με τη βοήθειά της διασώθηκαν. Έμειναν στην κωμόπολη πέντε ημερόνυκτα. Την τρίτη βραδιά, ο καπετάν Νικόλας, την ώρα του ύπνου του, βλέπει σε όνειρο την Παναγία απαστράπτουσα, καθήμενη μέσα σε μία κολυμβήθρα, η οποία εξεχείλιζε από άφθονο νερό. Κρατούσε στην αγκαλιά Της τον Χριστό και αριστερά και δεξιά στέκονταν δύο άγγελοι. Τότε, ακούγεται η Παναγία με αυστηρή φωνή να λέει: «Γιατί Νικόλαε παραμέλησες την υπόσχεση που μου έταξες;». Τρομαγμένος τότε ο καπετάνιος απολογείται στη Μητέρα του Θεού και της λέγει: «Ευλογημένο το όνομά σου! Πρόσταξε τι θέλεις να σου φέρω!». Με πραεία, τότε, και γαλήνια φωνή η Μεγαλόχαρη τον προστάζει: «Φτιάξε την εικόνα μου, όπως σου φανερούμαι έμπροσθέν σου, και προσέφερέ την χάρισμα στον Ναό που φτιάχνουν στο όνομά μου και εγώ θα ευλογήσω αυτήν να έχει την χάρη μου». Αυτά είπε η Μεγαλόχαρη, και χάθηκε από το όραμα, το οποίο έβλεπε ο καπετάν Νικόλας.
Αμέσως, εξύπνησε συγκλονισμένος και με δάκρυα στα μάτια, έπεσε στο έδαφος και ζητούσε συγχώρεση από την Παναγία, γιατί παραμέλησε το τάμα του. Αφού εξημέρωσε, αμέσως ενημέρωσε τους κατοίκους και εζήτησε να του αναφέρουν αν γνωρίζουν κάποιον αγιογράφο. Αυτοί του συνέστησαν έναν Αγιογράφο, ο οποίος όνομαζόταν Ιωάννης Μαυρομιχάλης και είχε χάρισμα στην ιερή τέχνη της εικονογραφίας.
Ο καπετάν Νικόλας τον επεσκέφθηκε και, αφού του εξιστόρησε το θαυμαστό γεγονός της διασώσεώς του από την Παναγία, του παρήγγειλε να φτιάξει μια λαμπρή εικόνα της Θεοτόκου, σύμφωνα με τις οδηγίες της Παναγίας στο όραμά του. Έδωσε χρήματα στον αγιογράφο και την επόμενη ημέρα αναχώρησε για την πατρίδα του. Με προσευχή και νηστεία, όπως είναι το έθος, ο αγιογράφος ολοκλήρωσε την αγιογράφιση της χαριτοβρύτου εικόνος της Παναγίας της Πεταλιδιωτίσσης. Κατόπιν, με την προβλεπόμενη τάξη, οι πιστοί την ενθρόνισαν στο τέμπλο του Ιερού Ναού, αποτελώντας έκτοτε την «Κυρά» και «Καπετάνισσα» της Μεσσηνίας, ενώ όλα αυτά τεκμηριώνονται από τα υπολλείματα του ναυαγίου τα οποία ευρίσκονται στην θάλασσα του Πεταλιδίου.
Θεοφιλέστατε, Άγιοι πατέρες, αδελφοί μου,
Περατώνοντας την προσλαλιά μου, μεταφέρω τις ευχές και την ευγνωμοσύνη του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου, για την τιμητικήν πρόσκλησιν και συνάμα φιλάδελφον παράκλησιν της μεταφοράς της Ιεράς Εικόνος, στο κλεινόν άστυ των Αθηνών και στην περιώνυμον και μεγαλώνυμον ενορία του Αγίου Παντελεήμονος οδού Αχαρνών. Ευχαριστούμεν εκ μέσης καρδίας, διά την λαμπρή υποδοχή, τον Μακαριώτατον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών και πάσης Ελλάδος κύριον ημών Κύριον Ιερώνυμον, αλλά και Υμάς Θεοφιλέστατε Άγιε Ανδρούσης κ. Κωνστάντιε, ως και τους εκ Μεσσηνίας καταγομένους εφημερίους του Μεγαλωνύμου τούτου Ναού, τον Προιστάμενον Πανοσιολογιώτατον Αρχιμ. Νικόλαον Κατσαφαρόπουλον και τον συνεφημέριό του π. Παναγιώτη Γιαννακόδημο, αλλά και τους λοιπούς συνεφημερίους τους, οι οποίοι, εν πνεύματι αγάπης, διακονούν το πολυπληθές και πολυφυλετικόν πλήρωμα αυτής της ενορίας.
Τέλος ευχαριστούμε και όλους όσους συνέβαλλαν, ένας έκαστος εκ της θέσεως του, στην μεταφορά εκ Μεσσηνίας αλλά και στην υποδοχήν εις Αθήνας.