Ουκρανική Αυτοκεφαλία: Ὁ λδ΄ (34ος) ἀποστολικός κανόνας, ὁ ὁποῖος ἐπικυρώθηκε καί ἀπό τήν Πενθέκτη Οἰκουμ. Σύνοδο ὁρίζει: «Τούς ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους εἰδέναι χρή τόν ἐν αὐτοῖς πρῶτον, καί ἡγεῖσθαι αὐτόν ὡς κεφαλήν, καί μηδέν τι πράττειν περιττόν ἄνευ τῆς ἐκείνου γνώμης . . . Ἀλλά μηδέ ἐκεῖνος ἄνευ τῆς πάντων γνώμης ποιείτω τι. Οὕτω γάρ ὁμόνοια ἔσται, καί δοξασθήσεται ὁ Θεός» (Γ. Ράλλη – Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων, Ἀθήνησιν 1852, τόμ. 2, σελ. 45).
Του Παναγιώτη Ἰ. Μπούμη, Ομότιμου Καθηγητή Κανονικού Δικαίου του Παν/μίου Αθηνών
Βάσει τοῦ κανόνα αὐτοῦ νοεῖται ὅτι μπορεῖ κάθε κράτος νά ἔχει τή δική του αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία (Σύνοδο). Πρβλ. καί τόν θ΄ καν. τῆς Συνόδου Ἀντιοχείας (συσταλτική ἑρμηνεία).
Σ’ αὐτήν τή σκέψη δίνει ἀφορμή καί βάση καί ἡ ἔκφραση τοῦ κανόνα «ἡγεῖσθε αὐτόν ὡς κεφαλήν». Ἐφ’ ὅσον σ’ ἕνα ἔθνος-κράτος θεωρεῖται ὁ πρῶτος (π.χ. ὁ Ἀρχιεπίσκοπος) ὡς κεφαλή νοεῖται ὅτι ἡ Ἐκκλησία αὐτή εἶναι αὐτοκέφαλη, ἤ ἔστω μπορεῖ ἤ πρέπει νά εἶναι αὐτοκέφαλη.
Ἑπομένως καλῶς τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἔτεινεν εὐήκοον οὖς καί ἀπεφάσισε στήν Ἱ. Σύνοδο τῆς 11ης Ὀκτωβρίου 2018 νά παραχωρηθεῖ τό αὐτοκέφαλο στήν Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας. Ἀλλά σέ ποιά Ἐκκλησία καί σέ ποιά Σύνοδο αὐτῆς; Στήν Οὐκρανία εἶναι τρεῖς μερίδες Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν μέ τούς ἀρχιεπισκόπους τους:
1) Σύνοδος ὑπό τόν ἀρχιεπίσκοπο Ὀνούφριο κανονική, προσκείμενη στό Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας,
2) Σύνοδος ὑπό τόν Φιλάρετο, ὁ ὁποῖος θεωρήθηκε σχισματικός ἀπό τό Οἰκουμ. Πατριαρχεῖο καί τίς ἄλλες αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, καί
3) Σύνοδος ὑπό τόν Μακάριο, ὁ ὁποῖος ἐπίσης θεωρήθηκε σχισματικός, ὅπως καί οἱ ὑπό τόν Φιλάρετο.
Ἑπομένως καί πάλι καλῶς δέν προχώρησε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο στό Ἀνακοινωθέν (τῆς 11-10-2018) καί μίλησε γενικῶς καί ἀορίστως περί οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας καί δέν προσδιόρισε σέ ποιά μερίδα καί ὑπό ποιόν ἀρχιεπίσκοπο (πρῶτον) παραχωρεῖται τό αὐτοκέφαλο.
Β. Ἐπίσης εὔστοχο εἶναι καί ἕνα ἄλλο σημεῖο τοῦ ἀνακοινωθέντος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τό ὁποῖο δίδει ἀφορμή νά τεθοῦν καί ἰδιοκτησιακά πράγματα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας στήν κανονική θέση τους. Ἔτσι στήν παρ. 2 τοῦ ἀνακοινωθέντος λέγεται: Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ἀπεφάσισε «νά ἀνασυστήσῃ τό ἐν Κιέβῳ τό γε νῦν Σταυροπήγιον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἕν ἐκ τῶν πολλῶν ἐν Οὐκρανίᾳ Σταυροπηγίων Αὐτοῦ . . . ».
Ἐδῶ πρέπει ὅμως νά σημειωθεῖ ὅτι πολλά ἀπό τά Μοναστήρια (λάβρες) τῆς Οὐκρανίας, ἄν ὄχι ὅλα, ἔχουν περιέλθει στήν ἰδιοκτησία τοῦ κράτους, θά λέγαμε ἔχουν ἀπαλλοτριωθεῖ ἀντικανονικῶς καί αὐθαιρέτως. Καί πρέπει νά τονιστεῖ ὅτι πράγματι κατά τούς κανόνες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τά μοναστήρια ἔχουν τό ἀναπαλλοτρίωτο, τό ὁποῖο βασίζεται καί στούς λόγους τοῦ Ἰ. Χριστοῦ «Ἀπόδοτε τά (τοῦ) Καίσαρος Καίσαρι καί τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ» (Ματθ. 22,21), γιατί ἀναμφιβόλως οὐσιαστικός ἰδιοκτήτης τῶν τῆς Ἐκκλησίας πραγμάτων εἶναι ὁ Θεός (πρβλ. Παν. Μπούμη, Κανονικόν Δίκαιον, ἔκδ. Γ΄, ἐκδ. «Γρηγόρη», Ἀθήνα 2002, σελ. 216).
Καί συγκεκριμένως, ὁ ιβ΄ καν. τῆς Ζ΄ Οἰκουμ. Συνόδου ὁρίζει: «Εἰ δέ πανουργίᾳ πονηρᾷ χρήσοιντο (ἐκκλησιαστικοί ἤ πολιτειακοί παράγοντες), καί ἐκ τοῦ κληρικοῦ, ἤ τοῦ γεωργοῦ ὠνήσηται ἄρχων τόν ἀγρόν, καί οὕτως ἄκυρον εἶναι τήν πρᾶσιν (= πώληση) καί ἀποκαθίστασθαι τῷ ἐπισκοπείῳ, ἤ τῷ μοναστηρίῳ» (Ρ. – Π., 2, 593).
Ὁ δέ ιγ΄ τῆς ἴδιας (Ζ΄) Οἰκουμ. Συνόδου προσθέτει: «Ἐπειδή διά τήν γενομένην κατά τάς ἁμαρτίας ἡμῶν συμφοράν ἐν ταῖς ἐκκλησίαις, καθηρπάγησάν τινες εὐαγεῖς οἶκοι ὑπό τινων ἀνδρῶν, ἐπισκοπεῖά τε, καί μοναστήρια, καί ἐγένοντο κοινά καταγώγια· εἰ μέν οἱ διακρατοῦντες ταῦτα, προαιροῦνται ἀποδιδόναι, ἵνα κατά τό ἀρχαῖον ἀποκατασταθῶσιν, εὖ καί καλῶς ἔχει· εἰ δέ μήγε, εἰ μέν τοῦ καταλόγου τοῦ ἱερατικοῦ εἰσι, τούτους καθαιρεῖσθαι προστάττομεν· εἰ δέ μοναχοί, ἤ λαϊκοί ἀφορίζεσθαι . . . ὅτι τῇ τοῦ Κυρίου φωνῇ ἐναντιοῦνται, τῇ λεγούσῃ· Μή ποιεῖτε τόν οἶκον τοῦ Πατρός μου οἶκον ἐμπορίου» (Ρ. – Π. 2,612).
Ἑπομένως καθῆκον ἔχει ἡ Κυβέρνηση τῆς Οὐκρανίας νά ἐπιστρέψει τά κτίρια καί χώρους τῶν μονῶν, τά ὁποῖα εἶχαν ἀπαλλοτριωθεῖ βιαίως ἤ τεχνηέντως. (Θά λέγαμε ὡς προϋπόθεση χορηγήσεως τοῦ αὐτοκεφάλου).
Γ. Ἐπίσης κατά τήν παρ. 3 τοῦ Ἀνακοινωθέντος, κατ’ ἀρχάς εἶναι χριστιανική καί συμπαθής ἡ ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμ. Πατριαρχείου «νά δεχθῇ τάς σχετικάς αἰτήσεις (μετά ἀπό ἕξη [;] φορές ὑποβολῆς) τοῦ Φιλαρέτου Ντενισένκο καί τοῦ Μακαρίου Μαλετίτς καί τῶν σύν αὐτοῖς, οἵτινες εὑρέθησαν ἐν σχίσματι . . . καί νά ἀποκαταστήσῃ αὐτούς μέν εἰς τόν ἀρχιερατικόν ἤ ἱερατικόν αὐτῶν βαθμόν, τούς δέ πιστούς αὐτῶν εἰς ἐκκλησιαστικήν κονωνίαν».
Θά λέγαμε, λοιπόν, καλῶς δέχθηκε νά ἀποκατασταθοῦν οἱ σχισματικοί κληρικοί (ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς) καί οἱ λοιποί πιστοί. Ἀλλά τήν πράξη αὐτή πρέπει νά τή δεχθοῦν καί νά τήν ἐπικυρώσουν καί οἱ ἄλλες αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐφ’ ὅσον τούς εἶχαν κηρύξει σχισματικούς καί αὐτές (ἴσως μάλιστα θά πρέπει νά προηγηθεῖ ἡ Ρωσική Ἐκκλησία). Σήμερα δυστυχῶς ἤ μᾶλλον εὐτυχῶς στήν Ὀρθοδοξία δέν ἔχουμε μόνο τήν τετραρχία, ἀλλά ἔχουμε καί τήν δεκατετραρχία. Ἡ ἀναγνώριση ἐκ μέρους αὐτῶν ἴσως πρέπει νά προηγηθεῖ πρό τῆς παραχωρήσεως (ἐπιδόσεως) τοῦ Τόμου τῆς Αὐτοκεφαλίας.
Ἐδῶ ὅμως πρέπει νά προσθέσουμε καί τά ἑξῆς: Βάσει τοῦ λδ΄ ἀποστολικοῦ κανόνος ὁ πρῶτος δέν θεωρεῖται μόνο ὡς κεφαλή μιᾶς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας, ἀλλά φυσικά εἶναι καί ἕνας. Δέν εἶναι, οὔτε μπορεῖ νά εἶναι δύο ἤ τρεῖς ἀρχιεπίσκοποι σέ μία αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία. Ἄλλωστε εἶναι ἀντικανονικό σέ μία πόλη νά εἶναι δύο-τρεῖς ἐπίσκοποι, ἤ Μητροπολίτες, ἤ Ἀρχιεπίσκοποι, ἤ Πατριάρχες, νά εἶναι δηλ. δύο ἴσα κυρίαρχα ἐκκλησιαστικά ὄργανα, δύο κεφαλές. Οἱ κανόνες η΄ (8ος) τῆς Α΄ καί ιβ΄ (12ος) τῆς Δ΄ Οἰκουμ. Συνόδου σαφῶς τό ἀπαγορεύουν.
Αὐτοί οἱ δύο κανόνες ὁρίζουν τά ἑξῆς, τά ὁποῖα θέλουν μεγάλη προσοχή, γιά μία κατ’ ἀναλογίαν ἐφαρμογή. Ὁ η΄ καν. τῆς Α΄ Οἰκουμ. Συνόδου διαλαμβάνει: «Περί τῶν ὀνομαζόντων μέν ἑαυτούς Καθαρούς ποτε, προσερχομένων δέ τῇ καθολικῇ καί ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ, ἔδοξε τῇ ἁγίᾳ καί μεγάλῃ συνόδῳ, ὥστε χειροθετουμένους αὐτούς, μένειν οὕτως ἐν τῷ κλήρῳ . . . Εἰ δέ τοῦ τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἐπισκόπου (ἤ πρεσβυτέρου) ὄντος, προσέρχονταί τινες, πρόδηλον, ὡς ὁ μέν ἐπίσκοπος τῆς ἐκκλησίας ἕξει (= θά ἔχει) τό ἀξίωμα τοῦ ἐπισκόπου· ὁ δέ ὀνομαζόμενος παρά τοῖς λεγομένοις Καθαροῖς ἐπίσκοπος, τήν τοῦ πρεσβυτέρου τιμήν ἕξει· πλήν εἰ μή ἄρα δοκοίη (= ἐάν φανεῖ καλό) τῷ (κυριάρχῃ) ἐπισκόπῳ, τῆς τιμῆς τοῦ ὀνόματος αὐτόν μετέχειν . . . ἵνα μή ἐν τῇ πόλει δύο ἐπίσκοποι (κυρίαρχοι) ὦσιν» (Ρ. – Π., 2, 133).
Ἀνάλογο πνεῦμα διακατέχει καί τόν ιβ΄ καν. τῆς Δ΄ Οἰκουμ. Συνόδου, τό ὁποῖον ἐπισημαίνει καί ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, στή σχετική ἑρμηνεία του, γράφοντας: «Ἐπειδή μερικοί φίλαρχοι Ἐπίσκοποι, προσερχόμενοι εἰς τούς βασιλεῖς . . . ἐζήτουν νά τιμῶνται μέ Μητροπόλεως ὄνομα αἱ Ἐπισκοπαί των, καί τήν μίαν ἐπαρχίαν καί Μητρόπολιν, εἰς δύω ἐμοίραζον, ὥστε ἐκ τούτου ἠκολούθει νά ᾖναι εἰς μίαν καί τήν αὐτήν Μητρόπολιν δύω Μητροπολῖται (τό ὁποῖον εἶναι ἔξω ἀπό τούς συνοδικούς Κανόνας, καί μάλιστα τόν η΄. τῆς α΄.) . . . Ὅσαι δέ πόλεις καί ἐπισκοπαί ἕως τώρα ἔφθασαν νά τιμηθοῦν διά βασιλικῶν γραμμάτων μέ ὄνομα Μητροπόλεως, ἄς ἔχωσι μόνον τήν ἐκ τοῦ ὀνόματος τούτου τιμήν καί αὐταί, καί ὁ ταύτης ἔχων ἐπίσκοπος. Τά δίκαια ὅμως, καί ἡ ἐξουσία τῶν τῆς Μητροπόλεως πραγμάτων νά σώζωνται εἰς τήν ἀληθῶς καί ἄνωθεν καί ἐξ ἀρχῆς λεγομένην, καί οὖσαν Μητρόπολιν» (Πηδάλιον, σελ. 195-196).
Ἀνάλογο πρός τούς δύο ἀνωτέρω ἀναφερομένους κανόνες πνεῦμα πρέπει νά διέπει καί κατά (γιά) τή χορήγηση τοῦ αὐτοκεφάλου στήν ὀρθόδοξη καθολική Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας.
Ἑπομένως ὀρθῶς καί καλῶς τό Οἰκουμ. Πατριαρχεῖο δέν προχώρησε καί δέν προσδιόρισε σέ ποιόν ἀπό τούς τρεῖς ἀρχιερεῖς στό Κίεβο δίδεται τό αὐτοκέφαλο.
Δ. Ἐκεῖνο πού μᾶς προβλημάτισε εἶναι ἡ παρ. 4 τοῦ Ἀνακοινωθέντος, ὅπου λέγεται ὅτι τό Οἰκουμ. Πατριαρχεῖο ἀπεφάσισε «4) Νά ἄρῃ τήν ἰσχύν τοῦ Συνοδικοῦ Γράμματος Ἐκδόσεως τοῦ ἔτους 1686, τοῦ ἐκδοθέντος διά τάς τότε περιστάσεις, διά τοῦ ὁποίου ἐδίδετο, κατ’ οἰκονομίαν, τό δικαίωμα εἰς τόν Πατριάρχην Μόσχας νά χειροτονῇ τόν ἑκάστοτε Μητροπολίτην Κιέβου, ἐκλεγόμενον ὑπό τῆς Κληρικολαϊκῆς Συνελεύσεως τῆς Ἐπαρχίας αὐτοῦ καί ὀφείλοντα νά μνημονεύῃ “ἐν πρώτοις” τοῦ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου εἰς ἔνδειξιν κανονικῆς ἐξαρτήσεως».
Ἀφήνουμε πρός τό παρόν τήν ἐξέταση τοῦ «κατ’ οἰκονομίαν» καί γιατί δέν ἔχουμε εἰς χεῖρας μας τό Συνοδικό Γράμμα τοῦ ἔτους 1686, ἀλλά ἀναλογιζόμαστε, πράγματι ἀποφάσισε τό Οἰκουμ. Πατριαρχεῖο «νά ἄρῃ τήν ἰσχύν» αὐτοῦ, διά τοῦ ὁποίου ὄφειλε ὁ ἑκάστοτε Μητροπολίτης Κιέβου καί τό «νά μνημονεύῃ “ἐν πρώτοις” τοῦ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου»; Μήπως ἡ διατύπωση τῆς παραγράφου αὐτῆς ἔγινε «ἐν σπουδῇ» καί δέν εἶναι ἡ ἐνδεδειγμένη; (Περαιτέρω λόγος επ΄αυτού γίνεται στο ΑΡΘΡΟ ΔΕΥΤΕΡΟ που ακολουθεί) ΄
Ε. Τέλος νομίζουμε ὅτι οἱ ἐπιταγές τοῦ λδ΄ ἀποστολικοῦ κανόνα ἔχουν τή θέση τους καί στίς σχέσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου πρός ὅλους τούς Μητροπολίτες, Ἀρχιεπισκόπους καί Πατριάρχες τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας (διασταλτική ἑρμηνεία). Καί τοῦτο, γιατί καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς ἕνα σύνολο ἀποτελεῖ ἕνα ἔθνος. Πρβλ. τήν Α΄ ἐπιστολή τοῦ Ἀπ. Πέτρου: «Ὑμεῖς δέ γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον» (ἔθνος in universum).
Ἔχουμε ἐπίσης καί τούς λόγους τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Φιλαδελφείας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας Μακαρίου Χρυσοκεφάλου (μέσα ΙΔ΄ αἰ.), ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ χαρακτηρίζει τόν Ἰωάννη τόν Θεολόγο «ἀρχηγόν τῆς Ὀρθοδοξίας», προσθέτει χαρακτηριστικά ὅτι οἱ ὀρθόδοξοι εἶναι «Οἱ τήν αὐτοῦ θεολογίαν ἀμετάθετον φυλάττοντες, τό ἠγαπημένον ἔθνος, τό ὀρθόδοξον γένος, ὁ περιούσιος τοῦ Θεοῦ λαός» (Λόγοι πανηγυρικοί ΙΔ΄, ἐν Κοσμοπόλει 1794, σελ. 291, 293).
Ἐδῶ πρός διευκρίνιση καί ἐπικαιροποίηση ἴσως εἶναι χρήσιμοι καί οἱ λόγοι τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, οἱ ὁποῖοι ἀπηχοῦν καί τή γνώμη τοῦ Βαλσαμῶνος (πρβλ. Ρ. – Π., 2, 129). Αὐτός γράφει: «Ὅν λόγον καί τάξιν ἔχει ὁ Μητροπολίτης πρός τούς Ἐπισκόπους, τόν αὐτόν ἔχει καί ὁ Πατριάρχης πρός τούς Μητροπολίτας. Καί καθώς ὁ Μητροπολίτης εἶναι πρῶτος καί κεφαλή τῶν Ἐπισκόπων, οὕτως εἶναι καί ὁ Πατριάρχης πρῶτος καί κεφαλή τῶν Μητροπολιτῶν, διά τοῦτο καί ὁ παρών Ἀποστολικός Κανών, ὄχι περισσότερον νοεῖται διά τούς ἐπισκόπους πρός τόν Μητροπολίτην, παρά διά τούς Μητροπολίτας πρός τόν Πατριάρχην, ἀλλ’ ἐξ ἴσου καί διά τούς δύω ὁμοῦ» (Πηδάλιον, σελ. 37, ὑποσ. 1).
Ἡ ἔννοια τοῦ πρώτου γιά τόν Οἰκουμ. Πατριάρχη δίδεται πολύ περιεκτικά καί διαφωτιστικά ἀπό τόν Μητροπολίτη Σάρδεων Μάξιμο καί ἀπό τόν ἀρχιμανδρίτη (καί νῦν Μητροπολίτη Τηρολόης καί Σερεντίου) Παντελεήμονα Ροδόπουλο στήν κριτική παρουσίαση τοῦ πολύτιμου βιβλίου τοῦ πρώτου: «Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ», Θεσσαλονίκη 1972.
Ἐκεῖ στήν κριτική παρουσίαση ὁ Μητροπολίτης Παντελεήμων γράφει ὅτι ὁ Μητροπολίτης Μάξιμος στό ΣΤ΄ κεφάλαιον «ἀναφέρεται εἰς τήν πρᾶξιν τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου μέχρι σήμερον, διά τῆς ὁποίας ἐπιβεβαιοῦται ἡ προεξάρχουσα θέσις τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν (σ. 282-336), ἥτις ἐκδηλοῦται οὐχί ὡς μορφή τις “ἀνατολικοῦ παπισμοῦ”, ἀλλ’ ὡς οἰκουμενική ἀποστολή ἐν συνεργασίᾳ μετά τῶν Ὀρθοδόξων αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ὡς κανονική ἐξουσία ἐν τῇ ἐννοίᾳ τῆς “ἐν ἀδελφικῇ συλλογικότητι ἐκφραζομένης διακονίας”» («Κληρονομία», τόμ. 5Α΄, Ἰαν. 1973, σελ. 164).
Ἔτσι καί σύμφωνα μέ αὐτά ἐνθαρρυντική εἶναι καί ἡ παρ. 5 τοῦ Ἀνακοινωθέντος πού κάνει «ἔκκλησιν» γιά τήν «ἐπικράτησιν τῆς εἰρήνης καί τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ» μεταξύ τοῦ Οὐκρανικοῦ λαοῦ. Αὐτό συμπίπτει καί μέ τήν ἐπιθυμία τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ρωσικῆς Ἱεραρχίας γιά «τήν ἑνότητα τῆς κανονικῆς Ἐκκλησίας στήν Οὐκρανία» (Ἀνακοινωθέν στή Romfea τῆς 18-10-18) καί τῆς καθόλου Ὀρθοδοξίας. Ἀρκεῖ νά μή μείνουν ὅλα αὐτά ἁπλές ἐπιθυμίες καί λόγοι, ἀλλά νά γίνουν μέ τή βοήθεια ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καί πρό πάντων τοῦ Θεοῦ, πράξη.
Ἔτσι θά πραγματοποιηθεῖ καί αὐτό μέ τό ὁποῖο καταλήγει ὁ γνωστός μας λδ΄ ἀποστολικός κανόνας: «Οὕτω γάρ ὁμόνοια ἔσται, καί δοξασθήσεται ὁ Θεός, διά Κυρίου, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι· ὁ Πατήρ, καί ὁ Υἱός, καί τό ἅγιον Πνεῦμα».