Ιερείς: Διαχωρισμός κράτους – εκκλησίας, εκκλησιαστική περιουσία, μισθοδοσία των εκκλησιαστικών φορέων. Το εκρηκτικό τρίπτυχο μιας παραφιλολογίας που επί συναπτές δεκαετίες τείνει να κυριαρχήσει στην αβασάνιστη συλλογιστική του κοινού υποσυνειδήτου.
Γράφει ο Μιχάλης Γκολέμης
Πολύ συχνά -και ιδιαίτερα σε περιόδους οικονομικής δυσχέρειας- διατυπώνονται ερωτήματα, εκπορευόμενα από τη φιλομάθεια ή την ημιμάθεια, την επιστημοσύνη ή την κακοήθεια, την απλότητα ή την κακοβουλία, σχετικά με τη συνταγματικότητα ή μη της μισθοδοσίας των ορθόδοξων κληρικών από το ελληνικό κράτος, το μέγεθος της «υπερχειλούς» εκκλησιαστικής περιουσίας, τις «σκανδαλωδώς προνομιακές» φορολογικές μεταχειρίσεις της εκκλησίας από το κράτος… Ακούστηκε ακόμη και ότι τα χρήματα που διαθέτει η εκκλησία θα μπορούσαν να καλύψουν τρεις φορές το δημόσιο χρέος της Ελλάδας (!).
Είναι απορίας άξια η ελαφρότητα του πνεύματος, η τακτοποίηση της συνειδήσεως, η ακαλαισθησία του ύφους και συνάμα η παντελής ή (επιτηδευμένα) μερική άγνοια που διαπερνά οριζοντίως την κατά καιρούς περισσότερο ή λιγότερο τοξική ρητορεία των «αντικληρικαλιστών» πολεμίων κάθε επιπέδου εκκλησιαστικής ύπαρξης στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων – πολιτών, δήθεν στο όνομα της απαγκίστρωσης της συνταγματικής μετανεωτερικότητας από ηθικοπνευματικά μεγέθη του «σκοταδιστικού» παρελθόντος.
Ποια είναι, όμως, η αλήθεια; Τι ισχύει και τι όχι από τις πολυποίκιλες και σταθερές επιχειρηματολογίες για την ανάγκη διαχωρισμού του κράτους από την εκκλησία, αφού υποτίθεται πως η τελευταία δύναται όχι μόνον να αυτονομηθεί ως προς την ικανοποίηση των μισθολογικών της αναγκών, αλλά και των λοιπών ιεραποστολικών και κοινωνικοπρονιακών φιλανθρωπικών της δράσεων, αλλά και να καλύψει κρατικές δημοσιονομικές ανεπάρκειες, τις οποίες η εκκλησία υποστηρίζεται πως επιτείνει;
Πρώτα απ’ όλα, σκόπιμο θα ήταν να απαντηθεί το ουσιώδες ηθικής(;) υφής ερώτημα σχετικά με τη δυνατότητα διατήρησης περιουσίας από μία οντότητα πνευματικού μεγέθους, όπως είναι η εκκλησία. Αξίζει, βέβαια, να επισημανθεί πως το συγκεκριμένο (καμιά φορά ίσως και υποκριτικό) ερώτημα αρθρώνεται από τα χείλη ανθρώπων που ουδεμία σχέση επιθυμούν -όπως οι ίδιοι δηλώνουν- να έχουν με ό, τι αφορά «θεούς, θρησκείες ή εκκλησίες», πολλώ δε μάλλον ουδέποτε ασχολήθηκαν διανοητικά ή πραγματικά με το υπερχιλιόχρονο έργο και την εθνική, κοινωνική, πνευματική, ηθική προσφορά της ενοριακής (κατά τόπον), αλλά και της πανελλαδικής εκκλησιαστικής δράσης, παρ’ όλα αυτά αξιώνουν να θεωρούν εαυτούς και να αναγνωρίζονται από το ακροατήριό τους ως επαΐοντες επί ζητημάτων εκκλησιο-κρατικής φύσεως.
Βεβαίως και δικαιούται η εκκλησία να διατηρεί περιουσία, όπως έχει διασαφηνιστεί και κατοχυρωθεί από πλημμυρίδα δικαστικών αποφάσεων της ελληνικής νομολογίας καθώς και από αποφάνσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Συμβουλίου της Ευρώπης, στην οποία προσέφυγαν ορθόδοξες Μονές κατά του νόμου 1700/87 (νόμος του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Αντώνη Τρίτση). Πρόκειται, συνεπώς, για ένα αναμφίλεκτο (ακόμα και με βάση τις σύγχρονες νομικοπολιτικές παραδοχές) δικαίωμα της εκκλησίας, η περιουσία της οποίας συνίσταται σε πάνω από 10.000 νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, όπως είναι η Αρχιεπισκοπή Αθηνών, οι 82 Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος (με την Πατριαρχική Πράξη και Συνοδική Πράξη του 1928 οι Νέες Χώρες -δηλαδή οι 36 Μητροπόλεις των νεοκτηθεισών μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο περιοχών-, που αποτελούνται από μέρος της Ηπείρου, τη Μακεδονία και τη Θράκη και τα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου, διοικούνται «επιτροπικώς» από την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος), η Ιερά Αρχιεπισκοπή Κρήτης και οι 8 Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Κρήτης, οι 5 Ιερές Μητροπόλεις Δωδεκανήσου (1948), οι Ιεροί ενοριακοί Ναοί και οι Ιερές Μονές, αλλά και ιδιωτικού δικαίου, όπως είναι τα περίπου 80 Ησυχαστήρια στην Ελλάδα, τα Εκκλησιαστικά Μουσεία και τα εκατοντάδες φιλανθρωπικά ευαγή ιδρύματα ανά την επικράτεια.
Όσον αφορά, μάλιστα, στα τελευταία, αξίζει να αναφερθούν μερικά παραδείγματα κομβικών δωρεών της Εκκλησίας προς το Κράτος και πιο συγκεκριμένα της Ιεράς Μονής Ασωμάτων Πετράκη στην Αθήνα, η οποία δικαίως θεωρείται ο μεγαλύτερος κοινωνικός ευεργέτης της πρωτεύουσας, αφού τα εδάφη της παραχωρήθηκαν δίχως κανένα αντάλλαγμα στην Πολιτεία για να οικοδομηθούν σε αυτά πληθώρα διοικητικών, πανεπιστημιακών, ερευνητικών και υγειονομικών κτηρίων, όπως είναι η Αμερικανική Πρεσβεία (1957), το Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως, η Ακαδημία Αθηνών, το Μετσόβιο Πολυτεχνείο, η Ριζάρειος Σχολή, η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, το Ορφανοτροφείο Βουλιαγμένης, το Πτωχοκομείο, η Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή, οι Αστυνομικές Σχολές στην οδό Μεσογείων, το Αιγινήτειο Νοσοκομείο, το Σκοπευτήριο, το Νοσοκομείο Παίδων, το Νοσοκομείο Συγγρού, το Λαϊκό Νοσοκομείο, το Γενικό Νοσοκομείο Νοσημάτων Θώρακος «Σωτηρία», το Ασκληπιείο Βούλας, το Παράρτημα Αποθεραπείας & Αποκατάστασης Παιδιών με Αναπηρία Βούλας.
Και όλα αυτά από τις δωρεές μόνον μίας Μονής. Δεν φτάνουν οι σελίδες εκατοντάδων βιβλίων για να απαριθμηθούν ονομαστικά και μόνο οι αφιλοκερδείς παροχές της εκκλησίας προς το κράτος. Πώς μπορεί, λοιπόν, να υποστηρίζει κανείς βασίμως ότι η εκκλησία ζημιώνει το κράτος; Ειδικά, μάλιστα, εάν συνυπολογισθεί και η καθημερινή προσφορά της ενοριακής δράσης των κατά ελληνική γειτονιά Ιερών Ναών, η οποία οπτικοποιείται στη διανομή συσσιτίου (χιλιάδες πιάτα καθημερινού ζεστού φαγητού ανά Μητρόπολη σε ανθρώπους που διολίσθησαν κάτω από το όριο της φτώχιας και της αξιοπρέπειας), στη δωρεάν φιλοξενία κακοποιηθεισών γυναικών και ορφανών παιδιών σε αντίστοιχα ιδρύματα, στη δωρεάν λειτουργία γηροκομείων και κοινωνικών παντοπωλείων και φαρμακείων, στην οργάνωση δεκάδων κατασκηνώσεων σε όλη την επικράτεια όπου πηγαίνουν τα καλοκαίρια χιλιάδες παιδιά και νέοι και τα στελέχη απασχολούνται αμισθί, στη στέγαση φοιτητών από Ελλάδα και εξωτερικό σε Οικοτροφεία, στη δωρεάν λειτουργία φροντιστηρίων εκμάθησης ξένων γλωσσών και ενισχυτικής εκπαίδευσης για μαθητές όλων των βαθμίδων και ιδιαίτερα για παιδιά που δίνουν πανελλαδικές εξετάσεις και δεν διαθέτουν τα χρήματα για τη φοίτησή τους σε φροντιστήρια μέσης εκπαίδευσης, στη δωρεάν λειτουργία μουσικοχορευτικών ομάδων, χορωδιών, σχολών βυζαντινής μουσικής και εκμάθησης ευρωπαϊκών μουσικών οργάνων και τμημάτων δημιουργικής απασχόλησης για μικρά παιδιά.
Όλα αυτά ζημιώνουν ή διευκολύνουν το κράτος; Την περιουσία της η εκκλησία την μεταχειρίζεται προς ίδια κερδοσκοπία ή θυσιάζεται οικονομικώς για την διατήρηση της κοινωνικής συνοχής; Τους μισθούς και τις συντάξεις ποιος τις έκοψε; Η εκκλησία ή το κράτος; Και την ώρα που η σχεδόν δημευτική κρατική φορολογία και οι αλλεπάλληλες περικοπές των οικογενειακών εσόδων συντελούνταν εν μέσω των μνημονιακών απαιτήσεων και το κράτος αδυνατούσε να συντηρήσει την ενότητα του κοινωνικού ιστού, η εκκλησία αξιοποιώντας στο έπακρον και τα χρήματα που της εμπιστεύονταν από το υστέρημά τους οι πιστοί, ύψωσε το ανάστημά της και συγκράτησε όχι μόνον τους ενδεεστέρους, αλλά και σημαντικό κομμάτι εν γένει των πιστών Ελλήνων πολιτών, εκεί που το κράτος φάνηκε ελλιποβαρές.
Αλλά και για την ίδια τη γένεση του ελληνικού κράτους, που φέτος πανηγυρίζει τους δύο αιώνες ύπαρξής του, ο κλήρος οργάνωσε, πρωτοστάτησε και μεγαλούργησε στην Επανάσταση, ώστε αδιάσειστες συγκλονιστικές μαρτυρίες προερχόμενες από Τούρκων ιστοριογράφων συγγράμματα να αναφέρουν πως: «Τον λαόν της Πελοποννήσου υπεκίνησαν οι έχοντες συμφέροντα μετά τούτων, οι έμποροι, οι πρόκριτοι και κυρίως οι μητροπολίται και γενικώς οι ανήκοντες εις τον κλήρον, δηλαδή οι πραγματικοί ηγέται του Έθνους» (Μώραλη Μελίκ Μπέη), ενώ ο Ζανί Ζαντέ έρχεται να συμπληρώσει πως: «Τα σχέδια ετηρούντο μυστικά μεταξύ του Πατριάρχου, των Μητροπολιτών, των Παπάδων». Επιπλέον, ενδεικτικά αναφέρεται ότι κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, σύμφωνα με περιοδικό του National Geographic, θανατώθηκαν συνολικά 10 Πατριάρχες και 120 μητροπολίτες, ενώ στις 6000 ανέρχεται ο αριθμός των ιερωμένων που είτε σκοτώθηκαν πολεμώντας ένδοξα, είτε μαρτύρησαν για την πολυπόθητη λευτεριά.
Και πού βρήκε τα χρήματα αυτά η εκκλησία; Πώς απέκτησε την περιουσία της; Μετά την απελευθέρωση, στο νεότευκτο ελληνικό κράτος του 1828 η εκκλησία βρέθηκε με πράγματι εξαιρετικά μεγάλη περιουσία. Κύριες πηγές της ήταν, κατά πρώτον, οι γενναίες δωρεές λιγότερο, περισσότερο ή και καθόλου πλουσίων πιστών για τη διευκόλυνση του πολυποίκιλου έργου της εκκλησίας, οι παραχωρήσεις ακίνητης περιουσίας ώστε να αποφευχθεί η δήμευσή τους από την οθωμανική ηγεσία -η οποία δεν ήταν το ίδιο να αντιπαρατεθεί με έναν απλό υπόδουλο ιδιώτη από το να έρθει σε σύγκρουση με τους Έλληνες μητροπολίτες και τον Πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη-, οι παραχωρήσεις πολλών καλλιεργήσιμων κτημάτων, ελιών και άλλων οπωροφόρων δέντρων εκ μέρους ευλαβών ιδιωτών εις μνήμην προσφιλών αποθανόντων προσώπων, αλλά και οι διά διαθήκης δωρεές σημαντικών εκτάσεων ή και χρηματικών ποσών και, τέλος, τα κληρονομικά μερίδια πολλών μοναχών επί εκατονταετίες, καθώς υπήρχε ο εθιμοτυπικός κανόνας οι μοναχοί, όταν αποβίωναν, να αφιερώνουν την κληρονομούμενη περιουσία τους στη μονή, όπου διήγαγαν τον μοναχικό τους βίο.
Έκτοτε και καθ’ όλον τον βίο του ελληνικού κράτους, μία σειρά εξοντωτικών για την τότε όντως μεγάλη εκκλησιαστική περιουσία διοικητικών ρυθμίσεων εκδόθηκαν κρουνηδόν, οδηγώντας στην αφαίμαξη και του ελάχιστου περιουσιακού στοιχείου της Εκκλησίας. Αρχικά, με τα βασιλικά διατάγματα του 1833 και του 1834 διαλύθηκαν από την αλλοεθνή και προτεσταντική Αντιβασιλεία του Όθωνα 416 μοναστήρια και δημεύθηκαν οι περιουσίες τους, ενώ από τους επιτήδειους διαχειριστές (κρατικούς υπαλλήλους) του νεοσύστατου δήθεν «Εκκλησιαστικού Ταμείου» πωλήθηκαν στα παζάρια προς ίδιον όφελος τα ιερά σκεύη, τα κειμήλια και τα λείψανα αγίων…
Δύο χρόνια αργότερα, με το βασιλικό διάταγμα της 20.5.1836 «περί εκκλησιαστικών κτημάτων» έγινε μία άνευ προηγουμένου αναγκαστική απαλλοτρίωση, δίχως καταβολή της ανάλογης αποζημίωσης, τεράστιων σε έκταση καλλιεργήσιμων κτημάτων (και) εν λειτουργία μονών, ενώ στην εναπομείνασα μικρή περιουσία επιβλήθηκε βαρύτατη έμμεση φορολογία επί ποινή δημοσίου πλειστηριασμού σε περίπτωση που αυτή δεν καταβαλλόταν. Ακόμη, κατά τη δεύτερη και τρίτη δεκαετία του εικοστού αιώνα, μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ιδίως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922), οι περίφημοι νόμοι 1072/1917 και 2050/1920 («αγροτικός νόμος») καθώς και άλλοι κακότεχνοι νόμοι, όπως ο Ν. 2189/1920, ήρθαν να επιβάλουν ταχύτατα την αναγκαστική απαλλοτρίωση πολλών μοναστηριακών εκτάσεων προς αποκατάσταση προσφύγων και ακτημόνων (ο ελληνικός πληθυσμός μέσα σε μια δεκαετία είχε υπερδιπλασιαστεί) και για λόγους «προφανούς ανάγκης και δημοσίας ασφαλείας».
Αξίζει δε να σημειωθεί ότι από το 1917 έως το 1930, ενώ η αξία των απαλλοτριωθεισών εκκλησιαστικών γαιών ανήλθε στο ποσό των 1.000.000.000 προπολεμικών δραχμών, στο Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο καταβλήθηκαν από το κράτος μόλις 40.000.000 δραχμές… Εν συνεχεία, με τον κωδικοποιημένο νόμο 4684/1931 η Πολιτεία προχώρησε στη ρευστοποίηση της ακίνητης περιουσίας των Μονών, χρήματα τα οποία κατά κυριολεξίαν εξανεμίστηκαν κατά την καταβαράθρωση της ελληνικής οικονομίας στην πέτρινη δεκαετία του Β΄ Π.Π., της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου πολέμου (1940-1949).
Κατόπιν, με τη Σύμβαση απαλλοτριώσεως του 1952, πραγματοποιείται η μεγαλύτερη αναγκαστική απαλλοτρίωση της μοναστηριακής περιουσίας. Η τελευταία αποψιλώθηκε μνημειωδώς για τη σύγχρονη ελληνική ιστορία, καθώς η Εκκλησία της Ελλάδος υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στο κράτος τα 4/5 (80%) της καλλιεργούμενης/-ήσιμης αγροτικής περιουσίας της, λαμβάνοντας μερικά αστικά ακίνητα και 45.000.000 δρχ. νέας εκδόσεως.
Τη δραματική αυτή σειρά των νόμων που παρήλασαν στην ελληνική ιστορία απομυζώντας την εκκλησιαστική περιουσία έρχεται να ολοκληρώσει ως χαριστική βολή ο νόμος 1700/87 (νόμος Τρίτση), ώστε σήμερα το σύνολο της αγροτικής γης της Εκκλησίας της Ελλάδος υπολογίζεται σε 1.292.300 στρέμματα, τη στιγμή που το Δημόσιο, η Τοπική Αυτοδιοίκηση και οι Αγροτικοί Συνεταιρεισμοί κατέχουν εν συνόλω 60.249.600 στρέμματα. Εντούτοις, ακόμα και από αυτά τα 1.292.300 στρέμματα ιδιοκτησίας της Εκκλησίας, τα 367.000 αποτελούν δασικές εκτάσεις και τα 735.300 βοσκοτόπους… Μόνον τα 189.900 στρέμματα είναι καλλιεργήσιμη γη, δηλαδή πρόκειται για το 0,48% της συνολικής γεωργικής γης της Ελλάδας ( !).
Δοθέντων όλων των ανωτέρω, δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς τον λόγο που με τον Α.Ν. 536/1945 ξεκίνησε η μισθοδοσία του ορθόδοξου εφημεριακού κλήρου της Ελλάδος από το κράτος, ως οιονεί ανταπόδοση για την μακρόχρονη καταλήστευση της εκκλησιαστικής περιουσίας, ωστόσο προβλέφθηκε παράλληλα με τη μισθοδοσία και εισφορά του 25% επί των ακαθάριστων εισπράξεων των ενοριακών ναών, το οποίο αυξήθηκε σε 35% (υπέρογκα ποσά καταβαλλόμενα ανά τρίμηνο από τις ενορίες) με τον Α.Ν. 469/1968, για να καταργηθεί πάντως με τον Ν. 3220/2004.
Τελικά ποια είναι η «εκκλησιαστική περιουσία»; Τι απέμεινε; Πλέον, στη σύγχρονη εποχή των πολλαπλών δοκιμασιών, μία είναι η μεγάλη περιουσία της Εκκλησίας: οι καρδιές των ανθρώπων!