Capital Controls
Μεγαλώνει ο κίνδυνος για πιο σκληρά capital controls αφού σύμφωνα με τα επίσημη στοιχεία έχουν κάνει «φτερά» 4 δισ. ευρώ από τα ταμεία των τραπεζών μέσα στο 2017.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με την Καθημερινή, ρευστότητα ύψους 4 δισ. ευρώ «χάθηκε» από το τραπεζικό σύστημα στο ξεκίνημα του 2017. Το σύνολο των καταθέσεων γενικής κυβέρνησης, επιχειρήσεων και νοικοκυριών, από το επίπεδο των 132 δισ. ευρώ στο τέλος του 2016 έχει υποχωρήσει στο επίπεδο των 128 δισ. ευρώ, εξαιτίας των καθυστερήσεων στην αξιολόγηση και της ανησυχίας για το ενδεχόμενο νέου εκτροχιασμού της οικονομίας.
Σύμφωνα με επιτελικά στελέχη τραπεζών, ουσιαστικά έχει χαθεί το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων που είχαν επιστρέψει στο τραπεζικό σύστημα το 2016. Πρόσθετη αβεβαιότητα προκαλεί το λεγόμενο νέο χρήμα που δεν υπόκειται σε όλους τους περιορισμούς και το οποίο μπορεί να βρεθεί πιο γρήγορα εκτός τραπεζών. Όπως εκτιμούν τραπεζικές πηγές, στο σύστημα υπάρχουν περίπου 4 δισ. ευρώ νέο χρήμα που θα μπορούσε να αποχωρήσει άμεσα, κάτι που θα οδηγούσε υποχρεωτικά σε αύξηση των ορίων του έκτακτου μηχανισμού ELA.
[irp posts=”337659″ name=”Αρτέμης Σώρρας – Στη φυλακή οδηγείται ο αρχηγός της «Ελλήνων Συνέλευσις»”]
Η αύξηση των καταθέσεων ξεκίνησε τον Μάιο του 2016 (αφού προηγήθηκε ένα πολύ άσχημο πρώτο τρίμηνο εξαιτίας της αβεβαιότητας για την πρώτη αξιολόγηση) μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης και ενισχύθηκε στο τέλος του έτους όταν παγιώθηκε η εκτίμηση ότι η δεύτερη αξιολόγηση θα ολοκληρωνόταν τον περασμένο Δεκέμβριο ή το αργότερο στα μέσα Ιανουαρίου 2017. Σημειώνεται ότι το 2016 οι καταθέσεις νοικοκυριών – επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατά 4,2 δισ. ευρώ ενώ κατά 1,4 δισ. ευρώ αυξήθηκαν οι καταθέσεις της γενικής κυβέρνησης.
Αν και ένα μεγάλο μέρος της αύξησης των καταθέσεων τον Δεκέμβριο οφειλόταν σε εποχικούς λόγους (πίστωση αγροτικών επιδοτήσεων, κλείσιμο ισολογισμών επιχειρήσεων κ.ά.) και ήταν αναμενόμενη μια «διορθωτική» υποχώρηση, ωστόσο η εικόνα που διαμορφώνεται μετά το πρώτο 15νθήμερο του Ιανουαρίου θυμίζει… 2015. Η διάψευση των ισχυρών προσδοκιών που είχαν διαμορφωθεί στο τέλος του 2016, για την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων και η ολοένα και αυξανόμενη ανησυχία ότι η κυβέρνηση πελαγοδρομώντας μπορεί να σύρει τις «διαπραγματεύσεις» μέχρι το καλοκαίρι με κίνδυνο ένα νέο αδιέξοδο, ανέτρεψαν βίαια το θετικό κλίμα που είχε διαμορφωθεί.
Μετά την πρώτη αξιολόγηση η εμπιστοσύνη είχε ενισχυθεί: τα νοικοκυριά δεν έκαναν χρήση του ορίου αναλήψεως μετρητών (840 ευρώ ανά 15νθήμερο), οι επιχειρήσεις αύξαναν τις καταθέσεις τους και κυρίως κάποια χρήματα επέστρεφαν είτε από στρώματα είτε από την πώληση αμοιβαίων κεφαλαίων εξωτερικού.
Η νέα εμπλοκή άλλαξε τα δεδομένα: οι αναλήψεις από τα ATM έχουν αυξηθεί σημαντικά, οι επιστροφές χρημάτων έχουν «παγώσει», ενώ οι επιχειρήσεις «ξεφορτώνονται» μετρητά και προχωρούν στην αποπληρωμή πιστωτικών γραμμών.
Τραπεζικές πηγές περιγράφουν στην «Κ» δύο εκδοχές για την εξέλιξη της διαπραγμάτευσης. Το καλό σενάριο είναι να υπάρξει κάποια βασική συμφωνία τον Απρίλιο και να εξειδικευθούν μέτρα για το χρέος, ανοίγοντας τον δρόμο για την ένταξη της χώρας μας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Ωστόσο, αυτό προϋποθέτει ότι η κυβέρνηση θα δεχθεί τα μέτρα που ζητούν οι θεσμοί.
Το «κακό» σενάριο θέλει την επιμήκυνση των διαβουλεύσεων και τον Ιούνιο, με την κυβέρνηση να κατηγορεί την αντιπολίτευση ότι με τη μη αποδοχή των μέτρων ώστε να κλείσει η αξιολόγηση, οδηγεί τη χώρα σε χρεοκοπία. Ακόμα χειρότερα υπάρχουν εκτιμήσεις ότι η κυβέρνηση προετοιμάζει σχέδιο για την αποπληρωμή του ομολόγου τον Ιούλιο ύψους 7,4 δισ. ευρώ, συγκεντρώνοντας κάθε διαθέσιμη ρευστότητα από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Εξαιρετικά ανησυχητική ένδειξη προς την κατεύθυνση αυτή ήταν η αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα κατά 300 εκατ. ευρώ τον Ιανουάριο παρά τα σχετικά υψηλά ταμειακά διαθέσιμα. Πολλές επιχειρήσεις ανησυχούν ότι είναι πιθανό το Δημόσιο να «παγώνει» και πάλι τις αποπληρωμές προς τους ιδιώτες, διακρατώντας ρευστότητα εν όψει νέας παρατεταμένης διαπραγμάτευσης. Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, η κυβέρνηση επιδιώκει να καθυστερήσει την αξιολόγηση μέχρι τις γερμανικές εκλογές, «ποντάροντας» σε μια νέα πιο ευέλικτη γερμανική κυβέρνηση.
Τραπεζικές πηγές, σχολιάζοντας την προοπτική αυτή, σημειώνουν ότι θα είναι μια καταστροφική εξέλιξη για την οικονομία που θα προκαλέσει μεγαλύτερες ζημίες από αυτές που προκάλεσε η αντίστοιχη καθυστέρηση το 2015.
Στελέχη τραπεζών δεν κρύβουν την απογοήτευσή τους: αν είχε κλείσει στο τέλος του 2016 η δεύτερη αξιολόγηση, τώρα θα συζητούσαμε για την ένταξη της χώρας στο QE και θα διαμορφώνονταν οι βάσεις για τη χαλάρωση των capital controls. Αντίθετα, εδώ που βρισκόμαστε με τις πιέσεις στις καταθέσεις, πιθανότερο είναι να δούμε το επόμενο διάστημα αύξηση του ELA, κάτι που μπορεί να θέσει ζήτημα αύξησης των περιορισμών.
Συναντήσεις με ΕΚΤ και Κυρ. Μητσοτάκη
Στη Φρανκφούρτη βρέθηκε το προεδρείο της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών, το οποίο είχε επαφές με επιτελικά στελέχη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM). Η συνάντηση με τον αντιπρόεδρο της ΕΚΤ, Βίτορ Κονστάντσιο, είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς συζητήθηκαν αναλυτικά το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, οι εξελίξεις αναφορικά με την εταιρική διακυβέρνηση των τραπεζών, η κατάσταση ρευστότητας κ.ά. Τα παραπάνω βρέθηκαν στο επίκεντρο και της συνάντησης με τον SSM. Παράλληλα, την προηγούμενη εβδομάδα η ΕΕΤ εκπροσωπούμενη από τον πρόεδρο του Δ.Σ. κ. Νικόλαο Καραμούζη, τους αντιπροέδρους κ. Παναγιώτη Θωμόπουλο, κ. Βασίλειο Ράπανο, τον πρόεδρο της Εκτελεστικής Επιτροπής κ. Σπ. Παπασπύρου και τη γενική γραμματέα κ. Χαρίκλεια Απαλαγάκη συναντήθηκε με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης κ. Κυριάκο Μητσοτάκη. Στη συνάντηση τονίστηκε ότι η βελτίωση της εμπιστοσύνης των πολιτών και των διεθνών επενδυτών στην προοπτική της χώρας, αποτελεί πρωταρχικό παράγοντα για την επιστροφή των εγχώριων καταθέσεων, την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων και την άντληση ρευστότητας από τις διεθνείς αγορές.
Ωστόσο, όπως σημειώθηκε, η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης δυσχεραίνεται από τις τρέχουσες αβεβαιότητες, με αποτέλεσμα το πρώτο δίμηνο οι τάσεις στον τραπεζικό τομέα να μην είναι θετικές, καθώς καταγράφηκε μείωση των καταθέσεων και αύξηση του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Οι δύο πλευρές συμφώνησαν ότι η χώρα χρειάζεται ένα ολοκληρωμένο εμπροσθοβαρές αναπτυξιακό πρόγραμμα επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων.