Ελλάδα-Τουρκία-Κύπρος: Στη διεθνή γεωπολιτική σκακιέρα υπάρχουν δύο σχολές. Η μία έχει την βάση της στην ναυτική δύναμη της αρχαίας Αθήνας και η σύγχρονη μετεξέλιξή της είναι η αμερικανική σχολή.
Και η άλλη έχει τη βάση της στην δύναμη του στρατού της αρχαίας Σπάρτης και η σύγχρονη μετεξέλιξή της είναι η γερμανική σχολή.
Για να μην μπούμε σε ανατριχιαστικές λεπτομέρειες απλά να πούμε ότι η αμερικανική σχολή σκέψης, ανάλυσης ακόμη και επίλυσης των μεγάλων γεωπολιτικών ζητημάτων έχει πάντα σταθερή γεωστρατηγική στόχευση και θεώρηση αλλά είναι ρευστή ως προς την τακτική της.
Αντίθετα η γερμανική σχολή είναι σχεδόν πάντα μονολιθική και είναι πάνω από όλα, για να μην πούμε αποκλειστικά, οικονομική. Πόσο μάλλον στην σύγχρονη εποχή που δεν έχει στρατό.
Εκεί που οι ΗΠΑ δημιουργούν ή διαλύουν γεωπολιτικές σφαίρες επιρροής, η γερμανική σχολή βλέπει σχεδόν αποκλειστικά οικονομικές σφαίρες επιρροής.
Η αμερικανική σχολή θεωρεί μια χώρα σύμμαχο και σημαντική όχι μόνο γιατί έχει πλουτοπαραγωγικές πηγές (χρυσό, πετρέλαιο, γεωργικά προϊόντα, τεχνογνωσία κ.α) αλλά γιατί απλά έχει ένα λιμάνι για να σταθμεύει εκεί ο στόλος της.
Στη γερμανική σχολή αν δεν έχει πλουτοπαραγωγική πηγή ή αγορά των προς διάθεση γερμανικών προϊόντων δεν καταλαβαίνει γιατί πρέπει να υπάρχει η χώρα η αυτή.
Η Συρία ως γεωπολιτικό παράδειγμα
Για να το πούμε πιο απλά και με ένα παράδειγμα. Η Συρία για τις ΗΠΑ είναι ένα γεωπολιτικό πεδίο σύγκρουσης γιατί παίζει, μεταξύ άλλων πολύ σοβαρών λόγων, κομβικό ρόλο στη διακίνηση των πετρελαίων της Μέσης Ανατολής.
Η Συρία για την Γερμανία είναι μια μάλλον άχρηστη σύγκρουση αφού εκεί δεν έχει ούτε ένα εργοστάσιο γερμανικών αυτοκινήτων, ούτε αγορά έτοιμη για τα γερμανικά αυτοκίνητα.
Επιπλέον, η Συρία, όχι μόνο δεν είναι χώρα κερδών για την γερμανική βιομηχανία αλλά είναι και χώρα δημιουργίας προβλημάτων για το Βερολίνο. Πολλών προβλημάτων.
Από την μία είναι χώρα που γεννά προσφυγικό πρόβλημα. Τόσο στη Γερμανία όσο και στην Ελλάδα που είχε οικονομικά προβλήματα, που μπορεί να οδηγούσαν σε εκτροχιασμό των μνημονίων.
Από την άλλη, για να μην έχει προβλήματα με πρόσφυγες στους δρόμους της Στουτγάρδης και κίνδυνο εκτροχιασμού με τα μνημόνια της Ελλάδας, έπρεπε να έρθει σε συνεννόηση με την Τουρκία και να της καταβάλλει λύτρα για να κρατά τους πρόσφυγες εκεί. Έχανε και χρόνο και χρήματα. Κι όλα αυτά με την Τουρκία που είναι αποδεδειγμένη σημαντικότατος εταίρος της γερμανικής βιομηχανίας διαχρονικά.
Η Κύπρος ως πολλαπλό πρόβλημα
Το παράδειγμα της Κύπρου είναι άλλη μια καλή προσέγγιση για να δούμε τις γεωπολιτικές σχολές σκέψης.
Οι ΗΠΑ στην Κύπρο βλέπουν συμμαχίες (Ισραήλ, Ελλάδα, Κύπρος, Αίγυπτος κ.α). Βλέπουν υδρογονάνθρακες.
Βλέπουν πιο ασφαλή πρόσβαση σε πηγές ενέργειας πιο κοντά στην ΕΕ.
Βλέπουν αποδέσμευση της ΕΕ από την Ρωσία. Βλέπουν κι ένα πρόβλημα. Την Τουρκία.
Αλλά με την Τουρκία και τον Ερντογάν υπάρχει μεγάλο πρόβλημα έτσι κι αλλιώς οπότε βρίσκεται σε μια απόλυτη ρευστότητα τακτικής ως προς την αντιμετώπισή του.
Όμως η αμερικανική ρευστότητα δεν πρέπει να συγχέεται με ρευστότητα στην στόχευση.
Η στοχοπροσήλωση των ΗΠΑ είναι μονολιθική. Μόνο η τακτική υπακούει στους νόμους της ρευστότητας.
Τώρα η Γερμανία τα βλέπει όλα με τα μάτια του στατιστικολόγου.
Και η Κύπρος είναι η επιτομή του «Berlin, we have problem».
Η Κύπρος είναι πρόβλημα γιατί είναι μικρή αγορά.
Οι υδρογονάνθρακες είναι στην θάλασσα κι αυτό είναι πολύπλοκο στην λογική της γερμανικής στεππικής κουλτούρας.
Σημαίνει πιο ακριβό από το ρώσικο αέριο.
Η Τουρκία έχει αντιρρήσεις, δηλαδή το πρόβλημα γίνεται ακόμη μεγαλύτερο και η Κύπρος είναι τμήμα της ΕΕ.
Εδώ πλέον η γερμανική λογική κρασάρει και δεν καταλαβαίνει καθόλου «τι» συμβαίνει και κυρίως «γιατί» συμβαίνει.
Ο γόρδιος δεσμός της Κύπρου αναζητεί τον Μεγαλέξανδρο. Αλλά Μεγαλέξανδρος στο Βερολίνο δεν υπάρχει.
Το ελληνοτουρκικό ζήτημα
Να πάμε τώρα και στα δικά μας.
Αμέσως μετά τις ευρωεκλογές όπου είχαμε τη νίκη της ΝΔ με μεγάλη διαφορά και ως αποτέλεσμα την προκήρυξη των εθνικών εκλογών είχαμε πολύ σημαντικές δηλώσεις ανησυχίας για την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων υπό το πρίσμα φυσικά των εξελίξεων στην νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Η Τουρκία ανεβάζει συνεχώς τον τόνο της πολεμικής κατά της Κύπρου και της Ελλάδας την ώρα που ανεβαίνουν σε πρωτοφανή ένταση και οι αμερικανοοτουρκικές σχέσεις με φόντο πάντα την προμήθεια των ρωσικών S-400 από την Άγκυρα.
Εδώ λοιπόν βρίσκεται άλλο ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για τις δύο σχολές γεωπολιτικής σκέψης που μας αφορά μάλιστα άμεσα.
Οι ΗΠΑ λοιπόν τι κάνουν;
Με πολλά ζικ-ζακ επιχειρούν στο ζήτημα της Τουρκίας.
Ταυτόχρονα εμβαθύνουν την σχέση με την Ελλάδα και την Κύπρο και διευρύνουν τους τομείς συνεργασίας όσο ποτέ άλλοτε.
Σαν να είναι η Ελλάδα τα εξωτερικά σύνορα του ΝΑΤΟ.
Προσπαθούν να μην χάσουν την Τουρκία αλλά ετοιμάζονται και για το ενδεχόμενο να χαθεί, έστω… και προσωρινά.
Γερμανική ανησυχία
Τα ελληνοτουρκικά, το Κυπριακό και οι εξελίξεις στην νοτιοανατολική Μεσόγειο είναι για τις ΗΠΑ κατεξοχήν γεωπολιτικό ζήτημα.
Για την Γερμανία μόνο οικονομικό όχι μόνο μακροπρόθεσμα αλλά και βραχυπρόθεσμα.
Σύμφωνα με όσα παρατηρούσαν αναλυτές με γνώση των γεωπολιτικών εξελίξεων, δεν ήταν τυχαίο το άρθρο του Κώστα Σημίτη αλλά και οι δημόσιες τοποθετήσεις της Ντόρας Μπακογιάννη περί θερμού επεισοδίου με την Τουρκία, όπου μάλιστα καλούσε την Παναγιά να βάλει το χέρι της.
Πόσο μάλλον όταν η Αμερικανική Πρεσβεία στην Αθήνα προχωρούσε σε μια πρωτόγνωρη κίνηση και διόρθωνε τον πρώην πρωθυπουργό.
Ο Κώστας Σημίτης στο άρθρο του στην Καθημερινή λοιπόν αφού εξέφραζε φόβους για την τουρκική προκλητικότητα καλούσε την ελληνική κοινωνία και την πολιτική τάξη του τόπου να βρει έστω και μια «επώδυνη λύση» στα ελληνοτουρκικά.
Εμμέσως και πολύ «περίτεχνα» ο πρώην πρωθυπουργός συνδύαζε μέσα στο κείμενο του κάποια στοιχεία με αναφορές σε διαστρεβλωμένες δηλώσεις του Αμερικανού πρέσβη που οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι και οι ΗΠΑ επιθυμούν διακαώς λύση στα ελληνοτουρκικά.
Ο ακόλουθος Τύπου της αμερικανικής πρεσβείας «διόρθωσε» τον πρώην πρωθυπουργό επισημαίνοντάς του ότι αντίστοιχες αναφορές που έχουν φιλοξενηθεί και σε φιλορωσικά site είναι ψευδείς και δεν έχουν γίνει ποτέ.
Ποιοι θέλουν «επώδυνη λύση» στα ελληνοτουρκικά
Όποιος έχει διαβάσει την συγκεριμένη διάψευση, όποιος ακολουθεί όλες τις δημόσιες δηλώσεις Αμερικανών αξιωματούχων και όποιος έχει επαφή με τα έγκυρα αμερικανικά ΜΜΕ και τις αναλύσεις όλων των σημαντικότερων think tank των ΗΠΑ, πουθενά μα πουθενά δεν θα μπορέσει να βρει στέρεη βάση να υποστηρίξει ότι ο Αμερικανικός παράγοντας επιθυμεί μια «επώδυνη λύση» των ελληνοτουρκικών ζητημάτων.
Ούτε για τώρα ούτε για το άμεσο μέλλον.
Είναι κάτι παραπάνω από ξεκάθαρο ότι οι ΗΠΑ σε πρώτη φάση στην περιοχή έχουν δύο προτεραιότητες.
Η πρώτη είναι η Τουρκία και η δεύτερη είναι η Κύπρος.
Στην προτεραιότητα Τουρκία το ζήτημα είναι να ξεκαθαρίσει η Άγκυρα αν είναι μέλος της δυτικής-ατλαντικής οικογένειας και στην προτεραιότητα Κύπρος να γίνει ομαλά και χωρίς τουρκικές προκλήσεις (κι αυτό χωρίς καμία υποχώρηση) η εξόρυξη των υδρογονανθράκων.
Το Βερολίνο θέλει… pax industrialis
Στα ελληνοτουρκικά είναι κάτι περισσότερο από φανερό ότι το Βερολίνο ανησυχεί. Ανησυχεί πολύ. Ανησυχεί σφόδρα. Όχι για τα δίκαια της ευρωπαϊκής Ελλάδας αλλά για τα δίκαια της γερμανικής pax industrialis.
Δεν είναι πρόβλημα πχ η ΑΟΖ του Καστελορίζου αλλά η σταθερότητα των κερδών της.
Με δόγμα το «νόμος είναι το κέρδος της γερμανικής βιομηχανίας» το Βερολίνο θα ήθελε να εξαλείψει οποιονδήποτε κίνδυνο στην περιοχή.
Στην αυξανόμενη τουρκική προκλητικότητα και με πιθανή την πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα το Βερολίνο προφανώς δεν θέλει κανέναν αστάθμητο παράγοντα να ελλοχεύει.
Ένα πιθανό θερμό επεισόδιο σημαίνει οικονομικό πρόβλημα στην Ελλάδα.
Οικονομικό πρόβλημα στην Ελλάδα σημαίνει πρόβλημα στο Βερολίνο και στις Βρυξέλλες.
Άρα τι θα κάνει το Βερολίνο; Το πιο πιθανό θα είναι να θέλει να δώσει εντολή «καταστρέψτε το πρόβλημα πριν μεγαλώσει».
Θα ήταν ευτυχισμένη λοιπόν η Γερμανία και το Βερολίνο για μια λύση στα ελληνοτουρκικά.
Οποιαδήποτε λύση με οποιοδήποτε κόστος για οποιοδήποτε από τα δύο μέρη. Αρκεί να μην έχει πρόβλημα αυτή.
Η Αθήνα θέλει…
Η Ελλάδα θέλει λύση;
Σε κάθε αντίστοιχο ερώτημα η απάντηση αναγκαστικά ξεκινά ότι καμία χώρα δεν θέλει να έχει προβλήματα στα σύνορά της.
Και η Ελλάδα δεν εξαιρείται από τον κανόνα.
Η Αθήνα έχει διαχρονικά να έχει σταθερά ειρηνικές σχέσεις χωρίς προβλήματα και διαφορές.
Μόνο που η Ελλάδα θέλει την επίλυση των όποιων διαφορών στην βάση του Διεθνούς Δικαίου.
Κι αυτό είναι το πρώτο και ουσιαστικό πρόβλημα με την Τουρκία.
Γιατί η Τουρκία επιδιώκει λύσεις στα ζητήματα που αυτή θεωρεί ότι υπάρχουν με την Ελλάδα στην βάση της ισχύος. Και όχι του νόμου.
Αυτό είναι το πρόβλημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Η Τουρκία ως γνήσιος απόγονος της στεππικής κουλτούρας (που αντίστοιχη έχει και η Γερμανία και η Ρωσία) θεωρεί ότι τα νησιά δεν είναι στεριά.
Έτσι το Αιγαίο είναι μια θάλασσα χωρίς νησιά που πρέπει να μοιραστεί στην μέση από τις δύο ακτές.
Βεβαίως στη Συνθήκη της Λωζάνης αποδέχτηκε ότι δεν έχει καμία κυριαρχία πέρα των τριών μιλίων από τις ακτές της.
Για την Τουρκία το Καστελόριζο δεν υπάρχει. Ούτε η Κρήτη υπάρχει, γι΄ αυτό διεκδικούν κοινή ΑΟΖ με την Λιβύη.
Αν ξεχαστεί κάποτε ότι το Σουέζ είναι τεχνητή διώρυγα θα διεκδικούν κοινή ΑΟΖ με την Ανταρκτική, θεωρώντας ότι η Αφρική είναι απλά ένα νησί.
Ισχύς VS Νομιμότητα
Η αληθινή διελκυστίνδα μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας είναι η διαρκής διαπάλη της νομιμότητας και των των διεθνών κανόνων από την μια, με την δύναμη της ισχύος από την άλλη.
Είναι ηλίου φαεινότερον λοιπόν ότι η Ελλάδα θα πρέπει να επιδιώκει πάντα ανοικτούς διαύλους επικοινωνίας ώστε την κατάλληλη στιγμή να διεκδικήσει λύσεις στις όποιες διαφορές.
Όσο η Τουρκία αντιλαμβάνεται τις διεθνείς σχέσεις μέσω της «ισχύος» λύση δεν πρόκειται να βρεθεί.
Λύση επίσης δεν πρόκειται να βρεθεί όσο η Τουρκία θα αισθάνεται πιεσμένη όπως τώρα.
Και τώρα μάλιστα είναι πιεσμένη πολλαπλώς.
Η Τουρκία αυτή την περίοδο είναι και μοιάζει αποδυναμωμένη όμως όση δύναμη της λείπει έχει καλυφθεί από νευρικότητα.
Κι αυτό είναι η επιτομή του τι πρέπει να αποφεύγεις προκειμένου να βρίσκεις λύση σε γεωπολιτικά ζητήματα.
Λύση θα πρέπει να επιδιώξουμε με δύο προϋποθέσεις: Εάν η Τουρκία έχει ειλικρινή πρόθεση για επίλυση και εφόσον η επίλυση των όποιων ανοικτών ζητημάτων θα πρέπει να είναι στην βάση του διεθνούς δικαίου.
Οποιοσδήποτε θεωρεί ότι πρέπει να βρεθεί ακόμα και μια «επώδυνη λύση» με αυτήν την Τουρκία και σε άλλη βάση πέραν της διεθνούς νομιμότητας, τότε θα πρέπει να εξηγήσει καθαρά τι εννοεί και πώς το εννοεί.
Οι θιασώτες της «επώδυνης λύσης» θα πρέπει επίσης να μας πουν ανοιχτά από ποιους «πιέζονται», εάν πιέζονται