Ενωσαν φωνές εναντίον της Εκκλησίας στην ημερίδα που διοργανώθηκε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο με θέμα τη σχέση Εκκλησίας-Κράτους, με τους ομιλητές να αναφέρονται στα οφέλη που θα υπάρχουν από μια τέτοια εξέλιξη, επιμένοντας στα περί οπισθοδρόμησης της κοινωνίας εξαιτίας της Εκκλησίας.
Από την εκδήλωση δε θα μπορούσε να λείπει και ο πρώην Υπουργός, Νίκος Φίλης.
Διαβάστε τι αναφέρει το άρθρο που δημοσιεύεται στην ιστοδελίδα της Εφημερίδας των Συντακτών:
Το Σάββατο πραγματοποιήθηκε μια εξαιρετικά γόνιμη επιστημονική διερεύνηση του ζητήματος των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας. Η ημερίδα διοργανώθηκε από το Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου σε συνεργασία με την Ενωση Αθέων και με την υποστήριξη της Ελληνικής Ενωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Στην εκδήλωση παρέστησαν ο πρώην υπουργός Παιδείας Νίκος Φίλης και η πρώην αναπληρώτρια υπουργός Παιδείας Σία Αναγνωστοπούλου, ενώ την ημερίδα χαιρέτισε και ο Μισέλ Γκοντισό, εκπρόσωπος της Διεθνούς Εταιρείας Ελεύθερης Σκέψης.
Η «χριστιανική πλειοψηφία»
Η Πηνελόπη Φουντεδάκη (καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου, πρόεδρος Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας) σημείωσε ότι ενώ το κράτος στηρίζεται στη λαϊκή κυριαρχία, από την οποία απορρέει η σχετικότητα της αλήθειας, η Εκκλησία και ευρύτερα οι θρησκείες στηρίζονται στην αλήθεια της θείας αποκάλυψης.
Η κυρία Φουντεδάκη διέκρινε
α) τα κράτη με επίσημη Εκκλησία (Δανία, Μ. Βρετανία, Ελλάδα, και μέχρι το 2000 η Φινλανδία και η Σουηδία),
β) τα κράτη με καθεστώς σχετικού χωρισμού (Γερμανία, Αυστρία, Ιταλία, Ισπανία, Λουξεμβούργο, Σουηδία, Φιλανδία, Ιρλανδία και Πολωνία),
γ) τα κράτη με σαφή χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας (Γαλλία, Πορτογαλία, Ολλανδία, Βέλγιο, Ελβετία), δ) τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, με ασαφείς συνταγματικές διατάξεις.
Η ομιλήτρια διαπίστωσε ένα σύγχρονο ρεύμα επανάκαμψης των θρησκειών, το οποίο σχετίζεται και με τον ρόλο που παίζουν οι Εκκλησίες στην αντιμετώπιση των κρίσεων, αλλά και με την ενίσχυση της μουσουλμανικής ταυτότητας στην Ευρώπη. Επισήμανε ακόμη μια «δυσάρεστη πλευρά» της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, η οποία αντιμετωπίζει με όρους «κοινωνικής πλειοψηφίας» τη δράση των κρατών στον τομέα της θρησκευτικής ελευθερίας και κατά συνέπεια ευνοεί τη «χριστιανική πλειοψηφία».
Αυτό γίνεται συνήθως με άτυπο τρόπο. Μόνο 16 κράτη από τα 47 του Συμβουλίου της Ευρώπης αναφέρουν συγκεκριμένη θρησκεία στο Σύνταγμά τους, 11 κράτη αναρτούν εικόνες ή σταυρώσεις σε σχολεία και δικαστήρια χωρίς να υπάρχει νομοθετική ρύθμιση κι ανάμεσά τους κυρίως η Ελλάδα και η Ιταλία. Το σύνολο των διατάξεων που διέπουν τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας είναι τόσο έντονο στην Ελλάδα, ώστε συνιστά μια πραγματική απόκλιση από τη φιλελεύθερη δυτική παράδοση.
Κατάλοιπα θεοκρατίας
Ο Μιχάλης Τσαπόγας (δρ Νομικής Πανεπιστημίου Μονάχου) αναφέρθηκε στα κατάλοιπα Θεοκρατίας στη νομική καθημερινότητα. Πρόκειται για νομικά ζητήματα, στα οποία η θεσμική ύπαρξη της «επικρατούσας» θρησκείας έχει επηρεάσει τη ζωή των ίδιων των ορθοδόξων χριστιανών, των θρησκευομένων αλλά μη ορθοδόξων και των αθέων.
Αυτά τα θέματα που δεν είναι μόνο νομικά, αλλά αφορούν και την εμπεδωμένη νοοτροπία, εμφανίζονται πρώτα-πρώτα στην αστική κατάσταση, δηλαδή στην καταγραφή των πολιτών. Δεν είναι –όπως θα έπρεπε– αυτονόητο ότι η θρησκεία, όπως και κάθε άλλη πεποίθηση εντάσσεται στην ιδιωτική σφαίρα.
Η Εκκλησία αντιμετωπίζει ως «διωγμό» κάθε σχετική προσπάθεια. Η πιο χαρακτηριστική αντιπαράθεση σ’ αυτό το ζήτημα πραγματοποιήθηκε στις αρχές της περασμένης δεκαετίας με τη «μάχη των ταυτοτήτων». Και παρά την επίλυση του ζητήματος, τα ληξιαρχεία εξακολουθούν να καταγράφουν το θρήσκευμα.
Ανάλογο είναι και το ζήτημα της ονοματοδοσίας -παρά το γεγονός ότι υποτίθεται ότι έχει αποχωριστεί από τη βάπτιση από το 1976- αλλά και το ζήτημα του πολιτικού γάμου, ο άτυπος έλεγχος των δημοτικών κοιμητηρίων από τις εκκλησιαστικές αρχές, καθώς και η καθυστέρηση ίδρυσης αποτεφρωτηρίων.
Ο Αλέξανδρος Σακελλαρίου (δρ Κοινωνιολογίας της Θρησκείας, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο) παρατήρησε ότι το ελληνικό σχολείο δεν είναι ουδέτερο, με παραδείγματα από τα βιβλία αλλά και την καθημερινή πρακτική (προσευχή, εκκλησιασμός), ενώ διαφώνησε με τον πλήρη εξοβελισμό της θρησκείας από την εκπαίδευση, υποδεικνύοντας έναν μη ομολογιακό τρόπο διδασκαλίας όλων των θρησκειών.
Ο Δημήτρης Σαραφιανός (αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ενωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου) αναφέρθηκε στην ιστορική διάσταση της διασύνδεσης Κράτους και Εκκλησίας και επισήμανε την τομή που εγκαινίασε το Σύνταγμα του 1975, καταργώντας την ειδική προστασία του «ελληνοχριστιανικού ιδεώδους». Ο ομιλητής εντόπισε τα προβλήματα που προκύπτουν από τη δόμηση της Εκκλησίας της Ελλάδος (και άλλων αλλά όχι όλων των θρησκευτικών κοινοτήτων) ως Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου και των οικονομικών παραμέτρων αυτής της ρύθμισης, σημειώνοντας ότι η φορολογία της Εκκλησίας φτάνει τα 3,5 εκατ., ενώ η μισθοδοσία του κλήρου υπερβαίνει τα 193 εκατ.
Η εκκλησιαστική περιουσία
Ο Παναγιώτης Γεννηματάς (επίτιμος αντιπρόεδρος Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων) μίλησε για την οικονομική διάσταση του διαχωρισμού Κράτους και Εκκλησίας, επισημαίνοντας ότι ο διαχωρισμός θα κάνει καλό στην ελληνική Εκκλησία, δίνοντάς της νέα κίνητρα για ενεργοποίηση και έξοδο από την ιστορική της απολίθωση.
Στη συνέχεια ο κ. Γεννηματάς, ο οποίος την περίοδο 2002-2004 υπήρξε μέλος επιτροπής της Ιεράς Συνόδου για τη διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας, περιέγραψε την περιουσία αυτή, αναφέροντας ότι αποτελείται κυρίως από ακίνητα, αλλά και από κινητές αξίες.
Ειδικότερα η γεωργική ακίνητη περιουσία υπολογίζεται στα 1.300.000 στρέμματα (τα 2/3 είναι δασικές και χορτολιβαδικές εκτάσεις), ενώ τα οικόπεδα και τα ακίνητα σε αστικά συγκροτήματα προσφέρουν στην Εκκλησία σημαντική ροή ρευστών εσόδων.
[irp posts=”336775″ name=”Ξέφυγε ο Φίλης- Ζητά εδώ και τώρα χωρισμό Κράτους-Εκκλησίας”]
Ανέφερε ακόμη ότι η περιουσία της Εκκλησίας -η διαχείριση της οποίας γίνεται με αναχρονιστικό τρόπο- είναι κατακερματισμένη σε πολλά νομικά πρόσωπα, τα οποία τελούν υπό τη δικτατορική εξουσία των κατά τόπους μητροπολιτών, από τους οποίους κανένας δεν μπορεί να διανοηθεί ότι θα ξεφύγει από τον παραδοσιακό, ανεξέλεγκτο και αδιαφανή τρόπο εισοδηματισμού.
Τόνισε ακόμη ότι με το να διοικείται η Εκκλησία υπό το καθεστώς της δικτατορίας των 84 δεσποτάδων -της δαπανηρότερης κατηγορίας των ιερωμένων, 30 από τους οποίους περιττεύουν αφού οι νομοί της χώρας είναι μόλις 54- δεν επιτρέπεται καμία λήψη αποφάσεων σε σοβαρά ζητήματα.
Τέλος υποστήριξε ότι η Εκκλησία δεν θα μπορούσε σε ορατό χρόνο να καταστεί βιώσιμη εξ ιδίων και επομένως ο φορολογούμενος θα είναι υποχρεωμένος να συμβάλει στη βιωσιμότητά της ακόμη και μετά τον διαχωρισμό από την Πολιτεία.
Ο Αντώνης Παπαρίζος (καθηγητής Κοινωνιολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο) ανέφερε ότι η σύγχρονη ελληνική κοινωνία δεν έχει εκκοσμικευτεί και δεν έχει κατανοήσει βαθιά τον ανθρωπισμό και την ελευθερία του πολίτη, του ανθρώπου δηλαδή ως ον ικανό να αποφασίσει την οργάνωσή του και την εφαρμογή του νόμου, ο οποίος είναι η βάση του αυτοσεβασμού.
Αντιτάχθηκε επίσης στην επίκληση κατά τον όρκο του Θεού-τιμωρού, υπογραμμίζοντας ότι υποδηλώνει αδυναμία τήρησης των κανόνων, καθώς και στην επίκληση της τιμής και της αξιοπρέπειας, σημειώνοντας ότι ο ελεύθερος άνθρωπος είναι εξ ορισμού έντιμος και αξιοπρεπής.
Εκκλησία – βαθύ κράτος
Ο Κωστής Παπαϊωάννου (τ. γενικός γραμματέας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) αναφέρθηκε στη διαρκή ώσμωση Εκκλησίας και βαθέος Κράτους, η οποία παρατηρείται και στο προνομιακό γι’ αυτήν πεδίο της εκπαίδευσης.
Παρατήρησε ακόμη ότι οι κόκκινες γραμμές που θέτει η Ιερά Σύνοδος σχετικά με τη διδασκαλία των θρησκευτικών δεν αφήνουν περιθώρια διαλόγου και τόνισε ότι η αντικατάσταση του Ν. Φίλη ήταν το πιο λάθος σινιάλο που μπορούσε να δοθεί από την κυβέρνηση, γεγονός που συμβολίζει την εκχώρηση μεγάλου ζωτικού χώρου σε ακραία συντηρητικά στοιχεία.
Προσέθεσε μάλιστα ότι έχει πάψει να ακούγεται από την κυβέρνηση ότι ο χωρισμός Κράτους-Εκκλησίας αποτελεί στόχο, με την πιο εύγλωττη φωνή που ακούγεται για τα θέματα αυτά να είναι του υπουργού Εθνικής Αμυνας.
Επισήμανε ακόμη ότι από πλευράς Εκκλησίας υπάρχει ένα διαρκές φλερτ με τη ρητορική του μίσους και με την πολιτική του έκφανση που είναι η Χρυσή Αυγή και εστίασε σε γνωστούς μητροπολίτες που χρησιμοποιούν συνειδητά την ισχύ της θέσης τους για να δηλητηριάσουν την κοινωνία και το κάνουν ως δημόσιοι υπάλληλοι, αμειβόμενοι ακόμη και από τα θύματα αυτού του λόγου.
Τόνισε επίσης ότι μέρος της ιεραρχίας διεκδικεί και παίζει ρόλο προνομιακού βραχίονα μιας ιδεολογικά στρατευμένης κρατικής μηχανής, με διαρκείς εισβολές σε αλλότρια πεδία και έφερε ως παράδειγμα τις ευθείες απειλές εκλογικού κόστους προς όσους πολιτικούς δε συμπορεύονται στα εριζόμενα ζητήματα.
Ο Μιχάλης Σταθόπουλος (μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, επίτιμος καθηγητής Νομικής Σχολής Αθηνών, πρώην υπουργός Δικαιοσύνης) μίλησε για το δικαίωμα οποιουδήποτε να είναι άθεος και τόνισε ότι το άρθρο 3 του Συντάγματος, που αναφέρεται στις σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας, πρέπει να καταργηθεί ολοσχερώς.
Διότι σε σχέση με τον όρο «επικρατούσα θρησκεία», ερμηνεύεται απλώς ως διαπίστωση χωρίς κανονιστικό περιεχόμενο, διαφορετικά αν ερμηνευτεί ότι θέτει την Ορθόδοξη Εκκλησία σε θέση θεσμικής υπεροχής έρχεται σε αντίθεση με άλλα άρθρα του Συντάγματος αλλά και διεθνώς.
Ακόμη το άρθρο 3 παρεμβαίνει σε ζητήματα που αφορούν αποκλειστικά την Εκκλησία, όπως οι σχέσεις της με το Πατριαρχείο ή το «αυτοκέφαλο» αλλά το κυριότερο είναι, όπως εξήγησε ο κ. Σταθόπουλος, ότι με τις διατάξεις αυτές η Πολιτεία χάρισε στους μητροπολίτες το προνόμιο να διοικούν την Εκκλησία κατά τρόπο αποκλειστικό και δικτατορικό, πράγμα που δεν μπορούσαν να το θεμελιώσουν μέσω των Ιερών Κανόνων.