Ο πατήρ Σάββας Αχιλλέως γεννήθηκε στο ορεινό χωριό της Λευκωσίας, την όμορφη Άλωνα, στις 2 Αυγούστου του έτους 1930. Ήταν το πέμπτο και το μικρότερο παιδί μιάς φτωχικής αγροτικής οικογένειας. Γονείς του ήταν οι ευσεβείς και θεοφοβούμενοι άνθρωποι: ο Αχιλλής και η Ελένη.
Πήγαινε στο δημοτικό σχολείο του χωριού του και ταυτοχρόνως βοηθούσε την οικογένειά του στις καθημερινές φροντίδες. Ήταν ένα ευαίσθητο, πονόψυχο, έξυπνο και δυνατό παιδάκι. Τις κρύες μέρες και νύκτες του χειμώνα φρόντιζε να εφοδιάζη με ξύλα και κλαριά τα ανήμπορα και μοναχικά γεροντάκια και τους άναβε τα τζάκια για να ζεσταθούν. Εκείνοι με την σειρά τους του έβαζαν ευχές και έφευγαν από αυτόν τον μάταιο κόσμο, έχοντας το όνομά του στα χείλη τους. Επειδή ήταν εργατικός και χαρισματικός, γρήγορα έμαθε μόνος του να παίζη βιολί και να συνοδεύη τους γάμους με παραδοσιακά τραγούδια. Παράλληλα έμαθε την τέχνη του τσαγκάρη και επιδιόρθωνε, αλλά και κατασκεύαζε τα υποδήματα των συγχωριανών του.
Όταν τέλειωσε το σχολείο, έφυγε, για να εργαστή στην Λευκωσία. Εκεί γνώρισε λειτουργούς Του Θεού υψηλού πνευματικού αναστήματος και παράλληλα με την εργασία του για τον βιοπορισμό (εργάστηκε ως οικοδόμος, ως εργάτης-καθαριστής στα ξενοδοχεία και τέλος άνοιξε ένα μικρό μανάβικο μέσα στην αγορά της Λευκωσίας) εκτελούσε την πνευματική εργασία που οφείλουμε όλοι μας στην αθάνατη ψυχή μας. Είχε την ευλογία να έχη καλούς εξομολόγους, τους οποίους ευγνωμονούσε σε όλη του την ζωή, διότι του δώσανε τις σωστές συμβουλές και το καλό παράδειγμα.
Το έτος 1954 ο πατήρ Σταύρος Παπαγαθαγγέλου, με άκρα μυστικότητα και προσοχή στην επιλογή, ξεκινά να ορκίζη τα πρώτα παλληκάρια, με σκοπό την έναρξη του αγώνα κατά των Άγγλων κατακτητών και την ένωση με την μητέρα Ελλάδα. Ο Σάββας του Αχιλλή (Αχιλλέως) δεν μένει άπραγος. Πάντοτε ειλικρινής και με αίσθημα αυτοθυσίας, ορκίζεται τον όρκο της Ε.Ο.Κ.Α. και μένει πιστός άχρι τέλους. Στην αρχή συμμετέχει στην προετοιμασία του αγώνα για την ελευθερία της πατρίδος του, κάνοντας το μανάβικό του κέντρο συλλογής πολεμοφοδίων και άλλων μυστικών δραστηριοτήτων. Όμως οι εχθροί, που παρακολουθούν άγρυπνοι με βοηθούς τους τους προδότες, τον επισημαίνουν και καταφθάνουν για να τον συλλάβουν. Διαφεύγει την τελευταία στιγμή και εντάσσεται στην ομάδα με την ονομασία «Ουρανός» με υπαρχηγό τον ήρωα Μάρκο Δράκο.
Δύο ολόκληρα έτη ζη στα δάση σε κρησφύγετα, συμμετέχει σε ασκήσεις και επιχειρήσεις της ομάδας του με το ψευδώνυμο: Σάββας Αλωνεύτης η Ασκληπιός. Εκτελεί παράλληλα και χρέη, γιατρού-νοσοκόμου, μάγειρα, κουρέα και ότι είναι συνυφασμένο με προσφορά και φροντίδα και διακονία προς τον συνάνθρωπο. Εκεί γνωρίζει και τον Αρχηγό Διγενή, ο οποίος διακρίνει στο νεαρό εκείνο παλληκάρι: το υψηλό αίσθημα ευθύνης, την ευστροφία, την σοβαρότητα και πλήθος ακόμα χαρισμάτων με κορωνίδα όλων την ακλόνητη πίστη και την καθαρότητα ψυχής και σώματος. Του αναθέτει, να μεταμορφωθή σε καλόγερο, να βρίσκεται στην Μονή του Κύκκου, να παρακολουθή τις κινήσεις των Άγγλων και όταν είναι ανάγκη εντός ελαχίστων λεπτών να ανεβαίνη στην κορυφή του βουνού και με κωδικοποιημένα σήματα να ειδοποιή την Ομάδα και τον Αρχηγό. Επ’ ίσης, ήταν υπεύθυνος και για την διακίνηση της αλληλογραφίας όλης της Οργάνωσης. (Εκεί στην Ιερά Μονή της Παναγίας του Κύκκου του συνέβησαν τα θαυμαστά γεγονότα της παρέμβασης Της Θεοτόκου, τα οποία καθόρισαν όλη την μετέπειτα πορεία της ζωής του) .
Στις 19 Ιουλίου του 1956 συλλαμβάνεται – κατόπιν προδοσίας – από Άγγλους στρατιώτες και φυλακίζεται. Παρ’ όλο που στις φυλακές ανακρίνεται από τους ονομαστούς και τους πιο έμπειρους και βάρβαρους Άγγλους ανακριτές, το υψηλό του πνευματικό ανάστημα αλλά και η πάντοτε θαυμαστή παρέμβαση και η αγάπη Της Παναγίας μας, δεν τους δίνει κανένα δικαίωμα και καμμία εξουσία πάνω του. Δεν μπορούν να αποδείξουν τίποτε με βεβαιότητα, εν ω εκείνος δεν αποχωρίζεται λεπτό την Αγία Γραφή, στηρίζει πνευματικά και παρηγορεί τους συγκρατούμενους αδελφούς του και δεν αφήνει τον χρόνο να πάη χαμένος. Μέσα στις φυλακές υπάρχουν συγκρατούμενοι συναγωνιστές που τυγχάνουν να είναι καθηγητές του γυμνασίου. Δράττεται της ευκαιρίας για τις πολυπόθητες σπουδές. Σε χρόνο ρεκόρ τελειώνει όλη την ύλη του γυμνασίου και αμέσως μετά την απελευθέρωση (συμφωνία Ζυρίχης – Φεβρουάριος 1959) δίνει εξετάσεις και λαμβάνει το απολυτήριο του γυμνασίου. Όλα αυτά τα γεγονότα τα περιέγραψε αργότερα στο βιβλίο του: «τα Απομνημονεύματά μου | Ε.Ο.Κ.Α. (Ομάδα: Ουρανός) | 1955-1959».
Αφ’ ου ολοκληρώθηκε αυτό το στάδιο της ζωής του, είναι πιά ελεύθερος να προχωρήση στην πιο σημαντική απόφαση. Η απόφαση αυτή σφραγίστηκε εξ Άνωθεν. Στις 31 Μαίου 1959 χειροτονείται Διάκονος στον Ιερό Ναό Φανερωμένης της Λευκωσίας και αναχωρεί για την Αθήνα, όπου ξεκινά τις σπουδές του στην Θεολογική σχολή Αθηνών. Στην Αθήνα παράλληλα με τις σπουδές αναπτύσσει πλούσια πνευματική και φιλανθρωπική δράση, διατελών Διάκονος στον Ιερό Ναό της Μεταμορφώσεως Του Σωτήρος στον Βύρωνα και αφοσιώνεται στην εκμάθηση (σχεδόν αυτοδίδακτος και πάλι, με μία μικρή βοήθεια ενός ενορίτη του) της Γαλλικής γλώσσης, για να μπορέση να αξιοποιήση μία υποτροφία για μεταπτυχιακό στην Γαλλία και στις Βρυξέλλες.
Μετά από πέντε χρόνια επιστρέφει στην Κύπρο και αφ’ ου ενημερώνει τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο για το πέρας των σπουδών, αποφασίζεται η χειροτονία του εις Ιερέα να γίνη στις 15 Αυγούστου του 1964 στην Ιερά Μονή του Κύκκου με όλη την μεγαλοπρέπεια και ιερότητα. Έχοντας πλέον την γνώση της Γαλλικής γλώσσης και πτυχίο και πάνω από όλα την Ιερωσύνη, αναχωρεί για τις Βρυξέλλες. Ο Δεσπότης της Γαλλίας κ.κ. Μελέτιος τον διορίζει Προιστάμενο της Ορθόδοξης Εκκλησίας των Βρυξελλών (την εποχή εκείνη το Βέλγιο αποτελεί Εξαρχία της Μητροπόλεως Γαλλίας) , εν ω παράλληλα του δίνεται η δυνατότητα σπουδών στο Πανεπιστήμιο με κατεύθυνση την Ποιμαντική.
Ο πατήρ Σάββας αναλαμβάνει πλούσια πνευματική και φιλανθρωπική και εν κυριολεξία ιεραποστολική δράση για την επιστροφή των Ελλήνων μεταναστών στην αγκαλιά της Μητέρας Εκκλησίας. Παρέμεινε στο Βέλγιο επί τέσσερα έτη και κατά την ομολογία του ιδίου Μητροπολίτου: «το πέρασμα του πατρός Σάββα Αχιλλέως από την Εκκλησία των Βρυξελλών θα μείνη ιστορικό». Αυτό ακριβώς συνέβη. Από το Βέλγιο έφυγε ύστερα από την παράκληση και προτροπή του σεβαστού πατρός Ηλία Τσακογιάννη – ιερέα του Νοσοκομείου «Ευαγγελισμός». Το 1969 ο πατήρ Ηλίας αναγκάσθηκε να δεχθή τον Επισκοπικό Θρόνο της Μητροπόλεως Δημητριάδος και αγωνιώντας να αφήση στην θέση του ένα άξιον εμπιστοσύνης εργάτην του Ευαγγελίου, έγραψε στον πατέρα Σάββα στις Βρυξέλλες να δεχθή να συνεχίση αυτό το δύσκολο έργο.Επειδή η προσφορά προς τον ασθενή ήταν ο μεγάλος πόθος του πατρός Σάββα, δέχθηκε μετά χαράς και από το 1969 επί πενταετία υπηρέτησε με αυτοθυσία στο Νοσοκομείο του Ευαγγελισμού τους πάσχοντες. Παράλληλα συνέχισε τις σπουδές του στην Φιλοσοφική Σχολή από την οποία αποφοίτησε το 1974.
Τα γεγονότα της εισβολής (1974) των Τούρκων στην Κύπρο δεν τον αφήνουν αδιάφορο. Παραιτείται από τον Ευαγγελισμό και σπεύδει στην αγαπημένη του πατρίδα να βοηθήση όπως μπορεί. Υπηρέτησε στην Μητρόπολη Κυρηνείας έως το 1975 και όταν πλέον όλα είχαν παγιωθεί με την γνωστή σε όλους πλέον σειρά των δυσμενών ιστορικών γεγονότων, έφυγε πάλι στην Ευρώπη, για να ολοκληρώση τις σπουδές του. Επέστρεψε στην Αθήνα και την 1η Μαρτίου του 1976 έλαβε τον διορισμό ως εφημέριος σε μία απόμακρη και νεοδημιουργηθείσα ενορία στην περιοχή του Καρέα, όπου υπήρχαν δύο μικρά παρεκκλήσια του Αγίου Στυλιανού και της Αγίας Παρασκευής. Εκεί ξεκίνησε ένας τιτάνιος αγώνας και συντελέστηκε το μέγα θαύμα του Αγίου Γεωργίου.Κτίστηκε πρώτα ο ημιυπόγειος ναός που σήμερα εορτάζεται προς τιμήν του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου. Έπειτα ολοκληρώθηκε ο περίλαμπρος ναός του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, του Αγίου που ήταν ο προστάτης του Γέροντα από την στιγμή που γεννήθηκε (στο χωριό του έχουν έναν πανέμορφο ναό του και τον Άγιο πάντοτε να θαυματουργή) . Ολοκληρώθηκε η ανέγερση όλων των βοηθητικών χώρων (κυλικείο, αίθουσες κατηχητικών και πολλά άλλα) .
Θα ήταν όμως μεγάλη αδικία για τον πατέρα Σάββα να προβληθή σαν έργο του μόνο η κατασκευή και δημιουργία κτισμάτων για την εξυπηρέτηση των ενοριτών, οι οποίοι στο μεταξύ είχαν υπερπληθυνθεί. Το μεγαλύτερο και σημαντικότερο έργο του, στο οποίο έδινε και την αποκλειστική βαρύτητα, ήταν το πνευματικό. Θείες Λειτουργίες, αγρυπνίες, κηρύγματα, εξομολογήσεις, βοήθεια προς τους ασθενείς και τους οχλουμένους από τα ακάθαρτα πνεύματα, διάβασμα ευχών του Μεγάλου Βασιλείου και του Αγίου Κυπριανού και πολλά άλλα. Ο Ιερός Ναός ήταν ένας ζωντανός οργανισμός που έσφυζε από ζωή και λειτουργούσε σχεδόν ολόκληρο το εικοσιτετράωρο.
Για να βοηθήση τους ανθρώπους περισσότερο έγραψε πολλά και σημαντικά βιβλία. Βλέποντας την νεότητα να παρασύρηται σε μέρη ψυχαγωγίας και διασκέδασης από όπου κάποιοι επιτήδειοι έβρισκαν ευκαιρία να παγιδεύουν τα ανυποψίαστα θύματά τους, αποφάσισε την ανέγερση Πνευματικού Κέντρου με σκοπό την ανιδιοτελή προσφορά προς την νεότητα. Με υπέρμετρες προσπάθειες κτίστηκε ένα περίλαμπρο Πνευματικό Κέντρο (περίπου 2000 τετραγωνικά μέτρα) που κάποιοι το παρομοίασαν με τα ανάκτορα του Μπάκινγχαμ. Έγινε η γιορτή της έναρξης της λειτουργίας του (μόνο το Αμφιθέατρο δεν είχε προλάβει ακόμα να ολοκληρωθή εις το παντελές, εν ω τα καμαρίνια του ήταν πλέον πλήρως εξοπλισμένα) . Είχε προγραμματιστεί τον επόμενο μήνα να πραγματοποιηθή γιορτή για τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Αυτό δεν στάθηκε δυνατό, διότι ο άξιος λειτουργός του Θεού αναγκάστηκε να παραιτηθή και συνταξιοδοτήθηκε. Ήταν 15 Μαρτίου του 2006.
Ο Χριστός μας και η Μεγαλόχαρη Παναγία μας του έδωσαν μία νέα αποστολή. Απομάκρυνση από τις πολλές μέριμνες, νοερά προσευχή, ησυχαστική ζωή μακριά από τον πολύ κόσμο, συγγραφή βιβλίων, κηρύγματα στο ευρύτατο πλήθος των ακροατών του διαδικτύου από διάφορα μέρη του πλανήτη, απαντήσεις στις απορίες και τους προβληματισμούς τους. Με άλλα λόγια: ένα παγκόσμιο κήρυγμα. Όλα αυτά δεν θα μπορούσε να τα πραγματοποιήση ο Γέροντας κλεισμένος μέσα σε ένα διαμέρισμα της Αθήνας, όπου τον έβρισκαν και τον ενοχλούσαν αδιάκριτα. Η Χάρις του Θεού είχε μεριμνήσει από χρόνια και είχε φιλοξενηθεί από μία προσφιλή του οικογένεια σε ένα απομακρυσμένο χωριουδάκι στον νομό Ηλείας. Ένοιωσε τόση χαρά και πνευματική ανάταση σε αυτό το μέρος που φρόντιζε με την παραμικρή ευκαιρία να το επισκέπτεται. Διοργάνωνε ομιλίες και κηρύγματα και εξομολόγηση. Χάρη στις προσευχές του, έχουν γεννηθεί πολλά παιδιά από άτεκνα ζευγάρια, έχουν βρεί λύσεις σε προβλήματα πλήθος ανθρώπων.
Η παληά πέτρινη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο χωριό ήταν έτοιμη να καταρρεύση. Ο πατήρ Σάββας με δικά του έξοδα φρόντισε και ανακαίνισε τον Ιερό Ναό. Δέκα ολόκληρα χρόνια πρόσφερε την αγάπη του ο πατήρ Σάββας στην επαρχία του Νομού Ηλείας, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Όμως παραχώρησε ο Θεός μας και τον πήρε κοντά του, στον αληθινό κόσμο, στις 3 Αυγούστου του 2016. Ας έχουμε την ευχή του και να αξιωθούμε να τηρήσουμε τις συμβουλές του, να μείνουμε πιστοί στον Χριστό μας άχρι θανάτου, να μη δεχτούμε για κανένα λόγο την σφραγίδα του αντιχρίστου, για να ζήσουμε αιωνίως κοντά στον Αρχηγό της Ζωής στην Βασιλεία των Ουρανών. Γένοιτο.
Το χάρισμα της Ιερωσύνης εδόθη στον πατέρα Σάββα με εντολή από Τον Χριστό και Την Παναγία Μητέρα Του. Ιδού πως τα διηγήθηκε ο ίδιος και καταγράφηκαν.
«Μικρό παιδί του δημοτικού σχολείου δεν έλειπα από την εκκλησία. Ήμουν πάντοτε ο βοηθός του γέροντος ιερέα του χωριού μου και κάθε βράδυ της Μεγάλης Τεσσαρακοστής απήγγειλα τον Ύμνο προς την Παναγία μας. Όταν μαζευόταν όλη η οικογένεια στο φτωχικό μας σπιτάκι, έπιανα στα χέρια μου την Καινή Διαθήκη και έψαλλα επιμελώς το Ευαγγέλιο εις ακρόασιν των γονέων μου και των μεγαλυτέρων αδελφών μου. Ήμουν το πέμπτο και το μικρότερο από όλα τα παιδιά της οικογένειάς μου. Οι γονείς μου ήταν ευσεβείς και φιλοπάτριδες και αγαπούσαν πολύ την Ελλάδα και εμφύτευσαν αυτή τους την αγάπη στην αγνή καρδούλα των παιδιών τους. Ανεπτύχθη μέσα μου η φλογερή επιθυμία να αξιωθώ κάποτε να ιερωθώ. Έβλεπα τον ιερέα στον δρόμο μου και όταν εκείνος προσπερνούσε στεκόμουν και τον παρακολουθούσα και τον θαύμαζα. Παρακαλούσα Τον Θεό να φτάσω κάποτε στο ύψος αυτό της Ιερωσύνης. Σκεφτόμουν όμως και έλεγα: «αυτός που συνάντησα τώρα στο δρόμο μου είναι Θεολόγος ιερέας. Εγώ ένα φτωχόπαιδο, πως θα σπουδάσω και πως θα αξιωθώ να έχω ένα Πτυχίο Θεολογίας;». Θεολογία έλεγα…!
Μα υπάρχει μεγαλύτερη επιστήμη σ’ αυτόν τον κόσμο, να μιλάς και να διδάσκης τα λόγια του Θεού; Και συζητούσα πάντοτε με τον εαυτό μου και μόνος μου αναλογιζόμουν το μέγα βάρος της Ιερωσύνης. Πέρασαν τα χρόνια, αλλά ο πόθος μου για την Ιερωσύνη δεν με εγκατέλειπε. Έφθασα στην Ιερά Μονή και έμαθα πολλά για το μέγα μυστήριο της Ιερωσύνης. Ευρισκόμενος κάποια μέρα στην μεγάλη αυλή της ιεράς Μονής, σκεφτόμουν τις δυσκολίες του λειτουργήματος. Περισσότερο αναλογιζόμουν την αναξιότητά μου για το πως θα μπορούσα να επωμισθώ ένα τέτοιο βάρος. Ένοιωθα, ένα δέος, έναν μεγάλο φόβο. Κάμινος, όμοια με την κάμινο του Ναβουχοδονόσορος, η οποία δέχθηκε τους τρεις παίδας και ακόμα μεγαλύτερη από εκείνη είναι το μέγα μυστήριο της Ιερωσύνης. Να αναλάβω, λοιπόν, ένα τέτοιο βάρος; Αυτό σκεφτόμουν και αυτό με βασάνιζε. Η να μην αναλάβω και να στρέψω την προσοχή μου σε ένα οποιοδήποτε επάγγελμα; Μου ερχόταν όμως πάλι η εικόνα των ιερέων που συναντούσα στους δρόμους και πόσο τους θαύμαζα. Θαύμαζα την μεγαλοπρέπεια και το Αγγελικό σχήμα, το οποίο τους περιέβαλε. Με καταλάμβανε ο ιερός πόθος να τους μιμηθώ. Αυτομάτως ερχόταν στην μνήμη μου η μοναδική ευχή της γλυκιάς μου μανούλας. «Έχε την ευχή μου γιέ μου και να σε δω παπά. Να υπηρετής: τον Χριστό μου, τον Θεό μου και να με μνημονεύης όταν θα πεθάνω». Μετά την μοναδική και επαναληπτική και στερεότυπη ευχή της μάνας μου, μου ερχόταν στην σκέψη η ευχή της μακαριστής γιαγιάς μου. Μου την έλεγαν τα μεγαλύτερά μου αδέλφια και τα επικύρωνε η μανούλα μου. Με κατελάμβαναν δάκρυα συγκίνησης. Με σήκωνε στην αγκαλιά της, η γιαγιά μου, και προσπαθώντας να με κοιμήση, καθώς ήμουν βρέφος, ευχόταν και έλεγε: «έχε την ευχή μου γιέ μου και να φορής φελόνια και να ψάλλης μες στις εκκλησιές όπως τα χελιδόνια». Όλα αυτά και άλλα γλυκύτερα όνειρα, μου γέμιζαν την ψυχή και ανέβαινα νοερά στον θρόνο του Θεού, στο κάλλος του Παραδείσου. Άκουγα νοερά τους ιερούς ύμνους της Εκκλησίας και έβλεπα πως τελώ την θεία και ιερή Λειτουργία. Έβλεπα τους αγγέλους του ουρανού να με περικυκλώνουν στο ιερό Θυσιαστήριο και να συλλειτουργώ μαζί τους. Έπειτα, όμως, πρόβαλλε ένας άλλος κόσμος μέσα μου, που ήταν απειλητικός και μου αντιτασσόταν. Λογισμοί όπως: «τι θέλεις να μπλέξης με τους παπάδες; Ξέρεις ότι: θα σε βρίζουν, θα σε φτύνουν, θα σε διασύρουν, θα σε φθονούν, θα σε αποδοκιμάζουν, θα σε εμπαίζουν; Δεν αλλάζεις την γνώμη σου, για να είσαι ήσυχος;». Κατόπιν ερχόταν και πάλι η πρώτη σκέψη. Εκείνη μου φανέρωνε την δόξα του υπουργήματος, όχι του επαγγέλματος, και την απέραντη ευθύνη ενώπιον του Θεού. Μόνος μέσα στην μεγάλη αυλή της ιεράς Μονής της Παναγίας μου, σκεπτόμουν και πάλευα με τις εναλλασσόμενες σκέψεις σχετικά με το μέγα μυστήριο της Ιερωσύνης. Και πάντα κατέληγα στο απέραντο και αβάστακτο βάρος του μεγάλου καθήκοντος. Ολομόναχος, όπως σκεπτόμουν όλα τα υπέρ και τα κατά και έβλεπα προς το δυτικό μέρος της μεγάλης αυλής, ω Θεέ μου! Τι αντίκρυσα; Ένα θαύμα υπερφυσικό. Ένα θαύμα συγκλονιστικό, όχι όνειρο αλλά όραμα, το οποίο μου έδωσε την αφορμή να παραιτηθώ από τον διακαή πόθο και την ολόψυχη επιθυμία της Ιερωσύνης. Μια αποκάλυψη του μεγάλου μυστηρίου της Ιερωσύνης. Ένας πύρινος στύλος, ο οποίος ανέβαινε από την γη στον ουρανό και χανόταν στο ύψος της απεραντωσύνης. Επέτρεψε, ο Θεός, ο καρδιογνώστης, «ο ετάζων καρδίας και νεφρούς και τα κρύφια των ανθρώπων». Το επέτρεψε ο Θεός, ο γνωρίζων τα βάθη της καρδίας του καθ’ ενός ανθρώπου. Ήθελε με αυτό να μου φανερώση σε ποιο ύψος θα ανεβαίνη κάθε φορά η ταπεινή προσευχή, όταν θα τελήται: η θεία και ιερά Λειτουργία, η δέησις, η παράκλησις. Κάθε φορά όταν θα λειτουργώ και θα παρακαλώ τον Θεό υπέρ των δικών μου αμαρτιών και της σωτηρίας και συγχωρήσεως όλου του κόσμου. Θεέ μου: ποιος έχει την δύναμη να εισέρχεται – έλεγα – μέσα σε αυτή την κάμινο την καιομένη και να εξέρχεται αβλαβής και άθικτος; Ω Θεέ μου, Παναγία μου! Καλλίτερα να αποχωρήσω και ας μη αναλάβω μια τέτοια φοβερή ευθύνη και τέτοιο αβάστακτο βάρος. Μέσα σε αυτή την θύελλα των θετικών και αρνητικών αποφάσεών μου, άκουσα από τα δεξιά μου ζωντανή και γλυκύτατη και αλησμόνητη φωνή: «εάν παιδάκι μου, εσένα, τον οποίο ο Υιός μου διεφύλαξε ψυχικώς και σωματικώς, δεν αναλάβεις να τον υπηρετήσης, ποιος θα τον υπηρετήση; Ο πόρνος η ο μοιχός; Ο χαρτοπαίκτης η ο μέθυσος; Ο βλάσφημος η ο άπιστος;». Μόλις άκουσα όλα αυτά τα ερωτήματα, αμέσως ήρθε στην καρδιά μου ένα δύσκολο ερώτημα: «ποιόν δρόμο να ακολουθήσω; Τον δρόμο του έγγαμου η του άγαμου βίου;». Οι φίλοι μου και οι οικείοί μου, όταν τους αποκάλυπτα την επιθυμία μου, με συμβούλευαν να ακολουθήσω τον έγγαμο βίο. Με ήθελαν να είμαι με οικογένεια, με σύζυγο και παιδιά, με σπίτια και κτήματα, με χωράφια και με κόσμο. Εγώ αντίθετα ποθούσα την αφιέρωσή μου στον Χριστό. Ποθούσα την μόρφωση, για να προσφέρω όσο το δυνατό περισσότερα στην Εκκλησία και την ολοκλήρωσή μου στον Θεό. Δεν απέβλεπα στο να διχάσω την ζωή μου, αλλά να ακολουθήσω έναν μόνο δρόμο. Τον βίο τον αγνό, τον καθαρό, τον απερίσπαστο, τον άσχετο προς τα εγκόσμια και τα πρόσκαιρα του νυν αιώνος. Μου αντέτασσαν όμως την δική τους γνώμη και μου τόνιζαν ότι πολλοί Άγιοι της Εκκλησίας μας ήταν με οικογένεια και με παιδιά. Και όμως ευαρέστησαν τον Θεό και αγίασαν. Μόλις άκουσα αυτή την γλυκύτατη φωνή, γνώριζα πέρα ως πέρα ότι δεν ήταν καμμία άλλη, παρά μόνο η φωνή της Παναγίας μου. Και πήρα το θάρρος να ρωτήσω ταπεινά και με φόβο και σεβασμό προς το Άγιο πρόσωπό της: «Παναγία μου, ποιόν δρόμο να ακολουθήσω; Τον δρόμο της Ιερωσύνης και της οικογένειας η τον δρόμο της ολοκληρωτικής αφοσιώσεώς μου εις τον Υιόν Σου και Θεόν μου;». Και αμέσως μου απάντησε και πάλι η Παναγία μου: «άνοιξε παιδάκι μου το βιβλίο του Υιού μου και θα σου υποδείξη ο Υιός μου ποιόν δρόμο θα ακολουθήσης». Πάντοτε έφερα μαζί μου, στην αριστερή πλευρά του στήθους μου, στην θέση της καρδιάς, ως αχώριστο σύντροφό μου την Αγία Γραφή. Αυτή μελετούσα και προσευχόμουν στον Θεό. Γνώριζα καλά ότι, όση ώρα μελετούσα την Αγία Γραφή, με επεσκίαζε ο Θεός μου και με παρηγορούσε. Έλαβα τότε από την τσέπη την Αγία Γραφή. Την προσκύνησα με ευλάβεια και πίστη, για να πράξω ο,τι θα μου υποδείξη ο Θεός μου. Διετύπωσα το σημείο του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού και άνοιξα το ιερό βιβλίο των βιβλίων. Πρόσεξα τότε ότι η σελίδα της Αγίας Γραφής ήταν το 14ο Κεφάλαιο της Αποκάλυψης, το οποίο περιέγραφε την αγνότητα και την αφιέρωση και την λευκή στολή όσων θα ακολουθούν το Αρνίον: τον Χριστόν. «Αυτοί απηρνήθησαν ολοτελώς τον κόσμον και ίνα μείνωσιν τελείως αφωσιωμένοι εις το Αρνίον δεν ήλθον εις σχέσιν προς γυναίκας».