ΔΗΜΗΤΡΙΑ 2020: Σύμφωνα μέ τό πρόγραμμα τών ενοριακών εορταστικών εκδηλώσεων ΔΗΜΗΤΡΙΑ 2020 πού πραγματοποιούνται στόν Ιερό Ναό Αγίου Δημητρίου Δήμου Αγίου Δημητρίου, έγινε ομιλία μέ θέμα: “Η υπέρβαση τού φόβου” καί ομιλητή τόν Πανοσιολογιώτατο Αρχιμανδρίτη π. Σάββα Αγιορείτη εκ τής Ιεράς Μητροπόλεως Εδέσσης.
Ο π. Σάββας άρχισε τήν ομιλία του μέ το ερώτημα: Τί είναι ο φόβος; «Ουθέν γάρ εστι φόβος ει μή προδοσία τών από λογισμού βοηθημάτων». Δηλ. Ο φόβος δέν είναι τίποτε άλλο, ειμή μία κατάστασις, κατά τήν οποίαν μάς εγκαταλείπει καί αυτή η βοήθεια τής διανοίας μας (Σοφ. Σολ. 17,11). Ο άνθρωπος δηλ. προδίδεται από τόν λογισμό του, ενεργεί παράλογα, χάνει τήν ψυχραιμία του καί μπορεί νά φθάσει στήν κατάσταση τού πανικού. Ο Μ. Βασίλειος ονομάζει τόν φόβον «ετέραν μέθην», δηλαδή ένα είδος μέθης. Είναι γνωστό ότι ο μεθυσμένος χάνει τόν έλεγχο τού εαυτού του, τήν αιδώ καί κάθε αναστολή. Εύκολα υποκύπτει σέ κάθε πάθος παραλογιζόμενος καί αυτοταλαιπωρούμενος.
Καί συνεχίζει ο Λόγος τού Θεού: «ένδοθεν δέ ούσα ήττων η προσδοκία, πλείονα λογίζεται τήν άγνοιαν τής παρεχούσης τήν βάσανον αιτίας». Δηλ. Όταν μειωθεί μέσα μας η ελπίδα, τότε ο φόβος εξ αιτίας τής αγνοίας μας μάς κάνει νά θεωρούμε χειρότερα τά κακά, παρ όσον στήν πραγματικότητα είναι (Σοφ. Σολ. 17,12). Φοβόμαστε καί ταλαιπωρούμαστε περισσότερο από τόν ανόητο φόβο -τήν νηπιακή αυτή κατάσταση τής ψυχής- παρά από τά ίδια τά γεγονότα. «Εκείνο πού φοβάται κανείς ότι θά πάθει», παρατηρεί ο Άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος, «αυτά καί παθαίνει καί άν δέν τά πάθει, ίσως τιμωρείται περισσότερο από τόν εαυτόν του, παρά από τούς δράστες».
Ο δέ ιερός Χρυσόστομος μάς διδάσκει ότι «ο φόβος είναι η μεγαλοποίηση αναμενόμενων συμφορών, πού συνδέονται μέ ένοχη συνείδηση». Άρα ο φόβος συνδέεται καί μέ τήν αμαρτία, μέ τήν ενοχή. Ο άγιος Ιωάννης τής Κλίμακος παρατηρεί ότι «φόβος εστί προμελετώμενος κίνδυνος ή πάλιν φόβος εστί σύντρομος αίσθησις καρδίας, περί αδήλων συμφορών κλονουμένη καί ασχάλλουσα». Δηλαδή ο φόβος είναι κίνδυνος πού προμελετάται. Ή διαφορετικά, ο φόβος είναι μία έντρομη αίσθησις καρδίας, πού συγκλονίζεται καί αγωνιά από αναμονή απρόβλεπτων συμφορών.
Στή συνέχεια ανέφερε τά είδη τού φόβου κατά τον Άγιο Ιωάννη τόν Δαμασκηνό: Στόν δισταγμό, στήν ντροπή, στήν αισχύνη, στήν κατάπληξη, στήν έκπληξη καί στήν αγωνία. Δισταγμός είναι ο φόβος πού έχουμε γιά κάτι πού πρόκειται νά κάνουμε. Ντροπή είναι ο φόβος στήν περίπτωση πού αναμένουμε κάποια κατηγορία, αισχύνη είναι ο φόβος γιά κάποιο κακό πού έχουμε πράξει (ένοχη συνείδηση), κατάπληξη είναι ο φόβος πού προκαλείται από μεγάλη φανταστική εντύπωση, έκπληξη είναι ο φόβος πού προκαλείται από ασυνήθιστη φανταστική εντύπωση καί αγωνία είναι ο φόβος αποτυχίας πού αισθανόμαστε σέ κάποια ενέργειά μας.
Ποίος είναι όμως ο κύριος φόβος πού μάς ταλαιπωρεί;
Είναι ο φόβος τού σωματικού θανάτου, πού θεωρείται η μεγαλύτερη συμφορά. Στήν πραγματικότητα βέβαια η μεγαλύτερη συμφορά είναι ο πνευματικός θάνατος, η αμαρτία, πού άν δέν μετανοήσουμε, μάς χωρίζει αιώνια από τήν Πηγή παντός αγαθού, τόν Θεό.
«Φοβόμαστε τόν θάνατο», παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος, «όχι επειδή εκείνος είναι φοβερός, αλλά επειδή ούτε η αγάπη πρός τήν Βασιλεία τών Ουρανών μας θέρμανε, ούτε ο φόβος τής γέενας (κολάσεως) μάς κατέλαβε καί επιπλέον δέν έχουμε καί συνείδηση αγαθή. Θέλετε νά σάς αναφέρω καί μιά τέταρτη αιτία; Δέν ζούμε βίο σκληραγωγίας, όπως αρμόζει στούς Χριστιανούς, αλλά τόν μαλθακό καί νωθρό βίο ζηλέψαμε. Γι’ αυτό είναι φυσικό, νά μάς αρέσει νά μένουμε στά πράγματα τού παρόντος κόσμου». Άν ελευθερωθούμε από τόν φόβο τού θανάτου μέ τήν ζωντανή πίστη στόν Αναστάντα Κύριο τότε ελευθερωνόμαστε από τόν διάβολο καί κάθε άλλο φόβο, από κάθε ανασφάλεια, από κάθε πανικό καί κάθε φοβία.
«Όποιος δέν φοβάται τόν θάνατο», επισημαίνει ο Ιερός Χρυσόστομος, είναι έξω από τήν τυραννική εξουσία τού διαβόλου. Κανέναν δέν φοβάται, κανέναν δέν τρέμει. Είναι από όλα ανώτερος καί από όλους πιό ελεύθερος. Όποιος θυσιάζει τό ύψιστο, τή ζωή του, πολύ περισσότερο θυσιάζει όλα τά άλλα. Όταν ο διάβολος βρεί μιά τέτοια ψυχή, τίποτε δέν μπορεί νά ταής κάνει. Γιά πές μου: Θά τήν φοβερίσει μέ απώλεια χρημάτων ή μέ βάσανα καί εξορία από τόν τόπο της; Αύτά είναι ασήμαντα, γιά όποιον είναι έτοιμος νά θυσιάσει τή ζωή του, όπως λέει ο Μακάριος Παύλος (Πράξεις 20,24)».
Σέ άλλο σημείο υπογράμμισε: Ποιά είναι η αιτία τού φόβου; Η αιτία τού φόβου είναι η ασέβεια, η υποταγή στήν αμαρτία.
«Φεύγει ασεβής», διαβάζουμε στίς Παροιμίες, «μηδενός διώκοντος, δίκαιος δέ ώσπερ λέων πέποιθε». Η απουσία τής κάθαρσης από τά πάθη, η απουσία τής Θείας Χάρης, η υπακοή στόν κόσμο καί επομένως στόν διάβολο, αφού «ο κόσμος εν τώ πονηρώ κείται» μάς γεμίζει μέ κάθε είδους ανόητο φόβο. Ο άνθρωπος πού είναι φίλος-δούλος τού κόσμου είναι εχθρός τού Θεού καί δούλος τού κάθε είδους φόβου. Γι αυτό σημειώνει ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης: «Ο δούλος Κυρίου γενόμενος τόν οικείον Δεσπότην καί μόνον φοβηθήσεται ο δέ Τούτον ούπω φοβούμενος, τήν εαυτού σκιάν πολλάκις πεφόβηται» . Όποιος δέν φοβάται, δηλ. δέν σέβεται τόν Θεόν, όποιος δέν τηρεί τίς εντολές Του, αυτός φοβάται τά πάντα. Όποιος φοβάται τόν Θεό, δηλαδή τηρεί τίς εντολές Του, αυτός δέν φοβάται τίποτε άλλο.
Συμπερασματικά κατέληξε: ” Ο φόβος υπερβαίνεται μέ τόν Θείο φόβο. Αυτός μάς οδηγεί στήν αγάπη. Στήν αγάπη πρός τόν Θεό καί στήν αγάπη πρός τόν πλησίον. Μέ τήν αγάπη υπερβαίνουμε τόν φόβο τού θανάτου, τής κόλασης, τού διαβόλου καί κάθε κτίσματος καί κατάστασης. Όσο ποσό αγάπης λείπει, τόσο ποσό φόβου υπάρχει. (Άγιος Ιωάννης τής Κλίμακος).Όσο περισσότερο αγαπάμε τόν Θεό καί τηρούμε τίς εντολές Του, τόσο δέν φοβόμαστε τόν θάνατο, αλλά μάλλον τόν ποθούμε αφού θά μάς πάει στόν λατρευτό μας Κύριο τόν Οποίον θά βιώνουμε «εκτυπώτερον» στήν Βασιλεία Του”.
Επίσης ο ομιλητής στό Ενοριακό Αρχονταρίκι, πού πραγματοποιήθηκε εντός τού Ιερού Ναού αμέσως μετά τήν ομιλία, έδωσε τεκμηριωμένες απαντήσεις, μέ βάση τήν ορθόδοξη πίστη καί παράδοση, σέ πολλά ερωτήματα, τά οποία τού υπέβαλε τό ακροατήριο.
Η 10η μέρα ολοκληρώθηκε μέ τήν Κατανυκτική Αγρυπνία, στήν οποία λειτουργός καί ομιλητής ήταν ο π. Επιφάνιος Ξυγκώρος, εφημέριος Ιερού Παρεκκλησίου Τριών Ιεραρχών Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών.
Έψαλαν οι Πρωτοψάλτες κ.κ. Νικόλαος Νικολάου καί Νικόλαος Λειβαδάρος.