Δεν διεκδίκησε ποτέ αξιώματα και τιμές. Πάντοτε ταπεινός και μετριόφρων. Παρέμεινε μέχρι τέλους πιστός στις αρχές του και τους συμπατριώτες του.
Του Σταμάτη Μιχαλακόπουλου
Δέηση για τα 167 χρόνια από τον θάνατο του ήρωα του 1821, Στρατηγού Νικηταρά, τελέσθηκε την Κυριακή 9 Οκτωβρίου, στον Ιερό Ναό Ευαγγελιστρίας Πειραιώς, μετά το πέρας της Θ. Λειτουργίας. Η δέηση τελέσθηκε με πρωτοβουλία της Αδελφότητας Τουρκολεκαίων ο «Νικηταράς» και του Πολιτιστικού Συλλόγου Τουρκολεκαίων η «Ενότητα» και εντάσσεται στο πλαίσιο του προγράμματος «ΕΝΟΡΙΑ εν δράσει…», του Ιερού Ναού.
Την δέηση ακολούθησε ομιλία από τον κ. Γεώργιο Πραχαλιά, τακτικό μέλος της Εταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών που αναφέρθηκε στη μορφή και τη δράση του Νικήτα Σταματελόπουλου, του θρυλικού Νικηταρά, από το Τουρκολέκα της Αρκαδίας.
Πρόκειται για την ενδοξότερη και ευγενικότερη φυσιογνωμία της Επανάστασης, τόνισε. Υπήρξε το τέλειο πρότυπο στρατιωτικών αρετών. Η εμφάνιση του στην μάχη, ξεσήκωνε τον ενθουσιασμό στους Έλληνες και προκαλούσε τον αληθινό τρόμο στους Τούρκους.
Ο Νικηταράς γεννήθηκε μέσα στον πόλεμο και τα άρματα. Ακολούθησε τον πατέρα του και τα αδέρφια του σαν κλέφτης στα βουνά του Μωριά. Ο θάνατος του πατέρα του, του μεγαλύτερου αδερφού του, του πεθερού του και του κουνιάδου του, το 1817, θέριεψε το μίσος του για τους Τούρκους.
Ο Νικηταράς συμμετείχε σε όλες τις μεγάλες μάχες της Επανάστασης σε Μωριά και Ρούμελη, δίπλα στον Κολοκοτρώνη, τον Υψηλάντη, τον Ανδρούτσο και τον Καραϊσκάκη.
Τα κατορθώματα του στις μάχες και τον πόλεμο, αγγίζουν τα όρια του θρύλου. Παντού διακρίθηκε για τη γενναιότητα και την ανδρεία του.
Όπως επεσήμανε ο ομιλητής:
«Όση περιφρόνηση έδειξε στο θάνατο και τις κακουχίες, την ίδια ακριβώς έδειξε προς τα πλούτη και τα λάφυρα.
Αγνός και ανιδιοτελής δεν καταδέχθηκε να πάρει ποτέ την παραμικρή αμοιβή, ακόμα κι όταν η οικογένεια του πεινούσε. Δεν διεκδίκησε ποτέ αξιώματα και τιμές. Πάντοτε ταπεινός και μετριόφρων. Παρέμεινε μέχρι τέλους πιστός στις αρχές του και τους συμπατριώτες του.»
Η πιο συγκλονιστική πλευρά της ζωής του Νικηταρά, διαδραματίστηκε στον Πειραιά, όπου μετά την απελευθέρωση ήρθε και έζησε πάμπτωχος με την οικογένεια του σε ένα χαμόσπιτο. Μετά από πολλές περιπέτειες του δόθηκε μια άδεια επαιτείας για να ζητιανεύει κάθε Παρασκευή απόγευμα έξω από το Ναό της Ευαγγελιστρίας, που τότε άρχισε να χτίζεται.
Αναγκάστηκε να δανειστεί από τράπεζα βάζοντας ενέχυρο το φτωχικό του σπίτι. Επειδή τα έσοδα από την επαιτεία δεν ήταν αρκετά, το σπίτι του βγήκε σε πλειστηριασμό. Τότε κινητοποιήθηκαν οι απλοί άνθρωποι του Πειραιά και ο Νικηταράς με την οικογένεια του εγκαταστάθηκαν σε ένα παράπηγμα.
Αργότερα του απονεμήθηκε ο βαθμός του υποστρατήγου, εξασφαλίζοντας του μια πενιχρή σύνταξη.
Το ξημέρωμα της 25ης Σεπτεμβρίου 1849, αυτή η υπέροχη καρδιά σταμάτησε πια να χτυπά. Αμέσως κατακλύστηκε ο Πειραιάς από κόσμο που ήρθε να δει για τελευταία φορά τον θρυλικό Νικηταρά. Τελευταία του επιθυμία, να ταφεί δίπλα στο θείο του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Κλείνοντας την ομιλία του, σε κλίμα συγκίνησης, ο κ. Πραχαλιάς κατέληξε λέγοντας:
«Ο Νικηταράς δεν είναι απλά ένας ήρωας του 1821. Είναι ένα σύμβολο της εθνικής υπερηφάνειας και αξιοπρέπειας.»