Με τον πρέποντα σεβασμό τιμήθηκε και φέτος, Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2019, ο εορτασμός των Τριών Ιεραρχών και της Ελληνικής Παιδείας από το Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Το πρωί τελέσθηκε Αρχιερατική Θεία Λειτουργία στον Ιερό Ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου (Καπνικαρέα) και το καθιερωμένο μνημόσυνο για τους ιδρυτές, ευεργέτες, δωρητές, καθηγητές, φοιτητές και το διοικητικό προσωπικό του Πανεπιστημίου. Στη συνέχεια ακολούθησε η επίσημη εκδήλωση για τους Προστάτες των γραμμάτων στην Μεγάλη Αίθουσα Τελετών του κεντρικού κτηρίου του Πανεπιστημίου. Αφού προσεφώνησε ο πρύτανης του ιδρύματος, καθηγητής Μελέτιος-Αθανάσιος Κ. Δημόπουλος, ακολούθησε κατόπιν η ομιλία του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Αβύδου κ. Κυρίλλου Κατερέλου, καθηγητού του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας και Θρησκειολογίας της Θεολογικής Σχολής με τίτλο: «Η οικουμενικότητα της διδασκαλίας των Τριών Ιεραρχών».
Την εκδήλωση τίμησαν με την παρουσία τους, ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερώνυμος, ο πρύτανης, ο αντιπρύτανης, οι κοσμήτορες της Θεολογικής και Φιλοσοφικής Σχολής, καθηγητές και φοιτητές του Πανεπιστημίου.
Στην εμπεριστατωμένη ομιλία του, ο Θεοφιλέστατος τόνισε ότι οι τρεις Ιεράρχες δεν υπήρξαν παθητικοί θεατές των προκλήσεων της εποχής τους, δεν υπήρξαν ιστορικοί σχολιαστές γεγονότων, δεν υπήρξαν θεωρητικοί δάσκαλοι ενός συστήματος ιδεών. Τέθηκαν οι ίδιοι μπροστά και αντιμετώπισαν οι ίδιοι συγκεκριμένα προβλήματα και με την πολύπλευρη παιδεία τους, το ήθος τους, τη δύναμη του λόγου και τη ρομφαία του πνεύματός τους κατέδειξαν την δύναμη της αλήθειας. Κατέδειξαν ότι η ίδια η αλήθεια δεν είναι μέγεθος αριθμητικό.
Η επαλιθευσιμότητα της αλήθειας συναρτάται και απορρέει από την ίδια την εσωτερική της δύναμη. Είναι αυτή που της χαρίζει τη διαχρονικότητα και την οικουμενικότητα, μια διαχρονική οικουμενικότητα που ασφαλώς δεν μπορεί να είναι αποκομμένη από την καθολικότητα.
Οι Τρεις μεγάλοι Ιεράρχες του δ´ αιώνα οδήγησαν τα δύο ξεχωριστά και μοναδικά μεγέθη, τον Ελληνισμό και τον Χριστιανισμό, σε μια εκλεκτική προσέγγιση, υπερβαίνοντας εν πολλοίς την ένταση του μεταξύ τους χάσματος με τη βαθειά δημιουργική τους σκέψη. Βιώνοντας αληθινά στη ζωή τους το μυστήριο του ενανθρωπίσαντος Λόγου και μοναδικά την εμπειρία της πίστης, ανατόμοι του κοινωνικού γίγνεσθαι της εποχής τους και με τη βοήθεια της ελληνικής τους παιδείας, κατόρθωσαν να υπερβούν τη δυναμική της αυτοπεριχαράκωσης που τότε και σήμερα αναπτύσσεται στους κόλπους της Εκκλησίας, όσο και το αίσθημα της αλαζονείας του ελληνικού πνεύματος. Απέναντι σε τάσεις απομονωτικές και αποκλειστικές, απέναντι στην ανασφάλεια της αυτάρκειας και της εσωστρέφειας επέλεξαν συνειδητά με τη ζωή τους και το έργο τους την υπέρβαση, έχοντας συνείδηση της οικουμενικότητας του σωτηρίου χριστιανικού μηνύματος και βεβαιότητα για την καθολικότητα της αλήθειας του. Κατέδειξαν, ότι το άλλο το φοβάσαι, όταν δεν έχεις ή αμφιβάλλεις για τη δική σου ταυτότητα.
Η στάση, όμως, των Τριών Ιεραρχών συνιστά αλλαγή παραδείγματος και το παράδειγμα έχρηζε και χρήζει αναλογιών. Με τον υπερβατικό διαλογισμό τους που δεν απέκλεισε και την υιοθέτηση και επιμελή καλλιέργεια τεχνικών της ελληνικής ρητορικής προκειμένου να καταστήσουν περισσότερο κατανοητή την χριστιανική κοσμοεικόνα καθιστώντας το λόγο τους περισσότερο πειστικό, κατέδειξαν στην πράξη το αδιέξοδο των αποκλειστικών αντιλήψεων και των τάσεων εσωστρέφειας και απομόνωσης. Ανέδειξαν την οικουμενικότητα του Χριστιανικού λόγου που όχι μόνο διαλέγεται και καταφάσκει στο μέτρο του εφικτού την ετερότητα, αλλά την αναδεικνύει ως ουσιώδες στοιχείο της χριστιανικής ταυτότητας. Έδειξαν και εμαρτύρησαν και μάλιστα μπροστά στον ογκόλιθο της ελληνικής κληρονομιάς, ότι οι γνήσιοι Χριστιανοί δεν είναι γνήσιοι, γιατί αυτοαποκαλούνται ως γνήσιοι, αλλά επειδή είναι πολίτες της Οικουμένης, ανοικτοί στο ιστορικό είναι και γίγνεσθαι του κόσμου.
Η οικουμενικότητα της Εκκλησίας βιώνεται ταυτόχρονα από τους Τρεις Ιεράρχες ως πνευματικό χάρισμα και άθλημα. Είναι η βάση του αγιασμού του ονόματος του Θεού που πραγματώνεται με την παρουσία του πνεύματός Του και την οικειοποίηση του θελήματός του. Υπό την έννοια αυτή η οικουμενικότητα δεν είναι ευθύνη ενός, αλλά ευθύνη και χρέος του καθενός. Αυτή η πορεία από την αποκλειστικότητα προς την οικουμενικότητα, αυτό το ιερό καταπίστευμα και η ιερά παρακαταθήκη των Τριών Ιεραρχών, σηματοδοτεί τη δυναμική διαχρονική παρουσία της Χριστιανικής αλήθειας στον κόσμο.
Ο Θεοφιλέστατος κατέληξε:
Μπορεί κανείς βέβαια να μην βιώνει ή να ζη τη δυστυχία του να μη μπορεί να βιώσει τον πνευματικό κόσμο των Τριών Ιεραρχών, από τον οποίο αναβλύζει η δημιουργική έμπνευση και προσδοκία της υπέρβασης. Κάποιος ενδεχομένως να εμμένει στη διπλή και αντιφατική, όπως θα την έβλεπε, φύση της σκέψης τους και του έργου τους, καθώς συγκροτεί αφ’ ενός πεδίο διαλόγου με τον αρχαιοελληνικό στοχασμό και αφ’ ετέρου πεδίο κριτικής του που αδικαιολόγητα θα τον ενοχλούσε. Δεν μπορεί, όμως, να αμφισβητήσει, ότι η φωτεινή τους παρουσία ανοίγει μια μεγαλειώδη προοπτική στο ανθρώπινο μέλλον για τη συνύπαρξη, την ανοχή, τον αλληλοσεβασμό και το διάλογο, αξίες που πρέπει οπωσδήποτε να καλλιεργεί αληθινά ένα ανώτατο πνευματικό πανεπιστημιακό ίδρυμα, με το ιερό καθήκον να τις εμφυτεύει στην κοινωνία. Ο κοινός εορτασμός των Τριών Ιεραρχών δεν έπαυσε και δεν παύει να σηματοδοτεί την οικουμενική υπέρβαση της αποκλειστικότητας και της εσωστρέφειας, ως φως και ελπίδα για το παρόν και το μέλλον, για ο,τι μας διαιρεί και μας αποξενώνει, στην προοπτική μιάς κοινής πορείας ειρήνης και καταλλαγής.
Η εκδήλωση ολοκληρώθηκε με τη βυζαντινή χορωδία του Τμήματος Μουσικών Σπουδών, η οποία απέδωσε επίκαιρους ύμνους.