Δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό για έναν ηγέτη από το να φαίνεται ότι είναι θρήσκος, έγραφε ο Νικολό Μακιαβέλι στον «Ηγεμόνα». Περίπου 500 χρόνια αργότερα το επισφράγιζε ένας Έλληνας πρωθυπουργός.
Εκείνο το ηλιόλουστο μεσημέρι της Δευτέρας 26 Ιανουαρίου 2015, ο Αλέξης Τσίπρας μετέβαινε στο Προεδρικό Μέγαρο για να πάρει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης και να ορκιστεί πρωθυπουργός με πολιτικό όρκο ως συνεπής αριστερός. Ακολούθως, σε μια κίνηση ισχυρού συμβολισμού επισκέφθηκε το Σκοπευτήριο Καισαριανής και κατέθεσε λίγα λουλούδια στο μνημείο πεσόντων. Ελάχιστοι θυμούνται, όμως, ότι το πρωί της ίδιας μέρας είχε κάνει μία ακόμη επίσκεψη.
Σε κλίμα μεγάλου ενθουσιασμού, όπου σχεδόν οι ουρανοί αγάλλονταν και χαιρόταν όλη η φύση για την «πρώτη φορά Αριστερά» εκλογική νίκη, η διαδρομή του συνοδεία του Νίκου Παππά και του Πάνου Σκουρλέτη, ως την Πλάκα, πέρασε απαρατήρητη. Συναντήθηκε τότε με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο για να πάρει την ευχή του. Δεν έγινε γνωστό αν πίσω από τις κλειστές πόρτες της συνάντησής τους ο νεοεκλεγμένος πρωθυπουργός υποκλίθηκε και ασπάστηκε το χέρι του ιερέα και προέδρου της Ιεράς Συνόδου. Μετά πόζαραν και οι δύο χαμογελαστοί στους φωτογράφους, στην είσοδο του Αρχιεπισκοπικού Μεγάρου της οδού Φιλοθέης, την πόρτα του οποίου είχε περάσει πάμπολλες φορές στο πρόσφατο παρελθόν ο Αλέξης Τσίπρας. Με αφορμή τη συγκεκριμένη επίσκεψη πλήθος ευρύχωρα προσκείμενων στη νέα κυβέρνηση, αλλά μακριά από τους στενούς κύκλους της Κουμουνδούρου έκανε τότε λόγο για τη συνέχιση μιας παράδοσης συνεργασίας μεταξύ πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας.
Πολιτική και Εκκλησία
Για αρκετές δεκαετίες, άλλωστε, οι Ελληνες πρωθυπουργοί και οι προκαθήμενοι της Ελλαδικής Εκκλησίας διένυσαν, μεταξύ καχυποψίας και αποδοχής, μια πολυκύμαντη πορεία η οποία κατέληγε, τηρουμένων των αποστάσεων, σε μια ειρηνική, ενίοτε και ψυχοθεραπευτική, συνύπαρξη. Ανέκαθεν διατηρούσαν ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας προκειμένου να αποφευχθούν μικρές εντάσεις, μεγαλύτερες κρίσεις και σφοδρά μέτωπα αντιπαράθεσης μεταξύ πολιτείας και εκκλησίας. Οι επαφές των δύο πλευρών γίνονταν συνήθως διακριτικά στο παρασκήνιο και προφανώς μακριά από τα φώτα κάθε δημοσιότητας. Αναπόφευκτα, με την πάροδο του χρόνου δημιουργήθηκαν άτυπα δίδυμα προσέγγισης ανάμεσα στην κοσμική και τη θρησκευτική εξουσία, όπως εκείνο του Ανδρέα Παπανδρέου με τον Σεραφείμ, κατά κόσμον Βησσαρίωνα Τίκα, καθώς και του Κώστα Καραμανλή με τον Χριστόδουλο, κατά κόσμον Χρήστο Παρασκευαΐδη. Η αλήθεια είναι ότι αμφότεροι οι πρώην πρωθυπουργοί δυσκολεύτηκαν να εξοικειωθούν με τις εκρηκτικές ιδιοσυγκρασίες των δυο μακαριστών πλέον αρχιεπισκόπων Αθηνών και Πάσης Ελλάδος. Ο μεν Σεραφείμ ως «ξωμάχος» του θεσσαλικού κάμπου και αντιστασιακός επί Κατοχής με τον Ζέρβα διακρινόταν για τη μαχητικότητά του. Ο δε Χριστόδουλος αποδείχθηκε σκληρό καρύδι για την πολιτική εξουσία με τη φλογερή ρητορική και την επικοινωνιακή του αμεσότητα, οι οποίες υποκινούσαν φορτισμένες λαοσυνάξεις με λάβαρα, εικονίσματα και κομποσκοίνια. Ωστόσο, από τη Μεταπολίτευση και μετά κανείς πρωθυπουργός δεν είχε τόση προνομιακή σχέση με αρχιεπίσκοπο όση ο Αλέξης Τσίπρας με τον 80χρονο Ιερώνυμο Β’, κατά κόσμον Ιωάννη Λιάπη.
Πρωτοφανές, έγραφε η «Monde», για μία τόσο θρησκευόμενη χώρα στην οποία ο Ελληνας πρωθυπουργός δεν έχει βαφτίσει τα παιδιά του. Ωστόσο, η γαλλική εφημερίδα θα έμενε λιγότερο κατάπληκτη αν είχε πλήρη επίγνωση ότι σε μια χώρα η οποία κυριαρχείται από στερεότυπα, σούμες, αναδιπλώσεις, παλινωδίες και επιβαρύνεται διαρκώς από το πολιτικό κόστος – τίποτα δεν είναι πρωτόγνωρο. Πόσο μάλλον αξιοπερίεργο, όταν ένας πρωθυπουργός επισκέπτεται μέρα-νύχτα, τουλάχιστον μία φορά τον μήνα, τον Αρχιεπίσκοπο για κρυφά και μη ιδιωτικά δείπνα και διαπροσωπικές συναντήσεις. Ο εκ φύσεως ολιγαρκής και εκ πεποιθήσεως ασκητικός Ιερώνυμος μετά την ανάληψη του πηδαλίου της Ελλαδικής Εκκλησίας, τον Φεβρουάριο του 2008, αφότου αρνήθηκε να διαμείνει στην οικία του Αρχιεπισκόπου στο Ψυχικό, υποδεχόταν τον Αλέξη Τσίπρα, από αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης κιόλας, στον δεύτερο όροφο του κτιρίου του 1896 στον πεζόδρομο της Πλάκας όπου βρίσκεται Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο. Το τι συζητούσαν στο λιτής διακόσμησης διαμέρισμα των 120 τ.μ. παραμένει άγνωστο στο πλαίσιο μιας βυζαντινού τύπου μυστικοπάθειας. Θεωρείται, όμως, ότι οι συνομιλίες τους εξαντλούνταν σε πνεύμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Επικυρώνοντας μάλλον τη ρήση του Μαχάτμα Γκάντι ότι «αυτοί που λένε πως η θρησκεία δεν έχει σχέση με την πολιτική, δεν ξέρουν τι είναι η θρησκεία». Ετσι κι αλλιώς, ούτε ο ένας ήταν Παπαφλέσσας, ούτε ο άλλος Ροβεσπιέρος. Το σίγουρο ήταν ότι αμφότεροι γνώριζαν επιπλέον το συμφέρον τους απέναντι στην εξουσία ή την εκκλησιαστική περιουσία. Ο Αρχιεπίσκοπος, εξάλλου, σε ανύποπτο χρόνο, σε τηλεοπτική του συνέντευξη προ τριετίας, είχε εκθειάσει και συγχαρεί τον Δημήτρη Κουτσούμπα του ΚΚΕ που είχε δηλώσει: «Τι λόγο έχει η Αριστερά για το παγκάρι της εκκλησίας;».
Είναι απολύτως βέβαιο ότι μία από τις κορυφαίες προτεραιότητες του Ιερώνυμου στον αρχιεπισκοπικό θώκο αφορούσε και την εκκλησιαστική περιουσία. Με σπουδή η Εκκλησία επί της θητείας του προχώρησε σε οικειοποίηση όλων των ακινήτων της, αδιαφορώντας αν της ανήκουν ή όχι, αν προέρχονταν από δωρεές με χρυσόβουλα βυζαντινών αυτοκρατόρων ή παραχωρήσεις Οθωμανών σουλτάνων, εν όψει της κτηματογράφησης της χώρας. Παράλληλα, ο ίδιος έχει ασχοληθεί προσωπικά, ερευνήσει μεθοδικά και σε βάθος το θέμα, συγγράψει και εκδώσει το 2012 σχετικό βιβλίο με τίτλο «Εκκλησιαστική περιουσία και μισθοδοσία του κλήρου». Αν και στις 239 σελίδες του περιορίστηκε για λόγους πρακτικούς στα μοναστήρια του νομού της γενέτειράς του Βοιωτίας, κατέληγε στη σημερινή ανάγκη, περισσότερο από κάθε άλλη εποχή και για όλη την επικράτεια, όπως τόνιζε, συνεργασίας Πολιτείας και Εκκλησίας. Εκτιμάται ότι δεν είχε ξεκινήσει νωρίτερα τις σχετικές διαδικασίες επειδή φοβόταν πως οι δανειστές θα ήθελαν να εντάξουν την εκκλησιαστική περιουσία στο ΥΠΕΡΤΑΙΠΕΔ. Καταρχήν προσδοκούσε την έλευση μιας κυβέρνησης ευνοϊκής προς τις εκκλησιαστικές απαιτήσεις. Ακολούθως ανέμενε να λήξει το μνημόνιο και η δανειακή σύμβαση τον φετινό Αύγουστο και μετά να προχωρήσει σε ανακοινώσεις που της αναγνωρίζουν την περιουσία που κατέχει με ρύθμιση τύπου «περαίωση» υπέρ της εκκλησίας και παράλληλη εξασφάλιση της οικονομικής της αυτονομίας, καθώς από τη δεκαετία του 1950 το κράτος μισθοδοτεί υποχρεωτικά τους κληρικούς. Και όντως, τα πράγματα πήγαν κατ’ ευχήν για την Εκκλησία.
Διευθετήθηκαν περιουσιακές εκκρεμότητες δεκαετιών, σταμάτησε κάθε κουβέντα περί διαχωρισμού με το κράτος, ενώ πήρε διαβεβαιώσεις ότι η ορθόδοξη θρησκεία θα διατηρήσει, κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος, την προνομιακή της θέση σε σχέση με άλλα θρησκευτικά δόγματα. Κανονικά στη Μονή Πετράκη θα έπρεπε να γιορτάζουν από τώρα τα Χριστούγεννα. Μόλις τρεισήμισι μήνες από την έξοδο της χώρας από την αυστηρή κηδεμονία των πιστωτών της ήρθε σχεδόν ανακουφιστικά για την Ιερά Σύνοδο το κοινό ανακοινωθέν Τσίπρα – Ιερώνυμου της περασμένης Τρίτης. Προηγουμένως, όμως, οι δύο πλευρές είχαν επιδοθεί συστηματικά σε εξαντλητικές συζητήσεις προσπαθώντας να διευθετήσουν διαφορές και να καταλήξουν στην επίτευξη συμφωνίας. Προϋπόθεση για την ευόδωση αυτής της μακρόσυρτης διαδικασίας ήταν η διατήρηση της προνομιακής σχέσης του Αρχιεπισκόπου με τον πρωθυπουργό.
Η έναρξη των σχέσεων
Η σχέση τους δεν είναι χθεσινή. Η έναρξή της φαίνεται να εγγράφεται ημερολογιακά πριν από έξι χρόνια. Τα μεσάνυχτα της Δευτέρας 29 Οκτωβρίου 2012 πέθανε ξαφνικά ο πατέρας του σημερινού πρωθυπουργού. Ο 78χρονος Παύλος Τσίπρας άφησε την τελευταία του πνοή από καρδιακή προσβολή και η οικογένειά του αποφάσισε να κηδευτεί στις 4 το απόγευμα της Τρίτης στον Αγιο Γεώργιο του Διονύσου. Οι τεθλιμμένοι παρακολούθησαν έκπληκτοι τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο να χοροστατεί στη νεκρώσιμη ακολουθία.
Ο ίδιος είχε πάρει τηλέφωνο τον γιο του εκλιπόντος για να τον συλλυπηθεί και προσφέρθηκε να δώσει το «παρών» και να απευθύνει το ύστατο χαίρε στον μεταστάντα πατέρα του τότε αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η συντετριμμένη μητέρα του Αλέξη, Αρίστη, καθώς και τα αδέλφια του Δημήτρης και Ζανέτ εικάζεται ότι αποδέχτηκαν την πρόταση του Μακαριότατου. Αλλοι έλεγαν, πράγμα δύσκολο, ότι πήγε απρόσκλητος. Φημολογείται ακόμη ότι στο εθιμοτυπικό τραπέζι που ακολούθησε την κηδεία ο Αρχιεπίσκοπος, παρατηρώντας μερίδα των καλεσμένων εκ των συντρόφων του Αλέξη, έσκυψε στο αυτί του μελλοντικού πρωθυπουργού και του είπε: «Πώς θα κυβερνήσεις με αυτούς, παιδί μου; Αυτοί δεν κάνουν ούτε τον σταυρό τους». Ο εκ φύσεως ευγενικός, πόσο μάλλον συνεσταλμένος σε μια οδυνηρή περίσταση, Ιερώνυμος αποκλείεται να φέρθηκε με ασυλλόγιστη απρέπεια, έλεγαν όταν το πληροφορήθηκαν οι ρασοφόροι συνεργάτες του.
Εκτοτε, όμως, οι όπως πάντα ανεπιβεβαίωτες διαδόσεις διασπείρονταν εκθετικά και στην ακραία εξάπλωσή τους περιέγραφαν την υποτιθέμενη σχέση του Αρχιεπισκόπου με τον Παύλο Τσίπρα. Επικοινωνούσαν με πεισματική κακοήθεια το αυθαίρετο σενάριο ότι ο πατέρας του Αλέξη Τσίπρα, ως συνιδιοκτήτης του κατασκευαστικού ομίλου Σκαπανέας ΑΤΕ, χρηματοδοτούσε επί δικτατορίας τις δράσεις του «Αγαπισμού», του εθνικιστή θεολόγου και χουντικού Αρχιεπίσκοπου Αθηνών Ιερώνυμου Κοτσώνη και το ιεραποστολικό έργο στην Αφρική του νυν αρχιεπισκόπου Τιράνων, Αναστάσιου Γιαννουλάτου, ώστε η εταιρεία του να τυχαίνει ευνοϊκής μεταχείρισης τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Μαύρη Ηπειρο. Στις ακροβατικές αυτές μυθοπλασίες προφανώς και δεν συναρθρώνεται ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Β’. Ωστόσο, επειδή φέρει το όνομα ενός ιεράρχη που η ποιμαντορία του συνδέθηκε με τη δικτατορία και χειροτονήθηκε από ένα οργανωσιακό της «Ζωής», εξαιτίας μικροπρέπειας, μνησικακίας και εχθρότητας που εμφιλοχωρούν και στους εκκλησιαστικούς κόλπους, συνδέθηκε ταχυδακτυλουργικά και με το επαγγελματικό παρελθόν της οικογένειας του Αλέξη Τσίπρα. Παρ’ όλα αυτά, τα επόμενα χρόνια, Τσίπρας και Ιερώνυμος συναντήθηκαν πολλές φορές, μπροστά και μακριά από τις κάμερες, διαμορφώνοντας μια άμεσα λειτουργική και βαθιά σχέση επικοινωνίας.
Εξάλλου, η ευαισθησία, η φιλευσπλαχνία και κυρίως η επιδραστικότητα της Εκκλησίας στον δημόσιο χώρο δίνει το δικαίωμα τον εκάστοτε προκαθήμενό της για οποιοδήποτε πρόβλημα να σηκώνει το τηλέφωνο και να ζητάει ενδεχομένως, χωρίς κρυμμένη υστεροβουλία, μια διευκόλυνση υλικού συμφέροντος, για παράδειγμα από έναν τραπεζίτη ή έναν δικαστικό. Εξάλλου, εκκλησία χωρίς εξουσία δεν είναι παρά απλή φιλοσοφία. Σε τέτοιες περιστασιακές κινήσεις της, πάντως, δικλίδα ασφαλείας αποτελεί συνήθως το ενδιαφέρον, η παραδοχή και η οικειότητα με την οποία περιβάλλει την Εκκλησία η πολιτική εξουσία. Από την άλλη, το να πηγαίνει ένας πολιτικός στην εκκλησία δεν τον κάνει περισσότερο ή λιγότερο χριστιανό, όπως ακριβώς το να πηγαίνει σε ένα γκαράζ δεν τον κάνει αυτοκίνητο. Ενστικτωδώς, λοιπόν, δίχως συναισθηματικά κενά, μπορεί κάθε ανιστόρητος πρωθυπουργός να πλασάρει την υποτιθέμενη ουδετερότητά του ως απόδειξη προοδευτικής τομής. Αρκεί να αντλεί ωφέλεια από μια ευχή της Εκκλησίας σαν εκείνες που διαβάζονται κατά την παρασκευή της φανουρόπιτας.
Ο αριστερός και οι Ορθόδοξοι
Ποια αιτία έφερε κοντά τον κορυφαίο σήμερα ένοικο του Μαξίμου με τον Μακαριότατο ιεράρχη, αν και κρίνεται κατανοητή σε πρώτο επίπεδο, παραμένει αδιευκρίνιστο στην κλιμάκωσή της. Εκτιμάται ότι ο σημερινός πρωθυπουργός, αν και ως αριστερός υλιστής και άθρησκος με όλες τις συνέπειες του άδηλου του ζητήματος, ανακάλυψε στον Αρχιεπίσκοπο ένα πεδίο μαγνητικής έλξης που παρέσυρε σε συνάντηση τις όχι και τόσο διαφορετικές πολιτικές τους αντιλήψεις. Εικάζεται ότι ο Ιερώνυμος, που είχε καλλιεργήσει ένα προοδευτικό προφίλ ως αριστερόστροφος και αντιμνημονιακός, γεφύρωνε τις πεποιθήσεις του με εκείνες του Τσίπρα όταν αυτός ήταν στην αντιπολίτευση. Από την πλευρά του ο τελευταίος φέρεται να τον προσέγγισε με σεβασμό, εκτίμηση και κυρίως συμμορφούμενος με τις παραδόσεις της ζώσας εκκλησίας, του σώματος των πιστών, και πάντων των ορθοδόξως βαπτισθέντων. Για τους γνωρίζοντες τα εκκλησιαστικά άδυτα η κατ’ αυτούς σχεδόν ιδιοσυγκρασιακή ανειλικρίνεια του Τσίπρα παραμερίστηκε στις μεταξύ τους επαφές, με τον τρόπο που οι καλόγεροι του Μεσαίωνα παρέκκλιναν από τη νηστεία βαφτίζοντας το κρέας, ψάρι. Από τη δική του πλευρά ο Ιερώνυμος, ως εκφραστής του αλληλέγγυου λόγου ενός απλού, ευλαβούς, λαϊκού κληρικού που αρνείται τη χειραγώγηση του συναισθήματος του ποιμνίου του, αντιλαμβάνεται τα πράγματα με έναν θεσμικό τρόπο και είναι υπέρμαχος του διαλόγου. Ως εκ τούτου αντιμετώπισε εξαρχής με καλή πρόθεση τον πρωθυπουργό ως δημοκράτη πολιτικό που υποχρεούται να είναι συμπεριληπτικός όλων των πολιτών και όχι ως διχαστικό δημαγωγό.
Δεδομένης και της διδασκαλικής του θητείας ως ανεκτικού φιλόλογου στο 9ο Νυκτερινό Γυμνάσιο της πλατείας Κουμουνδούρου, στο Γυμνάσιο της Αυλώνας και στη Λεόντειο Σχολή της Νέας Σμύρνης, συμπεραίνεται από αρκετούς ότι ο Αρχιεπίσκοπος μπορεί και να συμπεριέλαβε τον κατά 36 χρόνια νεότερό του πρωθυπουργό στο τμήμα της κατηχητικής μαθητείας του. Διδάσκοντάς τον την παρηγοριά της επουράνιας ανταμοιβής έναντι της κάλυψης των κοσμικών αναγκαιοτήτων κατά το «έλθετε προς εμέ πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι». Πράγμα που ο φιλάνθρωπος Ιερώνυμος είχε κάνει αγαθοεργώς περνώντας ανήμερα τα Χριστούγεννα του 2012 την πύλη των Φυλακών Κορυδαλλού για να συναντήσει τον επιχειρηματία Λαυρέντη Λαυρεντιάδη, προκειμένου να προσφέρει καταλλαγή και πνευματικό αποκούμπι στα βάσανα ενός προφυλακισμένου που κατηγορούνταν για ένα τεράστιο οικονομικό σκάνδαλο. Ως ανιδιοτελής άνθρωπος ο Ιερώνυμος κρίνεται ότι δεν ξεχνά τους εκάστοτε πάσχοντες και υποφέροντες πρώην συνδαιτυμόνες του. Με τον Λ. Λαυρεντιάδη είχαν δειπνήσει και συνομιλήσει όταν μόλις προ διμήνου είχαν συναντηθεί φιλοξενούμενοι στο ίδιο ξενοδοχείο στην Ντόχα του Κατάρ.
Δεν τον αγνόησε στις δυσκολίες του βίου του παρότι πληροφορήθηκε ότι ο επιχειρηματίας παραβρέθηκε στο εκεί διαθρησκειακό συνέδριο ως άρχων του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, εν αγνοία της συγκεκριμένης πατριαρχικής έδρας. Γιατί λοιπόν να αμελήσει να χαρίσει ανακούφιση και καταπράυνση στον τακτικά ομοτράπεζό του πρωθυπουργό;… Αναμενόμενα, την άνοιξη του 2017, ο Ιερώνυμος δήλωνε ότι «ο κ. Τσίπρας έπεσε στα βάτα». Δίνοντας εξηγήσεις, περιέγραψε τα άγρια βάτα ως την τρόικα, τον Σόιμπλε και το ΔΝΤ, με τα οποία όποιος μπλέξει, δεν μπορεί να ξεμπλέξει. Ακολούθως τόνισε για τον Αλέξη Τσίπρα ότι τον αγαπάει, τον σέβεται, έχει καλή συνεργασία μαζί του και σαν πατέρας προς παιδί τον πονάει, τον λυπάται, διότι θέλει, αγωνίζεται, προσπαθεί.
Η «αριστερά» του Κυρίου
Είπε και ελάλησε. Και αμαρτία ουκ έχει, εκφέροντας έναν περίπου δοξαστικό ύμνο προς τον πρωθυπουργό, ο οποίος διαμήνυε προς πάσα κατεύθυνση την άριστη χημεία μεταξύ τους – αν δεν διατυμπάνιζε, κιόλας, την «αριστερά» του Κυρίου. Ωστόσο, οι ψυχολογικές προσεγγίσεις δεν επαρκούν για να εξηγήσουν τα κίνητρα αυτού του συναπαντήματος με τα αμοιβαία «χατίρια» και τις εκατέρωθεν διευκολύνσεις σε μια πορεία στην οποία έκαστος οφείλει να αναλάβει την ευθύνη της διαφορετικότητάς του. Ειδικότερα, σε περιπτώσεις στις οποίες οι σχέσεις τους υποτίθεται πως θα δοκιμάζονταν, όπως στο Μακεδονικό, στη νομοθετική αναγνώριση ταυτότητας φύλου, και των αλλαγών στο βιβλίο των Θρησκευτικών. Εντούτοις, καμία ένταση δεν πυροδοτήθηκε. Ολα μέλι γάλα. Παρότι ο Αρχιεπίσκοπος διακήρυσσε ενίοτε απειλητικά ότι «όποιος τα έβαλε με την Ορθοδοξία, έχασε», χάριν της προσαρμοστικότητας, όλες οι διαφορές φορμαρίστηκαν στο καλούπι της εκατέρωθεν κυβίστησης. Ενδεικτικά, όταν ο Αλέξης Τσίπρας επέστρεφε φέτος την Πέμπτη 18 Ιανουαρίου στο Μαξίμου από τη Ρώμη όπου βρισκόταν στη σύνοδο των χωρών του Νότου, έσπευσε να προσέλθει στον Αρχιεπίσκοπο για να τον πληροφορήσει σχετικά με τις τελευταίες εξελίξεις στο Σκοπιανό, προτού καν ενημερώσει τη Βουλή.
«Μη μου πειράζετε τον παππού»
Είχαν προηγηθεί δηλώσεις του Αρχιεπίσκοπου σύμφωνα με τις οποίες «η μαρτυρία λόγου και αίματος τόσο του κλήρου όσο και του λαού υπέρ της ελληνικότητας της Μακεδονίας απαγορεύει τη χρήση του ονόματος “Μακεδονία” από οποιονδήποτε άλλον». Το κλίμα είχαν δυναμιτίσει οι αιχμηρές οι διαρροές του Νίκου Κοτζιά, που σχεδόν ταύτιζαν την Εκκλησία με τη Χρυσή Αυγή. Μετά τη συνάντηση με τον πρωθυπουργό, ο οποίος πήρε σαφείς αποστάσεις από τον ΥΠΕΞ του, ο Ιερώνυμος επισήμανε δημοσίως την εμπιστοσύνη του προς τους -εκ του Συντάγματος- καθ’ ύλην αρμόδιους να χειριστούν τα εθνικά μας ζητήματα με αίσθημα ευθύνης. Και φυσικά δεν παρέλειψε να τονίσει ότι «αυτή την ώρα δεν χρειάζονται συλλαλητήρια και φωνές, αλλά εθνική συναίνεση, συνεννόηση και ομοψυχία».
Προφανώς η δήλωσή του ικανοποίησε το Μαξίμου έναντι των «φονταμενταλιστών» μητροπολιτών της Μονής Πετράκη, δεδομένης της κινητοποίησης της προσεχούς Κυριακής στη Θεσσαλονίκη για το Μακεδονικό. Σε ανταπόδοση ο πρωθυπουργός φέρεται σε συνομιλίες του με υπουργούς να λέει για τον Αρχιεπίσκοπο: «Μη μου πειράζετε και μη μου στεναχωρείτε τον παππού. Δεν θέλουμε μέτωπα πέρα από αυτό με τους δανειστές».
Με παρόμοια ηπιότητα εκ μέρους της Εκκλησίας, και παρά τις προειδοποιήσεις της για σθεναρή αντίσταση και ξεσηκωμό, πέρασε το νομοσχέδιο για την ταυτότητα φύλου που, σύμφωνα με τους ιεράρχες, «προκαλούσε το αίσθημα της κοινωνίας και τορπίλιζε τον ιερό θεσμό της οικογένειας».
Το ίδιο ανώδυνα παραπέμφθηκαν στις καλένδες τόσο οι αλλαγές στα σχολικά βιβλία των Θρησκευτικών όσο και η παράλληλη συζήτηση που άνοιξε ο τότε υπουργός Παιδείας για τον ρόλο της Εκκλησίας σε σκοτεινές περιόδους της ελληνικής Ιστορίας. Το ότι και στα τρία επίμαχα ζητήματα δεν άνοιξε μύτη και τρεις αρμόδιοι υπουργοί, Νίκος Κοτζιάς, Σταύρος Κοντονής και Νίκος Φίλης εκ των υστέρων αποπέμφθηκαν από το υπουργικό σχήμα, κρίθηκε συμπτωματικό από τους οπαδούς του κυβερνώντος κόμματος στο πρόγραμμα του οποίου περιλαμβάνεται ρητώς ο διαχωρισμός της Εκκλησίας από το Κράτος.