Έλενα Ακρίτα: Αγαπητή μου κα Ακρίτα,
Σας γράφω, με αφορμή το άρθρο σας στα «Νέα Σαββατοκύριακο» και διάθεση διαλεκτικής σχέσης που διακρίνει κάθε άνθρωπο με καλή προαίρεση, εσωτερική ειρήνη, ανησυχία, όραμα, ελπίδα, προσδοκίες. Σας γράφω, ακόμη, γιατί από τα χρόνια της νεότητάς μου σας διάβαζα και χαμογελούσα πάντοτε με τον αιχμηρό και κοφτερό σας λόγο.
Η φύση του λειτουργήματός μου, οι μέχρι τώρα εμπειρίες από τη διακονία μου στο εσωτερικό, στο εξωτερικό, στην ιεραποστολή, η επαφή μου με χιλιάδες ανθρώπους στα μήκη και τα πλάτη της γης, μου καλλιεργούν την αίσθηση ότι αυτό που συμβαίνει σήμερα με την πανδημία του covid 19 είναι μιά, αν θέλετε, παιδαγωγική πρόκληση να ξαναδούμε ως πολίτες, και όχι άποικοι του κόσμου, τις επιλογές, τα κριτήρια, τις ανάγκες, τις προτεραιότητές μας. Θα ήθελα όλη αυτή η δοκιμασία να μας κάνει ως κοινωνία των πολιτών να αγωνισθούμε για την αξιοπρέπειά μας, για θέματα που απασχολούν τον καθημερι-νό μας βίο, την υγεία, την παιδεία, την ασφάλιση, τα δικαιώματα και το δίκαιο μοίρασμα σε υποχρεώσεις. Θα συμφωνήσω μαζί σας, αλλά θα το επεκτείνω λίγο περισσότερο, ότι οι κυβερνήσεις αφήνουν τον κόσμο «στο έλεος του Θεού», όπως γράφετε.
Σ’ αυτό το έλεος του Θεού θα ἠθελα να γνωρίζετε ότι και γώ, αλλά και άλλοι άνθρωποι, αυτοπαραδίδουμε με απεριόριστη εμπιστοσύνη τη ζωή και τον εαυτό μας. Δεν το καταφέρνουμε πάντα, αλλά αγωνιζόμαστε. Κι όταν πέφτουμε, παλεύουμε να σηκωθούμε. Βλέπετε, δεν υπάρχει αυτονόητη σχέση με τον Θεό. Αλλά και ο γράφων, όπως τόσοι άλλοι, χιλιάδες άνθρωποι και ιδιαίτερα νέοι γονείς με την οικογένεια και τα παιδιά τους, κοινωνούμε του Σώμα-τος και του Αίματος του Χριστού. Δεν έχω πρόθεση να διαλεχθώ μαζί σας για το μυστήριο της αγάπης του Θεού, που διακρατεί τον κόσμο από την αποσύνθεση και την φθορά. Και δεν έχω πρόθεση όχι από απαξίωση, αλλά γιατί πιστεύω ότι η οδός της πειθούς για το συγκε-κριμένο θέμα υποτάσσει τον Θεό στη δημιουργία και αυτό είναι η
ουσία όλων των αιρέσεων. Δεν μπορώ να ακολουθήσω την πειθώ, για να μιλήσω για το θαύμα της αγάπης του Θεού, διότι οι αποδείξεις που τυχόν ζητάμε τραυματίζουν την αγαπητική σχέση με τον Θεό.
Ο Χριστός προσκαλεί ελεύθερα τον κάθε άνθρωπο στην Εκκλη-σία, στη βιωματική εμπειρία της πασχάλιας χαράς και της πρόγευσης της Βασιλείας του Θεού. «Όστις θέλει… ακολουθείτω μοι». Η Εκκλησία δεν έχει, λοιπόν, να πείσει κανέναν. Άλλο πράγμα το ευρύ κοινό, άλλο πράγμα το να είσαι μέλος της Εκκλησίας, άλλο πράγμα οπαδός, άλλο πράγμα ψηφοφόρος. Εάν πιστεύεις, προσέρχεσαι εν ελευθερία και αγάπη, γιά να ζήσεις το μυστήριο της πίστης και της κοινωνίας με τον Θεό. Η σχέση με τον Θεό αφορά οντολογικά τον άνθρωπο. Είναι μιά κίνηση εμπιστοσύνης, εναπόθεσης των ελπίδων και της δίψας μας γιά ζωή στην αγάπη του Θεού. Αυτός που μας χαρίζει εδώ και τώρα τόσο πλούτο ζωής, παρά τις δικές μας ψυχοσωματικές αντιστάσεις στην πραγματοποίηση της ζωής (της όντως ζωής που είναι αγαπητική αυθυπέρβαση και κοινωνία). Αυτός μας έχει υποσχεθεί και το πλήρωμα της ζωής, την άμεση υιοθεσία, την πρόσωπο-με-πρόσωπο σχέση μαζί Του, όταν σβήσουν στό χώμα και οι έσχατες αντιστάσεις της ανταρσίας μας.
Μη μου ζητάτε, λοιπόν, μη μας ζητάτε, μη ζητάτε από τον πρω-θυπουργό, να μας απαγορεύσει να ζήσουμε το θαύμα στη ζωή μας. Μη μας ζητάτε να αρνηθούμε το μυστήριο της σχέσης, της κοινωνίας, της σύναξης. Φοβάμαι, δυστυχώς, ότι έχετε υποκύψει, όπως άλλωστε και η Δεξιά και η Νεοαριστερά σε τούτο τον τόπο, σε μια προ-τεσταντικού τύπου ατομική θρησκευτικότητα που είναι μια από τις μεγάλειες ασθένειες της δυτικής κουλτούρας, όπως απέδειξαν όλα τα προηγούμενα χρόνια της κρίσης η διαλεκτική των ηγετών και των τραπεζών.
«Παρασπονδούμε», γιατί κοινωνούμε;
«Παρασπονδούμε», γιατί οι ναοί είναι ανοιχτοί; Όταν κάποιος ανάβει ένα κερί στον ναό, αυτό είναι εναπόθεση της ελπίδας του στον Θεό, είναι παρηγοριά, είναι ανάπαυση, είναι ειρήνη ψυχής, είναι βάλσαμο. Με ποιό δικαίωμα θα σκοτώσουμε αυτή την ελπίδα;
«Παρασπονδούμε», κα Ακρίτα. Ναι, παρασπονδούμε. Γιατί, όταν η Πολιτεία κλείνει τίς φοιτητικές εστίες, εμείς στην Αποστολική Διακονία, κρατάμε το Φοιτητικό Οικοτροφείο ανοιχτό με Έλληνες και αλλοδαπούς φοιτητές. Γιατί η σχέση μας με τον Θεό μας καλλιεργεί την διάθεση ότι το Φοιτητικό Οικοτροφείο της Αποστολι-κής Διακονίας δεν είναι κρατική Φοιτητική Εστία ανωνύμων. Είναι ένα σπιτικό. Είναι μία οικογένεια. Γι’ αυτό δεν το κλείσαμε. Άλλωστε πού θά πήγαιναν τόσοι ἀλλοδαποί Φοιτητές πού δέν μποροῦν νά ταξιδέψουν; Πού θα πήγαιναν να διαμείνουν οι εργαζόμενοι Φοιτη-τές; Πού θα πήγαιναν να διαμείνουν ακόμη και οι φτωχότεροι Φοιτητές που παραμένουν, γιατί μπορεί να μην έχουν τη δυνατότητα πλήρους σίτισης στο σπίτι τους; Πού θα πήγαιναν να διαμείνουν οι Φοιτητές που προέρχονται από οικογένειες μεταναστών; Μείναμε, λοιπόν στο σπιτικό μας. «Μαντρωθήκαμε», όπως λέτε. Και πηγαίναμε να κοινωνήσουμε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Και αυτό μας έκανε να συνδεθούμε με τον Θεό, τον συνάνθρωπό μας και τα παιδιά μας περισσότερο. Να τα γνωρίσουμε περισσότερο. Να μοιρασθούμε μαζί τους όνειρα και ελπίδες. Και μη μου πείτε το λαϊκιστικό επιχεί-ρημα «άλλο το ένα και το άλλο». Η ανθρώπινη καρδιά δεν κομμα-τιάζεται.
«Ζητείστε και θα σας δώσω», λέει ο Χριστός. Και αυτές οι λέ-ξεις είναι αγκάθι για την χριστιανική συνείδηση. Ζητείστε από τον Θεό ακόμη και με «επαινετή αυθάδεια». Και θα σας δώσει.
Εσείς, περιορίζοντας την ύπαρξή σας, ως και την νοημο-σύνη των αναγνωστών σας, ζητάτε από τις εξουσίες του κόσμου τούτου να μας φυλακίσει για τις «παρασπονδίες» μας! Να μας απαγορεύσει την κυκλοφορία! Να μας καταδικάσει! Να μας εξοστρακίσει! Άραγε τι άλλο θα θέλατε, ως δημοκρατικός πολίτης, γιά υποδειγματική τιμωρία κάθε πιστού ανθρώπου; Να εξορισθούμε σε ένα ξερονήσι; Εκτός εάν υιοθετείτε την τα-κτική της εξουσίας που στηρίζει «το αρχιπέλαγος Γκουλάγκ». Θα είσασταν τότε ιδανική για υπουργός Δικαιοσύνης ή Προ-παγάνδας ή Αρχηγός Στρατοπέδων για πολίτες που είναι Χριστιανοί ή οπαδός των Γραμματέων και των Φαρισαίων που είχαν την ευθύνη να αποφαίνονται για το ποιός είναι «λεπρός» και ποιός όχι!
Με αισθήματα τιμής
† Ὁ Φαναρίου Αγαθάγγελος
Γενικός Διευθυντής της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος