ΑΓΓΕΛΟΣ ΔΕΛΗΒΟΡΡΙΑΣ: Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 81 ετών ο ακαδημαϊκός, αρχαιολόγος Άγγελος Δεληβορριάς, καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και επί 41 χρόνια διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη.
Ο ευπατρίδης, κοσμοπολίτης, αναγεννησιακός άνθρωπος κι επιστήμονας και λάτρης του Ωραίου σε όλες τις εκφάνσεις του, που ανέδειξε μεθοδικά το Μουσείο Μπενάκη στο πιο ζωντανό πολιτιστικό οργανισμό της χώρας, αλλάζοντας ριζικά τη μουσειακή τοπογραφία της Αθήνας, ο κορυφαίος αρχαιολόγος και ακαδημαϊκός Άγγελος Δεληβοριάς άφησε σήμερα την τελευταία του πνοή. ‘Ηταν 81 ετών. Από την Μ.Πέμπτη, οπότε κατέρρευσε με καρδιακό επεισόδιο, νοσηλευόταν σε κρίσιμη κατάσταση. Η τραγική ειρωνεία ότι εξέπνευσε ανήμερα της τελετής της επίσημης αναγορευσής του σε Ακαδημαϊκό, στην Ακαδημία Αθηνών. Η κηδεία του θα γίνει δημοσία δαπάνη στις 14.00 το μεσημέρι της Παρασκευής στο Πρώτο Νεκροταφείο.
Πνεύμα πρωτίστως ανοικτό, αλλά και συνθετικό, ο Δεληβοριάς θεωρείται από τους κορυφαίους διεθνώς μελετητές των ζωοφόρων του Παρθενώνα, παρόλο που στο Μουσειο Μπενάκη απέδειξε ότι μπορεί να κινηθεί με ευκολία από την κλασική αρχαιότητα μέχρι τη σύγχρονη τέχνη και την αρχιτεκτονική.
Ηταν σοκ όταν ο αναμορφωτής, εμψυχωτής και αδιαμφισβήτητος διευθυντής του Μουσείου αυτού, ήδη από το 1973, ανακοίνωνε το 2014 την οριστική αποχώρησή του από το τιμόνι του. Εκτοτε το Μουσείο αναζητά ακόμη το νέο Άγγελο!
Παραμένει, παρόλα αυτά, ο μακροβιότερος διευθυντής μουσείου του κόσμου. Αναλαμβάνοντας τα ηνία του Μπενάκη μόλις 36 ετών το διεύρυνε σε τρία αυτόνομα θεματικά μουσεία, τα οποία μαζί με το κτήριο της οδού Πειραιώς συνθέτουν ένα αποκλειστικά δικής του σύλληψης «σύστημα», με πολλούς δορυφόρους κι ανοικτές προσλαμβάνουσες στις διεθνείς τάσεις.
Ποιοι ήταν οι δάσκαλοί του, οι άνθρωποι που τον διαμόρφωσαν ;« Ο Μαρίνος Καλλιγάς, ο Λίνος Πολίτης, ο Κακριδής, ο Κριαράς, ο Τσαρούχης, ο Χατζιδάκις». Μια από τις δασκάλες μου, γνωστή για την ανθρωπογεωγραφία της, ήταν η Σέμνη Καρούζου», διαπίστωνε ο ίδιος, για την καταγωγή του οποίου ελάχιστα είναι γνωστά. Ο ίδιος πάντως είχε αναφέρει ότι « κατάγομαι από τα Άγια Χώματα». Αναφερόταν στα Λαγκάδια της ορεινής Αρκαδίας.«Εγώ όμως ως Άγια Χώματα, εκτός από τα Πελοποννησιακά, εννοώ και τα εκείθεν του Αιγαίου, της Μικράς Ασίας. Στα Μικρασιάτικα ειδικότερα νομίζω, πάντως, ότι οφείλονται οι καλύτερες πτυχές του εαυτού μου, οι πεποιθήσεις και η ιδιοσυγκρασία μου. Στον ξεριζωμένο ελληνισμό, στον οποίο δεν ξέρω καθόλου πόσο έχει συνειδητοποιήσει ο τόπος μας το τι χρωστάει», προσέθετε.
Τον ιδεολογικό προσανατολισμό του, τις αναζητήσεις ενός κινηματογραφικά πλούσιου βίου, τις απέδιδε στις οικογενειακές καταβολές του:« Μεγάλωσα σε ένα σπίτι με ξεκάθαρο τον ιδεολογικό του προσανατολισμό και υψηλό το πνευματικό του επίπεδο, απ’ όπου κέρδισα την άμεση έκτοτε σχέση μου με τα βιβλία», παραδεχόταν. Από τις τελευταίες κιόλας τάξεις του γυμνασίου, πριν εισέλθει στο Πανεπιστήμιο, είχε συνδεθεί με αρκετούς από τους εκπροσώπους της γενιάς του ’30.Τον Γιάννη Μηλιάδη, την Κούλα Πράτσικα και την Πολυξένη Ματέυ-Ρουσσοπούλου, την Κατερίνα Κακούρη, τον Σπύρο Βασιλείου και την Αγνή Ρουσσοπούλου, τον Γιάννη Τσαρούχη και τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Μάνο Χατζιδάκι και την Άννα Σικελιανού. «Είχα προλάβει μάλιστα να γνωρίσω τον Κώστα Βάρναλη και τον Χαράλαμπο Θεοδωρίδη, όταν ο Χρήστος και η Σέμνη Καρούζου μού άνοιξαν τον δρόμο που οδηγούσε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, στον Γιάννη Κακριδή και τον Λίνο Πολίτη, τον Μανόλη Κριαρά και τον Γιώργο Μπακαλάκη. Αυτός ήταν ο κόσμος μου».
Τη ζωή την περιέγραφε ως έναν «καθημερινό αγώνα», στον οποίο είναι κανείς «υποχρεωμένος να εξαντλεί όλα τα αποθέματα της ανεκτικότητας, της ευπρέπειας και της καλής συμπεριφοράς, με την ελπίδα ότι ο άλλος τελικά θα καταλάβει. Απώτερος στόχος είναι η συνεννόηση για την επίτευξη ενός σκοπού. Και όταν αναφέρομαι στον άλλον, εννοώ τη συνεννόηση με την οιασδήποτε μορφής εξουσία, η οποία αν και πότε καταλαβαίνει ή όχι, είναι ζήτημα που απαιτεί διεξοδικότερη ανάπτυξη».
Στη ζωή του, στις αναζητήσεις του, αλλά και στο Μουσείο Μπενάκη έκανε πράξη την σύλληψη «μιας Ελλάδας άλλου τύπου». «’Εχω κατηγορηθεί για την ελληνομανία μου»,εξομολογούνταν. «’Ολη η προσπάθεια αυτών των χρόνων απέβλεπε –προσέθετε, μιλώντας για το έργο στο Μουσείο Μπενάκη – στην Ελλάδα ως σύνολο και όχι μόνο στην Ελλάδα του Περικλή και του Παρθενώνα, στην Ελλάδα του Ιουστινιανού και του Βουλγαροκτόνου. Ούτε μόνο στην Ελλάδα του Κολοκοτρώνη. Αλλά και στην Ελλάδα τη δική μας, τη σημερινή ως όλον».
Ο Άγγελος Δεληβορριάς, από τις πιο γοητευτικές προσωπικότητες pου περλασνα από τη χώρα και ρήτορας χωρίς σκονάκια που συνάρπαζε είτε μιλλούσε για τη αρχαιιλογία , είτε για την τέχνη, τους πάντες, είχε πολύ γερές σπουδές, οι οποίες ξεκίνησαν το 1956 στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και το Πανεπιστήμιο των Αθηνών(Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης). Το 1964 ξεκίνησε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Freiburg/Breisgau με καθηγητή τον Walter Herwig Schuchhardt. Το 1965, μετά από επιτυχή διαγωνισμό, διορίστηκε στην Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία. Υπηρέτησε αρχικά στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας υπό την καθοδήγηση του Χρήστου και της Σέμνης Καρούζου, και αργότερα ως Επιμελητής στις Εφορείες Αρχαιοτήτων Αχαΐας και Αρκαδίας-Λακωνίας, με έδρες αντίστοιχα τα Μουσεία των Πατρών και της Σπάρτης. Το 1969, με την υποτροφία της Αlexander von Humboldt Stiftung, άρχισε τη μελέτη της διδακτορικής του διατριβής στο Πανεπιστήμιο του Tübingen, την οποία και ολοκλήρωσε το 1972, με καθηγητές τους Ulrich Hausmann και Werner Fuchs. Κατά το διάστημα 1972-1973 συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και στην École Pratique des Hautes Études με καθηγητές τους Jean Marcadé και Roland Martin.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα συνέχισε να εχει τα μάτια του στραμμένα σταθερά στον κόσμο και οι ανταλλαγές με πανεπιστημιακούς και μουσειακούς θεσμούς του εξωτερικού είναι σταθερές και ανέλαβε την έρευνα του Ιερού του Αμυκλαίου Απόλλωνος κοντά στη Σπάρτη. Στο Λονδίνο θα βρεθεί το 1977 ως προσκεκλημένος του British Council, στο Μόναχο το 1979, χάρη στην υποστήριξη της Kommission für Alte Geschichte und Epigraphik. Το 1980, προσκεκλημένος της Αμερικανικής Κυβερνήσεως, επισκέπτεται τις συλλογές ελληνικών αρχαιοτήτων στα μουσειακά κέντρα των ΗΠΑ. Το 1983, υπότροφος του Ιδρύματος Fulbright, εργάζεται στο Institute for Advanced Study του Princeton. Το 1986 και το 1993 βρίσκεται στο Βερολίνο, υπότροφος του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου. Από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Απρίλιο του 1988 συνεχίζει την ερευνητική του εργασία και πάλι στο Princeton και, από τον Οκτώβριο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1989, στο J. Paul Getty Museum του Malibu ως επίσημος προσκεκλημένος μελετητής.
Διαλέξεις και ανακοινώσεις θα κάνει σε δεκάδες συνέδρια στο Institute of Fine Arts της Νέας Υόρκης, στα Πανεπιστήμια του Αμβούργου, του Würzburg και του Oslo, του Princeton, της Φιλαδέλφειας, του Bryn Mawr και του Madison/Wisconsin, στο Paul Getty Museum του Mαλιπού, στη National Gallery of Art της Ουάσινγκτον, στο Cleveland Museum of Art, στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου και στο Λούβρο, στην Academia dei Lincei, στο Pergamonmuseum του Βερολίνου, στα Μουσεία Μπενάκη και Γουλανδρή, στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη και στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, στη Θεσσαλονίκη και αλλού.
Διετέλεσε τακτικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών (Academia Europaea), μέλος του Συνδέσμου Γερμανών Αρχαιολόγων και του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, της Τιμητικής Επιτροπής του American Foundation for Greek Language and Culture, της επιτροπής Τέχνης και Πολιτισμού της Βουλής των Ελλήνων, του Conseil d’Orientation de l’Institut Français d’Athènes.
Τιμήθηκε το 1996 από το International Biographical Centre με τον τίτλο International Man of the Year 1995-1996, το 1999 από τη γαλλική κυβέρνηση με τη διάκριση του Chevalier de l’Ordre des Arts et des Lettres, το 2000 από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας με τον Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος και με το Αργυρό Μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών. Το 2006 τιμήθηκε από το περιοδικό Επίλογος και το 2008 με το παράσημο Ordine della Stella della Solidarieta Italiana και τη διάκριση «Xenia 2008».
Η ανακοίνωση του Μουσείου Μπενάκη: “Δυσβάσταχτη η απώλεια”
Η Διοικητική Επιτροπή του Μουσείου Μπενάκη και το προσωπικό του Ιδρύματος εκφράζουν τη βαθύτατή τους θλίψη για την απώλεια του Ακαδημαϊκού και Καθηγητή Άγγελου Δεληβορριά, ο οποίος επί 45 χρόνια ηγήθηκε του Ιδρύματος από τις θέσεις του Διευθυντή και του μέλους της Διοικητικής του Επιτροπής.
Η ευρύτητα του πνεύματος, η εμπιστοσύνη στον άνθρωπο, η ακατάπαυστη εργατικότητα και η αστείρευτη δημιουργικότητα αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για όσους είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν, είτε προσωπικά είτε μέσα από το τόσο σημαντικό έργο του. Η απώλεια είναι δυσβάστακτη.