Γράφει ο Μιχάλης Γκολέμης
ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ: Μονοψήφιος αριθμός ημερών μας χωρίζει από τη μέρα που μια ολιγάριθμη πολιτική αρχηγεσία, με επικεφαλής έναν αιθεροβάμονα δημεγέρτη που έχει αναγάγει, ιδιαίτατα κατά τους τελευταίους μήνες, τον πολιτικό αριβισμό και ρεβανσισμό σε καθημερινή κυβερνητική τακτική, έλαβε την απόφαση να μετατρέψει τον ναό της Αγίας του Θεού Σοφίας, τη Μεγάλη Εκκλησία των Ορθόδοξων Χριστιανών, σε μουσουλμανικό τέμενος.
Ένας Πρόεδρος ετοιμόρροπος και μια κυβέρνηση σε αποδρομή οδηγήθηκαν – ή καλύτερα σύρθηκαν – άρον άρον στον παραλογισμό αυτόν, ως απέλπιδα προσπάθεια να αποβεί η συγκεκριμένη συμβολική κίνηση κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τις αλλεπάλληλες στρατιωτικές αποτυχίες και πολιτικές πλέον πληγές του Τούρκου «Σουλτάνου» στα ελληνικά σύνορα προ ολίγων μηνών, στη Λιβύη, στη Συρία, στο Βόρειο Ιράκ αλλά και στο εσωτερικό του με τους Κούρδους αντάρτες.
Μήπως τώρα η Αγια-Σοφιά μας μάς στέλνει ένα ηχηρό μήνυμα, εν όψει και του επικείμενου πανηγυρικού εορτασμού της συμπλήρωσης διακοσίων ετών από την έναρξη της Εθνικής Επανάστασης του 1821; Μήπως οφείλουμε να μεριμνήσουμε, έστω και οψίμως, για την εθνική μας αυτοσυνειδησία;
Ενόσω, λοιπόν, μπροστά στα διαρκή συνειδησιακά αιτήματα της εθνικής αφύπνισης κι εγρήγορσης ορισμένοι κωφεύουν, φρόνιμο θα ήταν να υπερκεράσουμε την αρχική θυμηδία και σκωπτική διάθεση που μας προκαλούν κάποιες ιδεοληπτικές τοποθετήσεις και να υποστυλώσουμε τα ορθά λογικά και ιστορικά επιχειρήματα.
Ίσως το έργο αυτό γίνεται έτι περαιτέρω ακανθώδες όταν από κάποιους λίγους δεν γίνεται σεβαστός ούτε κι αυτός ο καθαρά εθνικός χαρακτήρας του δεκαετούς εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του 1821, με αποτέλεσμα οι ίδιοι να υπερθεματίζουν για την κοινωνική – ταξική υφή της Επανάστασης, ενώ ταυτόχρονα δεν αμελούν να παιανίζουν και τις ιδεοληπτικές τους απόψεις περί της μη ύπαρξης κρυφών σχολειών ή τις εμμονικές τους αντιλήψεις περί της αφαίρεσης του σταυρού από την κρατική σημαία και το εθνόσημο της χώρας, όπως επίσης και περί της αποκαθήλωσης των ιερών εικόνων και πάσης φύσεως ορθόδοξων θρησκευτικών εκφράσεων σε δημόσιο χώρο (π.χ. προσευχή και εικονίσματα στα σχολεία, εικονίσματα στα δικαστήρια, ορκωμοσία στη Βουλή).
Επί της προηγούμενης κυβερνήσεως, μάλιστα, ούτε η είσοδος σε σχολείο δεν επετράπη σε έναν από τους πιο διαυγείς και μορφωμένους ιεράρχες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τον Μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κο. Νικόλαο, ο οποίος από το ίδιο το δεκαπενταμελές μαθητικό συμβούλιο του Γυμνασίου είχε προσκληθεί να μιλήσει στους μαθητές την ώρα του μαθήματος των Θρησκευτικών, δηλαδή το πολύ για σαράντα λεπτά της ώρας…
Τώρα, λοιπόν, επ΄ ευκαιρία και της συστάσεως της Επιτροπής «Ελλάδα 2021» για τον εορτασμό των διακοσίων χρόνων από την Εθνική Παλιγγενεσία, κρίνεται αναγκαίο όσο ποτέ άλλοτε να ορθοτομηθούν ιστορικές αλήθειες για την πορεία του Ελληνισμού και τη συμπόρευση του, ιδιαίτερα σ΄ αυτές τις δύσκολες πλην όμως ένδοξες στιγμές, με τον Χριστιανισμό. Είναι κομβικής σημασίας να γνωρίσουν εις βάθος όλοι οι Έλληνες -και προπάντων οι νέοι- τον μεσσιανικό ρόλο που διαδραμάτισαν τα μοναστήρια και οι εκκλησιές για τη μεθοδική, συστηματική και ασφαλή προπαρασκευή του Αγώνα, καθώς και για την επιτυχημένη διεξαγωγή του.
Στα πλαίσια, λοιπόν, των δραστηριοτήτων της Επιτροπής αυτής, προτείνεται μετ΄ επιτάσεως να ενταχθούν στο πρόγραμμα της εκδηλώσεις που θα αναδεικνύουν τον εμβληματικό ρόλο του ανώτερου και κατώτερου κλήρου, της Εκκλησίας, του Χριστιανισμού στην Ελληνική Επανάσταση, κάτι που άλλωστε είναι άρρηκτα συνδεδεμένο και συγκυριακά με την προσβολή του ναού – συμβόλου της συνύπαρξης των δύο αυτών μεγεθών -του Χριστιανισμού και του Ελληνισμού- στον διάβα των αιώνων, δηλαδή της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη.
Ένα από τα κατά κάποιους αμφιλεγόμενα ζητήματα αποτελεί η συμβολή του κλήρου στην Ελληνική Επανάσταση. Πρόκειται για μια αλήθεια που αξίζει να μνημονεύουμε, προκειμένου να αποτρέψουμε την κονιορτοποίηση της ιστορικής μνήμης. Γιατί λαός χωρίς μνήμη είναι καταδικασμένος είτε να αναβιώσει τα λάθη του παρελθόντος είτε να χαθεί στη λήθη των αιώνων…
Στις μέρες μας, λοιπόν, παρατηρείται από ορισμένους η μηδενιστική αμφισβήτηση της προσφοράς του ράσου στον ξεσηκωμό του ’21, ενώ κυρίως απορρίπτεται από κάποιους η συμβολή του ανώτερου Κλήρου στην Επανάσταση. Μάλιστα, συγκεκριμένοι κύκλοι υποστηρίζουν ότι όχι μόνο δεν συνεισέφεραν αλλά η δράση τους αποτέλεσε ανασταλτικό παράγοντα για την προετοιμασία του Αγώνα.
Άλλα όμως καταγράφουν οι γραφίδες των επιστημόνων ιστορικών. Ο «πατέρας» της ελληνικής ιστοριογραφίας Κ. Παπαρρηγόπουλος αναφέρει στην εναίσιμο διατριβή του «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους»: «Οσαδήποτε και αν υπήρξαν τα σφάλματα πολλών εκ των Ιεραρχών, ουδείς όμως εξ αυτών, ουδείς ωλίσθησεν περί την ακριβή του πατρίου δόγματος και των υπάτων εθνικών συμφερόντων τήρησιν».
Δύο ακόμη πιο συγκλονιστικές μαρτυρίες προέρχονται από Τούρκων Ιστοριογράφων συγγράμματα(!). Συγκεκριμένα, ο Μώραλη Μελίκ Μπέη αναφέρει πως: «Τον λαόν της Πελοποννήσου υπεκίνησαν οι έχοντες συμφέροντα μετά τούτων, οι έμποροι, οι πρόκριτοι και κυρίως οι μητροπολίται και γενικώς οι ανήκοντες εις τον κλήρον, δηλαδή οι πραγματικοί ηγέται του Έθνους», ενώ ο Ζανί Ζαντέ έρχεται να συμπληρώσει πως: «Τα σχέδια ετηρούντο μυστικά μεταξύ του Πατριάρχου, των Μητροπολιτών, των Παπάδων».
Επιπλέον, ενδεικτικά αναφέρεται ότι κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, σύμφωνα με περιοδικό του National Geographic, θανατώθηκαν συνολικά 10 Πατριάρχες και 120 μητροπολίτες, ενώ στις 6000 ανέρχεται ο αριθμός των ιερωμένων που είτε σκοτώθηκαν πολεμώντας ένδοξα είτε μαρτύρησαν για την πολυπόθητη λευτεριά.
Άλλωστε, η πίστη των αγωνιστών στην Εκκλησία είναι μονίμως παρούσα στα κρίσιμα αυτά χρόνια, γεγονός που διαφαίνεται μέσα από όρκους πίστεως στη Φιλική Εταιρεία, επαναστατικές προκηρύξεις, ευλογία του αγώνα και του οπλισμού με δοξολογίες σε εκκλησίες.
Μάλιστα, όσον αφορά στη Φιλική Εταιρεία, ο τρίτος από τους βαθμούς μελών της ήταν «οι ιερείς», γεγονός που καταδεικνύει την αθρόα συμμετοχή του κλήρου, ενώ η ορκωμοσία των πρώτων Φιλικών στην Οδησσό γινόταν στον ελληνικό Ναό της Αγίας Τριάδας. Επιπλέον, επίσημη κήρυξη της Επανάστασης θεωρείται η προκήρυξη «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος», που εξέδωσε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας στις 24 Φεβρουαρίου 1821, αφού πέρασε τον Προύθο ποταμό.
Επιπρόσθετα, χαρακτηριστική είναι και η παρουσία του συμβόλου του σταυρού σε όλα τα (προ)επαναστατικά λάβαρα της εθνεγερσίας του ’21, όπως στις σημαίες της Φιλικής Εταιρείας, της Ύδρας, των Σπετσών, των Ψαρών, των Κολοκοτρωναίων και πλείστων άλλων περιοχών και αγωνιστών. Συγχρόνως, χαρακτηριστική είναι η αναφορά του προοιμίου των τριών επαναστατικών Συνταγμάτων (Επιδαύρου, Άστρους, Τροιζήνας) – όπως και του ισχύοντος Ελληνικού Συντάγματος – στην Αγία Τριάδα.
Μέσα, λοιπόν, στο ερεβώδες τοπίο των ανέρειστων γενικεύσεων, των σκόπιμων ανακριβειών και των ιδεολογικών αγκυλώσεων, η Αγια-Σοφιά στέλνει το ηχηρό μήνυμα της εθνικής συνείδησης και επαγρύπνησης με τον ιστορικό – συμβολικό – ενοποιητικό της ρόλο. Η Εκκλησία της Αγίας του Θεού Σοφίας στην πόλη των πόλεων δεν είναι μόνον ένας μεγαλειώδης ναός, ένα κομψοτέχνημα αρχιτεκτονικής.
Πολύ περισσότερο, είναι οι αγώνες που έδωσε το έθνος μας σε μια πορεία χιλιάδων χρόνων, είναι ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ που κρεμάστηκε στην είσοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, είναι όλοι αυτοί οι χιλιάδες ιερείς του ανώτερου και κατώτερου κλήρου που θυσιάστηκαν ευκλεώς για την ελευθερία, είναι τα εκατομμύρια των Ελλήνων που έπεσαν έκτοτε ενδόξως σε όλα τα πεδία των μαχών, όταν η Ελλάδα μας ψήλωνε στον γεωγραφικό χάρτη στις αρχές του 20ου αιώνα, εις βάρος της βαθμιαία συρρικνούμενης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Μπορεί ο ναός των ναών για ένα μικρό διάστημα να δοκιμαστεί από την απανθρωπία και τον τυφλό φανατισμό… Η εθνική μας συνείδηση, όμως, δεν μπορεί να αλωθεί! Κάτι τέτοιες στιγμές είναι που θα πρέπει να αντηχούν στους εσωτερικούς μας κόσμους τα θρυλικά λόγια εκείνου του ωραίου τραγουδιού: «Στην πύλη του Ρωμανού έφυγες για αλλού κι άγγελος θα σε φέρει εδώ στον σωστό καιρό. Μες την Άγια Σοφιά θα βρεθούμε ξανά λειτουργία μελλοντική οι Έλληνες μαζί»!