του Σωτήρη Κων. Κάτσενου, Δημοσιογράφου
«Στην άχραντον εικόνα Σου
τα χείλη ολόθερμα ακουμπάμε,
οι δύσκολες σαν έρχονται στιγμές.
Άνοιγε πάντα το στρατί,
Για να περνάμε…».
Και οι στιγμές που περνάμε, σαν λαός και σαν χώρα «Κυρά Φανερωμένη» μας, είναι μεγάλες και ενίοτε ανυπέρβλητες! Γι’ αυτό προστρέχουμε προς Σε Θεοτόκο – «πρεσβεία θερμή και τείχος απροσμάχητον, ελέους πηγή, του κόσμου καταφύγιον». Γι’ αυτό και ο κόσμος όλος, από κάθε γωνιά της Ελλάδας και του πλανήτη ολόκληρου – εν μέσω πανδημίας – με ευλάβεια θα προσκυνήσει αυτές τις μέρες αλλά και πάντοτε – τη σεπτή Σου Εικόνα – «Κυρά Φανερωμένη» μας!
Γυρίζω του νου μου και τις θύμησες, χρόνια πίσω. Τότε, που μαθητής στο Δημοτικό και αργότερα στο Γυμνάσιο, τέτοιες γιορτινές και άγιες ημέρες, το προσκύνημα στο Μοναστήρι της Φανερωμένης, στην ετήσια εορτή Της, αλλά κι όλο το χρόνο, αποτελούσε πραγματική ιεροτελεστία! Τότε, που μικρά παιδιά, μαζί με τους γονείς μας, τους συγγενείς και τους συγχωριανούς μας, ξεκινούσαμε από τον Κάβαλο, ποδαρόδρομο ή καβάλα στ’ άλογα οι μεγαλύτεροι, για να φτάσουμε στο Μοναστήρι της Φανερωμένης. Τότε, που δεν υπήρχαν πολλά αυτοκίνητα κι άλλα μέσα μεταφοράς και χαιρόμαστε τη φύση, περιδιαβαίνοντας τον «Βάραγγα», το «Στρογγυλό», φτάνοντας στον Άγιο Γεώργιο, λίγο πριν καταλήξουμε στα «Πηγάδια», στους «Τσουκαλάδες». Τότε, που χαράματα στολίζαμε με τα «καβαλοσκούτια» τ’ άλογα και τα γαϊδουράκια, φορτωμένα με τα παραδοσιακά υφαντά «σακούλια» και με τα τάματα στ’ όνομα της Μεγαλόχαρης. Τότε, που όλοι μας, μικροί και μεγάλοι, άνδρες και γυναίκες, διανύαμε όλη αυτή τη διαδρομή – πάνω από πέντε (5) χιλιόμετρα – με τα παπούτσια στο χέρι, αλλά με βαθιά πίστη προς Τη Φανερωμένη μας, που οδηγούσε τα βήματά μας στο φιλόξενο Μοναστήρι της.
Περπατώντας, αρκετές ώρες, μέσα από δύσβατα μονοπάτια, γεμάτα από μυτερές πέτρες, από μάζες κι ασφακιές, απ’ αγκάθια και τριβόλια, για να εκπληρώσουμε το τάμα μας στη Μεγαλόχαρη και να προσευχηθούμε μπροστά στη σεπτή Της εικόνα. Πολλοί συγχωριανοί μου, πρόσφεραν στη Μεγαλόχαρη διάφορα τάματα, όπως, ρούχα, κεντήματα, καντήλια ακόμα και τα χρυσαφικά τους όταν κάτι δυσάρεστο είχε περάσει κάποιος δικός του άνθρωπος και η Κυρά Φανερωμένη μας τον έκανε καλά, τον γιάτρευε. Τότε, που το προσκύνημα στην «Χάρη Της» κρατούσε σχεδόν μια βδομάδα. Τότε, που στον αυλόγυρο της Φανερωμένης, στρωματσάδα, παρακολουθούσαμε με απόλυτη ευλάβεια και πλήρη κατάνυξη τις ιερές ολονυχτίες! Τότε, που οι ψυχές απελευθερωμένες απ’ τα γήινα και τις καθημερινές σκοτούρες της ζωής, παραδίδονταν σε προσευχές και δοξολογίες! Όταν φτάναμε κουρασμένοι από τον ποδαρόδρομο, ο μακαρίτης ο μπάρμπα Αποστόλης και η μακαρίτισσα η θεια Γιάννα, απ’ τα Ασπρογερακάτα, μας καλοδεχόντουσαν και μας «τράταραν» με λουκούμι και δροσερό νερό σε κρυστάλλινο ποτήρι. Με δροσερό νερό, από τις γεμάτες «βαρέλες», που βρίσκονταν πάνω στα πεζούλια των κελιών. Μια εικόνα, που έχει μείνει ανεξίτηλη στο μυαλό μου. Με τον μπάρμπα Αποστόλη, με τη μάλλινη φανέλα και τη λευκαδίτικη σκούφια. Και τη θεια Γιάννα, με την παραδοσιακή λευκαδίτικη φορεσιά. Δυο υπέροχοι και ευγενικοί άνθρωποι!
Μετά το καθιερωμένο «τρατάρισμα» και τις πρώτες ανάσες ξεκούρασης, καθόμασταν κάτω απ’ το καμπαναριό της Μεγαλόχαρης ή κάτω από τον πυκνό ίσκιο των πεύκων, συντροφιά με το κελάηδισμα των πουλιών, δίπλα στις πικροδάφνες και στα λουλούδια του αυλόγυρου του Μοναστηριού, αγναντεύοντας τον Άη Γιάννη. Συντροφιά, με τον παφλασμό της θάλασσας που μας συνέπαιρνε και μας «έσβηνε» μονομιάς την κούραση. Έχοντας στα πόδια μας, την πόλη της Λευκάδας. την λιμνοθάλασσα, τη Γύρα, τους Μύλους, τον Άη Γιάννη και το απέραντο γαλάζιο του Ιονίου! Και φυσικά, όταν άρχιζαν να χτυπάνε οι καμπάνες του Μοναστηριού, το δάκρυ μας, πήγαινε «κορόμηλο»! Αυτός ο ήχος της καμπάνας του Μοναστηριού, έμελλε πολλά χρόνια αργότερα, να μου ξυπνήσει τα ίδια και ακόμα πιο δυνατά συναισθήματα νοσταλγίας και συγκίνησης.
Ήταν, τότε, αρχές της δεκαετίας του 1990, με τον ερχομό της ελεύθερης ραδιοφωνίας όπου μέσα από τη φιλόξενη συχνότητα του Antenna Satellite και Antenna Pacific και τις εκπομπές με τίτλο : «Άχ! Ελλάδα, σ’ αγαπώ», και «Στο χειροκρότημα», όπου είχα την επιμέλεια και την παρουσίαση για πολλά χρόνια και με την απλόχερη βοήθεια του συγχωριανού μου και συντοπίτη μας Άξιου Πρωτοπρεσβύτερου, Πατέρα Γεράσιμου Ζαμπέλη, μεταφέραμε τον εσπερινό «Της Κυράς Φανερωμένης μας» στους Έλληνες της Ομογένειας, στους Συνέλληνες της Αμερικής του Καναδά και της Αυστραλίας. Με την ευκαιρία αυτή, τον ευχαριστώ από καρδιάς για μια ακόμη φορά για την πολύτιμη βοήθεια του. Ήταν τότε, λοιπόν, που από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής και του μικροφώνου, άκουσα τους Λευκαδίτες της Ομογένειας, να μου λένε με τρεμάμενη φωνή, ότι αυτό τον ήχο της καμπάνας, είχαν να τον ακούσουν από μικρά παιδιά. Τότε, που έφευγαν στη ξενιτιά, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Δεν θα ξεχάσω ποτέ, το συγκινητικό τηλεφώνημα του συμπατριώτη μας, Κώστα Σταματέλου από τους Τσουκαλάδες – αλλά και πολλών άλλων ακόμα συμπατριωτών μας – όταν κλαίγοντας μου είπε, ότι έχει ν’ ακούσει αυτόν τον ήχο της καμπάνας της Μεγαλόχαρης, πάνω από τριάντα (30) χρόνια! Από τότε, που πήγαινε με τα πόδια στο γυμνάσιο στη Λευκάδα κι αργότερα έφευγε για μια καλύτερη τύχη στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Στιγμές ανείπωτης συγκίνησης και αέναης νοσταλγίας.
Άνοιγε, λοιπόν το στρατί, «Κυρά Φανερωμένη» Μας! Γιατί το κάλυψαν τα σύννεφα της φτώχειας, της ανέχειας και της ανημπόριας! Ενός λαού, που μάχεται να ορθοποδήσει από τα πολλά προβλήματα που αντιμετωπίζει. Που παλεύει να σταθεί όρθιος! Που ψάχνει τη χαμένη του αξιοπρέπεια. Που έχει πίστη και ξέρει να μάχεται. Που με τη δική Σου βοήθεια, βγαίνει πάντα νικητής.
«Εν τη Μονή Σου, Παρθένε, πόθω προστρέχοντες και προσκυνούντες την θαυμαστήν Σου εικόνα, Μετ’ ευλαβείας αντλούμεν τας χάριτας».
Βρέθηκα, λοιπόν, αυτές τις μέρες στο Μοναστήρι της Φανερωμένης μας για να προσκυνήσω και για ν’ αντλήσω δύναμη απ’ Την Μεγαλόχαρη!
Ευχαριστώ από καρδιάς, τον Πανοσιολογιότατο, Άγιο Ηγούμενο της Μονής Φανερωμένης, Πατέρα Νικηφόρο, ο οποίος επιτελεί ένα σπουδαίο μοναστηριακό, εκκλησιαστικό, κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο στη Λευκάδα, για το εξαιρετικό και πλούσιο υλικό που μου πρόσφερε για τη δημιουργία αυτού του αφιερώματος, στην προστάτιδα του νησιού μας, την «Κυρά Φανερωμένη» μας, καθώς και σε όλους τους Πατέρες του Μοναστηριού..
Χρόνια πολλά, σε όλους μας και η «Προστάτιδά μας, η Κυρά Φανερωμένη μας», να μας προσέχει και να μας έχει όλους καλά, όπου κι αν είμαστε, όπου κι αν βρισκόμαστε!