Κοντά στο Λυγουριό και πιο συγκεκριμένα ανάμεσα στα χωριά Αδάμι και Κολιάκι, βρίσκεται ένα παλιό μοναστήρι με το όνομα Παναγία του Καλαμίου ή Κοίμηση της Θεοτόκου στο Καλάμι.
Η Μονή ανήκει διοικητικά στο Δήμο Επιδαύρου, πλησιέστερος όμως οικισμός προς την Μονή είναι το Αδάμι ένα γραφικό χωριό του Δήμου Ασκληπιείου .
Η Μονή είναι εύκολα προσιτή από το Αδάμι με διακλάδωση τριών χιλιομέτρων του δημοσίου δρόμου Λυγουριού-Αδαμίου-Κρανιδίου, λίγο μετά το Αδάμι.
Η τοποθεσία του μοναστηριού είναι μαγευτική. Καλοντυμένη και καταστόλιστη από μια θαυμάσια ορεινή βλάστηση, που ξεκουράζει την κουρασμένη από το άγχος ψυχή και αναζωογονεί με το πλούσιο οξυγόνο του προσκυνητές του.
Η Μονή Καλαμίου ιδρύθηκε κατά τα πρώτα χρόνια του 17ου αιώνα. Φαίνεται όμως ότι υπήρχε εδώ πολύ πριν μοναχικός βίος με απομονωμένους ασκητές.
Ίχνη των ασκητών αυτών συναντούμε σε μικρότερη ή μεγαλύτερη απόσταση γύρω από τον τόπο της Μονής. Σπηλαιώδη κοιλώματα στις παρυφές του βουνού, απλές λιθοδομές και μεμονωμένες ταφές μαρτυρούν ότι εδώ έζησαν μοναχοί αρχικά χωρίς καθολικό, φαινόμενο όχι σπάνιο του ερημητικού μοναχισμού.
Σύμφωνα με τον χειρόγραφο κώδικα της Μονής Ταξιαρχών Επιδαύρου και την παράδοση, η Μονή Καλαμίου οφείλει την προσωνυμία της στο τόπο καταγωγής των πρώτων μοναχών της που ήταν από την Καλαμάτα της Μεσσηνίας.
Υπάρχει και μια δεύτερη εκδοχή που συνδέει την ονομασία του μοναστηριού με το παρακείμενο βουνό Καλάμι ή Καλαμάνι. Η Μονή λειτουργούσε ως ανδρική μέχρι τη διάλυση της το 1834, σύμφωνα με το Βασιλικό Διάταγμα της 25ης Σεπτεμβρίου 1833, διότι είχε λιγότερους από έξι μοναχούς, κατώτατο αριθμητικό όριο για την διατήρηση μίας Μονής.
Η Μονή ανασυστάθηκε μετά την εγκατάσταση της γυναικείας αδελφότητας (1972) στην τοποθεσία της παλαιάς ανδρικής Μονής και αναγνωρίσθηκε πλέον και επίσημα το όνομα αυτής με Προεδρικό Διάταγμα της 20ης Αυγούστου 1974 «Περί ιδρύσεως Ιεράς Γυναικείας Κοινοβιακής Μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου Καλαμίου Ναυπλίας της Ιεράς Μητροπόλεως Αργολίδας».
Την δεκαετία λοιπόν του 1970 ευλαβικές ψυχές, θεοσεβείς και φιλόθεοι κατέκλυσαν την ερημωμένη αυλή της Παναγίας στο Καλάμι και δούλεψαν με ενθουσιασμό και ακαταπόνητη εργατικότητα για την ανέγερση της νέας μονής. Πρόκειται για τις πρώτες μοναχές: Μελάνη Φράγκου, Συγκλητική Τσουκαλά, Χριστονύμφη Νταγκούλη, που έφθασαν το Απρίλιο του 1972 στο Καλάμι και φώτισαν με τους προβολείς της ψυχής τους τα χαλάσματα και τα ετοιμόρροπα κτίρια.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η μοναχή Μελάνη Φράγκου είναι ηγουμένη της Μονής από την ανασύστασή της μέχρι και σήμερα.
Από τα κτίσματα των παλαιών μοναχών σώζεται σήμερα μόνο ο μικρός ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου με το συνεχόμενο σε αυτόν πρόκτισμα. Κτίσματα που είναι δείγματα της αυστηρότητας και της λιτότητας των μοναχών εκείνων.
Στη θέση των ερειπωμένων παλαιών κελιών κτίστηκαν νέα την δεκαετία του 1970 σύμφωνα με τα παραδοσιακά πρότυπα της μοναστηριακής αρχιτεκτονικής. Από την επιβλητική είσοδο, τύπου πυλώνος, οδηγείται ο προσκυνητής ακριβώς μπροστά στο σύγχρονο καλλιμάρμαρο καθολικό της Μονής που βρίσκεται στο κέντρο της εσωτερικής τετράπλευρης αυλής.
Παράλληλα και αριστερά του σύγχρονου καθολικού διατηρείται το παλαιό καθολικό. Τρείς νέες οικοδομικές πτέρυγες, οι δύο διώροφες και η βόρεια τριώροφη, αποτελούν τις ισάριθμες πλευρές του επιβλητικού τετράπλευρου συγκροτήματος των νέων κτιριακών εγκαταστάσεων.
Οι επάνω όροφοι της βόρειας και ανατολικής πλευράς στεγάζουν τα κελιά των μοναχών, ενώ η βιβλιοθήκη και τα εργαστήρια τους κατέχουν όλο το μεσαίο ισόγειο όροφο της βόρειας πλευράς. Ο χαμηλότερος όροφος, χωρισμένος σε τρία διαμερίσματα, με ξεχωριστή είσοδο προς την εξωτερική αυλή, χρησιμεύει ως ξενώνας. Δεξιά και αριστερά της εισόδου υπάρχουν οι χώροι υποδοχής και ακριβώς απέναντι στο ισόγειο της ανατολικής πλευράς βρίσκονται το Γεροντικό, η τραπεζαρία των μοναχών , η κουζίνα και το κελάρι της Μονής.
Στην Ιερά Μονή Καλαμίου φυλάσσονται Άγια λείψανα του Αγίου Νήφωνος (1508), της Αγίας Παρασκευής (2ος αι.), των Αγίων Αναργύρων ιατρών Κοσμά και Δαμιανού (4ος αι.), του νεοφανούς Αγίου Αρσενίου του Παρίου (+31 Ιανουαρίου 1877), των Χοζεβιτών Αγίων μαρτύρων (614 μ.Χ.), του Αγίου Αθανασίου, επισκόπου Χριστιανουπόλεως (+αρχές 18ου αι.) και της Αγίας Μελάνης της Ρωμαίας (+8 Ιουνίου 410).