Η ΑΡΧΑΙΑ ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΒΑΣΣΙΛΙΣΑΣ ΠΟΥΛΧΕΡΙΑΣ…
Μετά τον αρσανά του Χελανδαρίου και δίπλα ακριβώς στη θάλασσα μέσα σ’ ένα γαλήνιο ορμίσκο είναι κτισμένο το μοναστήρι του Εσφιγμένου, που πανηγυρίζει την Ανάληψη του Κυρίου (40 μέρες μετά το Πάσχα) και κατέχει τη δεκάτη ογδόη θέση μεταξύ των 20 Μονών του Άθω.
Σχετικά με την ονομασία της μονής παρατηρείται μεγάλη διαφωνία μεταξύ των ερευνητών. Σύμφωνα με μία γνώμη αυτή οφείλεται στη θέση της Μονής ανάμεσα στους τρεις λόφους, της Ζωοδόχου Πηγής, Σαμάρειας και Γριμποβίτσας, από τους οποίους κατά κάποιο τρόπο μοιάζει σαν να περισφίγγεται. Σχετικά με αυτό ο Ιωάννης Κομνηνός στο βιβλίο του Προσκυνητάριον του Αγίου ‘Ορους του Άθωνος, μεταξύ άλλων γράφει: «Ονομάζεται του Εσφιγμένου, διότι είναι ανάμεσα σε τρία βουνάκια περιωρισμένο σιμά εις τον αιγιαλόν». Άλλοι υποστηρίζουν την άποψη ότι το όνομα αυτό έχει σχέση με τον ιδρυτή ή ανακαινιστή της Μονής, που ήταν κάποιος μοναχός «μονοχίτων σχοινίω σφιγκτώ εζωσμένος».
Ωστόσο σε όλα τα σωζόμενα έγγραφα της Μονής αποκαλείται: «Ιερά Μεγάλη Μονή και Σεβασμία Βασιλική Μονή εις όνομα τιμωμένη του Σωτήρος και επονομαζομένη του Εσφιγμένου» ή «Ιερά Μονή του Φιλανθρώπου Σωτήρος Χριστού». Από την προσηγορία λοιπόν αυτή του «Εσφιγμένου» και στην καθωμιλουμένη «Σφιγμένου» και «Σιμένου» και από την τοποθεσία στην οποία βρίσκεται, προφανώς εξάγεται τό συμπέρασμα ότι η Μονή έλαβε την επωνυμία αυτή μάλλον από τη θέση της παρά όπως η παράδοση αναφέρει από τον Όσιο Εσφιγμένο ο οποίος καθώς λέγεται ζωνόταν με σχοινί συνεσφιγμένως, όπως προαναφέρθηκε.
Η ίδρυση της Μονής, καθώς και εκείνης του Ξηροποτάμου, αποδίδεται από την αγιορειτική παράδοση στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄τον Μικρό και την αδερφή του Πουλχερία (5ος αι.). Άλλη παράδοση αναφέρει σαν κτίτορα, εκτός των δύο προηγουμένων και την Ευδοκία, σύζυγο του Θεοδοσίου.
Η ιστορία μας πληροφορεί ότι: «η Πουλχερία πολλάς Εκκλησίας και πτωχεία και ξενώνας τε και Μοναστήρια κτίσασα πάσι και τας αρμοδίους προσόδους βασιλικώς απένειμεν».
Πολύ παράτολμη θεωρεί ο Ηγούμενος της Μονής Γεράσιμος Σμυρνάκης τη γνώμη που υποστήριξε κάποιος περιηγητής Γερμανός Θεολόγος κατά το έτος 1899, ότι κτήτωρ της Μονής υπήρξε κάποια άλλη Πουλχερία, αδελφή του Ρωμανού Γ’ του Αργυρού (1028 —1034), της οποίας η παράδοση θα είχε διασώσει την μνήμη, όπως επίσης και εάν επρόκειτο γιά άλλη Πουλχερία, τη θυγατέρα του εικονομάχου Θεοφίλου.
Η αρχαία αυτή Μονή έμεινε εγκατελειμένη κατά τα έτη 830-870 λόγῳ των επιδρομών των Αγαρηνών και μετά παρέλευση 40-80 ετών επανδρώθηκε πάλι. Σε χειρόγραφο της Μονής Βατοπαιδίου του 998 η Μονή αναφέρεται ως «Εσφαγμένου». Περί το 1005 είχε κοντά στη Μονή Βατοπαιδίου σε απόσταση 100 μέτρων εξαίρετο ελαιώνα καλούμενο Αγρό.
Για πρώτη φορά η Μονή αναφέρεται με το σημερινό όνομα στο εγκλητικό λεγόμενο γράμμα του Παύλου Ξηροποταμηνού (1016), όπου βρίσκεται υπογεγραμμένος ως Ηγούμενος της Μονής Εσφιγμένου ο Θεόκτιστος με τον «Πρώτο» του Αγίου Όρους Νικηφόρο, το Βατοπεδινό Νικόλαο το Λουτρακηνό, τον Κύριλλο της Μονής Χαρζανά (πέριξ των Ιβήρων), το Νικηφόρο Σταυρονικήτα και άλλους.
Στη συνέχεια αναφέρεται στη διαθήκη του μοναχού Δημητρίου του Χαλκέως (1030), όπου υπογράφει ως εκτελεστής της ο «Θεόκτιστος μοναχός καί καθηγούμενος της μονής Εσφιγμένου». Κατά το έτος 1035 αναφέρεται σε πωλητήριο έγγραφο, σύμφωνα με το οποίο πωλήθηκε στον Ηγούμενό της Θεόκτιστο χερσαία γη από το κοντινό Μοναστήρι των Πλακίων· και τέλος το 1046 στο δεύτερο Τυπικό του Κωνσταντίνου Θ΄ του Μονομάχου, το οποίο υπέγραψε ο Ηγούμενος Εσφιγμένου Κύριλλος.
Η ίδια παράδοση, η οποία αποδίδει την ίδρυση της Μονής στην Πουλχερία, διασώζει ότι η Μονή αυτή καταστράφηκε από ένα βράχο, που αποσπάσθηκε από το βουνό και έπεσε επάνω της.
Εξαιτίας της κατολίσθησης καλύφθηκε η μισή Μονή και όλο το μεσημβρινό τείχος του Καθολικού, ο οποίος ιδρύθηκε κατά το πρώτο μισό του Ε΄αιώνα και δεν είχε σχήμα Σταυρού, αλλ’ ήταν τετράγωνος με νάρθηκα και εξωνάρθηκα, που είχαν ανά δύο κίονες ενώ τέσσερεις κίονες είχε ο κυρίως Ναός. Ο νάρθηκας είχε δύο εισόδους και ο εξωνάρθηκας μία.
Τα ερείπια της αρχαίας Μονής της Πουλχερίας και του ωραίου Καθολικού βρίσκονται σε απόσταση πεντακοσίων μέτρων δυτικά της σημερινής Μονής και πιο συγκεκριμένα στους πρόποδες της Σαμάρειας στο μέσο της οδού, που σχηματίζεται μεταξύ της Σαμάρειας και των οροσειρών της Γριμποβίτσας. Οι ανασκαφές που έγιναν έφεραν στο φως τους δύο μαρμάρινους κίονες κορινθιακού ρυθμού, που σήμερα βρίσκονται στο πρόστοο των προπυλαίων της Μονής, ο δεξιός μονολιθικός, ενώ ο αριστερός αποτελείται από δύο σπονδύλους. Σώζονται επίσης και τα ποτιστήρια της Μονής, ενώ κατά τα έτη 1804-1815 διατηρούνταν σε καλή κατάσταση τέσσερις κίονες του Ναού αυτού κογχόγλυπτοι, δηλαδή με ραβδώσεις.
Η ΠΑΛΑΙΑ ΠΑΡΑΘΑΛΑΣΣΙΑ ΜΟΝΗ
Η καταστροφή της αρχαίας Μονής από την κατάπτωση του όρους και τις επιδρομές των ληστοπειρατών ανάγκασε τους μοναχούς να ανοικοδομήσουν τη Μονή τους σε απόσταση μισού χιλιομέτρου από τα ερείπια της πρώτης, στην είσοδο της κοιλάδας και μεταξύ δύο λόφων, «παρά την θάλασσαν», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Γεράσιμος Σμυρνάκης, Ηγούμενος της Μονής κατά τα έτη 1906-1908.
Η περίμετρος της παραθαλάσσιας αυτής Μονής ήταν 160 οργυιές ή περισσότερο από 1 1/2 στάδιο, κατά τον ηγούμενο Θεοδώρητο, με οκτώ πύργους και το σχήμα της από μακρυά έδινε την εντύπωση βασιλικού στέμματος.
Το παλαιό Καθολικό της Μονής τιμώμενο στη μνήμη της «θείας Αναλήψεως του Σωτήρος ημών» στηριζόταν σε τέσσερεις μαρμάρινους κίονες, ενώ το έδαφος ήταν ψηφιδωτό με ποικιλόχρωμα ψηφοθετήματα. Είχε δύο νάρθηκες και εξωνάρθηκα με περιστύλιο, από πάνω το κωδωνοστάσιο με ρολόι και δίπλα από τους νάρθηκες είχε δύο παρεκκλήσια, ένα του αγίου Δημητρίου και ένα του αγίου Νικολάου. Προς το βόρειο μέρος του Καθολικού υπήρχε και άλλος Ναός τιμώμενος στην μνήμη των Γενεσίων της Θεοτόκου με θόλο και περιστύλιο εξωνάρθηκα, ωραίος και καθ’ όλα έντεχνος. Ήταν αρχαιότατο κτίριο αλλά είχε πλέον αποσαθρωθή. Κοντά στον θόλο, ήταν ζωγραφισμένη η αγία Πουλχερία με βασιλική αλουργίδα, κρατώντας στα χέρια φιάλη. Ένα μόνον θωράκιο του παλαιού διαστύλου του Ναού αυτού σώζεται στην κρήνη, που βρίσκεται έξω από το αρτοποιείο της Μονής.
Στη Μονή υπήρχε φιάλη του αγιασμού, της οποίας η περιφέρεια ήταν δύο οργυιές και ο όροφός της υποστηριζόταν από δέκα κίονες. Χρονολογείται από το μήνα Μάιο του έτους 1357, Ινδικτιώνος Γ΄, επί αυτοκράτορα Ιωάννου Γ΄ του Παλαιολόγου. Η φιάλη αυτή υπήρχε ακόμη κατά τα έτη 1774-1805, με τους εξής στίχους (μεταφρασμένους από ρωσσικό κείμενο) με την ακόλουθη έννοια : «Οράς, θεατά, τέρψιν και ποικιλίαν την εκ μαρμάρων τεχνικώς σκευασθείσαν. Και τον ποιητήν η τάξις καταπλήττει. Βλέπε προς τούτοις και μυστήριον ξένον, πώς ο καθαρός καθάρσιον εξαιτείται». Οι υπόλοιποι στίχοι, οι οποίοι διασώθηκαν στο πρωτότυπο έχουν ως εξής: «θέλων τοιγαρούν τον Αδάμ αποπλύναι και τους εξ αυτού όντας αναμορφώσαι | Δειλιών ο Πρόδρομος την χείρα τρέμων, πώς της κορυφής άπτεται του Δεσπότου \ Ταύτα βλέπων, άνθρωπε, Χριστόν εξύμνει, ος ετησίως φωτισμόν νέμει πάσι».
Η Μονή μέχρι την τουρκική κατάκτηση πέρασε μια περίοδο ακμής από κάθε άποψη. Σ’ αυτό συνετέλεσαν, ο καθένας με τον τρόπο του, πολλοί αυτοκράτορες του Βυζαντίου και ηγεμόνες άλλων ορθοδόξων χωρών, όπως ο Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος, ο κράλης της Σερβίας Στέφανος Δουσάν, ο δεσπότης Γεώργιος Βράνκοβιτς και άλλοι.
Δυσάρεστη ίσως παρένθεση στα ευλογημένα αυτά χρόνια της Μονής αποτελούσαν οι συνεχείς αντιδικίες της για οριακές και κτηματικές διαφορές με τη γειτονική μονή του Βατοπαιδίου, οι διάφορες πειρατικές επιδρομές, καθώς επίσης και δύο πυρκαγιές που έλαβαν χώρα τον 14ο αιώνα. Κυρίως όμως, λόγω της θέσης του στο απάνεμο εκείνο μέρος της θάλασσας, που το καθιστούσε εύκολη λεία των κουρσάρων, το Μοναστήρι κυριολεκτικά δεινοπάθησε από τις επιδρομές των πειρατών, οι οποίες επέφεραν και την ολοκληρωτική σχεδόν ερήμωσή του, όπως αναφέρουν σχετικά οι «ενθυμήσεις» σε τρία χειρόγραφα (αριθ. 4, 14 και 296) της Μονής. Το γεγονός αυτό έδωσε την ευκαιρία στις διπλανές μονές Χιλανδαρίου και Ζωγράφου να πάρουν διάφορα κτήματά της με αποτέλεσμα να προκληθούν νέες φιλονεικίες και δικαστικοί αγώνες.
Στις 26 Ιουνίου του 1533 έγινε, όπως γράφεται σε εξώφυλλο μιας περγαμηνής, «η άλωσις του Εσφιγμένου». Μετά δέκα ημέρες και πάλι άλλοι από τους Αγαρηνούς πήραν τα πάντα, έκαψαν τη Μονή και αιχμαλώτισαν εννέα Μοναχούς μαζί με τα πλοία τους.
Παρόλα αυτά η Μονή κατόρθωσε να ανασυγκροτηθεί, καθώς φαίνεται από ένα έγγραφο του έτους 1569, το οποίο αναφέρει ότι 51 μοναχοί εργάζονται δραστήρια για την ανασυγκρότησή της.
Δυστυχώς όμως κατά το έτος 1634 η Μονή είχε και πάλι την ίδια κακή τύχη.
Είκοσι περίπου χρόνια αργότερα, το 1655, ο τσάρος της Ρωσίας Αλέξιος Μιχαήλοβιτς, ύστερα από νέες περιπέτειες της Μονής, έδωσε τη σχετική άδεια στους Εσφιγμενίτες μοναχούς να περιοδεύουν κάθε πέντε χρόνια στη χώρα του και να συγκεντρώνουν εράνους. Εξάλλου την ίδια εποχή ιδιαίτερα φρόντισαν γι’ αυτήν και οι ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας.
Μέσα στον ΙΖ΄αιώνα η Μονή κλείσθηκε λόγω βαρυτάτων χρεών και έκρυψαν τα κειμήλιά της στο βουνό της Σαμάρειας.
Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΜΟΝΗ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ
Από τις αρχές του 18ου αιώνα η Μονή Εσφιγμένου περνά σε μια νέα φάση ζωής και ακμής. Κατά την εποχή αυτή μεγάλοι ευεργέτες της υπήρξαν οι Μητροπολίτες:
α) Μελενίκου Γρηγόριος, ο οποίος ήρθε στη Μονή ως μοναχός και φρόντισε για την ανακαίνισή της και
β) ο Θεσσαλονίκης Δανιήλ, που τακτοποίησε τα οικονομικά της και την μετέτρεψε σε κοινόβιο.
Ο Ηγούμενος Θεοδώρητος γράφει ότι πρίν από αυτόν (τον ίδιο) η Μονή «αύτη ημέραν παρ’ ημέραν επί το χείρον προέβαινε και ουδένα άνθρωπον χρήσιμον είχεν, ούτε κατά θεόν εις ουδέν ενδείξασθαι, καν βίον αρμόζοντα τω εαυτού επαγγέλματι, ούτε μην τα σωζόμενα ταύτα ενάριθμα κτήματα επιμεληθήναι, άλλ’ ήσαν το του λόγου κηφήνες και κτήνη εν τη φάτνη». Την κατάσταση αυτή είδε τότε ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Δανιήλ που βρισκόταν στο Άγιον Όρος και έγραψε στον οικουμενικό Πατριάρχη Γεράσιμο τον Γ΄ (1794 —1797) με αποτέλεσμα κατά το 1796—1797, την 15η Νοεμβρίου -1η Μαΐου, με εντολή της Εκκλησίας να επιστατήσει ο Μητροπολίτης αυτός και να καταστήσει Κοινόβιο την ιερά Μονή του Εσφιγμένου με Ηγούμενο τον Ιερομόναχο Ακάκιο, κατόπιν αίτησης των προκριτωτέρων αδελφών, αφού εκδόθηκε για τον λόγο αυτό Πατριαρχικό σιγίλλιο από τον Γρηγόριο τον Ε΄, την 28η Μαΐου 1797, Ινδικτιώνος ΙΕ΄. Το εν λόγω σιγίλλιο όμως ήταν πιθανόν ατελές και δεν εφαρμόσθηκε ίσως εξ αιτίας κάποιων απειθάρχων. Εξαιτίας αυτού το 1801 επί Πατριάρχου Καλλινίκου του Ε΄ εκδόθηκε το μήνα Δεκέμβριο σιγίλλιον με άρθρα που διακανόνιζαν λεπτομερώς τα της κοινοβιακής τάξεως της Μονής.
Ωστόσο του Ακακίου η ηγουμενεία υπήρξε βραχυχρόνια, επειδή, το ίδιο έτος 1797, ψηφίσθηκε με εντολή της Μεγάλης Εκκλησίας Καθηγούμενος ο από τη σκήτη της αγίας Άννης και από την Καισάρεια της Καππαδοκίας καταγόμενος Αρχιμανδρίτης Ευθύμιος Α΄, ο οποίος με τη συνδρομή των ευσεβών χριστιανών της Μικράς Ασίας ξεχρέωσε την Μονή.
Αυτός άφησε εντολή να υποτάσσονται όλοι οι αδελφοί μικροί και μεγάλοι στόν Καθηγούμενο και να διατηρήται η Μονή Κοινόβιο «εις αιώνα τον άπαντα» και απεδήμησε προς Κύριον την 6η Αυγούστου 1801. Αυτός όρισε διάδοχο του τον πανοσιώτατο Αρχιμανδρίτη Ευθύμιο Β΄, που ηγουμένευσε μέχρι την 14η Αυγούστου 1804.
Στίς 15 Αυγούστου του 1804, με εντολή της Μεγάλης Εκκλησίας και αίτηση του προηγουμένου κυρ ΕυθυμίουΒ΄ Εσφιγμενίτου (1801-1804) και των λοιπών αδελφών, κατέφθασε σαν Ηγούμενος από τη Μεγίστη Λαύρα ο Προηγούμενος Θεοδώρητος (1804-1806).
Το έτος 1805 ο εθνομάρτυς Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄φρόντισε με προσωπικά του έξοδα για την ανοικοδόμηση της νότιας πτέρυγας της Μονής, η οποία είχε πέσει ήδη από το έτος 1802 εξαιτίας της παλαιότητάς της.
Επίσης πολλές εργασίες έγιναν την ίδια εποχή στη Μονή από τους προαναφερθέντες ηγουμένους της Ακάκιο και Ευθύμιο, καθώς και αργότερα από τους εξίσου ικανούς ηγουμένους Θεοδώρητο και Αγαθάγγελο. Από αυτούς προέρχονται όλα τα σημερινά κτίρια.
Το αφιερωμένο στην Ανάληψη του Κυρίου Καθολικό της Μονής άρχισε να κτίζεται από τον ηγούμενο Θεοδώρητο στη θέση του παλαιότερου ναού και σύμφωνα με τον τύπο των άλλων καθολικών. Εγκαινιάσθηκε στις 11 Μαΐου του 1811 από τον πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄μετά τη δεύτερη Πατριαρχεία του. Στο έργο της ανέγερσης βοήθησε πολύ ο μητροπολίτης Κασσανδρείας Ιγνάτιος, που διέθεσε για το σκοπό αυτό ολόκληρη την ατομική του περιουσία. Ο ναός, ευρύχωρος και μεγαλοπρεπής, σχηματίζει στην μολυβδοσκέπαστη στέγη του 8 τρούλλους, από τους οποίους ο κεντρικός είναι μεγαλύτερος. Τα μάρμαρα μεταφέρθηκαν από το νησί της Τήνου, από όπου καταγόταν και ο αρχιτέκτονας του Ναού Παύλος.
Η τοιχογράφηση του Ναού έγινε μεταξύ των ετών 1811 (κυρίως ναός) και 1818 (Ιερό Βήμα) από τους Γαλατσιάνους ζωγράφους Βενιαμίν, Ζαχαρία και Μακάριο, ενώ του νάρθηκα το 1841 από τους Ιωάσαφ, Νικηφόρο, Γεράσιμο και Άνθιμο. Σ’ αυτή την εποχή ανήκουν η Αγία Τράπεζα, τα αναλόγια, τα προσκυνητάρια καθώς και το ξυλόγλυπτο κοιλόκυρτο τέμπλο (1813), που επιχρυσώθηκε αργότερα (1846) και φέρει πλούσια φυτική διακόσμηση και διάφορες σκηνές στην κάτω ζώνη του, κυρίως από την Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Θεωρείται από τα πιο αξιόλογα μεταβυζαντινά τέμπλα στο Άγιον ‘Ορος.
Τα δύο παρεκκλήσια, ο εξωνάρθηκας και η στοά μπροστά στην είσοδο του καθολικού προστέθηκαν το 1845 από τον πατριάρχη Άνθιμο ΣΤ΄, που ήταν προηγουμένως Εσφιγμενίτης μοναχός.
Απέναντι από την πρόσοψη του καθολικού βρίσκεται η Τράπεζα της μονής, που έχει σχήμα ορθογώνιο. ‘Εργο και αυτή του Ευθυμίου Β΄στεγάζεται σε ανεξάρτητο οικοδόμημα μέσα στην αυλή (1810). Οι τοιχογραφίες της (1811) σώζονται πολύ μαυρισμένες από τις φωτιές, που άναβαν μέσα οι Τούρκοι στρατιώτες κατά την ελληνική επανάσταση.
Μπαίνοντας στη Μονή από την κύρια είσοδό της συναντούμε τη φιάλη του αγιασμού έξω από τη νοτιοανατολική γωνία του Καθολικού. Κτίστηκε το 1815 από τον ηγούμενο Ευθύμιο Β΄ στη θέση της παλαιάς φιάλης (που προερχόταν από τα χρόνια του Ιωάννη Ε Παλαιολόγου), και στεγάζεται με θόλο, ο οποίος στηρίζεται σε 8 κιονίσκους, ανάμεσα στους οποίους είναι τοποθετημένα μαρμαρένια θωράκια με γλυπτό διάκοσμο.
Εκτός από τον κεντρικό Ναό, στη Μονή ανήκουν και 16 ακόμη παρεκκλήσια, από τα οποία 8 βρίσκονται μέσα και 8 έξω από αυτή. Από τα πρώτα τα δύο σπουδαιότερα είναι των Εισοδίων και των Αρχαγγέλων, δεξιά και αριστερά στη λιτή του Καθολικού· τα υπόλοιπα 6 βρίσκονται σε διάφορα σημεία της Μονής.
Κατά τα έτη 1854-1858 η Μονή ανακαινίσθηκε. Συγκεκριμένα νέες οικοδομές ανηγέρθησαν εκ περιτροπής κατά τα έτη 1854, 1857 και 1858 με την επέκταση των οποίων η έκταση της Μονής διπλασιάστηκε. Επί Ηγουμένου Αγαθαγγέλου (1833-1871) με ελέη από τη Ρωσσία η Μονή επεκτάθηκε κυρίως κατά το ανατολικό τμήμα της· έκοψαν το βουνό γιατί η ανατολική πτέρυγα της παλαιάς Μονής ήταν πολύ κοντά στο ιερό του Καθολικού και μόλις που μπορούσε να περάσει ο περιφερόμενος Εκκλησιαστικός (νεωκόρος) γύρω από το Ναό κατά την κρούση του χειροσημάντρου.
Την ίδια περίπου εποχή λειτούργησε στη Μονή για μεγάλο χρονικό διάστημα αγιογραφική σχολή υπό τον ηγούμενο Λουκά τόν Β΄ (α΄1871-1872, β΄ 1885-1889, γ΄ 1891-1899)), διάδοχο του Αγαθαγγέλου, που πρόσφερε σ’αυτήν πολλές υπηρεσίες.
Από τα κειμήλια της Μονής πολλά φυλάσσονται στο σκευοφυλάκιό της, που προσωρινά συστεγάζεται με τη βιβλιοθήκη των χειρογράφων πάνω από το νάρθηκα του Καθολικού. Τα κειμήλια αυτά είναι σταυροί, εγκόλπια, ιερά άμφια, λειτουργικά σκεύη και άλλα αντικείμενα. Επίσης ένα μεγάλο κομμάτι (3,05 Χ 2,80) από τη σκηνή του Μεγ. Ναπολέοντα, δώρο του πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ προς τη Μονή, το οποίο χρησιμοποιείται μία φορά το χρόνο, την ημέρα της Ανάληψης, που εορτάζει η Μονή, σαν παραπέτασμα στη Βασιλική Πύλη του Καθολικού και ένα μικρότερο που τοποθετείται στην πρόθεση.
Εξάλλου στο Ιερό Βήμα βρίσκεται ο κτιτορικός σταυρός της Αυτοκράτειρας Πουλχερίας, λειψανοθήκες και πολλά κομμάτια από λείψανα αγίων, καθώς και μία πολύ σπουδαία βυζαντινή ψηφιδωτή εικόνα, μικρών διαστάσεων (0,15 Χ 0,07). Σ’ αυτή παριστάνεται ολόσωμος και σε μετωπική στάση ο Χριστός, ευλογώντας με το δεξί του χέρι και κρατώντας στο αριστερό χέρι Ευαγγέλιο. Το εικονίδιο αυτό περιβάλλεται από ένα ασημένιο πλαίσιο, στο οποίο εικονίζονται οι Απόστολοι ενώ στο πάνω και κάτω μέρος του είναι τοποθετημένα τμήματα από λείψανα αγίων.
Τέλος στο παλαιό ηγουμενείο υπάρχουν φορητές εικόνες, χρυσόβουλλα, μολυβδόβουλλα, σιγίλλια και άλλα έγγραφα.
Η βιβλιοθήκη, όπου ανεβαίνει κανείς από μια στενή ελικοειδή σκάλα, περιέχει 372 χειρόγραφα, από τα οποία τα 75 είναι περγαμηνά και μερικά εικονογραφημένα, μεταξύ των οποίων και το σπουδαιότατο Μηνολόγιο, αριθμ. 14, με τις 80 μικρογραφίες του. Εδώ βρίσκονται ακόμη περίπου 2.000 έντυπα βιβλία, ενώ πάνω από 7.000 φυλάσσονται σε άλλο σημείο στο δεύτερο όροφο της βορεινής πλευράς της Μονής.