Εχει ανακαινισθεί και αγιογραφηθεί με υλικά και πρακτικές που χάνονται στον χρόνο
Η Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου στο Ακριτοχώρι Σερρών δεν είναι τυχαία δημοφιλής στους προσκυνητές : έχει χαρακτήρα ησυχαστηρίου, χωρίς να κλείνει την πόρτα στη χαρά της ζωής. Τηρεί το αγιορείτικο λατρευτικό τυπικό, χωρίς να χάνει την επαφή με τους επισκέπτες της. Και ακολουθεί την παράδοση χωρίς να αποστερεί τη ζωντάνια από τις σαράντα – νέες στην πλειονότητά τους – μοναχές. Με τις είκοσι εξ αυτών να έχουν ακολουθήσει σπουδές Βυζαντινής Μουσικής, ακόμη και μια απλή επίσκεψη μετατρέπεται σε εμπειρία. Φτάνει να τις ακούσει κανείς να ψάλλουν υπό το φως των κεριών τη Μεγάλη Παρασκευή, ή να άδουν το «Χριστός Ανέστη» με βυζαντινή, πρωτόγνωρη για τους αμύητους, χροιά, για να γοητευθεί και κάποια στιγμή να επιστρέψει.
Πάει καιρός τώρα που το μοναστήρι αναμένει την ολοκλήρωση της κατασκευής νέου Ναού του Τιμίου Προδρόμου, με εμβαδόν 500 τ.μ. Ο υπάρχων ναός δεν μπορεί να ανταποκριθεί στον αυξημένο αριθμό των προσκυνητών, με αποτέλεσμα τις κρύες και βροχερές ημέρες πολλοί να παρακολουθούν τις ιεροτελεστίες από το προαύλιο.
Η ηγουμένη της Μονής γερόντισσα Ιακώβη χαρακτηρίζει τον ναό «μνημειώδες έργο, που εγκαινιάστηκε στις 21 Οκτωβρίου 2012 από τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο, παρουσία του Αρχιεπισκόπου κ. Ιερωνύμου. Ο Πατριάρχης έθεσε εξάλλου το 1999 και τον θεμέλιο λίθο του οραματιζόμενου νέου ναού, στον περίβολο της Μονής».
Η γερόντισσα κάνει λόγο για την «πολύτιμη, διαχρονική παρουσία» της Ιεράς Μονής Ξενοφώντος του Αγίου Ορους, στο πλευρό της αδελφότητας. «Οι σχέσεις με τη Μονή Ξενοφώντος είναι πολύ δυνατές. Ο ηγούμενός της, Αρχιμανδρίτης πατήρ Αλέξιος είναι πνευματικός καθοδηγητής του γυναικείου μοναστηριού. Ο υπό κατασκευήν ναός έχει σχεδιασθεί από τον πατέρα Σεραφείμ, ιερομόναχο της Μονής Ξενοφώντος, σε συνεργασία με τον μηχανικό κ. Ιωάννη Μεϊχανετζόγλου. Χτίζεται με την αυθεντική, αρχαία τεχνική και τα πρωτογενή υλικά της πέτρας και του ασβέστη, χωρίς τη χρήση σκυροδέματος και οπλισμού. Το ειδικό πρότυπο εργοτάξιο κατεργάζεται επί τόπου ογκόλιθους της περιοχής για την τοιχοποιία, καθώς και μαρμάρινους όγκους, ελληνικής προέλευσης, για τους κίονες, τις κυανοπράσινες ορθομαρμαρώσεις και τα ποικίλα γλυπτά στοιχεία».
Δεν είναι η πρώτη φορά που το γυναικείο μοναστήρι ακολουθεί τον δρόμο της παράδοσης, καθώς και ο υφιστάμενος ναός έχει αγιογραφηθεί με αγνά υλικά και με βάση πρακτικές που χάνονται στον χρόνο.
«Χρησιμοποιήσαμε ως συνθετικό υλικό το αβγό με το ξίδι» εξηγεί ο πατήρ Λουκάς, που έχει επέμβει καλλιτεχνικά στο τέμπλο του παλαιού καθολικού, σε προσκυνητάρια – παλαιές εικόνες, ενώ έχει φιλοτεχνήσει τοιχογραφίες – μεταξύ άλλων – στον τρούλο, σε μέρος της λιτής, στον πρόναο, καθώς και στην τράπεζα.
«Υπάρχουν νέες εικόνες που έχουν ζωγραφισθεί από την αρχή, πάνω σε καλής ποιότητας αφρικανικό ξύλο, κέδρο. Η προετοιμασία της εικόνας γίνεται εφαρμόζοντας πανί πάνω στο ξύλο, με ανθρακικό ασβέστιο και ζωική κόλλα. Η διαδικασία του σχεδίου έρχεται αμέσως μετά, με τη βοήθεια χρυσού, στιλβωμένου με πέτρα όνυχα. Την εν λόγω τεχνική την ανασύραμε από την αφάνεια. Πρόκειται στην ουσία για παλαιά αγιορείτικη πρακτική, στην οποία φθάσαμε με σπαράγματα πληροφοριών, και διαρκείς πειραματισμούς».
Ο πατήρ Λουκάς παραδέχεται ότι ο συγκεκριμένος δρόμος είναι και ο πιο δύσκολος, επισημαίνει ωστόσο ότι είναι ο δρόμος της «μεγαλύτερης αντοχής» – αφού σε κάθε άλλη περίπτωση οι εικόνες παρουσιάζουν σημάδια έντονης φθοράς.
Τα εργαλεία του, ποικίλα: χρώματα γαιώδη, «ταπεινά», όπως επιτάσσει η βυζαντινή αγιογραφία (π.χ. λαδί αντί για πράσινο, ώχρα αντί για έντονο κίτρινο), πετρώματα και πολύτιμοι λίθοι, όπως ο lapis lazuli, βερνίκια από φυσικές ρητίνες έτσι ώστε να διασφαλίζεται η διαχρονικότητα του εγχειρήματος.
«Ακολουθήσαμε τον παραδοσιακό εικονογραφικό τύπο, στα χνάρια των ναών του Αγίου Ορους» απαντά ο πατήρ Λουκάς στην ερώτηση περί θεματικής της αγιογράφησης. «Στην πάνω ζώνη απεικονίζονται σκηνές από το Δωδεκάορτο (σ.σ.: οι δώδεκα σημαντικές γιορτές του λειτουργικού έτους, όπως ο Ευαγγελισμός, η Γέννηση, η Βάπτιση, η Κοίμηση της Θεοτόκου). Διαδοχικά, και προς τα κάτω, αναπαρίστανται σκηνές από τα Πάθη του Χριστού, τη ζωή της Παναγίας, οι μεγαλομάρτυρες». Η διάρκεια των εργασιών αγγίζει πια τον ενάμιση χρόνο, ενώ ο ίδιος προετοιμάζεται να φιλοτεχνήσει και τις φορητές εικόνες του τέμπλου στον νέο ναό.
Η αρχιτεκτονική της Μονής
* Η αρχιτεκτονική του μοναστηριού είναι αγιορείτικη, με διακριτά μακεδονικά στοιχεία – παραδοσιακά λιακωτά, πέτρινες σκεπές.
* Ο πρώτος ναός αποτελεί ακριβές αντίγραφο του παλαιού καθολικού της Ιεράς Μονής Ξενοφώντος (10ου αιώνα) αγιορείτικου ρυθμού, σταυροειδούς με τρούλους, εξωτερικά κόκκινου χρώματος κατά την παράδοση, για να συμβολίζει το αίμα των μαρτύρων.
* Η τράπεζα της Μονής είναι αγιογραφημένη από τις ίδιες τις μοναχές.
Προσκυνητές
Τα παιδιά βάφουν αβγά
Μεμονωμένοι επισκέπτες, ομάδες προσκυνητών αλλά και οικογένειες φιλοξενούνται στο μοναστήρι τόσο τη Μεγάλη Εβδομάδα όσο και την Εβδομάδα της Διακαινησίμου. Η υφιστάμενη υποδομή έχει δυνατότητα για φιλοξενία 30-40 ατόμων, ενώ το εντυπωσιακό είναι ότι υπάρχει πρόβλεψη ακόμη και για μικρά παιδιά, το… πανηγύρι των οποίων είναι η Μεγάλη Πέμπτη, η ημέρα που βάφουν αβγά μαζί με τις μοναχές.
Μικρές εξορμήσεις στην – ιδιαίτερου φυσικού κάλλους – περιοχή δίνουν ακόμη μία διάσταση στην επίσκεψη στο Ακριτοχώρι, που βρίσκεται 20 χλμ. από το ακριτικό Σιδηρόκαστρο. Το μοναστήρι είναι χτισμένο βορειοανατολικά της λίμνης Κερκίνης, στις υπώρειες του όρου Μπέλες, σε τοποθεσία καταπράσινη, «ευλογημένη» όπως λέει χαρακτηριστικά η γερόντισσα Ιακώβη: «Τις ημέρες με καλοκαιρία και όταν ο ορίζοντας είναι καθαρός, η Μονή καθρεφτίζεται στα νερά της λίμνης».
Η Κερκίνη πλημμυρίζει την άνοιξη από τα νερά του Στρυμώνα, ενώ ο χαρακτήρας της ως υδροβιοτόπου επιτρέπει την παρατήρηση πλούσιας πανίδας.
Ο θεμέλιος λίθος της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου τέθηκε το 1981, από τον μακαριστό Μητροπολίτη Σιδηροκάστρου κυρό Ιωάννη. Λίγους μήνες νωρίτερα ο πρώτος πυρήνας της αδελφότητας, η γερόντισσα Ιακώβη και πέντε δόκιμες ρασοφόρες, υπό την καθοδήγηση του γέροντος και καθηγουμένου της Αγιορείτικης Μονής του Οσίου Ξενοφώντος Αρχιμανδρίτη Αλεξίου, αναζητούσαν ήδη μοναστική στέγη. Ο αριθμός των μελών της αδελφότητας θα αυξηθεί γρήγορα, για να φθάσουν τις σαράντα – η μικρότερη είναι ηλικίας 25 ετών. Σήμερα η καθημερινότητά τους διανθίζεται με την αγιογραφία, την υφαντική σε χειροκίνητους αργαλειούς, το χρυσοκέντημα (άμφια, εκκλησιαστικά είδη, τα οποία ολοκληρώνονται στο ιεροραφείο), ό,τι έχει να κάνει με τη διατήρηση και διάσωση της παράδοσης. Και φυσικά με την καλλιέργεια του κήπου, ο οποίος καλύπτει τις διατροφικές ανάγκες τόσο της αδελφότητας όσο και των επισκεπτών.