Το Βυζαντινό μοναστήρι της Αγίας Μονής στο Ναύπλιο. Το μοναστήρι απέχει μόλις 3 χιλιόμετρα από το Ναύπλιο. Ιδρύθηκε το 1144 από τον επίσκοπο Άργους και Ναυπλίου Λέοντα και σήμερα έχει 10 μοναχές.
Το καθολικό της μονής έργο του έτους 1149, είναι πρότυπο βυζαντινής τέχνης της εποχής των Κομνηνών και όπως λέει και ο Γάλλος βυζαντινολόγος Κάρολος Ντηλ, είναι «το ωραιότερο της δευτέρας χιλιετηρίδας». Είναι τετρακιόνος ναός με ελαφρό τρούλο και έχει κτισθεί με λαξευτούς πώρινους ισοδομικους λίθους. Σύμφωνα με την κτητορική του επιγραφή, που είναι εντοιχισμένη εξωτερικά, στα δεξιά της κεντρικής εισόδου, ο ναός αποτελεί χορηγία του επισκόπου Άργους και Nαυπλίου Λέοντα, ο οποίος τον ανήγειρε το έτος 1149. Το «Ιερόν Παλλάδιον» του Ναυπλίου είναι η Μονή Αρείας, ευρύτερα εδώ γνωστή μόνο με την ονομασία «Αγία Μονή». Είναι ένα σπουδαίο καλοδιατηρημένο δείγμα βυζαντινού ναού, τόπος συνεχούς προσκυνήματος και αντικείμενο ζωηρών περιγραφών εκ μέρους των κατά καιρούς περιηγητών της Αργοναυπλίας. Βρίσκεται σε οπτική επαφή με το Ναύπλιο, στις ανατολικές υπώρειες του φρουρίου «Παλαμήδι».
Η Μονή επί Φραγκοκρατίας (1212-1389) έλαβε ειδικά προνόμια από το Λατίνο επίσκοπο Άργους Σεκούνδο Νάνι, παρέμεινε σε χέρια Ελλήνων Ορθοδόξων μοναχών και επί Ενετοκρατίας (1835-1540), ενώ κατά την Τουρκοκρατία παρεχωρήθηκε με πράξη του νοταρίου (συμβολαιογράφου) Ναυπλίου (1679) στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, ως μετόχιο του Πανάγιου Τάφου. Το καθολικό της μονής χρονολογείται περί τα μέσα του 12ου αιώνα και από το 1875 είναι αφιερωμένο στη Zωοδόχο Πηγή.
Αποτελεί έναν από τους πλέον σημαντικούς ναούς της μεσοβυζαντινής περιόδου και διατηρείται σε άριστη κατάσταση μετά και την τελευταία ανακαίνιση της μονής . Έχει κτιστεί στον τύπο του σύνθετου τετρακιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρούλο και αποτελεί μαζί με άλλους ναούς του 12ου και 13ου αιώνα της Αργολίδας μια ιδιαίτερη ενότητα στο πλαίσιο της Ελλαδικής Σχολής Αρχιτεκτονικής. Έξω από τον περίβολο της μονής βρίσκεται η πηγή του μοναστηριού που φημίζεται για το νερό της. Ορισμένοι ταυτίζουν την πηγή αυτή με την αρχαία Kάναθο που αναφέρει ο περιηγητής τού 2ου αιώνα μ.X. Παυσανίας.
Στις ρίζες ενός γυμνού βράχου, είναι κουρνιασμένη η Μονή, δίνοντας την εντύπωση ότι θέλει να κρυφτεί από το ανθρώπινο μάτι. Στην ατμόσφαιρα κυριαρχεί το άρωμα του γιασεμιού και το φως που περνά από τα χρωματιστά τζάμια του ναού, κάνει όλο το σκηνικό ακόμα πιο μοναδικό. Μέσα στο ναό, η εικόνα του Φανερωμένου Χριστού, έχει τη δική της θαυμαστή ιστορία. Βρέθηκε το 1920, πίσω από το ιερό της εκκλησίας από τον Ελληνοαμερικάνο Θεόδωρο Ρογκόπουλο, ο οποίος έφτασε στο Ναύπλιο ύστερα από όνειρο που είχε δει και έφερε στο φως την εικόνα.