Τι λέει για τον όρο Οικουμενική και τα θέματα πίστεως
Υπόμνημα προς την Ιερά Σύνοδο με θέσεις και προτάσεις για την Πανορθόδοξη Σύνοδο του Ιουνίου απέστειλε ο Μητροπολίτης Κυθήρων Σεραφείμ.
Αναλυτικά:
Προς
Την Ιεράν Σύνοδον
της Εκκλησίας της Ελλάδος
Ιωάν. Γενναδίου 14
115 21 Αθήναι
Μακαριώτατε άγιε Πρόεδρε,
Ελήφθησαν, τόσον το υπ’ αριθ. 755/351/16-2-2016 Υμετέρον Σεπτόν Συνοδικόν έγγραφον, αναφερόμενον εις τα της συγκλήσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, όσον και τα προαποσταλέντα κείμενα της Ε’Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως και της Ιεράς Συνάξεως των Μακ. Προκαθημένων, διό και σπεύδω να Σας ευχαριστήσω θερμώς διά την γενομένην επαρκή ενημέρωσιν. Επιλαμβανόμενος δε της ευκαιρίας, την οποίαν μοί παρέχει η Ιερά Σύνοδος διά του προμνησθέντος Σεπτού Αυτής εγγράφου να εκφράσω «τας οίας έχω επί των συγκεκριμένων κειμένων κρίσεις ή προτάσεις προς την Ιεράν Σύνοδον, διά να μελετηθούν αύται και να αξιοποιηθούν κατά το δυνατόν εις τας εργασίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου», προάγομαι να καταθέσω βαθυσεβάστως τας ακολούθους ταπεινάς θέσεις και προτάσεις υπό μορφήν συντόμου υπομνήματος.
Α’
Ο σπουδαίος και πανεύσημος χαρακτηρισμός της εν θέματι Ιεράς Συνόδου ως Αγίας και Μεγάλης παραπέμπει και ταυτίζεται, ούτως ειπείν, κατά το Κανονικόν Δίκαιον και τους Θείους και Ιερούς Κανόνας των επτά (7) Οικουμενικών Συνόδων (διά να αρκεσθώμεν μόνον εις αυτάς) προς την μεγαλειώδη προσηγορίαν μιάς Συνόδου ως Οικουμενικής.
Μία έρευνα εις τους Ιερούς Κανόνας μόνον των Αγίων επτά (7) Οικουμενικών Συνόδων καταδεικνύει ότι η αγία Οικουμενική Σύνοδος αποκαλείται πότε «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος», πότε «Μεγάλη Σύνοδος», ενίοτε «Αγία και Οικουμενική Σύνοδος» και άλλοτε «Αγία Σύνοδος» και παρέχει τα εξής στοιχεία : Πέντε (5) Ιεροί Κανόνες της Α’ Οικουμενικής Συνόδου και ένας (1) της Δ’ (Η’, ΙΔ’, ΙΕ’, ΙΖ’ και ΙΗ’ της Α’ Οικουμενικής και ο Γ’ της Δ’) χρησιμοποιούν τον χαρακτηρισμόν Αγία και Μεγάλη Σύνοδος. Τρεις (3) Ιεροί Κανόνες (Β’, Γ’ και ΣΤ’) της Α’ Οικουμενικής κάμνουν χρήσιν της ονομασίας Μεγάλη Σύνοδος. Τρεις (3) Κανόνες της Γ’Οικουμενικής Συνόδου (Α’, Γ’ και Η’), ένας (1) της Δ’ (Ι’) και δύο (2) της Πενθέκτης (Γ’ και ΝΑ’) καταγράφουν την ονομασία Αγία και Οικουμενική Σύνοδος. Και ένας (1) εκ των Κανόνων της Α’ Οικουμενικής (ο Κ’), ένας (1) της Β’ (ο ΣΤ’), επτά (7) της Γ’ (Α’, Β’, Δ’, Ε’, ΣΤ’, Ζ’και Η’), εννέα (9) της Δ’ (Γ’,ΣΤ’,Ι’,ΙΒ’,ΙΔ’,ΙΘ’,ΚΓ’,ΚΕ’και ΚΖ’), δύο (2) της Πενθέκτης (Β’και ΝΕ’) και ένας (1) της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου (ο ΙΘ’) μεταχειρίζονται τον όρον Αγία Σύνοδος.
Η εναλλαγή της ονομασίας και του όρου των Συνόδων, κατά τα ως άνω, δεν σημαίνει την αναφοράν εις διαφορετικάς Συνόδους (λ.χ. Τοπικάς και Επαρχιακάς), αλλά εις τας αγίας Οικουμενικάς Συνόδους της Εκκλησίας μας και μόνον, συμφώνως και προς την ερμηνείαν των εν θέματι Ιερών Κανόνων υπό του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, η οποία καταχωρείται εις το Ιερόν Πηδάλιον των Θείων και Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας μας. 1
Και εδώ προβάλλεται το ερώτημα: Διατί, εφ΄όσον οι Θείοι και Ιεροί Κανόνες της Αγίας ημών Ορθοδόξου Εκκλησίας με την χρήσιν του όρου Αγία και Μεγάλη Σύνοδος εννοούν σαφέστατα και παραπέμπουν εναργέστατα εις Οικουμενικήν Σύνοδον, η συγκληθησομένη «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος» αποποιείται εξ αρχής τον χαρακτηρισμόν της ως Οικουμενικής, ενώ προφανώς έχει την αξίωσιν το κύρος της να είναι ισάξιον και ισοδύναμον των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων; Βεβαίως, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι δεν συγκαλείται ως Οικουμενική, διότι δεν θα συμμετάσχουν οι απεσχισμένοι Δυτικοί Χριστιανοί. Όμως η πράξις και η Παράδοσις της Αγίας μας Εκκλησίας δεν παραθεωρεί το γεγονός ότι από του πρώτου αιώνος μ.Χ. και μέχρι σήμερον υπήρχον και υπάρχουν οι διαχρονικά απεσχισμένοι αιρετικοί και σχισματικοί (π.χ. Νικολαίται, Αρειανοί, Νεστοριανοί, Μονοφυσίται κλπ), αλλ΄αυτό ποτέ δεν παρημπόδισε την Αγίαν του Χριστού Εκκλησίαν να συγκαλέση Οικουμενικάς Συνόδους.
Και Πανορθόδοξος Σύνοδος δεν ονομάζεται η υπό σύγκλησιν «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος», διότι, προφανώς, αποκλείεται εκ των προτέρων η συμμετοχή όλων των Ορθοδόξων Επισκόπων. Όμως, εις το σημείον αυτό εστιάζεται το σπουδαιότερον, προδήλως, εκκλησιολογικόν πρόβλημα της μελλούσης να συναχθή Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και το ερώτημα:
Είναι δυνατόν να συνέλθη μία, κατά τα ως άνω, Αγία και Μεγάλη Σύνοδος χωρίς την παρουσίαν και την συμμετοχήν όλων των Ορθοδόξων Επισκόπων;
Ταπεινώς φρονώ ότι η απάντησις εις το ερώτημα αυτό με κανονικά κριτήρια είναι αρνητική, εφ΄όσον, ως ελέχθη, Αγία και Μεγάλη Σύνοδος, κατά τους Ιερούς Κανόνας, είναι μόνον η Οικουμενική.
Και μία Οικουμενική Σύνοδος, κατά τον Άγιον Νικόδημον τον Αγιορείτην 2 , τέσσαρα χαρακτηριστικά ιδιώματα πρέπει να έχη: α) Να συναθροίζεται διά προσταγών Βασιλικών (αυτό, βεβαίως, ίσχυε όταν υπήρχε η ενιαία Βυζαντινή Αυτοκρατορία, υπό την οποίαν υπήγοντο διοικητικώς όλαι οι Επαρχίαι των Ορθοδόξων Πατριαρχείων, Αρχιεπισκοπών και Επισκοπών, ενώ τούτο τώρα είναι αδύνατον να πραγματοποιηθή, διότι η κοσμική εξουσία δεν ασκείται από μίαν εγκόσμιον βασιλείαν, αλλ’από πολλάς˙ δι’αυτό και η πρωτοβουλία συγκλήσεως Οικουμενικής Συνόδου δύναται να προέλθη από τον Οικουμενικόν Πατριάρχην,τον Πρώτον μεταξύ ίσων εις την Εκκλησιαστικήν Ορθόδοξον Ιεραρχίαν. β) Να γίνεται «ζήτησις περί πίστεως» και ακολούθως να εκτίθεται απόφασις και όρος δογματικός εις κάθε μίαν από τας Οικουμενικάς Συνόδους 3.γ) Να είναι πάντα τα εκτιθέμενα παρ’αυτής δόγματα και οι Κανόνες Ορθόδοξα, ευσεβή και σύμφωνα με τας Θείας Γραφάς και τας προηγηθείσας Οικουμενικάς Συνόδους. (Και παραθέτει εδώ το πολυθρύλητον αξίωμα του αγίου Μαξίμου του ομολογητού «το εις τοιαύτην υπόθεσιν ρηθέν»˙ «Τας γενομένας Συνόδους η ευσεβής πίστις κυροί, και πάλιν η των δογμάτων ορθότης κρίνει τας Συνόδους» και δ)Το να συμφωνήσουν και να αποδεχθούν τα παρά των Οικουμενικών Συνόδων διορισθέντα και κανονισθέντα άπαντες οι Ορθόδοξοι Πατριάρχαι και Αρχιερείς της Καθολικής Εκκλησίας, είτε διά της αυτοπροσώπου παρουσίας αυτών, είτε διά των ιδίων Τοποτηρητών ή και τούτων απόντων, διά γραμμάτων αυτών. Και τονίζει επιπροσθέτως ότι «αύτη η των της Οικουμένης Πατριαρχών και Αρχιερέων συμφωνία είναι ο των Οικουμενικών Συνόδων συστατικός και διακριτικός χαρακτήρ» 4 .
Αναφορικώς προς το β΄χαρακτηριστικόν ιδίωμα προβάλλεται η ένστασις ότι η εν θέματι Αγία και Μεγάλη Σύνοδος δεν θα συζητήση θέματα πίστεως, ούτε θα εκθέση απόφασιν και όρον δογματικόν, διό και δεν δικαιούται να χαρακτηρισθή ως Οικουμενική. Και όμως, αν και εις το υπό της Ε’ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως εγκριθέν σχέδιον κειμένου της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας αυτή αποδέχεται και ομολογεί την πίστιν εις την Μίαν Αγίαν Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν (άρθρον 1), παρά ταύτα δηλώνει ότι «η Ορθόδοξος Εκκλησία αναγνωρίζει την ιστορικήν ύπαρξιν άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ΄αυτής» (άρθρον 6).
Εδώ πλέον τίθεται μέγα εκκλησιολογικόν και δογματικόν θέμα, αφού κραυγαλέως γίνεται υπέρβασις του εκκλησιολογικού δόγματος της Μιάς (και Μόνης) Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, διό και η σύγκλησις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου με όλα τα γνωρίσματα και τας προδιαγραφάς μιάς νέας Οικουμενικής Συνόδου καθίσταται λίαν απαραίτητος και επιτακτική. Το διακυβευόμενον ενταύθα είναι μέγα και σοβαρόν ζήτημα πίστεως, αφού κλονίζεται με τον τρόπον αυτόν η δογματική διδασκαλία του Συμβόλου της Πίστεως περί της Μιάς (και Μόνης) Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.
Η δε προσθήκη εις το εν λόγω έκτον(6) άρθρον «αλλά και πιστεύει (η Ορθόδοξος Εκκλησία) ότι αι προς ταύτας (ενν. τας άλλας «Χριστιανικάς Εκκλησίας και Ομολογίας») σχέσεις αυτής πρέπει να στηρίζωνται επί της υπ’αυτών όσον ένεστι ταχυτέρας και αντικειμενικωτέρας αποσαφηνίσεως του όλου εκκλησιολογικού θέματος και ιδιαιτέρως της γενικωτέρας παρ’αυταίς διδασκαλίας περί μυστηρίων, χάριτος, ιερωσύνης και αποστολικής διαδοχής» ουδόλως επιλύει, παρά μόνον περιπλέκει το μέγα εκκλησιολογικόν θέμα. Δεν έχουν καμμίαν θεολογικήν αξίαν και σημασίαν αι αποσαφηνίσεις και εξηγήσεις «των άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών» διά την εκκλησιολογίαν και την διδασκαλίαν αυτών περί μυστηρίων, χάριτος, ιερωσύνης και αποστολικής διαδοχής, εάν προηγουμένως δεν ασπασθούν την Ορθόδοξον Εκκλησιολογίαν της Μιάς Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας και την αγίαν και αμώμητον Πίστιν και Παράδοσιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία πηγάζει από την Αγίαν Γραφήν και την Θείαν Διδασκαλίαν του Θείου Δομήτορος της Αγιωτάτης ημών Εκκλησίας Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, των Αγίων Αποστόλων και των Αγίων Πατέρων ημών. Διότι, εάν εμμένουν εις τας αιρέσεις και τας κακοδοξίας αυτών και συνεπώς δεν έχουν κοινωνίαν εν τη Πίστει και τη Αγάπη με την Μίαν και Μόνην Αγίαν του Χριστού Εκκλησίαν, τότε ούτε
Μυστήρια, ούτε Ιερωσύνην, αλλ΄ούτε και Αποστολικήν διαδοχήν έχουν. Όλα αυτά θραύονται και καταλύονται, όταν υφίσταται ο μολυσμός και η πνευματική νόσος της αιρέσεως και του σχίσματος, της κακοδοξίας και της πλάνης. Χριστιανικαί Εκκλησίαι εκτός της Μιάς και Μόνης Αγιωτάτης του Χριστού Εκκλησίας δεν λογίζονται, ούτε είναι δυνατόν με Θεολογικά και Αγιοπνευματικά κριτήρια να υφίστανται. Ασφαλώς δε είναι αδιανόητον και βλάσφημον να θεωρηθούν ποτέ αυταί οιονεί ως…«παραρτήματα» της Μιάς και Μόνης Εκκλησίας του Χριστού.
Και το τρίτον (γ’) χαρακτηριστικόν ιδίωμα, το οποίον παραθέτει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, είναι λίαν σημαντικόν και αξιοπρόσεκτον. Όλα τα εκτιθέμενα παρά της Οικουμενικής Συνόδου δόγματα και οι Κανόνες να είναι ορθόδοξα και ευσεβή και σύμφωνα με τας Θείας Γραφάς και τας προηγηθείσας Οικουμενικάς Συνόδους. Αυτό σημαίνει ότι και η συγκληθησομένη Αγία και Μεγάλη Σύνοδος, αφού τω όντι φέρει την κανονικήν ονομασίαν μιάς Οικουμενικής Συνόδου, καλείται να στοιχηθή κατά πάντα προς την δογματικήν και κανονικήν Παράδοσιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας και τας Θείας επιταγάς της Αγίας Γραφής και των Ιερών Κανόνων των προγενεστέρων Οικουμενικών Συνόδων.
Εφ΄όσον δε, κατά το Ιερόν Πηδάλιον της Εκκλησίας μας, ο όρος Αγία και Μεγάλη Σύνοδος ταυτίζεται με τον όρον Οικουμενική Σύνοδος, συνεπάγονται και αι ανάλογοι υποχρεώσεις της , διά να έχη και αυτή το απαιτούμενον κύρος και τας προϋποθέσεις αναγνωρίσεως αυτής εκ των υστέρων ως Οικουμενικής Συνόδου. Εκτός και εάν πρέπει, ακούοντες την ονομασίαν: Αγία και Μεγάλη Σύνοδος, να εννοήσωμεν απλώς την σύγκλησιν διηυρημένης Συνόδου Ορθοδόξων Προκαθημένων και ουδέν πλέον.
Πρωτίστως, προέχει η αναγνώρισις των δύο(2) αποδεχομένων και ανεγνωρισμένων υπό της γρηγορούσης δογματικής συνειδήσεως του πληρώματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας Οικουμενικών Συνόδων˙ της επί Μεγάλου Φωτίου των ετών 879-880μ.Χ. και της επί Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά του έτους 1351μ.Χ.
Και εν συνεχεία, στοιχούσα εις την παράδοσιν των αγίων επτά (7) Οικουμενικών Συνόδων, να τεθούν εις εφαρμογήν τα οριζόμενα και διακελευόμενα υπ’αυτών, ήτοι˙
1.Η τοποθέτησις του Ιερού Ευαγγελίου εις την κεντρικήν θέσιν της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, όπως έκπαλαι εγίνετο τούτο εις τας Οικουμενικάς Συνόδους και την ένθεν και ένθεν αυτού, κατά τα πρεσβεία τιμής και την ισχύουσαν τάξιν πλαισίωσιν των Προκαθημένων και λοιπών αγίων Συνέδρων.
2.Η συμμετοχή όλων των Ορθοδόξων Επισκόπων, πλην εκείνων, οι οποίοι λόγω γήρατος ή ασθενείας θα ζητήσουν αρμοδίως την εξαίρεσίν των.
3.Η συζήτησις και συνεξέτασις όλων των θεμάτων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Να εκφρασθούν επ΄αυτών ελευθέρως, αβιάστως και επαρκώς οι άγιοι Σύνεδροι και να τεθούν εις ψηφοφορίαν τα προς συνδιάσκεψιν θέματα, οπότε θα ισχύση το ιεροκανονικόν «η ψήφος των πλειόνων κρατείτω». Η προβλεπομένη αρχή ότι εκάστη Τοπική Εκκλησία θα έχη μίαν ψήφον και θα είναι προεξησφαλισμένη η ομοφωνία των μελών της δι’όλα τα θέματα δεν ερείδεται εις τους Θείους και Ιερούς Κανόνας. Το να προετοιμάζωνται και να προαποφασίζωνται τα θέματα από τας Προσυνοδικάς Επιτροπάς, χωρίς να έχουν ειδικώς εξουσιοδοτηθή οι εκπρόσωποι εκάστης Τοπικής Εκκλησίας (ομιλώ ειδικώτερον διά την Ελλαδικήν μας Εκκλησίαν) από το Κυρίαρχον Σώμα της Σεπτής Ιεραρχίας δι’έκαστον θέμα: τι θα υποστηρίξουν ως θέσιν και Απόφασιν της Ιεραρχίας μας, που θα συμφωνήσουν ή που θα διαφωνήσουν, και χωρίς να γνωρίζη η Σεπτή Ιεραρχία και δι΄αυτής έκαστος Επίσκοπος την άλλην πλευράν (altera pars) και την πρόοδον και εξέλιξιν των εργασιών των Προσυνοδικών Διασκέψεων, αυτό αφίσταται κατά μυρίας παρασάγγας από την Ορθόδοξον Παράδοσιν. Παραπέμπει εις το μοναρχικόν ή και ολιγαρχικόν πολίτευμα του Δυτικού θρησκευτικού κόσμου, εις Δυτικά πρότυπα και όχι εις το Συνοδικόν πολίτευμα της Ορθοδόξου Ανατολής. Η Αγία του Χριστού Ορθόδοξος Εκκλησία δεν δέχεται, ούτε θα δεχθή ποτέ μοναρχίαν ή ολιγαρχίαν, και πολύ περισσότερον δεν θα αποδεχθή Πάπαν εν τη Ανατολή. Εις την Ορθόδοξον Παράδοσίν μας καταρτίζονται εκ των προτέρων τα θέματα της ημερησίας διατάξεως, αλλά δεν προαποφασίζονται. Αι αποφάσεις λαμβάνονται εν Αγίω Πνεύματι («έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν» 5 ελέχθη κατά την Αποστολικήν Σύνοδον των Ιεροσολύμων) εν τη ώρα των ιερών συνεδριών. Ελεύθεροι και αδέσμευτοι, χωρίς πιέσεις και απειλάς, εκφράζονται οι άγιοι Σύνεδροι με τον φωτισμόν του Αγίου Πνεύματοςδιαλέγονται ή διαφωνούν κινούμενοι υπό της φωτιστικής Χάριτος του Παρακλήτου και αποφασίζουν εν Αγίω Πνεύματι. «Ου δε το Πνεύμα Κυρίου, εκεί ελευθερία» 6 και
4. Η Αγιοπατερική και ιεροκανονική στάσις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου έναντι εκείνων, οι οποίοι διά λόγους συνειδήσεως και προσηλώσεως εις τους δογματικούς Όρους και τους Ιερούς Κανόνας της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας δεν θα συμμορφωθούν εις τυχόν αποφάσεις ασυμβάτους και αντικρουομένας προς την Ορθόδοξον Παράδοσιν (την δογματικήν και την ιεροκανονικήν). Η συνοχή και η πλήρης αποδοχή των αποφάσεων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου θα εξαρτηθή από τον απόλυτον αυτής σεβασμόν, χωρίς καινοτομίας και προσθαφαιρέσεις εις το περιεχόμενον της Αγίας ημών και αμωμήτου Πίστεως, διδασκαλίας και Παραδόσεως. Από την πλήρη συμμόρφωσιν προς την αρχήν του «μη μεταίρειν όρια αιώνια, α οι Πατέρες έθεντο».
Απαιτείται μεγάλη προσοχή και επαγρύπνησις διά να μη επαληθευθούν ο φόβος και η ανησυχία του εν αγίοις αναπαυομένου αειμνήστου Αρχιμανδρίτου π.Επιφανίου Θεοδωροπούλου, σπουδαίου Κανονολόγου της Εκκλησίας μας, άτινα εξέφρασε κατά την δεκαετίαν του 60 εις τον τότε Οικουμενικόν Πατριάρχην Αθηναγόραν διά των εξής λόγων: «Μυριάκις προτιμώτερον, Παναγιώτατε, να εκριζωθή ο ιστορικός της Κων/πόλεως θρόνος και να μεταφυτευθή εις τινα έρημον νησίδα του Πελάγους, ακόμη δε και να καταποντισθή εις τα βάθη του Βοσπόρου, ή να επιχειρηθή έστω και η ελαχίστη παρέκκλισις από της χρυσής των Πατέρων γραμμής, ομοφώνως βοώντων:΄Ου χωρεί συγκατάβασις εις τα της Πίστεως… Μη θέλετε να δημιουργήσητε εν τη Εκκλησία σχίσματα και διαιρέσεις. Πειράσθε να ενώσητε τα διεστώτα και το μόνον όπερ θα κατορθώσητε, θα είναι να διασπάσητε τα ηνωμένα και να δημιουργήσητε ρήγματα εις εδάφη έως σήμερον στερεά και συμπαγή. Σύνετε και συνέλθετε!…» 7 .
Oι Θείοι και Ιεροί Κανόνες των Αγίων Οικουμενικών και των (ανεγνωρισμένων) Τοπικών Συνόδων «εκδικούνται», κατά την συνήθη έκφρασιν του αειμνήστου π.Επιφανίου, όταν γίνεται παράβασις και καταπάτησίς των. Καθορίζεται σαφώς το επιτίμιον διά τους καταφρονητάς των (καθαίρεσις, αφορισμός, ακοινωνησία, αργία κλπ.). Οι παραβάται των Ιερών Κανόνων τίθενται προ των βαρέων ευθυνών των και ενώπιον της κρίσεως της συνειδήσεώς των. Η Τοπική Εκκλησία, εις την οποίαν ανήκει ο καταφρονητής του συγκεκριμένου ή των συγκεκριμένων Ιερών Κανόνων, έχει την ευθύνην και την υποχρέωσιν να επιβάλη, μετά την νόμιμον και κανονικήν διαδικασίαν, τας προβλεπομένας κυρώσεις.
Είναι θλιβερόν δε και ανησυχητικόν ότι, ενώ παρατηρούνται κατάφωροι παραβιάσεις Ιερών Κανόνων Αγίων Οικουμενικών Συνόδων και λοιπών άλλων, και μάλιστα εις τα κρίσιμα θέματα συμπροσευχών και κοινωνίας με ετεροδόξους, αιρετικούς και ακοινωνήτους, και το ακόμη χειρότερον με αλλοθρήσκους, χωρίς να επιδεικνύεται η επιβαλλομένη ευαισθησία από τους εκκλησιαστικώς αρμοδίους και υπευθύνους εν τούτοις υπάρχει μεγάλη σπουδή και πρόθεσις επιβολής βαρέων επιτιμίων υπό της συγκληθησομένης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου με το αιτιολογικόν να αποφευχθούν διασπάσεις και διαιρέσεις, αν και αυταί δεν είναι δυνατόν να αποτραπούν με το «μαστίγιον», αλλά με τον θρίαμβον και την επικράτησιν της σωζούσης Θείας Αληθείας. Διότι, εάν συμβή το αντίθετον, ενώ δεν θέλει να ονομάζεται Οικουμενική και δεν διαθέτει προδήλως το κύρος και την αυθεντίαν της, αναμφιβόλως θα εκφύγη των αρμοδιοτήτων της και των ορίων της αρχής της Συνοδικότητος και της εν Χριστώ ελευθερίας, καθώς επίσης και της ελευθέρας εκφράσεως των αγίων Συνέδρων, γεγονός το οποίον θα παραπέμψη εις θλιβεράς εποχάς βίας και καταναγκασμού.
Β’
Η μέχρι τούδε αναφορά εις τα ιδιώματα και τα χαρακτηριστικά των Οικουμενικών Συνόδων εγένετο διά να πραγματοποιηθή η σύγκρισις μεταξύ τούτων και των της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου γνωρισμάτων και να κατανοηθούν αι μετ’αυτών ριζικαί διαφοραί .
Εν αντιθέσει, λοιπόν, προς τας Αγίας Οικουμενικάς Συνόδους η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος διακρίνεται και κρίνεται διά τα ακόλουθα:
1.Αποκλείει και αφαιρεί το κανονικόν δικαίωμα όλων των εν ενεργεία Ορθοδόξων Επαρχιούχων Επισκόπων, (εκτός του περιωρισμένου αριθμού των 24 εκπροσώπων Επισκόπων εξ εκάστης Τοπικής Εκκλησίας) να συμμετάσχουν μετά ψήφου εις την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον, ως συνέβαινε τούτο εις εκάστην των Οικουμενικών Συνόδων, αι οποίαι και είχον την κανονικήν προσωνυμίαν της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Ουδείς Επίσκοπος διαποιμαίνων Ορθόδοξον Ποίμνιον (μη ων βεβαίως καταδεδικασμένος) απεκλείσθη ποτέ εκ τινος Αγίας Οικουμενικής Συνόδου, ειμή οι διά διαφόρους λόγους κωλυθέντες ίνα προσέλθωσι, παρά το σημειούμενον εν τη προρρηθείση Εγκυκλίω. Η παράδοσις είναι σαφεστάτη, ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης κατηγορηματικός εν τω Ιερώ Πηδαλίω, καθ΄α είπομεν, και ο αείμνηστος Καθηγητής του Κανονικού Δικαίου Αμίλκας Αλιβιζάτος σαφώς παρατηρεί ότι: «Εν τη Ανατολική Εκκλησία ενώ το κυρίως διοικούν σώμα είναι το σώμα Κληρικών και δη το των Επισκόπων, δεν αποκλείεται το λαικόν σώμα εκ της διοικήσεως, διά της εκ μέρους του δι΄ εκλογής αναδείξεως των Κληρικών, και διά της απαραιτήτου του συνεργασίας εις τον σχηματισμόν της «συνειδήσεως της Εκκλησίας», της υπερτάτης ταύτης εν τη Εκκλησία αυθεντίας. Επί τη βάσει της αρχής ταύτης, η ανωτάτη διοικητική βαθμίς εκκλησιαστικής Ιεραρχίας και διοικήσεως είναι η Οικουμενική Σύνοδος, η συγκροτουμένη κυρίως εκ της ολότητος των εν ενεργεία Επισκόπων και της οποίας αι αποφάσεις οριστικώς γινόμεναι υπό της συνειδήσεως της Εκκλησίας αποδεκταί,αποτελούν την υψίστην εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία αυθεντίαν. 8
2.Περιορίζει την ψήφον εις μίαν (1) δι΄ εκάστην Τοπικήν Εκκλησίαν, εκείνην την του Προκαθημένου αυτής, όπερ τυγχάνει αμάρτυρον εν τη Εκκλησιαστική ημών Ιστορία, ενώ τυχόν διαφωνίαι Επισκόπων συνοδευόντων αυτόν απλώς καταγράφονται εις τα Πρακτικά.
3.Παρ΄ότι ελήφθη Απόφασις της Σεπτής ημών Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (Ιεραρχία Οκτωβρίου 2009) περί του ότι οι Σεβασμιώτατοι εκπρόσωποι της ημετέρας Εκκλησίας θα ενημερώνουν προηγουμένως την Ι.Σ.Ι.διά τα συζητηθησόμενα θέματα εις τας Προσυνοδικάς Πανορθοδόξους Διασκέψεις και Επιτροπάς και θα λαμβάνουν την σεπτήν εντολήν της Ι.Σ.Ι. διά την επίσημον τοποθέτησιν της Τοπικής ημών Εκκλησίας επί των θεμάτων αυτών, εν τούτοις η Ι.Σ.Ι. έχει παντελή άγνοιαν τούτων. Διά την ακρίβειαν ο Σεβασμιώτατος εκπρόσωπος της Εκκλησίας μας εις τον Θεολογικόν διάλογον μετά των Ρωμαιοκαθολικών Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ.Χρυσόστομος ενημέρωσε κατά την Ιεραρχίαν του Οκτωβρίου 2014 το Ιερόν Σώμα διά τα θέματα της μελλούσης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, αλλά δι΄έκαστον εξ αυτών δεν εδόθη η «γραμμή πλεύσεως» παρά της Ι.Σ.Ι. Αναφέρομαι συγκεκριμένως εις τα κείμενα της Ε΄ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως του Σαμπεζύ – Γενεύης (10-17 Οκτωβρίου 2015), αφού διά τας συζητήσεις, τας προτάσεις και τας επ΄αυτών αποφάσεις είχε άγνοιαν η Ιεραρχία μας. Οπωσδήποτε οι Σεβασμιώτατοι εκπρόσωποι δι΄ αναφορών αυτών παρείχον ενημέρωσιν εις την οικείαν Μ.Σ.Ε. και δι΄αυτής εις την Δ.Ι.Σ. αλλά, επαναλαμβάνω, το Κυρίαρχον Σώμα της Ι.Σ.Ι. είχε πλήρη άγνοιαν τούτων.
Βεβαίως, κατόπιν παρεμβάσεως του Πατριαρχείου Ρωσίας, απεφασίσθη η κοινοποίησις των Πρακτικών της Ε΄Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως και της Συνόδου των Μακαριωτάτων Προκαθημένων (Σαμπεζύ –Γενεύης, Ιανουάριος 2016 ), τα οποία και ελάβομεν διά της Ιεράς ημών Συνόδου.
Τα εν λόγω θέματα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου προσυνεζητήθησαν και προαπεφασίσθησαν υπό των ως άνω δύο οργάνων (Προσυνοδικής Διασκέψεως και Συνόδου Προκαθημένων) και έπεται ως το εικός η επικύρωσις αυτών εν τη Αγία και Μεγάλη Συνόδω διά της μιάς ψήφου, ην θα καταθέση εκάστη Τοπική Εκκλησία διά του Προκαθημένου αυτής, εν τη αρχή της ομοφωνίας.
4.Όμως, διά τον λόγον ότι η Σεπτή Ιεραρχία μας δεν εξέφρασε εκ των προτέρων εν Συνόδω τας θέσεις αυτής επί των ως άνω θεμάτων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, αλλ΄ έχει εις τας χείρας αυτής προειλημμένας αποφάσεις, θα συμμετάσχη δε εις τας Συνεδρίας αυτής δι΄αντιπροσωπείας Ιεραρχών και όχι, ως θα έδει, διά της ολότητος του Σώματος αυτής, καταδεικνύεται δι΄εγγράφων και υπομνημάτων σεβασμίων και ευπαιδεύτων Μελών Αυτής (ως λ.χ. των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου και Νέας Σμύρνης κ.Συμεών) η διαφωνία επί σοβαρών θεολογικών εκκλησιολογικών και κανονικών θεμάτων, αφορώντων εις την θεματολογίαν και τας περί της συγκλήσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου αποφάσεις των αρμοδίων οργάνων. Εις τα εν λόγω έγγραφα -υπομνήματα θα ήτο χρήσιμον να συναριθμηθούν, τόσον το από 11-2-2016 εμπεριστατωμένον κείμενον του Πανιερ.Μητροπολίτου Λεμεσού κ. Αθανασίου προς την Ιεράν Σύνοδον της Κύπρου, όσον και το από 10-2-2016 περισπούδαστον επιστολικόν κείμενον του ελλογ.Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. κ. Δημητρίου Τσελεγγίδου προς την Ιεράν ημών Σύνοδον.
5.Ταπεινώς φρονώ, έπειτα από τας σοβαράς παρατηρήσεις των Σεβασμιωτάτων αγίων Αδελφών και του Δογματολόγου Καθηγητού κ.Τσελεγγίδου επί του κειμένου της Ε΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως, το οποίον τιτλοφορείται «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον», αλλά και κατόπιν του γεγονότος ότι η Εκκλησία της Γεωργίας το απορρίπτει εξ ολοκλήρου, και εισηγούμαι εις την Ι.Σ.Ι. όπως προτείνη εις την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον την απόσυρσιν και την ριζικήν αναθεώρησιν αυτού. Και εις την Ιεράν Σύνοδον του Πατριαρχείου Ρωσίας προεβλήθησαν, κατά την πρόσφατον Συνεδρίαν αυτής, σοβαραί ενστάσεις και επιφυλάξεις.
Ανεφέρθη και προηγουμένως ότι, παρά την διακήρυξιν εις το κείμενον:«Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον» της Εκκλησιαστικής αυτοσυνειδησίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ούσης της «Μιάς Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας» (άρθρον 1), εις το άρθρον 6 «η Ορθόδοξος Εκκλησία αναγνωρίζει την ιστορικήν ύπαρξιν άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών και ομολογιών μη ευρισκομένων εν κονωνία μετ’ αυτής». Ελέχθησαν τα προσήκοντα περί του σοβαροτάτου αυτού εκκλησιολογικού θέματος. Εις το αυτό άρθρον, ενώ ομολογείται ότι «κατά την οντολογικήν φύσιν της Εκκλησίας η ενότης αυτής είναι αδύνατον να διαταραχθή», εν τούτοις εις το τέλος του ιδίου άρθρου σημειούται ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία με την συμμετοχήν της εις την Οικουμενικήν Κίνησιν έχει ως «αντικειμενικόν σκοπόν την προλείανσιν της οδού της οδηγούσης προς την ενότητα» 9.
Εις το ίδιον μήκος κύματος κινούνται και αι φράσεις του άρθρου 5 «επί τω τέλει της αναζητήσεως …της απολεσθείσης ενότητος των Χριστιανών» και του άρθρου 7 «αι κοιναί προσπάθειαι προς αποκατάστασιν της χριστιανικής ενότητος». Στοιχούν δε αύται και εις τους λόγους του Παναγ. Οικουμενικού Πατριάρχου κ.Βαρθολομαίου, τόσον κατά την εν έτει 2014 συνάντησιν αυτού εις τα Ιεροσόλυμα μετά του Πάπα Φραγκίσκου, ότε εχαρακτήρισε την Αγίαν μας Εκκλησίαν ως «Μίαν Αγίαν, αλλά διεσπασμένην εν χρόνω», όσον και κατά την θρονικήν εορτήν εν Κων/πόλει, ότε ωμίλησε περί Εκκλησιών (Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής) «απεσχισμένων αλλήλαις», ενώ η απόσχισις καταγράφεται μόνον εις τους Ρωμαιοκαθολικούς, οι οποίοι απέστησαν και απεσχίσθησαν εκ της Μιάς Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.
Εις το άρθρον δε 22 του αυτού κειμένου, το οποίον «θεωρεί καταδικαστέαν πάσαν διάσπασιν της ενότητος της Εκκλησίας» καταγράφεται το εξής: «Ως μαρτυρεί η όλη ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η διατήρησις της γνησίας ορθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά του συνοδικού συστήματος, το οποίον ανέκαθεν εν τη Εκκλησία απετέλει τον αρμόδιον και έσχατον κριτήν περί των θεμάτων πίστεως», όπερ άτοπον, γνωστής ούσης της περί τούτου Ορθοδόξου Παραδόσεως, την οποίαν, ως προείπον, υποστηρίζει και προβάλλει εναργέστατα ο αείμνηστος Κανονολόγος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αμίλκας Αλιβιζάτος (βλ. την υπ’αριθμόν 8 υποσημείωσιν εν τη σελίδι 10 του παρόντος).
6.Ωσαύτως, ταπεινώς καταθέτω και την ανησυχίαν και παράκλησίν μου να ληφθούν υπ’ όψιν ωρισμέναι προτάσεις, αφορώσαι εις αυτήν ταύτην την ονομασίαν του Π.Σ.Ε. και την εντός αυτού θέσιν και παρουσίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας.
Εις το κείμενον «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον», άρθρον 16, σημειούται ότι : «Αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι Γεωργίας και Βουλγαρίας απεχώρησαν εκ του Π.Σ.Ε., η μεν πρώτη εν έτει 1997, η δε δευτέρα εν έτει 1998, ως έχουσαι ιδίαν αυτών γνώμην περί του έργου του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών και ούτω δεν συμμετέχουν εις τας υπ’αυτού και των άλλων διαχριστιανικών οργανισμών δραστηριότητας». Αι λοιπαί τοπικαί Ορθόδοξοι Εκκλησίαι συμμετέχουν ως ελαχίστη μειοψηφία εις το Π.Σ.Ε., έναντι της πλειάδος των Προτεσταντικών παραφυάδων, ενώ οι Ρωμαιοκαθολικοί δεν συμμετέχουν ως μέλη, αλλά παρίστανται ως παρατηρηταί. Ως εκ τούτου τα αναφυόμενα ερωτήματα είναι τα εξής: α) Οι Ρωμαιοκαθολικοί είναι σωφρονέστεροι ημών των Ορθοδόξων και ημείς ενδοτικότεροι εκείνων ως προς την συνύπαρξιν και συνεργασίαν ημών εν τω Π.Σ.Ε.; β) Η καθ΄ημάς Ορθόδοξος Ελλαδική Εκκλησία, μετά πάροδον επτά περίπου δεκαετιών, δεν απέκτησε ως αι προμνημονευθείσαι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι «ιδίαν γνώμην περί του έργου του Π.Σ.Ε»; γ) Δεν προβληματίζεται εκ του γεγονότος ότι θεωρείται, παρά την εκκλησιολογικήν αυτοσυνειδησίαν της, ως μία εκ των πολλών «Χριστιανικών Εκκλησιών» (γράφε˙ παρασυναγωγών και αιρέσεων, αι οποίαι παραχαράσσουν και αλλοιώνουν την σώζουσαν αλήθειαν του Χριστού και ασφαλώς δεν αποτελούν, ως ελέχθη, «άλλας οδούς σωτηρίας;». δ) Πως αισθάνεται η ημετέρα Εκκλησία μετά τον συναγελασμόν, τας συμπροσευχάς και τα λοιπά «έκτροπα» από πνευματικής πλευράς , τα οποία παρατηρούνται κατά τας συνεδρίας του Π.Σ.Ε.;
Εις το σημείον αυτό και εις επίρρωσιν των γραφομένων θα αναφερθώ εις τας απαραδέκτους εκκλησιολογικάς θέσεις τας διατυπωθείσας υπό της 10ης Γενικής Συνελεύσεως του Π.Σ.Ε. εις το Πουσάν της Κορέας και γενομένας ομοφώνως αποδεκτάς και υπό των παρισταμένων ορθοδόξων αντιπροσώπων, διά τας οποίας κατετέθη εις την Ιεράν Σύνοδον έγγραφος διαμαρτυρία εξ (6) Μητροπολιτών (Δρυινουπόλεως, Πειραιώς, Γλυφάδας, Κυθήρων, Αιτωλίας και Γόρτυνος), και τον μήνα Φεβρουάριον του 2014, αλλ΄ουδεμία γραπτή ή προφορική απάντησις ή εξήγησις εδόθη.
Παραθέτω αυτούσιον μικρόν απόσπασμα:«Το εν λόγω επίσημον κείμενον «Δήλωσις Ενότητος» (Unity Statement) της 10ης Συνελεύσεως του Π.Σ.Ε. επιτίθεται κατά της Ορθοδοξίας, του Σώματος του Χριστού, αποδεχόμενον (α) ότι και η Ορθόδοξος Εκκλησία μετά των λοιπών «εκκλησιών» πρέπει να μετανοήση διά την διάσπασιν των χριστιανών, (β) ότι η Εκκλησία, ούσα Σώμα Χριστού, δεν διέπεται παρά ταύτα αναγκαίως υπό δογματικής ομοφωνίας, ούτε και εν αυτή τη αποστολική εποχή, (γ) ότι υφίσταται νυν αόρατος εκκλησιαστική ενότης του χριστιανισμού και προσδοκάται η ορατή ενότης της Μιάς Εκκλησίας, (δ) ότι η προσευχή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού «ίνα πάντες ώσιν εν», δεν έχει εκπληρωθή, αλλ΄ απόκειται εις ημάς το καθήκον τούτο (ε) ότι η Εκκλησία δύναται να εμπλουτισθή και ωφεληθή εκ των χαρισμάτων των ετεροδόξων, (στ) ότι είμεθα υπόλογοι έναντι του Θεού αν δεν επιδιώκωμεν διαρκώς την χριστιανικήν ενότητα προς όφελος της έξωθεν καλής μαρτυρίας, (ζ) την πονηράν ασάφειαν, ότι ο Θεός «πάντοτε μας εκπλήσσει» και ότι η Εκκλησία προοδεύει εις την επίγνωσιν του θείου θελήματος (η) ότι πρέπει να χρησιμοποιηθούν νέοι τρόποι προσεγγίσεως των θεολογικών διαφωνιών και (θ) ότι η ενότης της Εκκλησίας είναι αλληλένδετος μετά της ενότητος της ανθρωπότητος και της κτίσεως.
Πέραν τούτων, το κείμενον (ι) έχει και σαφή μη χριστιανικόν οικολογικόν προσανατολισμόν, ομιλούν περί αναμονής εγκοσμίου ανακαινισμού της κτίσεως και επιγείου ευημερίας αυτής και της ανθρωπότητος και περί της προς τούτο ανθρωπίνης ευθύνης, ποιείται δε λόγον (ια) και περί συνεργασίας των χριστιανών και μεθ΄ ετεροθρήσκων ή αθρήσκων υπέρ της επιγείου ταύτης ευημερίας! «Ουδέν θαυμαστόν», λοιπόν, ότι το κείμενον χρησιμοποιεί και τον πασίγνωστον αποκρυφιστικόν όρον «ολιστικός» εκ του μονισμού, διά να χαρακτηρίση την αποστολήν της Εκκλησίας (“holistic mission-evangelism”). Υπονοούμενα αφίνει το κείμενον και υπέρ της εκκλησιαστικής αποδοχής «περιθωριακών» τρόπων ζωής, άνευ διευκρινήσεων περί αμαρτίας και μετανοίας, η τελική στόχευσις των οποίων δέον να συνεκτιμηθή μετά της γενικωτέρας θετικής στάσεως της Συνελεύσεως του Πουσάν έναντι της ομοφυλοφιλίας» 10 .
Έπειτα από αυτά δεν θα έπρεπε να εισηγηθώμεν τα αρμόδια και τα προσήκοντα εις μίαν τοιαύτην μεγίστης σημασίας Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον, η οποία επί ένα περίπου αιώνα προετοιμάζεται; Δεν θα ηδυνάμεθα, εάν θέλωμεν να συμμετέχωμεν εις το Συμβούλιον αυτό δι΄ ανθρωπιστικούς και ειρηνευτικούς και μόνον λόγους, άνευ ευχών, λατρευτικών εκδηλώσεων και συμπροσευχών, να το ονομάσωμεν Παγκόσμιον Συμβούλιον Χριστιανικών Κοινωνιών ή Κοινοτήτων;
Γ’
Μετά τα ως άνω, προφανώς, δεν γίνεται αποδεκτή η εξίσωσις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου με τας προδιαγραφάς μιάς νέας Οικουμενικής Συνόδου.Ενώ διεκδικεί «Πανορθόδοξον κύρος», δεν θέλει να είναι αυτό, το οποίον υποδηλοί ο επίζηλος τίτλος της. Ο Σεβ. Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ.Χρυσόστομος, κατά την ενημέρωσιν της Σεπτής Ιεραρχίας τον Οκτώβριον του 2014 περί της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου ανέφερε και τα εξής: ««η ιδία η θεματολογία, ως αύτη καθωρίσθη πανορθοδόξως και ομοφώνως, και ο σκοπός συγκλήσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, προσδιορίζει και τον χαρακτήρα Αυτής της Συνόδου ουχί ως Οικουμενικής, αλλ’ ως Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας» 11.
Επανερχόμενος δε και αύθις εις το θέμα της μη συμμετοχής όλων των εν ενεργεία Επαρχιούχων Επισκόπων εις την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον και της μιάς ψήφου εκάστης εκ των Τοπικών Εκκλησιών, κατατιθεμένης υπό του Προκαθημένου μιάς εκάστης, θεωρώ σκόπιμον να παραθέσω τας επ΄ αυτού διαπιστώσεις-επισημάνσεις του εκ των νεωτέρων Καθηγητών του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ κ. Χρυσοστόμου Σταμούλη. 12 «…Έχω την αίσθηση ότι η μεγάλη και ευλογημένη ευκαιρία έχει να κάνει κυρίως με τη βάση της Εκκλησίας. Μία βάση ξεκομμένη από την πληροφόρησι και συνεπώς τη συμμετοχή σε όλα όσα την αφορούν άμεσα και αποτελούν ως μη όφειλε αντικείμενο χειρισμών αποκλειστικά της κορυφής… Εάν διαπιστώνεται, λοιπόν, ένα έλλειμμα αυτό βρίσκεται στην ενημέρωση της βάσης, στην ενημέρωση των λαικών, αλλά και των κληρικών τόσο των δύο πρώτων βαθμίδων, όσο και των Επισκόπων των τοπικών Εκκλησιών. Φαίνεται έτσι να λησμονείται ή να παραθεωρείται, πως «η Σύνοδος δεν συνέρχεται για τον εαυτό της, συνέρχεται για όλο το λαό του Θεού, για όλο τον κόσμο», καθώς «είναι εκ του σώματος», «εν τω σώματι», «διά το σώμα».
Ως εκ τούτου, συνεχίζει ο κ.Καθηγητής, οι ενστάσεις οι οποίες και εδώ διατυπώθηκαν από μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν είναι χωρίς έρεισμα. Όντως, η συγκεκριμένη διαδικασία είναι αμάρτυρη εντός της ιστορίας της Εκκλησίας. Όντως φαίνεται να αγνοείται το ιστορικό κεκτημένο που θέλει τον κάθε Επίσκοπο να έχει μία ψήφο. Όντως φαίνεται να αντικαθίσταται ο Επίσκοπος από τον πρώτο και να υποχωρεί η ιδιαιτερότητα του προσώπου για χάρη του καθόλου της Τοπικής Εκκλησίας…
Και δεν χωρά καμία αμφιβολία πως σε όλα τα παραπάνω θα μπορούσαμε να προσθέσωμε και άλλα. Να πούμε για παράδειγμα ότι με την αποδοχή της ομοφωνίας, αλλά και της μίας ψήφου ηττάται η Εκκλησιολογία της συνοδικότητας, βιάζεται η παράδοση της Εκκλησίας και περιθωριοποιείται η ίδια η ζωή…».
Μακαριώτατε Άγιε Πρόεδρε,
Σας κατεπόνησα με το ευσύνοπτον αυτό υπόμνημά μου. Θεωρώ ότι μελετώμενον δύναταί πως να συμβάλη εις την επιτυχεστέραν πραγματοποίησιν των εργασιών της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου .
Ως προς την επιλογήν και την συμμετοχήν των 24 Σεβ.Μητροπολιτών εις αυτήν, ενώ το γε νυν έχον δεν επιθυμώ προσωπικώς να συμμετάσχω διά τους προμνημονευθέντας κανονικούς λόγους, εκτός εάν άλλως δόξη τη Σεπτή Ι.Σ.Ι., κλίνω προς την πρότασιν του Σεβ.Μητροπολίτου Ν.Σμύρνης με την εξής προσθήκην: Αφού εκ της Δ.Ι.Σ. προκριθούν οι εξ (6) αρχαιότεροι μετά του Αντιπροέδρου αυτής, και από τας δύο Μ.Σ.Ε επί των Διορθοδόξων και των Διαχριστιανικών Σχέσεων και των Δογματικών και Νομοκανονικών Ζητημάτων προτιμηθούν τα τρία (3) αρχαιότερα τακτικά μέλη (εξ αμφοτέρων), η Σεπτή Ιεραρχία διά μυστικής ψηφοφορίας ή διά κληρώσεως (όπως γίνεται διά την επιλογήν των μελών των Συνοδικών Δικαστηρίων), αφού προηγουμένως ερωτηθούν άπαντα τα μέλη της Ι.Σ.Ι., ποία θέλουν διά λόγους προσωπικούς (υγιείας, γήρατος ή σωματικής αδυναμίας) να μην συμμετάσχουν, να προβή εις την επιλογήν των άλλων δώδεκα (12) Σεβασμιωτάτων αγίων Αδελφών.
Ταπεινώς φρονώ ότι, ούτως εχόντων των πραγμάτων, η διά του ενός ή του άλλου τρόπου επιλογή της εν θέματι αντιπροσωπείας θα είναι διακαιοτέρα και περισσότερον παρά πάντων αποδεκτή.
Επί δε τούτοις, υποσημειούμενος ευλαβώς, διατελώ,
Μετά βαθυτάτου σεβασμού
Ελάχιστος εν Χριστώ Αδελφός
+ο Κυθήρων Σεραφείμ
1 Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καί Ἀγαπίου Ἱερομονάχου, Πηδάλιον τῆς Νοητῆς Νηός τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔκδ.Β’, ἐν Ἀθήναις 1841.
2 Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καί Ἀγαπίου Ἱερομονάχου, Πηδάλιον…, ἔκδ. Β’ ἐν Ἀθήναις 1841, Περί τῆς Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Πρώτης Συνόδου, Προλεγόμενα, ὑποσημ.1, σ.66.
3 Ἔνθ΄ ἀνωτ. ὑποσημ.1, σ.66, Δοσιθέου σελ. 633 τῆς Δωδεκαβίβλου.
4 Αὐτόθι.
5 Πραξ. ιε’ 28.
6 Β’ Κορ. γ’ 17.
7 Ἀρχιμ. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, Ἄρθρα-Μελέται-Ἐπιστολαί, τ. Α’, Ἀθῆναι 1981, σσ.152-153.
8 Ἁμίλκα Σ. Ἀλιβιζάτου(†), Καθηγητοῦ τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου ἐν τῷ Πανεπιστημίῳ Ἀθηνῶν, Οἱ Ἱεροί Κανόνες, ἔκδ.Τρίτη 1997, Ἀποστολική Διακονία, Ἀθῆναι, σελ. 20.
9Δημ.Τσελεγγίδου, Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου, Ἐπιστολή πρός τόν Σεβ.Μητροπολίτην Κισινιέφ καί πάσης Μολδαβίας κ. Βλαδίμηρον, Θεσ/νίκη 31/1/2016, σελ.2.
10 Ἐπιστολικόν ἔγγραφον Σεβ. Μητροπολιτῶν , Ἀθῆναι 7-2-2014, πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ,σελ.3, περί ἀπαραδέκτων ἐκκλησιολογικῶν θέσεων τῆς 10ης Γενικῆς Συνόδου τοῦ Π.Σ.Ε εἰς τό Πουσάν Κορέας.
11 Χρυσοστόμου Σαββάτου, Μητροπολίτου Μεσσηνίας, Εἰσήγησις ἐνώπιον τῆς Ι.Σ.Ι. μέ θέμα : «Ἐνημέρωσις περί τῆς μελλούσης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, σελ. 8, παρ. 2.
12 Χρυσοστόμου Σταμούλη, «Ἡ λειτουργία τῆς ὁμοφωνίας καί ἡ ποιητική τῆς ἑνότητας», Εἰσήγησις «Πρός τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο». (3-5 Δεκεμβ. 2015)