Την Κυριακή 12 Ιουνίου το απόγευμα διοργανώθηκε στο πλαίσιο των ΚΒ΄Παυλείων, στη Σχολή του Αριστοτέλη στη Μίεζα, Εσπερίδα για τους κατηχητές και κυκλάρχες της Ιεράς Μητροπόλεως Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας με το τίτλο: «Ελληνισμός – Χριστιανισμός οι δύο πυλώνες της ορθόδοξης κατήχησης».
Αρχικά απηύθυνε χαιρετισμό ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων. Εισηγητές ήταν η Δρ. Μαρία Συργιάννη, Σχολική Σϋμβουλος Θεολόγων Ββαθμιας Εκπαίδευσης με θέμα: «Ελληνισμός – Χριστιανισμός οι δύο πυλώνες της ορθόδοξης κατήχησης» και ο κ. Βασίλειος Τσίγκος, Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ με θέμα:«Η φσνέρωση του ανθρώπου στο Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού».
Ακολούθησε γόνιμη συζήτηση επι των θεμάτων που τέθηκαν.
Την Εσπερίδα συντόνισε ο αρχιμ. Διονύσιος Ανθόπουλος, υπεύθυνος του Γραφείου Νεότητος
Η εναρκτήρια ομιλία του Σεβασμιωτάτου
Η επέτειος της συμπληρώσεως 2400 ετών από τη γέννηση του μεγάλου Μακεδόνα φιλοσόφου Αριστοτέλη υπήρξε, όπως γνωρίζετε, η αφορμή να αφιερώσουμε τα φετινά ΚΒ´ Παύλεια στη σχέση του αποστόλου Παύλου με τους φιλοσόφους.
Το γενικό αυτό θέμα των φετινών Παυλείων μας δίνει την αφορμή να εξετάσουμε σε διαφόρους τομείς τη σχέση του κηρύγματος του Ευαγγελίου με την ελληνική παράδοση. Μας δίνει την αφορμή να δούμε βαθύτερα αυτή τη σχέση του ελληνισμού με τον χριστιανισμό που στο πρόσωπο του πρωτοκορυφαίου αποστόλου Παύλου πήρε μία διάσταση μοναδική, καθώς εκείνος χάραξε πρώτος τον δρόμο στον οποίο βάδισαν στη συνέχεια οι πατέρες της Εκκλησίας μας και τον οποίο συνεχίζει η Εκκλησία μας μέχρι σήμερα.
«Ελληνισμός και χριστιανισμός: οι δύο πυλώνες της ορθοδόξου κατηχήσεως», είναι το θέμα της φετινής Ημερίδος των κατηχητών της Ιεράς Μητροπόλεώς μας, το οποίο εντάσσεται επίσης στη γενικότερη θεματική των φετινών Παυλείων και θα μας απασχολήσει απόψε.
Πως και γιατί άραγε συνδυάζεται ο ελληνισμός με τον χριστιανισμό στην ορθόδοξη κατήχηση;
Ας προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό με μία σύντομη αναδρομή στο παρελθόν.
Σε μία εποχή εξαιρετικά δύσκολη και ταραγμένη, σε μία εποχή εξίσου δύσκολη με τη σημερινή, ο Μέγας Βασίλειος συνέγραψε μία πραγματεία απευθυνόμενη προς τους νέους της εποχής του η οποία είχε ως θέμα πως θα μπορούσαν να ωφεληθούν από τη μελέτη της ελληνικής γραμματείας: «Προς τους νέους όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων».
Ήταν η εποχή που ο Μέγας Βασίλειος και ο φίλος και συμμαθητής του στις σπουδαίες σχολές των Αθηνών, ο άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, έκαναν ένα διπλό αγώνα. Από τη μία διεκδικούσαν το δικαίωμα των χριστιανών να μελετούν τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, να σπουδάζουν την αρχαία ελληνική ρητορική και φιλοσοφία, δικαίωμα που αμφισβητούσαν ορισμένοι από τους ειδωλολάτρες της εποχής με πρώτο τον επίσης συμμαθητή τους αυτοκράτορα Ιουλιανό.Από την άλλη προσπαθούσαν να πείσουν τους χριστιανούς ότι η μελέτη των αρχαίων ελληνικών κειμένων δεν σήμαινε ταύτιση με τη θρησκεία των ειδώλων στα οποία πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες, αλλά αξιοποίηση των καλών και ωφέλιμων στοιχείων που αυτά τα κείμενα περιέχουν για τη δική τους ωφέλεια. Και όπως, γράφει ο Μέγας Βασίλειος, η μέλισσα παίρνει από κάθε άνθος αυτό που χρειάζεται για να κάνει το μέλι, έτσι και οι νέοι οφείλουν να επιλέγουν από την αρχαία σοφία αυτό που τους είναι ωφέλιμο και χρήσιμο.
Αυτό έκανε και ο ίδιος ο Μέγας Βασίλειος και οι άλλοι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας μας και κατόρθωσαν να εκκεντρίσουν τον Ελληνισμό με τη χριστιανική διδασκαλία.
Επέτυχαν να αξιοποιήσουν τα χρήσιμα και ωφέλιμα στοιχεία της ελληνικής γραμματείας, για να εκφράσουν με τα στοιχεία που αυτή τους προσέφερε τις αλήθειες της εις Χριστόν πίστεως και να τη διαδώσουν με αυτή τη μορφή στον κόσμο.
Επέτυχαν να πείσουν όσους τους αμφισβητούσαν αυτό το δικαίωμα ότι δεν χρειάζεται να πιστεύεις στους θεούς των ειδώλων για να μελετάς τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, ούτε να συμμερίζεσαι τις δικές τους απόψεις περί ψυχής ή περί του ανθρώπου. Γι᾽ αυτά έχεις την αποκεκαλυμμένη πίστη του Χριστού. Μπορείς όμως να τους μελετάς για να διδάσκεσαι από τον τρόπο της σκέψεως και της εκφράσεώς τους. Μπορείς να τους μελετάς για να διδάσκεσαι από τα επιχειρήματά τους και να τα χρησιμοποιείς για να τεκμηριώνεις κατά το ανθρώπινο και την χριστιανική πίστη, ώστε να προσεγγίζεις καλύτερα τους ανθρώπους που θέλεις να προσελκύσεις, όπως ακριβώς έκανε και ο απόστολος Παύλος μιλώντας στον Άρειο Πάγο προς τους Αθηναίους.Η συμφιλίωση αυτή του ελληνισμού με τον χριστιανισμό την οποία επέτυχαν οι μεγάλοι Καππαδόκες πατέρες οδήγησε στην επί αιώνες αγαστή τους συμπόρευση και συναλληλία η οποία όχι μόνο απέδωσε τους πολλούς και θαυμάσιους καρπούς του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού σε όλες του τις εκφάνσεις, αλλά αποτέλεσε και τα θεμέλια του ευρωπαικού και γενικότερα του δυτικού πολιτισμού επί του οποίου στηρίχθηκε η ανάπτυξη και η πρόοδος της ανθρωπότητος.
Και όμως παρά την τεράστια αυτή προσφορά του, στις ημέρες μας το επίτευγμα αυτό τίθεται εν αμφιβόλω, βάλλεται και συκοφαντείται. Αμφισβητείται η ύπαρξη και η αξία του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, βάλλεται και συκοφαντείται η ορθόδοξη χριστιανική πίστη.
Η προσπάθεια διαχωρισμού των δύο αυτών πυλώνων του Γένους και του πολιτισμού μας είναι επίμονη αλλά και επικίνδυνη, γιατί απειλεί τα ίδια τα θεμέλια της ιστορικής και πνευματικής υποστάσεώς μας. Είναι άδικη έναντι όλων αυτών που εργάσθηκαν και συνέβαλαν σε αυτή την αγαστή συμπόρευση και εις τους οποίους οφείλουμε τα μέγιστα.
Για εμάς, βεβαίως, που αναγνωρίζουμε την αξία των πραγμάτων· για εμάς που πιστεύουμε στα αγαθά της συμπορεύσεως του ελληνισμού με τον χριστιανισμό αιώνες τώρα, είναι αδύνατο να τους διαχωρίσουμε. Είναι αδύνατο να θεωρήσουμε τον ελληνισμό ανεξάρτητα από τον χριστιανισμό.
Έχουμε όμως και ένα χρέος έναντι των νέων και των παιδιών μας που ζούν σε μία δύσκολη εποχή, όπου τα πάντα αμφισβητούνται και τα πάντα κλονίζονται. Έχουμε χρέος να συνειδητοποιήσουμε ότι οι δύο πυλώνες του κατηχητικού μας έργου, οι δύο πυλώνες της ορθοδόξου κατηχήσεως είναι ο ελληνισμός και ο χριστιανισμός.Και εάν για όλο τον κόσμο είναι αδιαμφισβήτητη η προσφορά του ελληνισμού στον χριστιανισμό και του χριστιανισμού στον ελληνισμό, για εμάς τους Έλληνες η ορθόδοξη Εκκλησία, η ορθόδοξη πίστη, είναι αδιαχώριστη από την εθνική μας υπόσταση· και η πορεία της Εκκλησίας μας αλληλένδετη με την πορεία του Γένους μας.
Αυτό, βεβαίως, δεν σχετίζεται με οποιαδήποτε εθνική αντίληψη για την Εκκλησία ή την πίστη μας που είναι υπεράνω εθνικών ταυτοτήτων και διαχωρισμών κατά τη διακήρυξη του αποστόλου Παύλου η οποία αντανακλά την εντολή του Χριστού να κηρυχθεί το ευαγγέλιό του σε όλο τον κόσμο, χωρίς διακρίσεις και χωρίς διαχωρισμούς.
Για εμάς όμως τους Έλληνες αποτελεί τιμή και καύχημα το γεγονός ότι η γλώσσα μας έγινε το όχημα του Ευαγγελίου στον κόσμο. Είναι τιμή και καύχημα ότι προσφέραμε στην Εκκλησία μας χιλιάδες αγίους, μάρτυρες, ιεράρχες, οσίους και θεοφόρους πατέρες. Είναι ευλογία ότι στην ιστορική μας διαδρομή ανά τους αιώνες ζήσαμε την παρουσία και την προστασία του Θεού και των αγίων του.
Και αυτή την πραγματικότητα της συναλληλίας ελληνισμού και χριστιανισμού έχουμε χρέος να μεταδώσουμε και μέσω της κατηχήσεως, μέσω του κατηχητικού έργου και στα παιδιά των κατηχητικών μας. Και έχουμε χρέος και να την υπερασπισθούμε από όσους την αμφισβητούν ή και βάλλουν εναντίον, ή αμφισβητούν και βάλλουν κατά του ενός από τους δύο αυτούς πυλώνες. Διότι η ορθόδοξη κατήχηση δεν είναι θεωρία είναι ζωή, και η ζωή της Εκκλησίας μας είναι η καθημερινότητά της, είναι η λειτουργική της ζωή, είναι οι πατέρες της, είναι οι άγιοί της. Και όλα αυτά έχουν σχέση με τον Ελληνισμό. Γιατί τα ελληνικά είναι η γλώσσα των Ευαγγελίων μας. Τα ελληνικά είναι η γλώσσα της θείας Λειτουργίας και της υμνογραφίας μας που μας μεταδίδει τις πνευματικές εμπειρίες των θεοπνεύστων πατέρων της Εκκλησίας μας. Και είναι ανάγκη να τα κατανοούμε για να αισθανόμαστε και να νιώθουμε όλα αυτά που αισθανόταν και εξέφραζαν μέσω αυτών οι άγιοι της Εκκλησίας μας.Δεν είναι όμως μόνο η γλώσσα που καθιστά τον Ελληνισμό πυλώνα της ορθοδόξου κατηχήσεως. Είναι και η ιστορία του Γένους μας μέσα στην οποία, όπως ήδη είπα, είναι φανερή η παρουσία του Θεού. Είναι φανερή η παρουσία και η προστασία της Παναγίας μας και των αγίων μας.
Και εμείς οι Ορθόδοξοι δεν πιστεύουμε σε ένα Θεό απρόσωπο, αλλά σε ένα Θεό Πατέρα που ενδιαφέρεται και μεριμνά για τα παιδιά του και για τις ανάγκες τους, που ακούει τις προσευχές τους και επεμβαίνει για να τα προστατεύσει και να τα σώσει. Και όπως βλέπουμε τον Ιησού να επεμβαίνει για να σώσει τους μαθητές του, όταν κινδυνεύει το πλοίο τους να βυθισθεί, έτσι τον βλέπουμε να επεμβαίνει σωστικά και προστατευτικά επανειλημμένα στην ιστορία του Γένους μας. Το ίδιο συμβαίνει και με την Παναγία μας και με τους αγίους προστάτες των πόλεών μας, που πολλές φορές έσωσαν τους κατοίκους τους από ποικίλους κινδύνους και συμφορές.
Και εάν η ζωή των αγίων, όπως λέμε, είναι η ζωή της Εκκλησίας μας, και η ζωή της Εκκλησίας είναι η ζωή των αγίων, οι άγιοί μας πολλές φορές συνέδεσαν τη ζωή τους και με την πορεία του Γένους μας, συνέδεσαν τη ζωή τους αδιάρρηκτα με τον Ελληνισμό.
Γιατί πως μπορεί να διαχωρίσει κανείς τον Χριστιανισμό από τον Ελληνισμό στη ζωή και το έργο των τριών Ιεραρχών, στη ζωή και το έργο των ισαποστόλων αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου των Θεσσαλονικέων, στη ζωή και το έργο του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, του αγίου ιερομάρτυρος Γρηγορίου του Ε´, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, του αγίου ιερομάρτυρος Χρυσοστόμου Σμύρνης, του αγίου ιερομάρτυρος Αρσενίου, επισκόπου Βεροίας, αλλά και των πολυαρίθμων αγίων νεομαρτύρων της Ναούσης και όλων των άλλων αγίων νεομαρτύρων που μαρτύρησαν για να μην αρνηθούν ούτε την πίστη στον Χριστό ούτε την εθνική τους ταυτότητα.Η ορθόδοξη κατήχηση έχει βεβαίως και τον δεύτερο, αυτονόητο, πυλώνα της, τον Χριστιανισμό. Δεν χρειάζεται να αναπτύξω τι σημαίνει αυτό, γιατί είναι ευνόητο ότι δεν μπορεί να υπάρχει κατήχηση χωρίς το πραγματικό και ουσιαστικό της αντικείμενο. Και στην κατήχηση, όπως και στο κήρυγμα του Ευαγγελίου, «κηρύσσωμεν», όπως γράφει και ο πρωτοκορυφαίος απόστολος Παύλος, «Χριστόν εσταυρωμένον».
Αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να ξεχνούμε ποτέ. Ο Χριστός είναι η αρχή και το τέλος της κατηχήσεως. Είναι το άλφα και το ωμέγα. Ο,τι και εάν λέμε, τον Χριστό πρέπει να έχουμε ως κέντρο, ως σημείο αναφοράς, ως αφετηρία και κατάληξη. Το δικό του πρόσωπο πρέπει να φωτίζουμε και προς αυτόν να αποβλέπουμε πάντοτε και να οδηγούμε τα παιδιά. Γιατί εάν το κατηχητικό μας έργο δεν έχει ως κέντρο τον Χριστό, γιατί εάν η προσπάθειά μας δεν έχει ως σκοπό να γνωρίσουν τα παιδιά τον Χριστό και να συνδεθούν μαζί του μέσω της Εκκλησίας, μέσω της λειτουργικής και μυστηριακής ζωής, μέσω της προσευχής, τότε είναι ελλιπής και αποτυχημένη.
Είναι ανάγκη να προσέξουμε ιδιαιτέρως αυτό το σημείο, για να μην χάσουμε τον στόχο μας και το έργο της κατηχήσεως εξελιχθεί σε μία κενή περιεχομένου συζήτηση. Ασφαλώς μέσα στα κατηχητικά σχολεία θα πρέπει να ακούμε και να απαντούμε στους προβληματισμούς των παιδιών και των νέων μας, θα πρέπει να προσφέρουμε ευκαιρίες για να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες τους και να τα κρατήσουμε μέσα στη μητρική αγκάλη της Εκκλησίας μας, προστατευμένα από τους πολυάριθμους κινδύνους που ελλοχεύουν εκτός αυτής, αλλά θα πρέπει να μη λησμονούμε ότι το κέντρο και ο συνδετικός κρίκος πρέπει να είναι ο Χριστός. Αυτόν θα πρέπει να μάθουν να αγαπούν περισσότερο από κάθε τι άλλο, γιατί η πίστη μας σε αναφέρεται στον Χριστό και το Θεανθρώπινο πρόσωπό του. Δεν αναφέρεται σε ανθρώπινα πρόσωπα που έρχονται και παρέρχονται. Με τον Χριστό θα πρέπει τα παιδιά και οι νέοι μας να συνδέσουν τη ζωή τους, για να μην τους επηρεάζουν ποτέ οι τρικυμίες και οι καταιγίδες της ζωής. Και εάν αυτό συμβεί, τότε θα έχουμε επιτύχει τον σκοπό μας. Τότε δεν θα στηρίζουμε μόνο την ορθόδοξη κατήχησή μας στους δύο πυλώνες που προανέφερα, τον ελληνισμό και τον χριστιανισμό, αλλά θα βοηθήσουμε τα παιδιά μας να στηρίξουν και τη ζωή τους σε αυτούς πυλώνες, για να παραμένει ακλόνητη και σταθερή με τη χάρη του Θεού.
Με αυτές τις λίγες σκέψεις σας καλωσορίζω στην αποψινή μας εκδήλωση και καλωσορίζω και ευχαριστώ θερμά και τους δύο εκλεκτούς ομιλητές μας, την κ. Μαρία Σεργιάννη, θεολόγο, σχολική σύμβουλο των θεολόγων της δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως Βεροίας, η οποία θα μας μιλήσει με θέμα: «Ελληνισμός – Χριστιανισμός: οι δύο πυλώνες της ορθόδοξης κατήχησης», και τον καθηγητή του Ποιμαντικού Τμήματος της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ., κ. Βασίλειο Τσίγγο, ο οποίος θα μας αναπτύξει το θέμα «Η φανέρωση του ανθρώπου στον Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού».
Τους ευχαριστώ και πάλι θερμά για την πρόθυμη αποδοχή της προσκλήσεώς μας και την παρουσία τους απόψε ανάμεσά μας.
Και πριν να παραχωρήσω το βήμα, θα ήθελα να ευχαριστήσω και τον υπεύθυνο του Γραφείου Νεότητος της Ιεράς Μητροπόλεώς μας, τον πανοσιολογιώτατο αρχιμανδρίτη π. Διονύσιο Ανθόπουλο, για όλο το έργο που επιτελεί στον τομέα αυτό και ιδιαιτέρως για την διοργάνωση και αυτής της εκδηλώσεως για τους κατηχητές και τις κατηχήτριες της Ιεράς μας Μητροπόλεως.