Του Ζιμπάμπουε Σεραφείμ
Μητροπολίτης Ζιμπάμπουε: Η σημερινή Ευαγγελική Περικοπή (Ματθαίου 8, 5- 13) αναφέρεται στη μεγάλη αρετή της πίστεως στο Θεό, η οποία όμως πάντοτε πρέπει να συνοδεύεται κι από τις άλλες αρετές που πρέπει να χαρακτηρίζουν τη ζωή του καλού ανθρώπου, όπως της ταπεινοφροσύνης και της αδιάκριτης αγάπης προς κάθε άνθρωπο που έχει την ανάγκη μας.
Η όλη στάση του Ρωμαίου αξιωματικού προς τον Ιησού αποδεικνύει ότι κοντά στο Θεό βρίσκεται αυτός που έχει τις αρετές αυτές. Έτσι στο διάλογο του με τον Ιησού ο Ρωμαίος εκατόνταρχος ομολογεί με πολύ ταπείνωση “Κύριε,ουκ ειμί ικανός ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης”. Βλέπουμε τον Ρωμαίο εκατόνταρχο να πλησιάζει τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό με ένα τρόπο όλο μετριοφροσύνη και ικετευτικά να παρακαλεί τον Ιησού για την θεραπεία του δούλου του.
Για να καταλάβουμε το μεγαλείο της πράξεως του Ρωμαίου εκατόνταρχου πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι την εποχή εκείνη οι δούλοι από κοινωνικής πλευράς δεν θεωρούντο άνθρωποι. Φαίνεται ότι η μόνη εξαίρεση σ’ αυτή την κοινωνική αδικία ήταν ο Ρωμαίος εκατόνταρχος που με πολύ αγάπη βλέπει τον δούλο του ως τον συνάνθρωπο του που πρέπει να βοηθήσει όπως θα αντιδρούσε για να βοηθήσει έναν από τους γονείς του ή ένα από τα παιδιά του ή ένα από τους συγγενείς του. Βιώνει την γνωστή εντολή του Χριστού να αγαπούμε το διπλανό μας όπως τον εαυτό μας.
Στο διάλογο του Χριστού με τον Ρωμαίο εκατόνταρχο, ο εκατόνταρχος αποδεικνύεται ότι είναι ένας άνθρωπος εκλεκτός που προκαλεί ένα μοναδικό θαυμασμό γιατί σύμφωνα με το λόγο του Χριστού “ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον”.
Το θαύμα είναι καρπός της πίστεως του ανθρώπου που βρίσκεται σε ανάγκη και ζητά από το Χριστό να επέμβει για να λυτρωθεί, έστω κι αν η ωφέλεια του θαύματος αναφέρεται σε κάποιο άλλον από το πρόσωπο που το ζητά. Από εδώ φαίνεται η μεγάλη αξία της προσευχής μας για τα πρόσωπα που αγαπούμε. Γι’ αυτό η προσευχή μας για τους άλλους είναι απαραίτητη, είναι έκφραση της πίστης μας στο Χριστό ότι η δύναμη του Θεού είναι πάντοτε μεγαλύτερη από τη δύναμη της κακίας των κακών ανθρώπων. «Πολύ ισχύει δέησις δικαίου ενεργουμένη» κατά τον άγιο Ιάκωβο το Αδελφόθεον (Ιακώβου 5,16).
Όταν λέμε ότι πιστεύω σε κάποιον σημαίνει ότι τον εμπιστεύομαι. Έτσι στη περίπτωση του εκατόνταρχου το μεγαλείο της πίστεως του στον Ιησού Χριστό φαίνεται από το μέγεθος της εμπιστοσύνης του στο πρόσωπο του Χριστού, όπου πιστεύει ακράδαντα όχι μόνο η παρουσία του Χριστού κοντά στον άρρωστο δούλο θα επιφέρει τη θεραπεία του, αλλά ότι και ο απλός λόγος του ακόμη μπορεί να το θεραπεύσει. Γι’ αυτό και ο Χριστός θαυμάζοντας τη μεγάλη του πίστη, του είπε “ύπαγε, και ως επίστευσας γεννηθήτω σοι”. Και πραγματικά, από την στιγμή εκείνη, σύμφωνα με την μαρτυρία του Ευαγγελιστή Ματθαίου, ο Παραλυτικός δούλος του εκατόνταρχου έγινε καλά.
Ο Ρωμαίος εκατόνταρχος μέσα από την αγάπη του προς τον δούλο του έφθασε στην αγάπη του Χριστού. Γι’ αυτό με την αγάπη μας προς τους άλλους μεταμορφωνόμαστε σε οικοδόμους της κοινωνίας που πασχίζουν με την κοινωνική τους προσφορά να μεταβάλουν τον κόσμο σε βασιλεία του Θεού.
Τότε ο άνθρωπος που κινείται μέσα σ’ αυτή την κατεύθυνση γίνεται μιμητής Χριστού, γίνεται πραγματικός Χριστιανός, γιατί χριστιανός δεν είναι απλώς όποιος έτυχε να βαπτισθεί από μικρός, αλλά όποιος το επιβεβαιώνει μέσα από τη συνέπεια της ζωής του να ζεί σύμφωνα με τις θείες εντολές του Χριστού, έτοιμος να θυσιάζει τη ζωή του για να προστατεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα όλων εκείνων των ανθρώπων που αδικούνται και υποφέρουν.
Γι’ αυτό ο Απόστολος Παύλος στη σημερινή αποστολική περικοπή μας τονίζει «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε, και ούτω αναπληρώσατε το νόμον του Χριστού» (Γαλάτας 6,2).