Μεσσηνίας Χρυσόστομος: Στη Μεγαλόνησο Κύπρο μετέβη από το Σάββατο 30 Απριλίου ε.ε., ο Σεβ. Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, για να συμμετάσχει στο Στ΄ Συνέδριο Κυπριακής Αγιολογίας, που πραγματοποιείται από την 1η μέχρι την 4η Μαΐου 2022 στο Συνοδικό της Ιεράς Μητροπόλεως Κωνσταντίας και Αμμοχώστου στο Παραλίμνι.
Το Συνέδριο φέρει τον γενικό τίτλο «Η τιμή του Τιμίου Σταυρού στην Κύπρο» και είναι αφιερωμένο στη συμπλήρωση δεκαπέντε ετών (2007 2022) από την ανασύσταση της Ιεράς Μητροπόλεως Κωνσταντίας και Αμμοχώστου, ενώ τελεί υπό την αιγίδα του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ.κ. Χρυσοστόμου Β΄.
Κατά την πρώτη ημέρα διεξαγωγής του Συνεδρίου, προηγήθηκε Αρχιερατικό Συλλείτουργο, στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Γεωργίου Παραλιμνίου, υπό του Σεβ. Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου και του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Καρπασίας κ. Χριστοφόρου.
Εν συνεχεία, μετά την Εισηγητική Ομιλία του Σεβ. Μητροπολίτου Κωνσταντίας και Αμμοχώστου κ. Βασιλείου, τους χαιρετισμούς των Επισήμων και την ανάγνωση του Μηνύματος της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, ξεκίνησαν οι εργασίες τους Συνεδρίου με την Εναρκτήρια Εισήγηση του Σεβ. Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου, Καθηγητού του Τμήματος Θεολογίας, της Θεολογικής Σχολής του Ε.Κ.Π.Α., ο οποίος ανέπτυξε το θέμα : «Εγώ γάρ τά στίγματα τού Κυρίου Ιησού εν τώ σώματί μου βαστάζω (Γαλ. Στ΄, 17) Η θεολογία τού σημείου τού σταυρού. Ιστορικοδογματική θεώρηση».
Διαβάστε την εισήγηση του Μητροπολίτη Μεσσηνίας
«Εγώ γάρ τά στίγματα τού Κυρίου Ιησού εν τώ σώματί μου βαστάζω» (Γαλ. Στ΄, 17)
Η θεολογία τού σημείου τού σταυρού
Ιστορικοδογματική θεώρηση
υπό Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μεσσηνίας
Χρυσοστόμου Σαββάτου
Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών
Ο σταυρός κατέχει όλως εξέχουσα θέση στήν πίστη, στή ζωή καί στή λατρεία τής Χριστιανικής Εκκλησίας. Σχετίζεται μέ τό πάθος τού Χριστού, συμβολίζει τή θυσία Του καί προοιωνίζει τήν Ανάσταση Του. Eίναι επίσης σύμβολο σωτηρίας καί υπ αυτήν τήν προοπτική κηρύσσεται από τούς Πατέρες τής Εκκλησίας.
Ο σταυρός επίσης από τούς ερμηνευτές Πατέρες τής Εκκλησίας συσχετίστηκε μέ γεγονότα τής Π.Δ., τά οποία αποτελούν τύπο, προεικόνιση ή προτύπωση γεγονότων τής ΚΔ, τά οποία αναφέρονται στό σχέδιο τής θείας οικονομίας. Έτσι η παλαιοδιαθηκική προτύπωση τού σταυρού καί τής σταυρικής θυσίας τού Χριστού, δέν αποτελούν απλές αναφορές ή αναπαραστάσεις ενός ιστορικού γεγονότος, εν προκειμένω τής σταυρώσεως, αλλά αναδεικνύουν πρώτιστα καί τή σωτηριολογική σημασία τού σημείου τού σταυρού, τού πάθους καί τής θυσίας.
Επίσης, η πολυποίκιλη ερμηνεία τής άρσης τού σταυρού (Μαρκ. 8, 31. 9, 31. 10, 33), έκφραση μέ τήν οποίαν δηλώνεται η αναφορική σχέση τού φέροντα τόν σταυρό τού Χριστού, ως μαθητή Του (Λουκ. 14, 27. Ματθ. 10, 38. Μάρκ. 8, 34. Ματθ. 16, 24. Λουκ. 9, 23) μέ τόν ίδιο τόν σταυρό, αποτελούν τήν επιβεβαίωση ότι ο σταυρός ταυτίζεται μέ τόν Ίδιο τόν Χριστό καί συγχρόνως ότι αποτελεί τήν σφραγίδα τού Χριστού στούς εκλεκτούς Του κατά τά έσχατα.
Η τελευταία αυτή προσέγγιση τού σημείου τού σταυρού ως σφραγίδας εσχατολογικής συναντάται στό βιβλίο τής Αποκαλύψεως τού Ιωάννου, όπου ο σταυρός αποτελεί τό σημείο σφράγισης τών «δούλων τού Θεού επί τών μετώπων αυτών» καί τό σημείον τού ζώντος Θεού (ζ΄, 4).
Η έννοια αυτή τής σφραγίδας έδωσε πολλές αφορμές γιά συζητήσεις καί υποθέσεις, όχι μόνο γι αυτή καθ αυτή τήν βιβλική θεώρηση καί αναφορά, ως σημείου καί σφραγίσματος, σέ αναφορά πρός τό παράλληλο προφητικό κείμενο τού Ιεζεκιήλ αλλά καί ως πρός τήν θεολογική θεώρηση τού «σημείου» και τού «σφραγίσματος» μέ τό σημείο τού σταυρού, μέ τό οποίο σημαίνεται η παρουσία τού «αρνίου» τής Αποκαλύψεως, δηλαδή τού Ίδιου τού Χριστού. Στήν πρώϊμη θεολογία τής Εκκλησίας επίσης η χρήση τού σημείου τού σταυρού αποτελεί τήν αρχαιότερη μαρτυρία, μέ τήν οποίαν επιβεβαιώνεται η αιτιώδης σχέση Χριστού καί τών δούλων Αυτού, τών αφοσιωμένων δηλαδή στό «Αρνίον», τό οποίο θά ποιμαίνει αυτούς καί θά οδηγήσει αυτούς «επί ζωής πηγάς υδάτων καί εξαλείψει ο Θεός πάν δάκρυον εκ τών οφθαλμών αυτών» (Αποκ. ζ΄, 17).
Η παραπάνω περιγραφείσα μετάβαση τής χρήσης τού σημείου σταυρού από σημείο ατιμώσεως σέ σημείον σωτηρίας σήμανε αφενός τήν ανάπτυξη μιάς θεολογίας τού σταυρού, καταγεγραμμένη ως theologia crucis, καί διατυπωμένη κατ εξοχήν από τόν Απόστολο Παύλο, καί αφετέρου τήν σηματοδότηση ολόκληρης τής πατερικής, λειτουργικής καί εκκλησιολογικής θεώρησης τού σημείου τού σταυρού, όχι πλέον ως «σφραγίδας» μόνον αλλά καί ως σωτηριολογικού σημείου τού πάθους καί τής Αναστάσεως τού Χριστού.
Θά λέγαμε ότι η παύλεια theologia crucis, ως μία πρώτη θεολογική θεώρηση τού σημείου τού σταυρού, στηρίζεται αρχικά στήν ερμηνεία τής ιστορικότητας τού σταυρικού γεγονότος τής θυσίας καί τού θανάτου τού Ιησού Χριστού καί συγχρόνως αποτελεί τό κέντρο κατανόησης όλου τού επί γής έργου τού Χριστού, η δέ πίστη τής πρώτης χριστιανικής κοινότητας σ αυτό τό συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός τής σταυρικής θυσίας τού Κυρίου, αποδίδει καί μία εσχατολογική ή αποκαλυπτική προοπτική στήν ίδια τήν σταυρική θυσία καί κατ επέκταση σ αυτό καθαυτό τό σημείο τού σταυρού, ενώ η συσχέτιση τής σταυρικής θυσίας καί τού σημείου τού σταυρού ως σφραγίδας, μέ τό κατεξοχήν γεγονός τής σωτηρίας, τήν Ανάσταση, δηλαδή, τού Χριστού, είναι πού καθιστά καί τό γεγονός τού σταυρού όσο καί τό γεγονός τής Ανάστασης τού Χριστού ως τό raison d etre τής σωτηριολογικής σημασίας τής σταυρικής Του θυσίας (Α΄ Θεσ. 4, 14. Ρωμ. 8, 34. 14, 19α. Κορ. 13, 4). Υπ αυτήν τήν προοπτική ο σταυρός μαζί μέ τήν Ανάσταση καθίστανται πλέον ένα ενιαίο σωτηριολογικό γεγονός, χωρίς νά παραθεωρείται καί η εκκλησιολογική σημασία τού σημείου τού σταυρού.
Η προσέγγιση καί κατανόηση τού σημείου τού σταυρού καί τής σταυρικής θυσίας τού Κυρίου μαρτυρουμένη καινοδιαθηκικά, προσεγγίζεται ερμηνευτικά από τούς Πατέρες τής Εκκλησίας καί επιβεβαιώνεται στή ζωή καί τήν λατρεία τής Εκκλησίας, γι αυτό καί αποτελεί στοιχείο τού περιεχομένου τής πίστης. Οποιαδήποτε, συνεπώς, ιστορικοδογματική θεώρηση τής θεολογικής σημασίας καί αποτύπωσης τού σημείου τού σταυρού εκ τών πραγμάτων θά πρέπει νά θεωρήσει ως δεδομένες τίς βιβλικές αυτές αναφορές καί τίς πατερικές προσεγγίσεις, ώστε νά μπορέσει νά διατυπώσει τήν σωτηριολογική καί εκκλησιολογική επιβεβαίωση αυτής τής θεολογίας στήν ίδια τή ζωή καί τήν πίστη τής Εκκλησίας.
Ήδη από τόν β΄ αιώνα, στήν αλεξανδρινή παράδοση, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, στό έργο του «Εκ τών Θεοδότου καί τής ανατολικής καλουμένης διδασκαλίας κατά τούς Ουαλεντίου χρόνους επιτομαί» αναπτύσσει μία ερμηνευτική ως πρός τήν σημασία τού σημείου τού σταυρού, μέ βάση τό Γαλ. 6, 17, καί συγχρόνως στό πλαίσιο τής βαπτισματικής θεολογίας προσανατολίζει αφενός στήν ταύτιση τών όρων «σφράγισμα» καί «στίγματα» αναφορικά πρός τόν Χριστό.
Πέραν τών ερμηνευτικών δυσκολιών τού χωρίου Γαλ. 6, 17, ο όρος «σφραγίς» στό συγκεκριμένο χωρίο, άν καί προέρχεται από τόν εξωχριστιανικό κόσμο όπου εσήμαινε καί τό αποτύπωμα, χρησιμοποιή-θηκε βαπτισματικά, γιά νά δηλώσει τήν «σφραγίδα πίστεως καί δικαιο-σύνης» (Ρωμ. 4, 11) αλλά καί τήν «σφράγισιν» μέ τό άγιον μύρο, γι αυτό καί ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς αποκαλεί τό χρίσμα «μακαρία σφραγίδα», «σφραγίδα Κυρίου» καί «Κυριακόν σημείον» αλλά καί «τέλειον φυλακτή-ριον».
Tήν σχέση βαπτιζόμενου καί Χριστού καί τήν υπαρξιακή-οντολογική σχέση τού πιστού μέ αυτόν τόν Χριστό προσδιορίζει ο Θεόφιλος Αντιοχείας, όταν δηλώνει ότι «ημείς τούτου ένεκεν καλούμεθα Χριστιανοί ότι χριόμεθα έλαιον Θεού», αφού μέ τό Χρίσμα εκφράζεται, κατά τόν Τερτυλλιανό, η «ταυτοσημία» τού χριομένου μέ τό Χριστό γι αυτό καί ο φέρων τά στίγματα τού Χριστού αναγνωρίζεται ως «Χριστιανός» (πρβλ. Πράξ. 11,27) καί χαρακτηρίζεται καί ως «ιδιοκτησία» τού Χριστού.
Υπ αυτήν τήν προοπτική η έννοια τής σφραγίδας καί τού βαπτίσματος καθίστανται έννοιες συνώνυμες μέ ισχυρές θεολογικές αναγωγές.
Τά στίγματα συνδέονται άμεσα μέ τό βάπτισμα καί πέραν τού ερωτήματος περί τών ορατών (Β΄ Κορ. 11, 23) ή τών αοράτων (μυστικών) σημείων μέ τήν μετοχή στό Χριστό, τονίζεται η γνησιότητα τού δούλου τού Θεού μάλιστα δέ, σύμφωνα μέ τό Ρωμ. 6, αναφέρονται καί στό πάθος τού Χριστού, ένα στοιχείο τό οποίο βρίσκουμε στόν ιερό Φώτιο, χωρίς όμως νά πληροφορούμεθα από πού προέρχεται η συγκεκριμένη υπόμνηση τής σχέσης τού πάθους τού Χριστού πρός τά στίγματα τού πάθους. Βιβλική βάση όλης αυτής τής αναφορικής σύζευξης τών «στιγμάτων», τής «σφραγίδος» ή τών «σημείων» μέ τό πάθος τού Χριστού αποτελούν τά χωρία Ησ. 44, 5, Ιεζ. 9, Αποκ. 7, 2 εξ., Γεν. 4, 15, Ζαχ. 13, 6, η δέ θεολογική αποτίμηση τού σημείου-στίγματος καί τής σφραγίδας τού Χριστού στηρίζεται στήν βαπτισματική σφράγιση καί μάλιστα στό πλαίσιο τής βαπτισματικής θεολογίας.
Στήν πρώτη Εκκλησία, η σφράγιση μέ τόν σταυρό, ερμηνεύτηκε θεολογικά ως σημείον εκπλήρωσης τού θελήματος τού Θεού (Μαρκ. 8, 31. 9, 31α) καί ως ένα αναγκαίο («δεί») καί αποφασιστικό γεγονός τό οποίο μάς προσανατολίζει πρός τά έσχατα (Μαρκ. 8, 31α. Ματθ. 16, 21. Λουκ. 9, 22α. Μαρκ. 9, 31α. Μαρκ. 14, 41γ καί Μαρκ. 10, 33, Μαρκ. 13, 7, 10, 14. Ματθ. 26, 6. Λουκ. 21, 9. Αποκ. 1, 1. Ματθ. 26, 54. Λουκ. 22, 37. 24, 25 κ. εξ. Ιωαν. 20). Αναφερόμαστε σέ μία παράδοση η οποία ανάγεται στήν αρχαία χριστιανική κοινότητα τής Παλαιστίνης καί επιβεβαιώνεται βιβλικά καί πατερικά μέ τήν συσχέτιση τού σταυρού αφενός ως «σημείου τού Υιού ανθρώπου» (Ματθ. 24, 30), άλλη μία εσχατολογική αναφορά αφού ως γνωστόν ο «Υιός τού ανθρώπου» έχει επίσης εσχατολογικές αναφορές καί προεκτάσεις, καί αφετέρου ως σημείου τής «δόξης τού Μονογενούς» ως Βασιλέως τής δόξης.
Αυτός ο εσχατολογικός χαρακτήρας τής σφράγισης μέ τό σημείο τού σταυρού αποδεικνύει ότι ο βαπτισθείς παίρνει πλέον έναν νέο προσανατολισμό, όπως χαρακτηριστικά υποδεικνύεται μέ τήν αλλαγή στάσης τού κατηχούμενου κατά τήν προβαπτισματική στιγμή τής απόταξης καί τής σύνταξης, από τή δύση πρός τήν ανατολή, πρός ενατενισμό τού Χριστού ως «Βασιλέως τής Δόξης». Τήν τυπική αυτή διάταξη ερμηνεύει θεολογικά ο Κύριλλος Ιεροσολύμων, τήν δέ σφράγιση τών πιστών μέ τό σημείο τού σταυρού στό μέτωπο (σταυροειδώς) θεωρούν όχι μόνο μόνο ως μετοχή μέ τόν Χριστόν, αλλά καί ως σημείον τής νίκης τού Χριστού, μέτρο καί κριτήριο αποδοχής καί κατανόησης συνόλου τής θείας οικονομίας πρός σωτηρία τών ανθρώπων.
Υπ αυτήν τήν εσχατολογική προοπτική, ο σταυρός ως τό σημείο τού «Υιού τού ανθρώπου» (Ματθ. 24, 30), απεικονίζεται προεικονομαχικά στόν Τρούλλο τού ναού καί συνδέεται μέ τήν επιφανή έλευσή Του κατά τήν μέλλουσα κρίση, ως Βασιλέως τής Δόξης, ενώ μέ τόν τρόπο αυτό ο σταυρός αποσυνδέεται εικονογραφικά από τά στοιχεία τού ιστορικού Ιησού καί προσδιορίζεται πρός ένα άλλο βαθύτερο θεολογικό περιεχόμενο (Καραγιάννη, σελ. 314), τό οποίο θεμελιώνεται στήν προφητική αναφορά τού Προφήτη Δανιήλ (7, 8-9) μέ τήν αναμενόμενη έλευση τού Θεανθρώπου ως Κριτού καί «Βασιλέως τής Δόξης».
Είναι ο Βασιλεύς τής Δόξης πλέον, Εκείνος πού καθίσταται τό κέντρο καί τό στοιχείο εγκαθίδρυσης τής Ουρανίου Βασιλείας Του, γιά τή σωτηρία τών ανθρώπων, όπως χαρακτηριστικά τονίζεται στό κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, καί όχι όπως λανθασμένα θεωρούσαν οι εικονοκλάστες ο σταυρός Του, ως μέσον πρός μίαν ολοκληρωμένη γνώση τού Λόγου.
Μέ τό νέο αυτό δογματικό περιεχόμενο πού προσλαμβάνει ο σταυρός ως σημείον, παύει πλέον νά θεωρείται ως ένα αφηρημένο ή ιστορικό αντικείμενο, η ύπαρξη τού οποίου παραμένει μόνο στή μνήμη τών πιστών χριστιανών, καί ξεκινά μία νέα μορφή σεβασμού καί προσκύνησης από τούς πιστούς, η οποία απευθύνεται πρός ένα συγκεκριμένο λατρευτικό στοιχείο· γι αυτό καί ο Εσταυρωμένος Χριστός, στήν ορθόδοξη απεικόνισή Του, δέν είναι πλέον ο ιστορικός Ι.Ν.Β.Ι. αλλά ο «Βασιλεύς τής δόξης».
Στήν πρός Εφεσίους Επιστολή (1, 13) συναντάται καί μία άλλη σφράγιση, αυτή μέ τήν οποίαν εικονίζεται τό άγιο Πνεύμα, τό Οποίο διά τής σφραγίδας αποτυπώνεται στούς πιστούς.
Η ίδια εικόνα συναντάται καί στό Β΄ Κορ. 1, 21-22, όπου η χορήγηση τού Πνεύματος από τόν Θεόν αποτελεί επακόλουθο τής σφράγισης, γι αυτό καί στό Εφεσ. 1, 23 κ. εξ. η σφράγιση καί η σφραγίδα συνδέονται μέ τό άγιο Πνεύμα, «λέγεται καί έστι τό Πνεύμα», όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά ο Μέγας Αθανάσιος.
Η σφράγιση τού Πνεύματος μέ τόν τρόπο αυτό καθίσταται συνδετικός κρίκος μεταξύ τής παρούσης καί τής μέλλουσας καταστάσεως γι αυτό καί η σφράγιση χαρακτηρίζεται ως «αρραβώνας» (Εφεσ. 1, 18). Μέ τήν σφράγιση τού αγίου Πνεύματος εκφράζεται η βεβαιότητα γιά τήν πραγματοποίηση τής υπόσχεσης από μέρους τού Θεού (Β΄ Κορ. 1, 22. 5, 5. Ρωμ. 8, 23), αυτή δέ η διά τής σφραγίδας χορήγηση τού αγίου Πνεύματος αποτελεί τό «καινόν», τό νέο χαρακτηριστικό πού διέπει τόν Χριστιανισμό όχι απλά ως μία ιστορική λειτουργική πράξη αλλά καί ως κάτι τό μελλοντικό, αυτό τό οποίο προσβλέπει πρός τά έσχατα, αφού τό άγιο Πνεύμα σημαίνει τά έσχατα.
Εν προκειμένω, η εισαγωγή τής «εν Πνεύματι» σφράγισης μέ τό σημείον τού σταυρού, όπως επισημαίνεται στίς δύο βιβλικές αναφορές (Εφεσ. 1, 14 καί Β΄ Κορ. 1, 22 .), παραπέμπει στό βάπτισμα (πρβλ. Α΄ Ιωαν. 2, 20-27) καί πιό συγκεκριμένα στήν διά τού αγίου μύρου σφράγιση τού βαπτιζομένου, ως «σφραγίδος δωρεάς Πνεύματος αγίου». Η σφράγιση, λοιπόν, μέ τό σημείον τού σταυρού καί συγχρόνως μέ τό άγιον μύρον ως δωρεά τού αγίου Πνεύματος υποδεικνύει ακριβώς ότι η ίδια η σφραγίδα διά τού αγίου μύρου, κατά τήν βαπτισματική τελετή καί στή βάση τής σχετικής βαπτισματικής θεολογίας, καταφάσκει τήν επίσημη είσοδο τού βαπτισθέντος στήν Εκκλησίαν, στόν τρόπο δηλαδή φανέρωσης τού Ιησού Χριστού ως Βασιλέως τής Δόξης «εν Πνεύματι αγίω», καί τήν ταυτόχρονη ένταξή του σέ μία πορεία εσχατολογική εντός τής «εν Χριστώ καί εν Πνεύματι αγίω» κοινότητας.
Τό σημείον όμως τού σταυρού δέν έχει μόνο αποκαλυπτική, εσχατολογική καί σωτηριολογική σημασία αλλά καί εκκλησιολογική, αφού στήν Εκκλησία η σωτηριολογία τού σταυρού καθίσταται σωτηριολογία τής Εκκλησίας, ως σώματος Χριστού, ο δέ Ιησούς Χριστός είναι ο κατεξοχήν Σωτήρας καί Λυτρωτής.
Αυτή η εκκλησιολογική θεώρηση τού σημείου τού σταυρού έχει επίσης τή βάση της στήν παύλεια theologia crucis. Συγκεκριμένα, τό σημείο τού σταυρού αποτελεί τό σημείο αποτύπωσης καί έκφρασης τού θυσιαστικού πάθους καί τής Ανάστασης τού Κυρίου, είναι δέ καί σημαντικό γιά όλες τίς επερχόμενες θεολογικές προσεγγίσεις του, τόσον ως συμβόλου ιστορικού καί μαρτυρίας τής θυσίας τού Ιησού Χριστού, όσο καί ως σημείου εσχατολογικού καί σωτηριολογικού.
Η θεολογική ερμηνεία τού διά σταυρού θανάτου τού Ιησού θεμελίωσε καταλυτικά καί τήν εκκλησιολογική καί ευχαριστιακή κατανόηση τής Εκκλησίας ως «σώματος Χριστού» καί «κιβωτού σωτηρίας».
Τό πρώτο εκκλησιολογικό στοιχείο αυτής τής σημασίας τού σταυρού καί τής σταυρικής θυσίας είναι η θεολογική σύνδεση τής έννοιας τής Ευχαριστίας, ως πασχάλειας θυσίας τού εσταυρωμένου Χριστού/Μεσσία, μέ αυτήν τήν σωτηριολογική σημασία τού σταυρικού θανάτου τού Χριστού, όπου τό αίμα τού Χριστού, μέ βάση τήν εξιλαστήρια σταυρική θυσία τού Χριστού, σφραγίζει τήν νέα διαθήκη («τό τής Καινής Διαθήκης») καί τό αναστημένο σώμα τού Χριστού καθίσταται τό μέσον τής εκκλησιολογικής καί σωτηριολογικής σημασίας τής Θείας Ευχαριστίας «τό υπέρ ημών και πολλών εκχυνόμενον» (Α΄ Κορ. 11, 25. Μάρκ. 10, 45α. Λουκ. 22, 37β. 12, 37β) καί κατ επέκταση τής Εκκλησίας ως «σώματος Χριστού».
Τό δεύτερο εκκλησιολογικό σημείο, τό οποίο αποτυπώνεται δυναμικά στίς Επιστολές τού Ιγνατίου Αντιοχείας καί στό Μαρτύριο τού Πολυκάρπου, αναφέρεται στή σύνδεση κατ αναλογίαν τής σταυρικής θυσίας μέ τή θυσία τών μαρτύρων καί ιδιαίτερα τό μαρτύριο τών επισκόπων-ποιμένων τής Εκκλησίας. Εξίσου ανάλογη πρέπει νά είναι καί η μίμηση καί μετοχή τών πιστών τού Χριστού στά παθήματά Του (Α Πέτρ. 3,13-4,19).
Η ευχαριστιακού-θυσιαστικού χαρακτήρα εθελούσια προσφορά στό μαρτύριο εδράζεται είτε στήν άμεση θέα τού Ιησού, όπως καταγράφεται στό μαρτύριο τού Αρχιδιακόνου Στεφάνου, είτε στή βάση λογχισμού τού μάρτυρα κατά μίμηση τού λογχισθέντος Χριστού, η οποία συνδέει τήν θυσιαστική αυτοπροσφορά τού Ιησού (Ιωαν. 10, 11-12.17-18) «υπέρ σωτηρίας τών ανθρώπων» μέ τήν μαρτυρική θυσία τού επισκόπου καί μέ τήν ευχαριστιακή προσευχή τής θυσίας τού ίδιου τού επισκόπου -λειτουργού ως μάρτυρα τής Εκκλησίας (Μαρτύριο Πολυκάρπου), καί παράλληλα νοηματοδοτείται η σημασία καί λειτουργία τού επισκοπικού θεσμού (Ιγνάτιος Αντιοχείας ο Θεοφόρος).
Στή βάση τής εν λόγω προσέγγισης επισημαίνονται τρία σημαντικά θέματα, τά οποία σχετίζονται άμεσα μέ τό πρόσωπο καί τό λειτούργημα τού επισκόπου.
α) Στό μυστήριο τής Θείας Ευχαριστίας ο σταυρός επιβεβαιώνεται ως σύμβολο θυσίας.
β) Η ταύτιση τού επισκοπικού λειτουργήματος καί τού μαρτυρίου δημιουργεί τήν εδραία βάση γιά τήν οικοδόμηση τής επισκοπικής αυθεντίας. Προβάλλεται, δηλαδή, ως πρότυπο επισκόπου η κατάφασή του έναντι τού μαρτυρίου καί η αποδοχή τής θυσίας ως τρόπος έκφρασης τής γνήσιας επισκοπικής διακονίας.
γ) Ο επίσκοπος, ως εικόνα καί «εις τόπον Χριστού», καθίσταται «alter Christus» επειδή θυσιάζεται χάριν τού λαού καί βρίσκεται σέ ευθεία συνέχεια τής εικόνας τού εκουσίως θυσιαζομένου Χριστού, μιμούμενος δηλαδή Αυτόν (imitatio Christi), σύμφωνα μέ τό Ιωαν. 3,16 καί Α Ιωαν. 4,9.
Συμπερασματικά, πρός τά προαναφερθέντα θά μπορούσαμε νά συνοψίσουμε τά εξής:
Στήν πρώτη χριστιανική κοινότητα τό σημείο τού σταυρού είχε μίαν ιδιαίτερη σημασία γι αυτό καί ο ίδιος ο σταυρός ως σημείο αποκτά ιδιαίτερη θεολογική σημασία. Δέν αποτελεί απλώς ένα σύμβολο λατρείας, ούτε ένα μέσο ατιμώσεως ή τιμωρίας αλλά μία πραγματικότητα, η οποία φανερώνει ή καί ταυτίζεται μέ τόν Ίδιο τόν Χριστό.
Η σχέση αυτή τού σημείου τού σταυρού μέ τόν Ίδιον τόν Χριστό καί η ανάπτυξη μιάς θεολογίας τής σταυρώσεως (theologia crucis) είναι πού προσέδωσε σέ αυτόν αναφορικότητα σέ διαστάσεις αποκαλυπτικές, εσχατολογικές, σωτηριολογικές καί εκκλησιολογικές, υπό τήν προοπτική τής σταυρικής θυσίας καί στή βάση τού μαρτυρίου.
Επίσης, ο σταυρός ως εσχατολογικό σημείο προηγείται τού Βασιλέως Χριστού καί «ως σημείον τού Υιού τού Ανθρώπου» συνδέει τήν ιστορία μέ τά έσχατα, ενώ στή βάση τής σταυρικής θυσίας βεβαιώνει τό μυστήριο τής Θείας Ευχαριστίας, ως τό πυρηνικό κέντρο τής Εκκλησίας (όπου Εκκλησία ταυτίζεται μέ τό «σώμα Χριστού»), οικοδομεί δέ τήν επισκοπική αυθεντία στή βάση τού μαρτυρίου, ως μίμηση τής σταυρικής θυσίας τού Χριστού, καταξιώνοντας έτσι τό επισκοπικό λειτούργημα στήν προοπτική αυτού τού μαρτυρίου καί τής θυσίας.
Συμπιληματικά, ο σταυρός γιά τήν Εκκλησία είναι τό όντως σημείο τής θυσίας μέ σωτηριολογικές, εσχατολογικές καί εκκλησιολογικές διαστάσεις στή Χριστολογική του βάση, αφού εικονίζει καί σημαίνει τόν Ίδιο τόν Χριστό.
I bear on my body the marks of Jesus. (Gal.VI, 17).
The theology of the seal of cross
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο σταυρός στήν αρχέγονη Χριστιανική Εκκλησία καί συγκεκριμένα στήν χριστιανική κοινότητα τής Παλαιστίνης εκτός από σύμβολο τής εξιλαστήριας θυσίας καί τού λυτρωτικού χαρακτήρα του είχε καί μία θεώρηση εσχατολογική, ως σημείο φανέρωσης τού θελήματος τού Θεού (Μάρκ. 8, 31. 9, 31α) σέ σχέση πρός τήν Βασιλεία τού Θεού καί κατά συνέπεια είχε καί θεώρηση σωτηριολογική. Αυτή η εσχατολογική προοπτική επιβεβαιώνεται κατεξοχήν στό βιβλίο τής Αποκαλύψεως (7, 2 κ. εξ), μέ τήν σταυροειδή χρίση καί σφράγιση τού μετώπου τών πιστών, κατά τό βάπτισμα καί τό χρίσμα, μέ τό οποίο οι πιστοί λαμβάνουν τήν δυνατότητα νά καταστούν «Πολίτες τής Βασιλείας τού Θεού» μέλη, δηλαδή, τής Εκκλησίας, τού «σώματος τού Χριστού».
Υπ αυτήν ακριβώς τήν εσχατολογική καί μυστηριακή προοπτική τό σημείο τού σταυρού απετέλεσε σημείον αγιασμού καί μέσον σωτηρίας. Η σωτηριολογική, μυστηριακή και εσχατολογική διάσταση τού σημείου τού σταυρού στή βάση τής σταυρικής θυσίας προσδίδει στόν σταυρό καί εκκλησιολογική σημασία σέ αναφορική σχέση πρός τόν θυσιαστικό χαρακτήρα τού μυστηρίου τής Θείας Ευχαριστίας καί τού επισκοπικού λειτουργήματος καί σέ σχέση πρός τήν μαρτυρική θυσία τού επισκόπου.