ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ – Το παρόν κείμενο γράφηκε το έτος 1998, από τον τότε λαικό Νικόλαο Γεωργάτο, με τίτλο “Αναγωγές από την προπονητική στην ποιμαντική.
Με αφορμή μια συνέντευξη του Γιάννη Ιωαννίδη” και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπάκτου «Εκκλησιαστική Παρέμβαση».
Το αναδημοσιεύω, με ελάχιστες αλλαγές, στην μνήμη του μεγάλου αθλητή και προπονητή Γιάννη Ιωαννίδη, με αφορμή την κοίμησή του.
*
Είναιγνωστός ανά το Πανελλήνιο ο Γιάννης Ιωαννίδης, ο καλύτερος, αδιαμφισβήτητα,Έλληνας προπονητής στήνκαλαθοσφαίριση.Είναιεπίσης γνωστή η νευρική συμπεριφορά του μέσα στο γήπεδο, αλλά και οι βλάσφημες ενίοτε εκφράσεις του. Ωστόσο, μερικές ενέργειές του, όπως η επίσκεψη στον Πατριάρχη Ιεροσολύμων, τα λεγόμενά του περί π. Παισίου κ.α. μας είχαν μπερδέψει αρκετά, όλους εμάς που προσπαθούμε να διακρίνουμε στον άλλο μια συμπεριφορά που να μοιάζει με την δική μας, ή τουλάχιστον με αυτήν που θεωρούμε σωστή.
Τελευταία (1998) ο Γιάννης Ιωαννίδης έδωσε μια εκτενή συνέντευξη στο “Βήμα”. Δεν συμφωνώ βέβαια με όλα όσα ελέχθησαν στην συνέντευξη αυτή. Υπάρχουν όμως πολλά ενδιαφέροντα σημεία, που θα μπορούσαν να σχολιασθούν ευμενώς, όπως: • πρέπει να πάμε στην Ευρώπη χωρίς να χάσουμε τον δικό μας πολιτισμό, • η γενιά του δεν μετέδωσε στην νέα γενιά οράματα, • η πίστη του ότι η μάθηση είναι διαρκής και ότι μπορεί κάποιος να διδαχθεί και από ένα μικρό παιδί, • η άποψή του περί σοβαροφάνειας και διαφάνειας, • η αναζήτηση της πιστότητας του λόγου μας και της ειλικρίνειας απέναντι στον εαυτό μας και τους άλλους, • η εργατικότητά του, • η αγάπη του για την πατρίδα σε συνδυασμό με την έλλειψη τοπικισμού, • η απεχθειά του για την αχαριστία.
Νομίζω ότι όλα αυτά τα θετικά στοιχεία τα πήρε από τα λεγόμενα «υπόγεια ρεύματα» της παραδόσεως που εξακολουθούν να επηρεάζουν τον λαό μας. Ο ίδιος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην «φτωχομάνα» Θεσσαλονίκη, μια πόλη με παράδοση, και πιστεύω ότι η πολιτεία αυτή τον έχει επηρεάσει σημαντικά.
Είναι γνωστόν ότι η Εκκλησία μας, χρησιμοποιεί πολλές εικόνες από την ζωή των αθλητών και των αθλητικών αγώνων, για να δηλώσει: την αγωνιστικότητα που πρέπει να μας χαρακτηρίζει, τους υψηλούς στόχους που πρέπει να έχουμε, την αναγκαία ύπαρξη κανόνων στον πνευματικό μας αγώνα, την εγκράτεια, την αυταπάρνηση, την υπομονή, την μεγάλη σωτηριολογική σημασία της κάθε χρονικής στιγμής, τον εσχατολογικό προσανατολισμό.
Έτσι, οι Απόστολοι, οι Πατέρες, οι υμνολόγοι της Εκκλησίας, οι σύγχρονοι Ποιμένες του λαού χρησιμοποιούν πολύ συχνά εικόνες από την περιοχή του αθλητισμού για να αναγάγουν τον νού μας σε πνευματικές καταστάσεις και να μας παρουσιάσουν τις χριστιανικές αρετές.
Μια τέτοια αναγωγή μπορεί να γίνη και με την απάντηση του Γιάννη Ιωαννίδη σε ερώτηση του δημοσιογράφου:
«Ερώτηση: Δεν είναι υπερβολικό να βρίζετε τους παίκτες σας ή να τους χτυπάτε για να πετύχετε τον στόχο σας;
Απάντηση: Είναι αλήθεια ότι μερικές φορές βρίζω μέσα στο γήπεδο… Όταν όμως βρίζω, ποτέ δεν βρίζω τους ίδιους τους παίκτες ως προσωπικότητες• βρίζω αυτό που κάνει ένας παίκτης την συγκεκριμένη στιγμή… Μπορεί ένας παίκτης κάποια στιγμή να μη λειτουργεί, είτε επειδή έχει ανεβεί η αδρεναλίνη στο κεφάλι του είτε επειδή νιώθει φοβία, πανικό στην εξέλιξη του παιχνιδιού… Ο πανικός σκοτώνει τον παίκτη, δεν τον αφήνει να επιλέξει το σωστό. Μέσα στον αγώνα κάποια στιγμή στην εξέλιξη του παιχνιδιού μπορεί έναν αθλητή να τον πάρει η κάτω βόλτα και να μην μπορεί να σταματήσει. Για να τον βγάλεις από αυτό το σοκ, πρέπει να του προκαλέσεις ένα μεγαλύτερο σοκ. Δεν μ’ ενδιαφέρει αν εκείνη την ώρα μ’ αγαπάει ή δεν μ’ αγαπάει. Εγώ τον αγαπάω και θέλω να τον συνεφέρω. Είπαμε, η αγάπη είναι μεγαλύτερη όταν την δίνεις παρά όταν την δέχεσαι. Όταν αγαπάς πραγματικά κάποιον και κοιτάζεις το καλό του, δεν κοιτάς πως θα του είσαι αρεστός. Γιατί το μόνο εύκολο για κάποιον ο οποίος έχει στα χέρια του ένα παιδί 18 και 19 ετών είναι ώσπου να πεθάνει να τον έχει ίνδαλμα. Άμα πηγαίνεις και του λες “Αγόρι μου, εσύ είσαι παιχταράς, είσαι έτσι, είσαι αλλιώς”, ώσπου να πεθάνει εσένα θα θυμάται, αλλά δεν θα γίνει ποτέ καλός. Αν τον αγαπάς, λοιπόν, πρέπει να τον κάνεις να πονέσει».
Αυτή η απάντηση είναι καταπληκτική, και μπορεί κανείς να κάνει πολλές συσχετίσεις με την χριστιανική ζωή. Είναι αδύνατον ν’ αναφερθούμε σ’ όλα τα θέματα που θίγονται (αναγωγικώς), τα οποία, βλέποντάς τα στην πνευματική τους διάσταση, είναι θέματα σοβαρά και άπτονται της σωτηρίας του ανθρώπου.
Αναλύοντας κανείς την απάντηση του Γιάννη Ιωαννίδη μπορεί να αναφερθεί: • στην σχέση Ποιμένος – ποιμαινομένου, • στην απαραίτητη εμπειρία του Ποιμένος, • στο γεγονός ότι ο Ποιμένας πρέπει να βρίσκεται έξω από την προβληματική του ποιμαινομένου, ώστε να μπορεί να βλέπει την έκβαση των πραγμάτων, • στην συμμετοχή, ωστόσο, του Ποιμένος στην νίκη και τους στεφάνους του ποιμενόμενου, • στην διάκριση αμαρτίας – αμαρτωλού, • στο γεγονός ότι το πάθος γίνεται δεύτερη φύση μας, σε σημείο που η προσπάθεια του Ποιμένος να μας το θεραπεύσει φαίνεται πολλές φορές, στα μάτια του ποιμαινομένου, ως κακία και ως επιθετική ενέργεια, • στο πνευματικό σοκ που χρειάζεται να προκαλέσει αρκετές φορές ο Ποιμένας, ώστε να συνεφέρει και να επαναφέρει τον χριστιανό από την “κάτω βόλτα”.
Για όλα αυτά τα θέματα, τα οποία θίγει χωρίς ίσως να το υποπτεύεται ο αξιόλογος αυτός αθλητής και προπονητής, έχουν γραφεί πολλά βιβλία από εμβριθείς θεολόγους της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας μας.
Θα ήθελα απλώς να υπογραμμίσω τρία σημεία τα οποία μου προκάλεσαν μεγαλύτερη εντύπωση.
Είναι α) το σπάσιμο της αυτάρκειας, που αποτελεί και τον σταυρό του Ποιμένος, β) η αρχοντική αγάπη, η οποία “ου ζητεί τα εαυτής”, και γ) η ιδιοποίηση, από την μεριά του καθοδηγητού –προπονητού, γονιού, δασκάλου, κατηχητού, πνευματικού– της κυριότητος επί του καθοδηγουμένου.
Ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος στο βιβλίο του “Θεραπευτική Αγωγή” περιγράφει την αυτάρκεια ως ψευδαίσθηση τελειότητος, ως αυτονόμηση και απομόνωση των χαρισμάτων, ως ενασχόληση μόνο με την πρακτική ζωή και όχι με την θεωρητική (δηλ. την κάθαρση του οπτικού της ψυχής), την αντιμετώπιση των κατ’ ενέργειαν παραπτωμάτων και όχι των “κατ’ έννοιαν ηττών”. Η αντιμετώπιση της αυτάρκειας αποτελεί και τον σταυρό του Ποιμένος: “Πολλές φορές συναντώντας τέτοιους ανθρώπους, αισθανόμαστε ένα τρομερό δίλημμα. Να τους αφήσουμε σ’ αυτήν την κατάσταση, που αποτελεί ασθένεια ψυχική, η οποία σίγουρα θα καταλήξει στον θάνατο και την αναισθησία της ψυχής, ή να επιδιώξουμε να σπάσουμε αυτήν την καλή ιδέα που έχουν για τον εαυτό τους;… Ο σταυρός (του πνευματικού πατρός, του ποιμένος) έγκειται στο πως θα διακρίνει την πνευματική αυτάρκεια, πως θα την σπάζει και πως θα θεραπεύει τον άνθρωπο ύστερα από τον θρυμματισμό του προσωπείου της ευσεβείας”.
Τα λόγια του Γιάννη Ιωαννίδη μας θυμίζουν τα γραφόμενα υπό του Μητροπολίτου Ναυπάκτου στο προαναφερθέν βιβλίο του, όπου παρουσιάζει τρία γνωρίσματα της αρχοντικής αγάπης: η αγάπη δεν φοβάται, μετριάζει την ανθρώπινη εξυπνάδα, της αρέσει να κρύβεται. Ιδίως για το τελευταίο γνώρισμα, που γίνεται φανερό στην φράση του προπονητή μας, γράφεται: «Δεν επιδιώκει να φανερώση τον εαυτό της (η αγάπη) στους άλλους. Εφαρμόζει αυτό που λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Σιναίτης: “Μη θέλε πάντας διά λόγων πληροφορείν την προς αυτούς σου αγάπην• αλλά Θεόν αιτού ταύτην αυτοίς αρρήτως εμφανίσαι”».
Υπάρχουν διάφορες κατηγορίες καθοδηγητών, ανθρώπων που έχουν αναλάβει την ευθύνη της καθοδήγησης άλλων ανθρώπων με έναν ορισμένο σκοπό. Οι γονείς έχουν λάβει το χάρισμα από τον Θεό να γεννήσουν και να αναθρέψουν τα παιδιά, των οποίων όμως η κυριότητα ανήκει στον Θεό. Οι δάσκαλοι ορίζονται από την πολιτεία να διαπαιδαγωγήσουν παιδιά, των οποίων η κυριότητα ανήκει μεν δευτερογενώς στους γονείς και την πολιτεία, όμως πρωτίστως στον Θεό. Οι Ποιμένες, τέλος, λαμβάνουν από την Εκκλησία την ευλογία και την ευθύνη να ποιμάνουν το λογικό ποίμνιο του Χριστού. Η κυριότητα των ποιμαινομένων ανήκει στην Εκκλησία, ουσιαστικώς στον Χριστό.
Ένας μεγάλος πειρασμός που παρατηρείται στις ημέρες μας, και που περιγράφεται πολύ παραστατικά από τον Γιάννη Ιωαννίδη στο δικό του αθλητικό επίπεδο, είναι το να θεωρήσει κάποιος υπεύθυνος της διαπαιδαγώγησης –και μάλιστα της εκκλησιαστικής– ως κτήμα του τον διαπαιδαγωγούμενο. “Γιατί το μόνο εύκολο για κάποιον ο οποίος έχει στα χέρια του ένα παιδί 18 και 19 ετών είναι ώσπου να πεθάνει να τον έχει ίνδαλμα… ώσπου να πεθάνει εσένα θα θυμάται, αλλά δεν θα γίνη ποτέ καλός”.
Η συσχέτιση με την ποιμαντική στην περίπτωση που εξετάζουμε είναι τέλεια. Την τραγικότητα και τα φρικτά αποτελέσματα αυτής της εμπαθούς τακτικής πρέπει να τα αναζητήσουμε σ’ αυτήν καθ’ αυτήν την ορθόδοξη ανθρωπολογία. Ο άνθρωπος είναι κτισμένος κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Θεού. Ο σκοπός του είναι να γίνει κατά Χάριν Θεός. Ο Ποιμένας στην προσπάθειά του αυτή καλείται να σηκώσει τον σταυρό του θρυμματισμού του προσωπείου της αυτάρκειας. Όταν αρνείται αυτόν τον σταυρό, όταν ο άνθρωπος, που η Εκκλησία έχει ορίσει υπεύθυνο για να οδηγεί τους ανθρώπους σ’ αυτήν την ένωση με τον Θεό, ιδιοποιείται την κυριότητα του Θεού, και προσπαθεί εμπαθώς να κρατήσει τα πνευματικά του παιδιά κοντά του και να τα κάνει δικές τους εικόνες και ομοιώματα, και τους στερεί έτσι την δυνατότητα της αενάου και ατελευτήτου προόδου προς τα άνω, τότε δημιουργούνται φρικτές παραμορφώσεις στα πρόσωπα των χριστιανών. Τραυματίζονται τα μέλη της Εκκλησίας. Υπάρχει δε περίπτωση να θραυστεί και αυτή η ενότητα της Εκκλησίας.
Νομίζω ότι η απάντηση αυτή του Γιάννη Ιωαννίδη δίδει πολλά μηνύματα, σ’ εμάς που έχουμε μάθει ότι αγάπη είναι μια πλαδαρή, γλυκανάλατη κατάσταση, εκφραζομένη από χείλη μειλίχιων ανθρώπων. Την υποτιμούμε συνεχώς, συγχέοντάς της με την αγαπολογία, το συναίσθημα και την φυσική αγάπη. Την διαχωρίζουμε από τον δυναμικό και τελειοποιό της χαρακτήρα, την βλέπουμε ανεξάρτητα από την θεραπεία μας, την αυτονομούμε από την θεολογία.
Να σημειώσω και πάλι ότι η συσχέτιση της αθλητικής ζωής με την πνευματική δεν είναι απόλυτη, αλλά έχει χαρακτήρα αναγωγικό. Γιατί, συν τοις άλλοις, στον αθλητισμό το στεφάνι είναι πρόσκαιρο και φθαρτό, ενώ στην χριστιανική ζωή οι στέφανοι είναι αμάραντοι και άφθαρτοι.