Ι.Μ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ – Στην Ακολουθία του Κατανυκτικού Εσπερινού της Β΄ Εβδομάδος των Νηστειών, ο οποίος τελέστηκε στον Ιερό Ναό Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως, χοροστάτησε χθες Κυριακή 31 Μαρτίου 2024 ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ.Σεραφείμ.
Κατά την διάρκεια του κηρύγματός του ο Σεβασμιώτατος αναφέροντας πως «τα έργα του Θεού είναι ο άνθρωπος και ολόκληρος ο κόσμος», σημείωσε ότι «η πίστη πως υπάρχει διάκριση ανάμεσα σε Δημιουργό και δημιουργήματα, ανάμεσα στο Θεό και στον άνθρωπο, είναι βασική χριστιανική αλήθεια».
«Η διάκριση ανάμεσα στην ουσία του Θεού και στην ουσία του ανθρώπου και του κόσμου, μας προφυλάσσει από κάθε πανθεϊστική σκέψη που επιπολάζει στις μέρες μας και στην εποχή μας».
«Εξάλλου η πίστη μας αναφέρεται σε προσωπικό Θεό, όχι σε μία ασυνείδητη υπερβατικότητα». «’’Προσωπικός Θεός’’ σημαίνει Θεός που ενεργεί με βάση τη Θεία Του βούληση».
Ο κόσμος δεν είναι αιώνιος. Δημιουργήθηκε μέσα στον χρόνο. Δεν είναι αποτέλεσμα της ουσίας του Θεού, αλλά καρπός της βούλησης, της θέλησης και της αγάπης Του», επεσήμανε, τονίζοντας πως «ο Θεός δεν γνωρίζει μεταβολές, ούτε παρελθόν και μέλλον. Είναι μόνο αιώνιο παρόν».
«Το να ερευνήσουμε γιατί ο Θεός θέλησε έτσι και όχι διαφορετικά, δεν ανήκει στη δική μας αρμοδιότητα και ευθύνη. Κανένας δεν μπορεί να γνωρίζει το βάθος της θείας βουλήσεως. Όμως αυτό που μπορούμε εμείς να ξέρουμε», «είναι ότι ο άνθρωπος και ο κόσμος όλος δεν είναι προβολή ή εκροή της Θείας ουσίας, αλλά δημιουργία του προσωπικού Θεού», υπογράμμισε στην συνέχεια ο Σεβασμιώτατος, προσθέτοντας πως «ο Θεός δεν χρησιμοποίησε κάποια ουσία ή ύλη που υπήρχε, τάχα, προαιώνια, παράλληλα με τον Ίδιο, αλλά δημιούργησε τα πάντα εκ του μηδενός. Αυτή είναι η βασική διδασκαλία της Γραφής».
«Η χριστιανική πίστις δεν συμβιβάζεται με πανθεϊστικές, ινδουιστικές, αποκρυφιστικές ερμηνείες του κόσμου, γιατί αρνείται οποιαδήποτε οντολογική σχέση του κόσμου με τον Θεό. Η ουσία του κόσμου είναι κτιστή και όχι άκτιστη και επομένως τα όντα δεν είναι ξεπεσμένα κομμάτια του Θεού. Ο Θεός, σαν ξεχείλισμα της αγάπης Του, συγκαταβαίνει και δημιουργεί τον κόσμο για να καταστεί μέτοχος ο κόσμος της αγάπης του Θεού», συμπλήρωσε.
«Ο πιστός δεν αρνείται την αξία της κτίσης, όμως δεν την απολυτοποιεί και δεν την ειδωλοποιεί», ανέφερε ο Σεβασμιώτατος και συνέχισε: «Ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο «κατ’ εικόνα Θεού. Άνδρα και γυναίκα τον δημιούργησε απαρχής. Για αυτό και η πρόσφατη νομοθέτηση από το Κοινοβούλιο της χώρας μας ήταν μια τραγική έκπτωσις του νομικού μας πολιτισμού και της πνευματικής μας παρακαταθήκης. Δεν μπορεί να υπάρξει γάμος μεταξύ προσώπων του ίδιου φύλου, επειδή γάμος σημαίνει ένωσις ανδρός και γυναικός με σκοπό την παιδοποιία και την τεκνογονία».
«Οι σχέσεις αυτές είναι στείρες σχέσεις. Είναι απάνθρωπες σχέσεις. Είναι ευτελείς καταστάσεις. Είναι έργα του βυθίου δράκοντος».
«Σκοπός του αρχεκάκου όφεως, του διαβόλου, είναι η χωματοποίησις του ανθρώπου, η οποία άριστα επιτυγχάνεται από αυτές τις φρικώδεις συμπεριφορές».
«Κανένας άλλος πάνω στη γη δεν δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα Θεού με προορισμό την ομοίωση με τον δημιουργό Του. Μόνον ο άνθρωπος καλείται με τα δώρα του κατ’ εικόνα: λογική, αυτεξουσιότητα, συνειδέναι, βούλησις, συναίσθημα, αντίληψις, επέμβασις στη δημιουργία. Να κατορθώσει την προς τον Θεό ομοήθεια, το ίδιο ήθος με τον Δημιουργό του, να αποβεί θείας φύσεως κοινωνός και μέτοχος των Ακτίστων Θείων Ενεργειών, όπως σήμερα ο Μέγας Ιεράρχης, ο υπόπτερος αετός της Θεολογίας, ο Άγιος Γρηγόριος ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ο Παλαμάς και οι Θεοφόροι Πατέρες της Αγίας ενάτης (Θ΄) Οικουμενικής Συνόδου του 1351 μας παραδίδουν», ανέφερε.
Τονίζοντας πως «η Αγία Γραφή είναι εντελώς ξένη σε κάθε σκέψη για μετενσάρκωση ή μετεμψύχωση», σημείωσε ότι «το αρχέτυπο του ανθρώπου είναι ο ίδιος ο Τριαδικός Θεός. Είναι το πρωτότυπο του ανθρώπου, ενώ Εκείνος είναι το κατ’ εικόνα. Αυτό σημαίνει πως για να γνωρίσουμε πραγματικά τι είναι ο άνθρωπος, πρέπει να γνωρίσουμε τον ίδιο το Θεό, το πρωτότυπο του ανθρώπου».
«Το κατ’ εικόνα του ανθρώπου διαχωρίζει τον άνθρωπο από όλη την άλλη δημιουργία», πρόσθεσε.
«Ο άνθρωπος δεν είναι ξεπεσμένος Θεός, φυλακισμένος στην ύλη, αλλά ενότητα σώματος και ψυχής. Αυτή η ενότητα δεν αποτελεί κατάρα, αλλά ευλογία», είπε σε άλλο σημείο του κηρύγματός του ο Σεβασμιώτατος, υπογραμμίζοντας πως «το κατ’ εικόνα αποτελεί μια πραγματικότητα στον άνθρωπο, ενώ το καθ’ ομοίωσιν είναι ο μοναδικός πραγματικός οντολογικός σκοπός της ζωής του».
«Ο άνθρωπος ως το κατ’ εικόνα του πανσόφου και παντοδυνάμου Θεού έχει δυνατότητες να αναπτύξει την επιστήμη σε όλους τους τομείς» ανέφερε στην συνέχεια ο Σεβασμιώτατος, τονίζοντας πως «η επιστήμη δεν είναι έξω από τη βούληση ή το σχέδιο του Θεού για τον άνθρωπο».
«Ο άνθρωπος ασκώντας την κυριαρχία επάνω στη δημιουργία δεν επιτρέπεται να πάρει τη θέση του Θεού. Αντιθέτως, πρέπει να συντελέσει ώστε να διατηρηθεί η δοξολογική σχέση της δημιουργίας προς τον Δημιουργό», είπε και συνέχισε: «Τα πλαίσια αυτά καθορίζουν την ορθή θέση της επιστήμης και της τεχνικής που σήμερα δυστυχώς έχουν θεοποιηθεί. Αλλά η ανθρώπινη επιστήμη και η ανθρώπινη τεχνική φθάνουν μόνο μέχρι τον τάφο. Δεν περνούν πέρα από αυτόν. Τόσο η επιστήμη όσο και η τεχνική δεν επιτρέπεται να στρέφονται εναντίον της δημιουργίας του Θεού, να έχουν αρνητικές συνέπειες για την όλη αρμονία του κόσμου. Η αυτονομία και η εγωιστική χρήση της επιστήμης αποπροσανατολίζει τον άνθρωπο και συμπαρασύρει τον κόσμο στην καταστροφή».
«Η πρόοδος του ανθρώπου, λοιπόν, σε όλους τους τομείς της δραστηριότητός του είναι δώρο του Θεού. Δεν δικαιολογεί την αυτονομία του ανθρώπου».
«Η πρόοδος της επιστήμης που θεοποιείται στις μέρες μας μπορεί να σημαίνει ευλογία, όμως δεν κάνει τον άνθρωπο Θεό, δεν τον οδηγεί στην πραγμάτωση του καθ’ ομοίωση, δηλαδή του σκοπού της ζωής. Αν πέσει και πάλι στην παγίδα του αρχαίου όφη και πιστέψει πως ανέβηκε στο θρόνο του Θεού, αυτόματα καταποντίζεται και αποκτά την εμπειρία πως είναι γυμνός, πως είναι φθαρτός, πως είναι εφήμερος, πως δεν είναι Θεός. Ο άνθρωπος, λοιπόν, καλείται να αναπτύξει τη γνώση και την επιστήμη όχι ξέχωρα από την αγάπη και την κοινωνία με τον Θεό. Τα πράγματα του Θεού πρέπει να προσεγγίζονται από τον άνθρωπο με τον ανάλογο σεβασμό», συμπλήρωσε.
«Δυστυχώς ο άνθρωπος έπεσε». «Έπεσε στο ψεύτικο, κίβδηλο και απαράδεκτο σύνθημα του δαίμονα, ότι μπορεί να αντλήσει άκτιστη αιώνια ζωή εμπιστευόμενος την κτιστή ύλη και πέθανε» τόνισε στην συνέχεια, σημειώνοντας παράλληλα πως «το ίδιο συμβαίνει και σήμερα με τις νέες θεωρίες του υπερανθρωπισμού και του μετανθρωπισμού, που είναι το ίδιο μύθευμα του διαβόλου, αλλά με ένα άλλο περιτύλιγμα».
Αναφέροντας πως «το θέμα της ελευθερίας του ανθρώπου είναι κεντρικό ζήτημα στην ανθρωπολογία μας», εξήγησε πως «ερμηνεύει το στοιχείο της αμαρτίας, κατοχυρώνει την αρετή και την υπευθυνότητα στη ζωή του ανθρώπου».
«Η αμαρτία δεν ανήκει στη φύση του ανθρώπου. Είναι παρά φύση. Προέρχεται από τη βούληση».
«Ο άνθρωπος εκλήθη να υποταχθεί ελεύθερα στο θέλημα του Θεού. Να προσφέρει την αγάπη του στο Θεό ελεύθερα. Να ταυτιστεί με την αγάπη για να οδηγηθεί σε αληθινή κοινωνία με τον Θεό».
«Οι σχέσεις αγάπης ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο προϋποθέτουν ελεύθερη συγκατάθεση και όχι εξαναγκασμό».
«Η εκπλήρωση της αποστολής του ανθρώπου απαιτούσε βαθιά γνώση της δημιουργίας. Απαιτεί και τώρα και πάντα. Ο άνθρωπος μπορεί να φέρει το έργο αυτό σε ευλογημένο τέλος, γιατί ως το κατ’ εικόνα του πανσόφου και παντοδυνάμου του Θεού, μπορεί να αναπτύξει σε θαυμαστό βαθμό τη γνώση και την επιστήμη για να πραγματώσει την εντολή του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος και Λυτρωτού», είπε ολοκληρώνοντας το κήρυγμά του ο Σεβασμιώτατος, τονίζοντας πως «ο ίδιος ο Θεός έρχεται σε κοινωνία αγάπης εν ελευθερία με τον άνθρωπο, χωρίς να καταστρέφει τον άνθρωπο. Και αυτή η κοινωνία φτάνει στα όρια της με τη σάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού».
«Έτσι ο Θεός μας σώζει χωρίς να μας συντρίβει. Για αυτό, αδελφοί μου αγαπητοί, αυτή η περίοδος της Σαρακοστής είναι τόσο χρήσιμη για την ανταπόκρισή μας στην πρόσκληση της αγάπης του Θεού».
«Εύχομαι και προσεύχομαι να την προσλάβουμε και να την διακονήσουμε με υπευθυνότητα και ευγένεια και ήθος».
Στην Ακολουθία του Κατανυκτικού Εσπερινού έψαλε χορωδία των κληρικών της Ιεράς Μητροπόλεώς μας υπό την διεύθυνση του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Ελισσαίου Κυνούση.