Επιμέλεια: ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ: “Η Εκκλησία βλέπει την ελευθερία ως το φυσικό κλίμα αναπτύξεως και πραγματώσεως του ανθρωπίνου προσώπου πού οδηγείται προς την σωτηρία”, αυτό σημείωσε μεταξύ άλλων, στην τοποθέτηση του για την Ελληνική Επανάσταση και την συμβολή της Εκκλησίας σε αυτή, ο Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιώς κ.κ. Σεραφείμ στο Γ΄ Διεθνές Θεολογικό Συνέδριο της Πανελληνίου Ἑνώσεως Θεολόγων το οποίο πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 12 & Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2021.
Διαβάστε αναλυτικά την εισήγηση του Σεβ. Μητροπολίτου Πειραιώς κ.κ. Σεραφείμ:
To 2021 αποτελεί ένα επετειακό έτος γιά τήν Πατρίδα μας, καθώς συμπληρώνονται 200 χρόνια από τήν έναρξη τής Ελληνικής Επαναστάσεως τού 1821.
Ένας επετειακός εορτασμός πού μετατρέπει τή μνήμη σέ πολιτιστική καί πνευματική παρακαταθήκη, σέ νοηματοδοτούσα δύναμη τής ταυτότητας τού νέου Ελληνισμού μπροστά στά αμείλικτα ερωτήματα καί τά ανεπίλυτα προβλήματα τού σύγχρονου κόσμου. Μέ τόν εορτασμό λοιπόν τών 200 χρόνων από τήν Εθνεγερσία, τό ξεκίνημα αλλά καί όλος ο Αγώνας μετουσιώνεται σέ Νόημα ζωής γιά τό μέλλον τής Πατρίδας. «Πατρίδα νά θυμάσαι εσύ αυτούς όπου, διά τήν τιμήν καί τήν λευτερίαν σου, δέν λογαρίασαν θάνατο καί βάσανα» έλεγε ο Μακρυγιάννης.
Η επιβίωση καί η ευδοκίμηση τής Ελληνικής Επαναστάσεως τού 1821 όπως διαβάζουμε στίς ιστορικές πηγές εξαρτιόταν κυρίως από τήν ιδιοπροσωπία τού Γένους. Αυτή τήν ιδιοπροσωπία πού καθόριζαν τρείς βασικοί όροι: η πίστη, η ελευθερία καί η γλώσσα. Ιδιοπροσωπία πού είχε δομηθεί επί τή βάση τού Ελληνισμού καί τής Ορθοδόξου Εκκλησίας, τήν “θεοκέλευστον συζυγία” όπως τήν ονομάζει ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος.
Η ιδιοπροσωπία τού Γένους δέν αποτελεί μυθολογικό ιδεολόγημα ούτε τήν διατρέχει ένας ιδεολογικός φορμαλισμός, τουναντίον ενσαρκώνεται ως βίωμα στά πρόσωπα τών απλών Ελλήνων, στά πρόσωπα τών πολύπαθων αγωνιστών, αφανών καί γνωστών ηρώων, στά γεγονότα πού συνθέτουν καί περιγράφουν τήν θυσιαστική συνείδηση τών Ελλήνων, καί τέλος στόν λόγο καί τήν γλώσσα. Βίωμα καί λόγος διατυπώνονται στά κείμενα, στά απομνημονεύματα, στίς Προκηρύξεις καί τά Σύμφωνα, τά τοπικά Συντάγματα μέ μικρή ισχύ ως καί στά Συντάγματα τών Εθνοσυνελεύσεων, προεπαναστατικά καί επαναστατικά. Καί αυτά τά τεκμήρια εκφράζουν έναν πνευματικό αλλά κι έναν Συνταγματικό πολιτισμό πού συνθέτει καί διατυπώνει αξιοθαύμαστα μνημεία φιλελεύθερου καί δημοκρατικού πνεύματος, αλλά καί ακριβούς πίστεως τών Ελλήνων.
Είναι κεφαλαιώδους σημασίας νά διερευνηθεί ποιοί ήταν οι όροι, καί υπό ποίες συνθήκες η Ορθόδοξη Εκκλησία πρωτοστατεί σ’ όλους τους απελευθερωτικούς αγώνες ώστε αφενός νά κατανοηθεί η πηγή καί ο τρόπος τής πνευματικής επιρροής στόν Αγώνα καί αφετέρου νά ερμηνευθεί η θεμελιώδης πίστη τών ρωμιών πού ξεκινούν τής Επανάσταση καί αναζητούν τήν ελευθερία τους.
Η Επανάσταση δέν θά μπορούσε νά είναι μόνο ένα στρατιωτικό γεγονός. Χρειαζόταν νά είναι καί διπλωματικό καί πολιτικό καί πολιτειακό γεγονός. Αλλά πρωτίστως ήταν γεγονός οντολογικού χαρακτήρα διότι σέ αυτό συνοψίζεται τό νόημα καί η αλήθεια πού κομίζει η πνευματική συνέχεια τού Γένους.
Η απελευθέρωση από τήν ζοφερή σκλαβιά καί η διαφύλαξη τής πατρώας γής έπρεπε νά διαθέτει δύο προοπτικές: ένα είδος “κρατικότητας” καί μία συμπεφωνημένη οργάνωση. Μία “ενότητα” πού θέλησαν νά αποκτήσουν οι Επαναστατημένοι Έλληνες παρότι πολλές φορές αυτό ήταν δύσκολο ή καί ακατόρθωτο. Άλλωστε από τό 1453, 28 επαναστατικά κινήματα είχαν πνιγεί στό αίμα. Έπρεπε όμως νά θεμελιώνεται επίσης σέ μία πραγματικότητα, τήν άσκηση ελέγχου πάνω στήν οικεία Επικράτεια στήν οποία κατοικούσε ο λαός. Δέν υπήρχε ένα συμπαγές συγκροτημένο σύνολο μέχρι τήν Εθνοσυνέλευση τού Άστρους, καί τό Επαναστατημένο Έθνος σέ κάθε περιοχή είχε τό δικό του τοπικό πολίτευμα καί τόν δικό του λαό. Όμως όλο αυτό τό Έθνος είχε κοινή ψυχή καί κοινή πνευματική Πηγή. Η πηγή αυτή είναι, όπως λέει ο Σεφέρης, “η ψυχική περιουσία μίας φυλής, παραδομένη γιά αιώνες καί χιλιετίες, από γενιά σέ γενιά, από ευαισθησία σέ ευαισθησία· κατατρεγμένη καί πάντα ζωντανή, αγνοημένη καί πάντα παρούσα -είναι τό κοινό χτήμα τής μεγάλης λαϊκής παράδοσης τού Γένους. Είναι η υπόσταση, ακριβώς, αυτού τού πολιτισμού, αυτής τής διαμορφωμένης ενέργειας, πού έπλασε τούς ανθρώπους καί τό λαό πού αποφάσισε νά ζήσει ελεύθερος ή νά πεθάνει στά 21”.
Ο Φώτης Κόντογλου ορίζει μέ υπέροχη ακρίβεια στήν «Πονεμενη Ρωμιοσυνη»: «Η ελληνικη Επανασταση ειναι η πιο πνευματικη επανασταση που εγινε στον κοσμο. Ειναι αγιασμενη. Η σκλαβια που εσπρωξε τους Ελληνες να ξεσηκωθουνε καταπανω στον Τουρκο δεν ητανε μοναχα η στερηση κι η κακοπαθηση του κορμιου, αλλα, απανω απ ολα, το οτι ο τυραννος ηθελε να χαλασει την πιστη τους, μποδιζοντας τους απο τα θρησκευτικα χρεη τους, αλλαξοπιστιζοντας τους και σφαζοντας η κρεμαζοντας τους, επειδη δεν αρνιοντουσαν την πιστη τους για να γινουνε μωχαμετανοι. Για τουτο πιστη και πατριδα ειχανε γινει ενα και το ιδιο πραγμα, κ η λευτερια που ποθουσανε δεν ητανε μοναχα η λευτερια που ποθουνε ολοι οι επαναστατες, αλλα η λευτερια να φυλαξουνε την αγιασμενη πιστη τους, που μ αυτην ελπιζανε να σωσουνε την ψυχη τους.»
Η Εκκλησία βλέπει τήν ελευθερία ως τό φυσικό κλίμα αναπτύξεως καί πραγματώσεως τού ανθρωπίνου προσώπου πού οδηγείται πρός τήν σωτηρία. Πραγματική ελευθερία είναι η δυνατότητα κοινωνίας τού ανθρώπου μέ τό Θεό καί τούς συνανθρώπους του, σέ βαθμό γνησιότητας, πληρότητας καί αυθεντικότητας, έξω δηλαδή από κάθε αναγκαστικότητα. Η ανθρώπινη ελευθερία εντάσσεται στά πλαίσια τού θελήματος τού Θεού καί είναι (καί ως εθνική-κοινωνική) έννοια καθαρά θεολογική- εκκλησιαστική κατά τόν μακαριστό π. Γεώργιο Μεταλληνό.
Αυτό τό είδος καί τό νόημα τής ανθρώπινης ελευθερίας εμπερικλείει η “ψυχική περιουσία” πού αναφέρει ο Σεφέρης καί κάνει πνευματική τήν Επανάσταση όπως ορίζει ο Κόντογλου. Καί όλα αυτά δέν είναι έπεα πτερώεντα αλλά ισχυρά κίνητρα, ζωογόνοι μηχανισμοί εντός της ψυχής τών Ελλήνων, τά οποία εντός τής προϊούσας επιτυχίας τού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα ανέδειξαν μέ τή συνειδητή επιδίωξη τών εξεγερμένων Ελλήνων νά ζήσουν ελεύθεροι βάσει πάγιων κανόνων. Η φιλόδοξη προσπάθεια νά οργανωθεί ένα κράτος καί μάλιστα μακροπρόθεσμα, τιθασσεύοντας τίς συγκεντρωμένες σέ έναν εντοπισμένο χώρο πλήν όμως ασύντακτες κοινωνικές δυνάμεις, επιτρέπει αλλά καί ενισχύει τόν “πολίτη” στό νά διατηρήσει τήν ιστορική ταυτότητά του καί τέλος εκ τών πραγμάτων προϋποθέτει “ρύθμιση” μία ποικιλίας εκδηλούμενων σχέσεων μεταξύ πολιτών, μεταξύ τού πρός ίδρυση κράτους καί λαού, μεταξύ “κρατικών οργάνων” (από τούς οπλαρχηγούς καί τούς προεστούς ως τούς πολιτικούς κλπ) αλλά καί μεταξύ διαφορετικών εθνικών οντοτήτων. Αυτή η ρύθμιση γίνεται συνταγματικός κανόνας καί οδηγεί στό καινοφανές γιά τά ελληνικά δεδομένα συνταγματικό φαινόμενο τό οποίο υφίσταται ιστορικές ζυμώσεις διαγράφοντας μία πορεία προσαρμογής καί συνάμα βελτίωσης. Πλέον μία συνεχής αναγωγή στό Σύνταγμα γιά τήν αναζήτηση απευθείας σέ αυτό τών κανόνων πού διέπουν μείζονα αλλά καί ελάσσονα ζητήματα τής ζωής (παρότι τά εμβρυώδη δείγματα τού πρώϊμου ελληνικού συνταγματισμού δέν διεκδικούσαν τόν τίτλο τού Συντάγματος εθνικής εμβέλειας) γίνεται όλο καί πιό γνώριμη καί τέλος αναγκαία συνθήκη οδηγώντας σέ μία εσπευσμένη κατάρτιση τών επαναστατικών Συνταγμάτων τής περιόδου 1822-1827.
Διαθέτουν λοιπόν καί μία θεολογική-εκκλησιαστική οπτική, εκτός τών άλλων, τά συνταγματικά κείμενα στά τρία Συντάγματα τού Αγώνα γιά τήν ανεξαρτησία τής Ελλάδας. Κι εφόσον τό κάθε Σύνταγμα έθετε σκοπό τού τή ρύθμιση τού μακρού ιστορικού χρόνου, εν προκειμένω, τού νέου ελληνικού κράτους, έχει εξαιρετική σημασία τό ότι προσδιορίζεται από τή διάταξη τού προσωρινού πολιτεύματος τής Ελλάδας πού ετέθη σέ ισχύ τήν 1η Ιανουαρίου τοϋ 1822 μέ τό Σύνταγμα τού Άστρους, ότι «Έλληνες είναι οι κατοικούντες εν Ελλάδι πιστεύοντες εις Χριστόν». Έπρεπε επακριβώς νά προσδιοριστεί η ταυτότητα τού Έλληνα ο οποίος ξεκινά καί θά τελειώσει τήν επανάσταση απέναντι στόν Τούρκο κατακτητή.
Γιά τούς αγωνιστές-εθνεγέρτες η δεξαμενή τών θυσιών ήταν τό ήθος πού καλλιέργησε επί αιώνες η Εκκλησία μέ τήν εμπειρική σχέση στήν λατρεία Τής τήν Σταύρωση καί Ανάσταση τού Χριστού. Τό ήθος τού Ευαγγελίου, τής ασκήσεως καί τού αγώνος κράτησαν κάθ΄όλη τήν προεπαναστατική περίοδο ζωντανή τήν ελπίδα γιά ελευθερία καί προσέδωσε δυναμικότητα στόν αγώνα. Πρωτίστως ως Σώμα, κλήρος καί λαός, συμμετείχε καί καθόρισε τά γεγονότα τού Αγώνα.
Μέ τήν Επανάσταση τού 1821 ο Ελληνικός λαός υπηρέτησε έναν Εθνικό καί Ιερό σκοπό. Αγωνίστηκε «γιά τού Χριστού τή πίστη τήν αγία καί τής Πατρίδας τήν ελευθερία». Αυτός ο κοινός εθνικός σκοπός απετέλεσε καί θά συνεχίσει νά αποτελεί τήν απάντηση στό ερώτημα «τί ένωνε αυτόν τόν λαό στόν αγώνα τού αυτό;». Στό Σύμφωνο τών Κιτριών τήν 1 Οκτωβρίου 1819, σύμφωνο συμφιλίωσης τών μεγάλων οικογενειών τών Μανιατών διακηρύσσεται: “Δία τού παρόντος ημών ιδιοχειροϋπογεγραμμένου γράμματος υποσχόμεθα μεθ’ όρκου τής αγιωτάτης καί ορθοδόξου ημών Πίστεως καί μέ τήν δύναμιν τού τρομερού όρκου, όπου αυτοπροαιρέτως διά τήν σωτηρίαν τού Γένους μάς εκάμαμεν, ότι νά φυλάξωμεν τάς ακολούθους συνθήκας. ….Κάθε Ιερός δεσμός, καί μάλιστα εκείνος όπου γίνεται υπέρ Πίστεως, Πατρίδος καί Γένους, διά νά μείνη ακλόνητος καί άσειστος, πρέπει νά βάλλη δί’ αρχήν καί θεμέλιον τήν αλήθειαν καί δικαιοσύνην. Όθεν ημείς υποσχόμεθα νά φυλάξωμεν αυτάς τάς αρετάς απαρασαλεύτους, αί οποίαι όχι μόνον τάς ειδικάς μάς γενεάς θέλει δοξάσουν, αλλά καί τήν ιδίαν μας πατρίδα θέλει ευτυχήσουν καί στερεώσουν.” Ιστορικά λόγια πού φανερώνουν τήν σημασία τού Εθνικού καί Ιερού σκοπού.
Ο λαός είχε τήν Πίστη του καί αγωνιζόταν από κοινού, λαϊκός αγωνιστής καί κλήρος. Ο κληρικός δεχόταν τόν όρκο τού αγωνιστή, τού παρείχε τή Θεία Κοινωνία ή τόν ευλογούσε πρίν από τή μάχη, τελούσε παράκληση καί δοξολογία γιά τή νίκη. Πολλοί ανώτεροι κληρικοί, όπως ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Βρεσθένης Θεοδώρητος, ο Καρύστου Νεόφυτος, παρακίνησαν επαναστατικές ενέργειες υπό τήν ιδιότητα τους αυτή καί άλλοι, όπως ο Παπαφλέσσας, πολέμησαν ως απλοί στρατιώτες τόν εχθρό στή μάχη. Ο κλήρος δέν άσκησε “πνευματική εξουσία” αλλά στήριζε πνευματικά ως η πνευματική δύναμη τού Επαναστάτη, ως συνομολογία βαθιάς πίστης πού εμψύχωνε τόν λαό στόν κοινό Αγώνα. “Πλησίον εις τόν Ιερέα – έλεγε ο Θ. Κολοκοτρώνης στήν “Διήγηση συμβάντων ελληνικής φυλής” – ήτον ο λαϊκός, καθήμενοι εις ένα σκαμνί, Πατριάρχης καί τζομπάνης, ναύτης καί γραμματισμένος, ιατροί, κλεφτοκαπεταναίοι, προεστοί καί έμποροι.” Η Εκκλησία ήταν η τροφός τού Γένους καί ολόκληρου τού αγώνα, πρωτεργάτης τής Ελληνικής Επαναστάσεως, προσέφερε αγωνιστές κληρικούς, αρχιερείς, πρεσβυτέρους, διακόνους καί μοναχούς, αγίους καί μάρτυρες τής Πίστης. Αυτό ήταν τό ακριβές καί πραγματικό ιστορικό πλαίσιο εντός τού οποίου τά Συντάγματα τού Αγώνα μπορούν νά κατανοηθούν καί νά γίνει σαφής ερμηνεία τού ποιοί είναι «οι Έλληνες οι κατοικούντες έν Ελλάδι καί πιστεύοντες εις Χριστόν». Δέν είναι ούτε επιστημονικά ορθό, αλλά καί στρέφει πρός άλλες κατεύθυνσεις, κάθε ερμηνεία πού δέν λαμβάνει υπόψη της τό πλαίσιο τής ιστορικής εποχής τού Αγώνα καί τού ρόλου τής Εκκλησίας στήν ζωή τών Ελλήνων, καί παρερμηνεύει υπό τό πρίσμα σύγχρονων αντιλήψεων περί θρησκευτικής συνείδησης, ανεξιθρησκίας, ισότητας, ελευθερίας κλπ. τήν ιστορική αλήθεια. Κατά νομική ακριβολογία τά Συντάγματα τού Αγώνα υιοθετούν μία ορολογία περιφραστική «όσοι πιστεύουσιν εις Χριστόν», αντί τή λέξης «Χριστιανός». Η έννοια βεβαίως «Χριστιανός», ως συστατικό στοιχείο τής ιδιότητας τού πολίτη είναι ευρύτατη. Προκύπτει συνεπώς η ανάγκη περαιτέρω οριοθέτησης τού κανονιστικού περιεχομένου τής συνταγματικής αυτής ρύθμισης. Στά Συντάγματα τού Αγώνα συνδέθηκε η χριστιανική πίστη μέ τό κριτήριο τής κατοικίας εντός της “Επικράτειας”. Βεβαίως τά Συνταγματικά κείμενα δέν είναι ομολογιακά αλλά νομοθετικά καί πολιτειακά κείμενα πού όμως αναμφισβήτητα συντάσσονται από μία ζωντανή ιστορική κοινότητα μέ καθορισμένα ιστορικά βιώματα τά οποία εκφράζουν τήν παρούσα ιστορική εμπειρία αλλά καί τήν διαρκή ζώσα Παράδοσή τους. Λαμβάνεται λοιπόν υπόψη από τή μία μεριά τό “ποιός” τά συνέταξε, από τήν άλλη δέν αμφισβητείται ότι ισχύει καί η διασταλτική ερμηνεία τής έννοιας «Χριστιανός», συμπεριλαμβάνοντας καί άλλα δόγματα, καθώς τό ορθόδοξο εκκλησιαστικό ήθος δέν αποκλείει κανέναν αλλά καί δέν παραχωρεί τήν ταυτότητά του, δηλαδή τήν σωτηριολογική του προοπτική, σέ κανέναν. Έτσι λοιπόν απαντάτε καί τό ερώτημα γιά τό πώς συμπλέκεται η ιδιότητα τού Έλληνα πολίτη μέ τήν ιδιότητα τού «πιστού στόν Χριστό» στά συνταγματικά κείμενα στά οποία καί διακηρύσσεται μέ εμφαντικό τρόπο η αρχή τής ανεξιθρησκείας αλλά καί αναφέρουν τό θρησκευτικό κριτήριο ως πρός τή ρύθμιση τής υπηκοότητας.
Είναι ιδιαιτέρως σημαντικό νά σημειώσουμε ότι η κυριαρχούσα ιδεολογία καί εγχώρια διανόηση, αντίθετη καί πολλές φορές πολέμια τής Εκκλησίας καί τής εκκλησιαστικής συνείδησης τών Ελλήνων, συνοψίζει τά παραπάνω λέγοντας ότι πρόκειται γιά μία “εθνικιστική υστερόχρονη μυθολογια γύρω από τό 1821”, καί υποστηρίζει ότι γίνεται μία σύγχυση ανάμεσα στήν ιστοριογραφία τής επανάστασης τού 1821 καί στήν εκλαϊκευμένη πρόσληψή της. Από αυτά τά νεωτεριστικά αφηγήματα προκύπτει καί μία ιδιαιτέρως πονηρή νεωτεριστική προοδευτική πρόταση “ο πατριωτισμός τού πολίτη”, δηλαδή μία “κοινή συνείδηση” όχι ενός πολίτη μέ κοινότητα, μέ ταυτότητα καί ιστορία αλλά ενός πολίτη (πολίτη ως γενικός όρος) μίας κοινωνίας μέ ανεξάρτητη ταυτότητα ή καλύτερα άνευ εθνικής ταυτότητας, εντός της οποίας θά μπορούν νά εντάσσονται ένα πλήθος άγνωστων καί διαφορετικών ταυτοτήτων άνθρωποι.
Οι Συνταγματικοί νομοθέτες τής πρώτης Εθνοσυνέλευσης θέσπισαν ως κριτήριο συνέχειας τής έννομης τάξης τήν ισχύ “τών νόμων τών αειμνήστων Χριστιανών ημών Αυτοκρατόρων”, μία επίκληση, η οποία αφενός νομικά ενεργοποιεί τήν φυσιοκρατική παράδοση επί τή βάση τού βυζαντινορωμαϊκού δικαίου καί αφετέρου θεολογικά δηλώνει μία συνέχεια ιστορική αλλά καί αυτοσυνειδησίας καί καθορισμένης ταυτότητας τού ελληνοχριστιανικού πνεύματος τού βυζαντινού πολιτισμού καί τής εκκλησιαστικής ζωής. Άς μήν λησμονηθεί η εξύμνηση τών Συνταγμάτων τής Επανάστασης από τούς ξένους, ως πρωτοπόρα, σύγχρονα καί εξαιρετικής δημοκρατικής ευαισθησίας κείμενα.
Τά Συντάγματα τού Αγώνα είναι μία διαρκής διευθέτηση μεταξύ Πελοποννήσου, Ανατολικής Στερεάς, Δυτικής Στερεάς, ναυτικών νήσων ( Ύδρας, Σπετσών, Ψαρρών), Κρήτης, Αρχιπελάγους, μία προσπάθεια εξισορρόπησης μεταξύ παραδοσιακών προκρίτων, ετεροχθόνων διανοούμενων κυρίως Φαναριωτών, νέων πολιτικών, τών μεγάλων καραβοκύρηδων που επενδύουν καί διακινδύνευαν τίς μεγάλες περιουσίες τους γιά τήν Επανάσταση καί βέβαια, τών Οπλαρχηγών Πελοποννήσου καί Στερεάς. Είναι φανερό ότι αυτά τά σπουδαία συνταγματικά κείμενα καί τό περιεχόμενό τους συγκροτήθηκαν καί γράφτηκαν από Έλληνες οι οποίοι είχαν ευαισθησία καί φιλευσπλαχνία, ευφυΐα, πνεύμα ανθρωπισμού, δημοκρατικό αίσθημα ευθύνης καί αγάπη γιά τήν πατρώα γή, τήν Εκκλησία καί τό Γένος τους. Είχαν Παιδεία καί καλλιέργεια, πού σχεδόν αποκλειστικά παρείχε η Εκκλησία καί τά Μοναστήρια καθ όλη τήν διάρκεια τών 400 χρόνων τής Τουρκοκρατίας. Απόδειξη, πού διασαφηνίζει τά πράγματα, είναι τό γεγονός πού αναδεικνύει η σύγχρονη έρευνα τής ιστορίας τού βιβλίου. Τόν 18ο αιώνα λοιπόν, σέ έναν πληθυσμό τής τάξης τού 1.500.000 κατοίκων στόν ελλαδικό χώρο πού κυριαρχεί η Οθωμανική αυτοκρατορία, κυκλοφορούν 100.000 αντίτυπα έντυπων βιβλίων, πού περνούσαν από χέρι σέ χέρι, κυρίως λειτουργικών εκκλησιαστικών βιβλίων καί μικρό ποσοστό άλλων ειδών (λογοτεχνικών κλπ). Επίσης τό μεγαλύτερο ποσοστό έντυπων βιβλίων πού τυπώθηκαν κυρίως στήν Βενετία προεπαναστατικά αλλά καί κατά τήν διάρκεια τού αγώνα, στήν πλειοψηφία τούς ήταν τό «Οκτωήχι», τό «Ψαλτηρόπουλο», ο «Απόστολος», τό «Διακονικόν», λειτουργικά βιβλία τής κάθ΄ημάς Ορθοδόξου Εκκλησίας τά οποία αποτελούσαν τά μόνα μαθητικά-διδακτικά βιβλία γιά γραφή καί ανάγνωση γιά τούς Έλληνες καί βεβαίως χρησίμευαν καί στήν λειτουργική ζωή τών Ορθοδόξων Χριστιανών οι οποίοι κάθε άλλο παρά βρίσκονταν στό “μέγα σκότος τής αμάθειας”! Τό 1822-23 τό τυπογραφείο τών Γλυκύδων τύπωσε ένα Ψαλτήρι σέ 50.000 αντίτυπα καί μία Οκτώηχο σέ 100.000 αντίτυπα!
Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι επί Τουρκοκρατίας τό τοπικό εθιμικό δίκαιο τών Ελλήνων αντιστέκεται. Οι Έλληνες δέν επιθυμούσαν νά απομακρυνθούν από τό δικαιοδοτικό σύστημα πού είχαν συνηθίσει επί τουρκοκρατίας στό οποίο η υποχρεωτική αρμοδιότητα τού Τούρκου δικαστή μπορούσε νά παρακαμφθεί, καί νά προσφύγει κάποιος στά εκκλησιαστικά δικαστήρια γιά οικογενειακής φύσης υποθέσεις, ή στή διαιτησία (πού κατά κανόνα ήταν προεστοί).
Τά δύο πρώτα επαναστατικά Συντάγματα θέλησαν νά ενοποιήσουν τό ισχύον δίκαιο, σέ ένα ενιαίο δικαιϊκό σύστημα γιά όλους τους Έλληνες, γι’ αυτό θέσπισαν τήν καθολική εφαρμογή τών νόμων τών “αειμνήστων ημών χριστιανών αυτοκρατόρων”. Ο λαός όμως ήθελε νά συνεχίσει νά διέπεται από τό τοπικό εθιμικό δίκαιο καί νά λύνει τίς διαφορές του μέ τόν παραδοσιακό τρόπο. Τό Σύνταγμα τής Τροιζήνας επανήλθε ορίζοντας ότι συγχωρείται στούς “Έλληνες νά δικάζονται “δί’ αιρετοκρισίας, εκκλητώς καί ανεκκλήτως».
Τό δυναμικό στοιχείο πού καθόρισε τότε τήν εθνεγερσία καί θά καθορίσει τώρα τό μέλλον τής πατρίδας είναι η ταυτότητα, μία ταυτότητα τών Ρωμιών τού κόσμου στό σταυροδρόμι Ανατολής καί Δύσης. Μία ταυτότητα πού γράφεται από τήν ιστορία τής Ρωμιοσύνης. Μία ταυτότητα ζυμωμένη μέ τήν σοφία καί τήν αγιότητα τών Πατέρων, μέ τό αίμα τών Μαρτύρων, μέ τήν ίδια τήν ζωή τής Εκκλησίας. Μία ταυτότητα όπως ξεδιπλώνεται στά συνταγματικά κείμενα τού Ελληνικού κράτους τά οποία διαμορφώθηκαν καί διαμόρφωσαν τήν υπόσταση τού νέου ελληνισμού.
Τά ίδια τά Συντάγματα όχι ως μυθολογία καί ιστοριογραφία αλλά ως κύριες πηγές τού λόγου καί τής συνείδησης τού Γένους τής σύγχρονης ιστορίας έρχονται νά απαντήσουν κύρια καί καίρια σέ ανεμικά ιδεολογήματα καί ιδεολογικές εμμονές. Από τά μικρά τοπικά Συντάγματα στήν Πελοπόννησο, τήν Στερεά καί τά Ιόνια νησιά, ατελή βέβαια, μέχρι καί τά συντάγματα τών τριών Εθνοσυνελεύσεων στήν Επιδαυρο (1822), τό Άστρος (1823) καί τήν Τροιζήνα (1827).
Όλα τά Συντάγματα ως προμετωπίδα φέρουν τήν φράση «Εις τό όνομα τής Αγίας καί Ομοουσίου καί Αδιαίρετου Τριάδoς» δηλωτικό τού γεγονότος ότι η κυριαρχούσα πίστη τού Έλληνα καί η σχέση του μέ τήν Εκκλησία καθορίζει τήν Αρχή τού πολιτεύματος καί τού θεμελιώδους νόμου επάνω στόν οποίο βασίζεται η διαμόρφωση ολόκληρης τής νομοθεσίας περί τών δικαιωμάτων καί υποχρεώσεων τού πολίτη, τήν οργάνωση καί βασικούς κανόνες λειτουργίας τού κράτους καί τών θεσμών. Εφόσον δέ τά γενετικά χαρακτηριστικά τού συνταγματικού φαινομένου διευκολύνουν τήν αντοχή του, η συμβολή καί η παρουσία τής Εκκλησίας ενίσχυσε τήν συνταγματική ρύθμιση τού “μακρού ιστορικού χρόνου”. Ιστορικά όλα τά Συντάγματα, υπό διάφορες, ιστορικές καί πολιτειακές συνθήκες ψηφίστηκαν εις τό «Όνομα τής Αγίας Ομοουσίου καί Αδιαιρέτου Τριάδας», (Σύνταγμα, Επιδαύρου, Άστρους Τροιζήνας 1822, 1823, 1827, επί Βαυαρών, 1832, 1864, επί Δημοκρατίας 1911, 1952, 1975, 1986, 2001, 2008, 2019) πλήν δύο Συνταγμάτων, τού «ηγεμονικού Συντάγματος τού 1832» πού δέν εφαρμόσθηκε διότι ο Όθων μέχρι καί τό 1844 άσκησε τήν εξουσία χωρίς Σύνταγμα, καί τού «Δημοκρατικού Συντάγματος τού 1927» πού συνδυάστηκε μέ τήν κατάργηση τής μοναρχίας καί τήν εγκαθίδρυση τής αβασίλευτης Δημοκρατίας καί δέν αναφέρεται επειδή θεωρήθηκε ως ασυμβίβαστη πρός τήν δημοκρατία οποιαδήποτε αναφορά τού Συντάγματος στόν Θεό. Τό προοίμιο αυτό, τό περιεχόμενο τού οποίου δέν εξαντλείται απλώς σέ μία μνεία περί τής θρησκείας ή τής πίστεως, αλλά αναφέρεται απερίφραστα καί μέ ακρίβεια «εις τό Όνομα γής Αγίας Ομοουσίου καί Αδιαιρέτου Τριάδας», είναι η βάση επί τής οποίας ψηφίζεται οργανικά τό σύνολο τών διατάξεων τού Συντάγματος. Ο χαρακτήρας λοιπόν τού ελληνικού Συντάγματος ανυπερθέτως είναι Χριστιανικός καί δή Ορθόδοξος, διότι γίνεται μνεία στόν πυρήνα τής Ορθοδόξου παραδόσεως, θεολογικά καί δογματικά, όπως καθορίσθηκε από τίς Οικουμενικές Συνόδους.
Μερικά ιστορικά παραδείγματα αναδεικνύουν τήν συμβολή τής Εκκλησίας στά πρώτα Συντάγματα. Δέν πρέπει νά λησμονείται ότι τό πρόσωπο πού υποστασιάζει κάτ΄εξοχήν τίς αρχές καί τούς όρους τών ελληνικών Συνταγμάτων καί διατήρησε άσβεστη τήν πεποίθηση ότι πρέπει νά διασωθεί η ταυτότητα τού Έθνους, είναι ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο οποίος έλεγε: “Οι Έλληνες … ηνωμένοι διά τής εις Χριστόν καί εις τήν Αγίαν του Εκκλησίαν σταθεράς πίστεως τών … υποστάντες τήν οθωμανικήν δυναστείαν, υπό μόνην τήν σκέπην τής Εκκλησίας τών διεσώθησαν. Άμα δέ τώ ανεγερθήναι εις σώμα Έθνους, οι αυτών αντιπρόσωποι ανεκήρυξαν τήν Ελληνικήν θρησκείαν, θρησκείαν τής επικρατείας, …» καί ότι η ταυτότητα τού Έθνους «… σύγκειται εκ τών ανθρώπων, οίτινες από τής Αλώσεως τής Κωνσταντινουπόλεως δέν έπαυσαν ομολογούντες τήν Ορθόδοξον Πίστιν καί τήν γλώσσαν τών Πατέρων αυτών λαλούντες, καί διέμειναν υπό τήν πνευματικήν δικαιοδοσίαν τής Εκκλησίας τών, όπου ποτέ τής Τουρκίας καί άν κατοικώσι». Η Εκκλησία έσωσε τήν πατρίδα καί η Εκκλησία τού Χριστού θά αποτελέσει τή «σωτηρία τού Έθνους, τό λίκνο τού μέλλοντος».
Επίσης στήν συνέλευση στη Μονή τών Καλτεζών τόν Μάϊο τού 1821 μέ πρόεδρο τόν Πετρομπέη Μαυρομιχάλη πήραν μέρος εκτός τών άλλων ο Παλαιών Πατρών Γερμανός Γ΄ καί πολλοί κληρικοί από όλη τήν Πελοπόννησο. Μετά τήν πράξη σύστασης τής Πελοποννησιακής Γερουσίας, εψάλη δοξολογία στό ναό τής Μονής. Ο επίσκοπος Έλους Άνθιμος απήγγειλε ευχές γιά ευόδωση τού Αγώνα. Από τήν Συνέλευση προέκυψε τό πρώτο επίσημο νομικό κείμενο τής σύγχρονης Ελλάδας καί ο πρώτος Καταστατικός της Χάρτης. Τό εισαγωγικό κείμενο τής Συνέλευσης, πού αποτελεί καί διακήρυξη εθνικής ανεξαρτησίας καί ηθικών αρχών, η Πράξις τής εν Καλτεζαίς Συνελεύσεως” τελειώνει μέ τό εξής: λάβομεν αμφότερα τά μέρη τόν πρέποντα όρκον ενώπιόν του Υψίστου Θεού, εν βάρει συνειδότος καί τής τιμής μας”
Η «Νομική Διάταξις τής Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος» ή «Οργανισμός τού Αρείου Πάγου» εισάγει τόν νεοφανή νομικό όρο “επικρατούσα θρησκεία” καί ορίζεται ως τέτοια η Ορθόδοξη. Θεσπίζεται η ελευθερία τής λατρείας όλων τών θρησκειών. «ΤΜΗΜΑ Α. Περί θρησκείας. α- Η επικρατούσα θρησκεία εις τήν Ελληνικήν επικράτειαν είναι η τής Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας- ανέχεται όμως η Διοίκησις τής Ελλάδος πάσαν άλλην θρησκείαν καί αι τελεταί καί ιεροπραγίαι εκάστης αυτών εκτελούνται ακωλύτως. ΤΜΗΜΑ Β. Περί τών γενικών δικαιωμάτων τών κατοίκων τής επικρατείας τής Ελλάδος. β- Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι τής επικρατείας τής Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Έλληνες καί απολαμβάνουσιν, άνευ τινός διαφοράς, όλων τών πολιτικών δικαιωμάτων.” Η διάταξη αυτή αναπαράχθηκε στά επόμενα συντάγματα, τής Επιδαύρου, τού Άστρους καί τής Τροιζήνας. Επίσης στήν επιτροπή τής Θρησκείας γιά τήν επεξεργασία νόμων μεταξύ τών αρμοδιοτήτων ήταν καί αυτή τής επιστασίας τών «Εκκλησιαστικών καί ιερών Μοναστηρίων νά φροντίση […] ώστε ο κλήρος νά διακηρύξη πρός τούς λαούς τής Ελλάδος τό σέβας, τήν υπακοήν καί αγάπην, τά οποία οφείλουσι νά έχωσι πρός τήν εύνομόν της Ελλάδος διοίκησιν.”
Στο Πολιτικόν Συνταγμά της Ελλάδος της Γ Εθνικής Συνελεύσεως τής Τροιζήνας (1827) η περί θρησκείας σχετική διάταξη εμφανίζεται φραστικά διαφοροποιημένη καί διατυπώνεται ως εξής: «Καθείς εις τήν Ελλάδα επαγγέλλεται τήν θρησκείαν τού ελευθέρως καί διά τήν λατρείαν αυτής έχει ίσην υπεράσπισιν, η δέ τής Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας τού Χριστού, είναι θρησκεία τής επικρατείας». Ο Πρόεδρος, μάλιστα, τού Δικαστηρίου, πού προεδρεύει στή Βουλή ορκίζει τούς Βουλευτές: Ορκίζεσθε ενώπιον Θεού καί ανθρώπων. Επίσης, ο όρκος ελληνικός, ο όρκος βουλευτικός καί ο όρκος τού Κυβερνήτου αρχίζει μέ τό: Ορκίζομαι εις τό όνομα τού Υψίστου καί τής πατρίδος.
Το σύνταγμα είναι αυτό πού συμβολίζει, αποτυπώνει, οριστικοποιεί καί οργανώνει τή σύσταση νέου κράτους καί τίς μεγάλες πολιτειακές τομές καί μεταβάσεις. Μέ τήν δημιουργία παράλληλα τών νέων κοινωνικοπολιτικών συνθηκών εθνικού κράτους πού χρησιμοποιούν τό σύνταγμα ως γενέθλια πράξη του καί ως θεσμική προϋπόθεση εισδοχής στή διεθνή κοινότητα δημιουργήθηκε η ανάγκη νά συνταχθούν καί νά τεθούν σέ ισχύ νέα συντάγματα προκειμένου νά οργανωθεί νομικά καί νά αποτυπωθεί συμβολικά η μετάβαση από τήν “Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα” καί τήν εθνεγερσία σέ νέες κοινωνικές, θρησκευτικές-εκκλησιαστικές καί πολιτικές συνθήκες ελευθερίας καί νομιμότητας τής πατρίδας. Τό συνταγματικό φαινόμενο στό επίπεδό του εθνικού κράτους εμφανίζει μία πολύ μεγάλη άνθηση μέ τήν πτώση τής οθωμανικής κυριαρχίας καί κατοχής, μία πορεία πρός τήν “Πίστην καί τήν Ελευθερίαν”.
Μέ τά παραπάνω γίνεται φανερό ότι κατοχυρώνεται η δεσπόζουσα θέση τής Ορθόδοξης Εκκλησίας ως επιβεβαίωση μίας υφιστάμενης πραγματικότητας. Η συντριπτική πλειονότητα τών κατοίκων τής απελευθερωμένης Ελλάδας έχει χριστιανική ταυτότητα, έχει τήν πίστη της στόν Τριαδικό Θεό, μία μακρά καί αποκρυσταλλωμένη εκκλησιαστική αλλά καί πολιτειολογική Παράδοση η οποία δέν διαμορφώνει μόνο τούς θρησκευτικούς όρους αλλά καί τό “ήθος” ενός Συντάγματος πού λειτουργεί ιστορικά ως έννοια συνώνυμη μέ τήν κρατική υπόσταση καί κυριαρχία, ως έννοια συνώνυμη μέ τό κράτος δικαίου καί τήν αρχή τής νομιμότητας, ως έννοια συνώνυμη μέ τήν αντιπροσωπευτική δημοκρατία.
Η αντοχή τού Συντάγματος οφείλεται στό γεγονός πώς εξακολουθεί νά επιτελεί δύο θεμελιώδεις λειτουργίες, οργανώνει, δηλαδή συγκροτεί νομικά τήν κρατική εξουσία καί τίς σχέσεις της μέ τήν κοινωνία καί οριοθετεί τήν κρατική εξουσία καί άρα προστατεύει καί εγγυάται τή θέση τού κάθε πολίτη. Η οργανωτική, η εγγυητική αλλά καί η συμβολική – νομιμοποιητική λειτουργία τού συντάγματος στά βασικά τους χαρακτηριστικά επιτελούνται υπό τίς συνθήκες τής εποχής. Γιά τήν εποχή τού Αγώνα λοιπόν, τήν αρχή καί ρίζα τής διαμόρφωσης τών Συνταγμάτων τών Ελλήνων, η βασική, ικανή καί αναγκαία, πηγαία συνθήκη ήταν η χριστιανική πίστη καί η αυτονόητη, αναμφισβήτητα φυσική καθημερινή σχέση τών ανθρώπων μέ τήν Εκκλησία τους. Κατά τήν ίδια λογική τό σύνταγμα διέπει όχι μόνο τή συγκρότηση καί τή λειτουργία τού κράτους, αλλά καί τής κοινωνίας υπό τήν παραπάνω συνθήκη. Αυτό ισχύει μάλιστα από τήν αρχική μέχρι τήν πιό ώριμη καί εκτεταμένη εκδοχή τού συνταγματικού φαινομένου σέ όλο αυτό τό μακροτατο διάστημα τών τριών καί πλέον αιώνων (18ο-20ό). Θά μπορούσαμε λοιπόν νά πούμε ότι “Σύνταγμα” είναι μία λέξη πού συμπυκνώνει τρείς αιώνες.
Τό ίδιο τό Σύνταγμα ως διεκδίκηση, ως κείμενο, ως κατάκτηση, ως σύστημα νομικών, πολιτικών, ιδεολογικών καί θρησκευτικών λειτουργιών καθίσταται σύμβολο τής κρατικής ύπαρξης καί κυριαρχίας. Αυτό συνεχίζεται από τήν Επανάσταση έως σήμερα. Βεβαίως σήμερα η ελευθερία τής πατρίδας, η ελευθερία τού λόγου καί τής πίστης, η διάκριση τών εξουσιών καλούνται νά στεγάσουν φαινόμενα καί νά ρυθμίσουν καταστάσεις πολύ διαφορετικές -ή ανύπαρκτες- από αυτές πού ίσχυαν στήν περίοδο τής Τουρκοκρατίας καί δημιουργούν ένα νέο πεδίο, ένα ελεύθερο πεδίο αρχικής διαμόρφωσης θεσμών, εννοιών, δικαιωμάτων καί ρυθμίσεων. Τά ιστορικά χαρακτηριστικά του Συντάγματος καί η περιεκτική καί συνοπτική του διατύπωση πού εδράζεται στούς βασικούς όρους τού ελληνικού καί ορθόδοξου γένους κατέστησαν εφικτή τήν διατήρηση τού συνταγματικού φαινομένου έως σήμερα καί διασφαλίζουν τήν αντοχή του καί υπό τίς συνθήκες μίας μετανεωτερικής κοινωνίας στήν οποία επίσης ο ρόλος τής Εκκλησίας πρέπει νά είναι κυρίαρχος καί πρωτεύων γιά νά νοηματοδοτήσει τήν ζωή, τίς σχέσεις καί τά προβλήματα τής κοινωνίας καί τών ανθρώπων.
Σήμερα, 200 χρόνια μετά, είναι υποχρέωσή μας όχι μόνο νά ενθυμούμεθα όλη αυτή τήν προσφορά καί νά τήν τιμούμε αλλά νά αγωνιζόμεθα γιά τήν διατήρηση τής ταυτότητάς μας, τής εκκλησιαστικής μας ταυτότητος πού διαμόρφωσε καί Συντάγματα καί κανόνες καί έθνος καί κράτος. Νά τιμούμε τά πρόσωπα, τούς λόγους καί τούς τόπους καί τίς αρχές τους. Νά τιμούμε τόν δικό τους αγώνα γιά τήν πραγματική ελευθερίας πού σημαίνει προσφορά θυσίας. Οφείλουμε νά διαφυλάξουμε τά πρωτοτόκια τής ιδιοπροσωπίας μας καί τής εθνικής μας ταυτότητας, καί συγχρόνως νά μεταλαμπαδεύουμε τά πολύτιμα αγαθά τού Ελληνοχριστιανικού Πολιτισμού στήν Ευρώπη τών λαών, ώστε τελικά νά αποτελέσουν αυτά «τά φώτα τής Ευρώπης» αλλά καί τής Οικουμένης.
Οφείλουμε νά έχουμε πάντα στήν ψυχή μάς αυτόν τόν λόγο τού Κόντογλου:
«Κανενας λαος δεν εχυσε τοσο αιμα για την πιστη του Χριστου, οσο εχυσε ο δικος μας, απο καταβολη του χριστιανισμου ισαμε σημερα. Κι αυτος ο ματωμενος ποταμος ειναι μια πορφυρα που φορεσε η ορθοδοξη Εκκλησια μας, και που θα πρεπε να την εχουμε για το μεγαλυτερο καυχημα, κι οχι να την καταφρονουμε και να μη μιλουμε ποτε γι αυτη, και μαλιστα να ντρεπομαστε να μιλησουμε γι αυτη, σε καιρο που δε ντρεπομαστε για τις πιο ντροπιασμενες και σιχαμερες παραλυσιες που κανουνε οι ανθρωποι στον αδιαντροπο καιρο μας.».