Η Μητρόπολη Πειραιώς τίμησε στον Ιερό Ναό Αγίου Διονυσίου στον Πειραιά την Η΄ Οικουμενική Σύνοδο.
Οπως αναφέρει σε ανακοίνωση που εξέδωσε: “Εμείς οι Ορθόδοξοι δεν σταματάμε την αρίθμηση των Οικουμενικών Συνόδων στην Ζ΄ (7η) Αγία και Οικουμενική Σύνοδο του έτους 787 μ.Χ. κατά των αιρετικών και χριστιανοκατηγόρων εικονομάχων, αλλά αριθμούμε ως Αγίες και Οικουμενικές Συνόδους και άλλες δύο Συνόδους : α) την επί Μ. Φωτίου Σύνοδο του 879-880 μ.Χ., η οποία είναι η Η΄ (8η) Αγία και Οικουμενική Σύνοδος και β) την επί αγίου Γρηγορίου Παλαμά, αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Σύνοδο του έτους 1351 μ.Χ., η οποία είναι η Θ΄ (9η) Αγία και Οικουμενική Σύνοδος των οποίων την Οικουμενική περιωπή των δύο αυτών Συνόδων ανεγνώρισε ακόμη και η εν Κρήτη συνελθούσα «Σύνοδος».
Η εν τη αγία Σοφία Η΄ (8η) Αγία και Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη στην Κωνσταντινούπολη κατά τα έτη 879-880 μ.Χ. επί βασιλείας του αυτοκράτορα Βασιλείου του Μακεδόνος. Συμμετείχαν 383 άγιοι και θεοφόροι Πατέρες από Ανατολή και Δύση, που εκπροσωπούσαν τα πέντε Πρεσβυγενή Ορθόδοξα Πατριαρχεία, μεταξύ των οποίων ήταν ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μέγας Φώτιος, ο οποίος ήταν ο πρόεδρος της Συνόδου, ο εκπρόσωπος του ορθοδόξου τότε πάπα Ρώμης Ιωάννου Η΄, Πέτρος ο πρεσβύτερος, μαζί με τον Παύλο και τον Ευγένιο, ο εκπρόσωπος του πατριάρχου Ιεροσολύμων Θεοδοσίου, Ηλίας ο πρεσβύτερος, ο εκπρόσωπος του πατριάρχου Αλεξανδρείας Μιχαήλ, Κοσμάς ο πρεσβύτερος, και ο εκπρόσωπος του Πατριάρχου Αντιοχείας Θεοδοσίου, Βασίλειος Επίσκοπος Μαρτυρουπόλεως.
Η Σύνοδος συνεκλήθη, για να παύσει τα σκάνδαλα, που ακολούθησαν μεταξύ των Ανατολικών και των Δυτικών, σχετικά με την Βουλγαρία και για να ενωθούν οι αποσχισθέντες Επίσκοποι εξαιτίας της αποπομπής του πρώην Κωνσταντινουπόλεως Ιγνατίου και της χειροτονίας του Αγίου Φωτίου. Η Σύνοδος, επίσης, ανεκήρυξε ως Οικουμενική την Ζ΄ (7η) Αγία και Οικουμενική Σύνοδο.
Τα κύρια θέματα, που συζητήθηκαν στη Σύνοδο ήταν τα εξής πέντε : α) το πρωτείο του πάπα Ρώμης, β) τα λειτουργήματα στην Εκκλησία και οι μεταξύ τους σχέσεις, γ) τα τοπικά έθιμα, δ) η αθρόα χειροτονία και ε) το Filioque, δηλ. η παράνομη και αιρετική προσθήκη της και εκ του Υιού εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος.
Τα Πρακτικά της Συνόδου αυτής δημοσιεύθηκαν από τον Ιερό Δοσίθεο Πατριάρχη Ιεροσολύμων στο βιβλίο του «Τόμος Χαράς», που εκδόθηκε στο Ρήμνιο της Ουγγροβλαχίας τον Σεπτέμβριο του 1705.
Η Σύνοδος των ετών 879-880 μ.Χ. έχει όλα τα χαρακτηριστικά της Οικουμενικής Συνόδου και μπορεί να χαρακτηρισθεί ως Η’ (8η) Οικουμενική Σύνοδος. Διασώζει όλα τα εξωτερικά και εσωτερικά στοιχεία της Οικουμενικής Συνόδου.
Η Σύνοδος αυτή είναι και λέγεται Οικουμενική, επειδή α) συνεκλήθη από τον αυτοκράτορα Βασίλειο τον Μακεδόνα, β) παρέστησαν σ’ αυτήν οι εκπρόσωποι όλων των Πατριαρχείων, προήδρευσε η μεγάλη πατερική φυσιογνωμία του Μεγάλου Φωτίου και οι εκπρόσωποι του ορθοδόξου τότε πάπα Ρώμης Ιωάννου Η΄, γ) ασχολήθηκε με σοβαρά δογματικά, εκκλησιολογικά και κανονικά θέματα, δ) οι αποφάσεις της ακολουθούν την διδασκαλία των αγίων Προφητών, Αποστόλων και Πατέρων της Εκκλησίας, δηλ. είναι σύμφωνες με την όλη παράδοση της Εκκλησίας, ε) υπήρξε συμφωνία όλων των Ορθοδόξων Πατριαρχών και Αρχιερέων της Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία φαίνεται από τις υπογραφές τους στα διορισθέντα και κανονισθέντα από την Σύνοδο, και η οποία συμφωνία είναι ο συστατικός χαρακτήρας, που καθιστά μία Σύνοδο Οικουμενική, σύμφωνα με τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, και στ) η Σύνοδος αυτή χαρακτηρίσθηκε ως Οικουμενική από πολλούς αγίους Πατέρες και διδασκάλους, όπως τον Θεόδωρο Βαλσαμώνα, τον Νείλο Θεσσαλονίκης, τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα, τον Νείλο Ρόδου, τον Μακάριο Αγκύρας, τον άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης, τον άγιο Μάρκο Εφέσου τον Ευγενικό, τον όσιο Ιωσήφ Βρυέννιο, τον άγιο Γεννάδιο Σχολάριο, τον ιερό Δοσίθεο Ιεροσολύμων, τον Κωνσταντίνο Οικονόμου κ.α, αλλά και από νεωτέρους, όπως τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρό Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεο, τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κ. Ιερεμία, τον Θεοφιλέστατο Επίσκοπο Αβύδου κ. Κύριλλο Κατερέλο, τον αιδεσιμολογιώτατο πρεσβύτερο π. Φίλιππο Ζυμάρη κ.α.
Διαβάζοντας κανείς προσεκτικά τα πρακτικά της Συνόδου αυτής διαπιστώνει ότι η ίδια η Σύνοδος έχει συνείδηση Οικουμενικής και έτσι την τιτλοφορούν οι Βασιλείς, ο Μ. Φώτιος, οι λεγάτοι του τότε Ορθοδόξου πάπα Ρώμης και τα μέλη Της. Ο όρος «Οικουμενική» αναφέρεται δεκάδες φορές στα πρακτικά.
Όλα τα μέλη της Συνόδου έχουν την συνείδηση ότι είναι συνέχεια της Ζ’ (7ης) Αγίας και Οικουμενικής Συνόδου, την οποία και επικυρώνουν ως Οικουμενική. Άρα, το γεγονός ότι η Ζ’ (7η) Αγία και Οικουμενική Σύνοδος επικυρώθηκε από την Η΄(8η) Οικουμενική Σύνοδο, μεταξύ των άλλων, δείχνει την σοβαρότητά της.
Με βάση τα παραπάνω δεν πρόκειται για κάποια πρωτοτυπία ή καινοτομία το να αποδεχθούμε, ως Ιερά Μητρόπολη, ως Τοπική Εκκλησία, την επί Μεγάλου Φωτίου Σύνοδο ως Οικουμενική και να τα τιμούμε εκκλησιαστικώς.
[irp posts=”548218″ name=”Πειραιώς Σεραφείμ και Μαρινάκης στο μνημόσυνο της ΘΥΡΑΣ 7”]
Στο σημείο αυτό κρίνεται απαραίτητο να γίνει μια μικρή αναφορά σε δύο από τα θέματα, που απασχόλησαν την Η΄ (8η) Αγία και Οικουμενική Σύνοδο για να φανεί η σπουδαιότητα της Οικουμενικής Αυτής Συνόδου. Τα θέματα αυτά είναι Α) Το πρωτείο του Ορθοδόξου Πάπα Ρώμης και β) η αίρεση του Filioque
Α) Το πρώτο σημείο, που απασχόλησε την Η΄ (8η) Αγία και Οικουμενική Σύνοδο, σχετίζεται με το πρωτείο του Ορθοδόξου πάπα Ρώμης.
Η συζήτηση, που έγινε στη Σύνοδο μεταξύ του Μ. Φωτίου, των ανατολικών εκπροσώπων, αλλά και των εκπροσώπων του τότε Ορθοδόξου πάπα Ρώμης Ιωάννου Η΄, έδειξε ξεκάθαρα ότι ο Ορθόδοξος πάπας Ρώμης έχει πρωτείο μέσα στην Εκκλησία, αλλά με σαφή εκκλησιολογικά όρια, όπως αυτά προσδιορίζονται από τον 34ο Αποστολικό Κανόνα.
Δηλ. είναι πρώτος μόνο κατά τα πρεσβεία εντός και όχι υπεράνω της Εκκλησίας. Κατά την θεώρηση αυτή, κάθε Επίσκοπος, που δεν τηρεί το πνεύμα του Αποστολικού Κανόνος, θέτει τον εαυτό του εκτός Εκκλησίας και καθαιρείται ή αφορίζεται. Οι πάπες Ρώμης δεν αποτελούν εξαίρεση.
Ο Μέγας Φώτιος και οι άγιοι Πατέρες της Συνόδου αυτής υποστήριξαν τα πρεσβεία τιμής ως αναγκαία εκκλησιολογική αρχή για την διατήρηση της ενότητας της ανά την οικουμένη Εκκλησίας. Κατά τα πρεσβεία τιμής, όμως, η διατήρηση αυτή της ενότητας σαφώς δεν νοείται ως επιβολή από ένα πρώτο, ο οποίος βρίσκεται υπεράνω της Εκκλησίας ως αυθεντία.
Η θέση αυτή σαφώς εκφράζεται σε επιστολή του Αγίου Φωτίου, στην οποία τονίζει την Ορθόδοξη ερμηνεία του Ευαγγελικού χωρίου «καγώ δε σοι λέγω ότι συ ει Πέτρος και επί ταύτην την πέτραν οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν…» Ματθ. ις΄ 18-19. Η ερμηνεία αυτή οδηγεί στην καίρια εκκλησιολογική αρχή ότι ο κάθε επίσκοπος είναι ισότιμος ως προς την αρχιερωσύνη του.
Ο Ορθόδοξος πάπας Ρώμης και όχι ο σημερινός αιρεσιάρχης έχει το προνόμιο της τιμής και πρέπει να τηρεί τους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας, και αυτό το προνόμιο πρέπει να γίνεται μέσα στο πνεύμα των Ιερών Κανόνων. Αυτό σημαίνει ότι ο Ορθόδοξος πάπας Ρώμης δεν έχει αρμοδιότητες σε άλλες εκκλησιαστικές περιφέρειες.
Όταν ο πάπας Ρώμης δεν τηρεί τους Ιερούς Κανόνες και θέτει τον εαυτό του υπεράνω της Εκκλησίας, τότε μπορεί να καθαιρεθεί, όπως συνέβη με τον πάπα Νικόλαο Α’, που καθαιρέθηκε, γιατί αναμείχθηκε στην Κωνσταντινούπολη και την Βουλγαρία.
Είναι πολύ χαρακτηριστικός ο α΄ Ιερός Κανόνας, που συνέταξε η Σύνοδος αυτή κατά την πέμπτη πράξη της, ο οποίος θεσπίζει την αυτονομία κάθε εκκλησιαστικής διοικήσεως σε θέματα τάξεως και πειθαρχίας.
Με τον Ιερό αυτόν Κανόνα γίνεται αποδεκτό το Συνοδικό Σύστημα διοικήσεως και αποσαφηνίζεται ότι το πρωτείο του Ορθοδόξου πάπα Ρώμης δεν είναι πρωτείο εξουσίας, αλλά πρωτείο τιμής, δηλ. ο Ορθόδοξος πάπας Ρώμης και όχι ο σημερινός που αυτός και οι προκάτοχοί του έχουν εκπέσει από το έτος 1014 εις δεινές αιρέσειςδέν είναι κεφαλή όλης της Εκκλησίας, δεν είναι η πηγή της ιερωσύνης κ.α., και κατά συνέπεια, δεν έχει αρμοδιότητα στις άλλες εκκλησιαστικές διοικήσεις.
Ο Ιερός αυτός Κανόνας έχει καίρια εκκλησιολογική σημασία και αποτελεί επανορθωτικό διάβημα κατά της πυραμιδικής δυτικής «παγκόσμιας» εκκλησιολογίας, η οποία εκφράσθηκε στη ληστρική Σύνοδο του 869-870, κατά την οποία η μόνη αληθινή Τοπική Εκκλησία, με την έννοια της καθολικότητας, είναι η Εκκλησία της Ρώμης, η οποία ταυτίζεται με μία παγκόσμια Εκκλησία, και ο μόνος ουσιαστικός επίσκοπος είναι ο πάπας Ρώμης.
Β) Το δεύτερο σημείο, που απασχόλησε την Η΄ (8η) Αγία και Οικουμενική Σύνοδο, είναι το θέμα του Filioque, που εισήγαγαν οι Φράγκοι στο Σύμβολο της Πίστεως, ότι δηλ. το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται ως υπόσταση από τον Πατέρα και τον Υιό.
Το πρώτο και κύριο αίτιο του σχίσματος του 1054, δηλ. της απόσχισης και αποκοπής του πρεσβυγενούς Πατριαρχείου της Δύσεως, της αιρέσεως του Παπισμού από την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Ορθόδοξη Εκκλησία, ήταν η αίρεση του Filioque.
Το Filioque είναι φοβερή αίρεση, επειδή α) είναι αντίθετο προς τα αψευδέστατα λόγια του Ιδίου του Χριστού, που είπε ότι «το Πνεύμα της αληθείας, ο εκ του Πατρός εκπορεύεται». Έχουμε δηλ. κατάφωρη αθέτηση του Ιδίου του Θεού, του Χριστού.
β) Είναι αντίθετο προς το Σύμβολο της Πίστεως Νικαίας-Κων/λεως, σύμφωνα με το οποίο «(πιστεύω) και εις το Πνεύμα το Άγιον, το Κύριον, το Ζωοποιόν, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον». Έχουμε δηλ. αθέτηση και των δύο Αγίων και Οικουμενικών Συνόδων της Α΄ και της Β΄.
γ) Είναι αντίθετο προς τον 7ο Ιερό Κανόνα της Γ΄ Αγίας και Οικουμενικής Συνόδου, ο οποίος απαγορεύει οποιαδήποτε πρόσθεση ή αφαίρεση στο Σύμβολο της Πίστεως. Έχουμε δηλ. αθέτηση και της Γ΄ Αγίας και Οικουμενικής Συνόδου.
δ) Καταστρέφει τις σχέσεις μεταξύ των προσώπων της Αγίας Τριάδος και συγχέει τα ακοινώνητα υποστατικά ιδιώματα των τριών προσώπων.
ε) Υποβιβάζει το Άγιον Πνεύμα στο επίπεδο του κτίσματος, και στ) εισάγει δυαρχία στην Αγία Τριάδα. Εφόσον και ο Υιός είναι πηγή του Αγίου Πνεύματος, άρα έχουμε δύο πηγές, δύο αρχές στην Αγία Τριάδα, τον Θεό Πατέρα και τον Υιό.
Βέβαια, πίσω από την αίρεση του Filioque δεν κρύβεται τίποτε άλλο παρά η άλλη φρικτή αίρεση του πάπα Ρώμης, η οφρύς, η αλαζονεία, το αλάθητο και το πρωτείο εξουσίας του, να νομοθετεί μόνο αυτός πάνω από τα παραδεδομένα από την Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως θεολογεί με οξύνοια ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.
Η συζήτηση για το σοβαρό αυτό ζήτημα έγινε κατά την έκτη συνεδρία και αποφασίσθηκε να απαγορευθεί αυτή η κακοδοξία.
Με πρόταση του παρισταμένου Αυτοκράτορα Βασιλείου, η Σύνοδος αποφάσισε να καταδικάσει το Filioque, δηλ. την εισαγωγή στο Σύμβολο της Πίστεως από τους Φράγκους της αιρετικής διδασκαλίας περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος εκ του Πατρός και εκ του Υιού, που εισήγαγαν οι Φράγκοι και στην Βουλγαρία.
Το συμπέρασμα είναι ότι η επί Μ. Φωτίου Σύνοδος του 879-880 μ.Χ. είναι όντως η Η΄ (8η) Αγία και Οικουμενική Σύνοδος της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και έτσι έχει περάσει στην αλάνθαστη συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας.
Σήμερα, οι αιρεσιάρχες πάπες Ρώμης δεν αριθμούν την Σύνοδο του 879-880 μ.Χ. ως την Η΄ (8η) Αγία και Οικουμενική Σύνοδο, αλλά στη θέση της αριθμούν την ληστρική σύνοδο του 869-870, η οποία κατεδίκασε τον Μ. Φώτιο, καθυβρίζοντες τον Ισαπόστολο Άγιο ως δήθεν «αιρεσιάρχη».