Στα πλαίσια του εορτασμού των 100 χρόνων του Ιερού Ναού Αγίου Ιακώβου πόλεως Χίου, πραγματοποιήθηκε εκκλησιαστική εκδήλωση στον ως άνω Ιερό Ναό με ομιλητή τoν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κ. Ιερεμία, Ομότιμο Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, με θέμα: «Η διδασκαλία της Καθολικής Επιστολής του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου», ο οποίος συνοδεύονταν από τον Πρωτοσύγκελο της Ιεράς Μητροπόλεως Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Πανοσιολογιώτατο Αρχιμανδρίτη κ. Ιάκωβο Κανάκη.
Οπως αναφέρει ανακοίνωση της Μητρόπολης Χίου, ο Σεβασμιώτατος ανέλυσε διεξοδικά τα χαρακτηριστικότερα χωριά της καθολικής επιστολής του Αγίου Ιακώβου, καταλήγοντας ότι η επιστολή θεωρείται ότι είναι το πρώτο χρονολογικό κείμενο της Κ.Δ. και συνεγράφη πιθανώς στα Ιεροσόλυμα κατά την πενταετία 55-60 μ.Χ.
Επίσης δήλωσε ενθουσιασμένος για την συμμετοχή του ποιμνίου της Χιακής Εκκλησίας. Ο Mητροπολίτης μας κ. Μάρκος εκφράζοντας της εγκάρδιες ευχαριστίες προς τον Σεβασμιώτατο αδελφό του, του οποίου τα βήματα παρακολουθούσε ο ίδιος απ’ τα φοιτητικά του χρόνια, του απένειμε την ύψιστη τιμή διάκριση της Ιεράς Μητροπόλεως Χίου, Ψαρών& Οινουσσών, τον Σταυρό του Αγίου Ισιδώρου για την προσφορά του στην Aγία μας Eκκλησία.
Η ομιλία του Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κ. Ιερεμία
ΚΥΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ
Ευχαριστώ, αδελφοί μου χριστιανοί, τον ενάρετον και σοφόν Ποιμενάρχην σας, τον πολυσέβαστον εις εμέ, αλλά και σε όλη την Εκκλησία του Χριστού, Μητροπολίτην Χίου, Ψαρών και Οινουσσών Κον Κον ΜΑΡΚΟΝ, διότι μου έδωσε την χαρά την σημερινή ημέρα να έλθω ως προσκυνητής εις την Ιεράν σας νήσον της Χίου, διά να ομιλήσω ενώπιόν σας στο καθορισθέν υπ᾽ Αυτού θέμα, περί της Καθολικής Επιστολής του αδελφοθέου Ιακώβου. Επειδή είναι περιορισμένος ο χρόνος της ομιλίας, εισέρχομαι κατ᾽ ευθείαν εις το θέμα.
1. Ο αδελφόθεος Ιάκωβος, αδελφοί μου χριστιανοί, ήταν ο πρώτος Επίσκοπος Ιεροσολύμων και από την υψηλή του, λοιπόν, αυτή εκκλησιαστική θέση αποστέλλει μία επιστολή προς όλους τους χριστιανούς, προς την καθ᾽ όλου, δηλαδή, Εκκλησία, γι᾽ αυτό η επιστολή του καλείται «Καθολική». – Καλείται «αδελφόθεος» ο Ιάκωβος, γιατί ήταν παιδί του μνήστορος της Παρθένου Ιωσήφ από προηγούμενο γάμο του. Επειδή ο Ιωσήφ εκαλείτο θετός πατέρας του Ιησού Χριστού, γι᾽ αυτό και ο Ιάκωβος καλείται «αδελφόθεος».
– Η καθολική επιστολή του Ιακώβου, την οποία θα παρουσιάσω με σύντομο τρόπο, είναι μία πρακτική Κατήχηση για την πρώτη Εκκλησία, όπως για κατηχητικό πάλι λόγο εγράφη αργότερα και το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, αλλά και τα άλλα Ευαγγέλια. Επειδή δε πρόκειται περί Κατηχήσεως γι᾽ αυτό τα θέματα που θίγονται στην Επιστολή είναι ποικίλλα.
2. Ο Αδελφόθεος αρχίζει με το θέμα των εξωτερικών πειρασμών, δηλαδή, των δοκιμασιών του βίου, που αντιμετωπίζουμε όλοι στην ζωή. Και λέγει ο Αδελφόθεος στους χριστιανούς να χαίρονται στις θλίψεις και στις δοκιμασίες, γιατί γυμνάζονται μ᾽ αυτές στην πίστη και αυτό το γύμνασμα φέρει στον άνθρωπο υπομονή («το δοκίμιον υμών της πίστεως κατεργάζεται υπομονήν», 1,3). Όποιος δε έχει υπομονή έχει ειρήνη και αταραξία, έχει παράδεισο μέσα του («η δε υπομονή έργον τέλειον εχέτω»), είναι τέλειος, δεν του λείπει τίποτε («ίνα ήτε τέλειοι και ολόκληροι, εν μηδενί λειπόμενοι», 1,4).
Το να χαίρονται οι χριστιανοί με υπομονή στις θλίψεις τους, αυτό ο άγιος Ιάκωβος το λέει «σοφία». Αυτή την σοφία, μας λέγει ο Αδελφόθεος, να την ζητάμε από τον Θεό, αλλά, για να την λάβουμε, να την ζητάμε με πίστη, και όχι διακρινόμενοι («Ει δε τις υμών λείπεται σοφίας, αιτείτω παρά του διδόντος Θεού…». «Αιτείτω δε εν πίστει ,μηδέν διακρινόμενος», 1,5.6). Οι θλίψεις και οι δοκιμασίες, λοιπόν, χριστιανοί μου, γυμνάζουν τον άνθρωπο και αν κριθεί βραβεύσιμος θα πάρει τον στέφανο από τον Κύριο («…ότι δόκιμος γενόμενος λήψεται τον στέφανον της ζωής, ον επηγγείλατο ο Κύριος τοις αγαπώσιν αυτόν», , 1,12).
Οι παραπάνω πειρασμοί, οι εξωτερικοί πειρασμοί, όπως τους είπαμε, παραχωρούνται από τον Θεό. Οι άλλοι όμως πειρασμοί, οι εσωτερικοί, όπως είναι οι κακοί λογισμοί, και οι κακές επιθυμίες κ.λπ., αυτοί, όχι, δεν παραχωρούνται από τον Θεό, αλλά προέρχονται από την κακή μας επιθυμία («έκαστος δε πειράζεται υπό της ιδίας επιθυμίας εξελκόμενος και δελεαζόμενος», 1,14). Την δε κακή επιθυμία ο Αδελφόθεος την παριστάνει εδώ σαν μια κακή γυναίκα, που συλλαμβάνει και γεννάει την αμαρτία, η δε αμαρτία φέρει έπειτα τον θάνατο («είτα η επιθυμία συλλαβούσα τίκτει αμαρτίαν, η δε αμαρτία αποτελεσθείσα αποκύει θάνατον», 1,15), τον πνευματικό θάνατο, την αποκοπή από τον Θεό. Η αμαρτία, λοιπόν, και το κακό δεν προέρχονται από τον Θεό. Από τον Θεό προέρχεται μόνο το καλό. «Πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον άνωθέν εστι καταβαίνον» (1,17).
3. Στην συνέχεια ο Αδελφόθεος θέλει να κάνει σωστούς τους χριστιανούς με σωστή πνευματικότητα. Μιλάει, λοιπόν, τώρα ο άγιος Ιάκωβος για την έμπρακτη θρησκευτικότητα, την ευάρεστη στον Θεό. Κατά την Καθολική επιστολή του Ιακώβου ο άνθρωπος του Θεού πρέπει (α) να έχει αυτοκυριαρχία. Να μην είναι φλύαρος, αλλά να έχει βάθος πνευματικό («έστω πας άνθρωπος ταχύς εις το ακούσαι, βραδύς εις το λαλήσαι, βραδύς εις οργήν», 1,19). Πρέπει να συγκρατεί τον θυμό του. Να είναι «βραδύς εις οργήν». Ο άνθρωπος του Θεού πρέπει (β) να είναι όχι μόνο ακροατής, αλλά και ποιητής του λόγου του Θεού. Διαφορετικά «παραλογίζεται» («γίνεσθε δε ποιηταί λόγου και μη μόνον ακροαταί, παραλογιζόμενοι εαυτούς», 1,22). Δηλαδή δεν κάνει καλό λογαριασμό! Υπολογίζει για την σωτηρία του την ακρόαση μόνο του λόγου του Θεού. Δηλαδή, ενώ για την σωτηρία μας απαιτείται όχι μόνο η ακρόαση, αλλά προπαντός η εφαρμογή του θείου λόγου, εμείς καταβάλλουμε για την σωτηρία μας μόνο την ακρόαση. Και για να δείξει ακόμη περισσότερο ο Αδελφόθεος Ιάκωβος πόσο ανούσιο είναι το να ακούει κανείς μόνο τον λόγο του Θεού χωρίς να προχωρεί στην εφαρμογή του, μας λέγει και ένα δεύτερο παράδειγμα: Αναφέρει κάποιον που μπροστά στον καθρέπτη βλέπει το πρόσωπό του. Αλλά αυτό που βλέπει είναι ένα φάσμα, γι᾽ αυτό και εξαφανίζεται όταν απομακρύνεται από τον καθρέπτη («ότι ει τις ακροατής λόγου εστί και ου ποιητής, ούτος έοικεν ανδρί κατανοούντι το πρόσωπον της γενέσεως αυτού εν εσόπτρω. Κατενόησε γαρ εαυτόν και απελήλυθε, και ευθέως επελάθετο οποίος ην», 1,23-24). Βλέπει ένα φάσμα, όχι πραγματικό αντικείμενο.
4. Αυτό είναι ψεύτικη θρησκευτικότητα. Και με την ευκαιρία αυτή ομιλεί ο Αδελφόθεος περί των «θρήσκων». Αυτοί εκαυχώντο για τους τύπους μόνο. Αλλά αυτό, χριστιανοί μου, λέγεται «θρησκεία», ενώ η σχέση μας με τον Θεό λέγεται «πίστις», από το ρήμα «εμπιστεύομαι». Οι αγαπώμενοι μόνο εμπιστεύονται. Η «θρησκεία» δεν είναι καθαρή θρησκεία. Ο Άγιος Αδελφόθεος Ιάκωβος αναφέρει εδώ έναν ωραίο λόγο, που είναι αδάμας της επιστολής. Λέγει με σύντομο λόγο τι είναι πραγματική θρησκεία. Λέγει: «Θρησκεία καθαρά και αμίαντος παρά τω Θεώ και Πατρί αύτη εστίν, επισκέπτεσθαι ορφανούς και χήρας εν τη θλίψει αυτών, άσπιλον εαυτόν τηρείν από του κόσμου» (1,27). Δηλαδή, σωστή πνευματική ζωή είναι το να αγωνιζόμεθα να καθαρίσουμε την καρδιά μας από τα πάθη και να φερόμαστε με αγάπη και φιλανθρωπία στους φτωχούς και θλιμμένους αδελφούς μας!
5. Παραμένοντας στο ίδιο θέμα ο άγιος Ιάκωβος, στο θέμα πως πρέπει να πολιτεύεται ο χριστιανός και τι να αποφεύγει, λέγει στην συνέχεια (γ) ότι πρέπει να αποφεύγει την προσωποληψία («αδελφοί μου, μη εν προσωποληψίαις έχετε την πίστιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού της δόξης…», 2,1 εξ.). Προσωποληψία είναι να τιμούμε μόνο τον επίσημο και τον πλούσιο και να υποτιμούμε τον πτωχό και τον άσημο άνθρωπο. Απαράδεκτο αυτό, χριστιανοί μου, στην Εκκλησία του Χριστού, γιατί, λέγει ο άγιος αδελφόθεος Ιάκωβος, ότι αυτό είναι παράβαση όλου του Νόμου του Θεού («όστις γαρ, όλον τον νόμον τηρήση, πταίση δε ενί, γέγονε πάντων ένοχος», 2,10). Είναι προσβολή του «Βασιλικού» Νόμου («νόμον βασιλικόν», 2,8). Ποιος είναι αυτός ο Νόμος; Είναι ο Νόμος της αγάπης («αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν», 2,8), γιατί ο Χριστός ο Βασιλεύς μας κήρυξε τον Νόμο αυτόν, που είναι και νόμος της Εκκλησίας, γιατί η Εκκλησία λέγεται και «Βασιλεία» («Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός»).
6. Στην συνέχεια ο Αδελφόθεος επιμένει στο κακό της γλώσσας (3,1-12). Επιμένει περισσότερο ο άγιος Ιάκωβος στο θέμα αυτό και παριστάνει με δυνατές εικόνες την δύναμή της και το κακό που προξενεί η γλώσσα. Στα στενά και περιορισμένα όρια της παρούσης ομιλίας δεν έχω τον χρόνο, αγαπητοί μου χριστιανοί, να αναπτύξω την ωραία διδασκαλία του Αδελφοθέου, την οποίαν εκθέτει για το θέμα αυτό στην καθολική του επιστολή. Τούτο μόνο λέγω ότι πουθενά αλλού δεν βρίσκεται στην Αγία Γραφή, τοιαύτη ωραία ανεπτυγμένη διδασκαλία. Αναφέρω μόνο από την διδασκαλία του Αδελφοθέου για την γλώσσα τον στίχο 3,6 όπου λέγει, η γλώσσα είναι η «φλογίζουσα τον τροχόν της γενέσεως και φλογιζομένη υπό της γεέννης». Τι σημαίνει ο λόγος αυτός; Εδώ έχουμε την εικόνα του τροχού, στον οποίο, όταν περιστρέφεται με ταχύτητα γύρω από τον οριζόντιο άξονά του, βάζουμε το μαχαίρι ή το ψαλίδι, το οποίο θέλουμε να τροχίσουμε. Το αντικείμενο που τροχίζουμε φλογίζεται από τον τροχό, αλλά και αυτό το αντικείμενο φλογίζει επίσης τον τροχό. «Τροχός» είναι ο όλος άνθρωπος. Και με τροχιζόμενο αντικείμενο παρομοιάζεται η γλώσσα. Κατά το παράδειγμα αυτό του Αδελφοθέου η γλώσσα πραγματικά «φλογίζεται», δηλαδή ερεθίζεται από τον τροχό, δηλαδή από τα πάθη του ανθρώπου. Αλλά και η γλώσσα «φλογίζει», ερεθίζει τον τροχό, δηλαδή εξάπτει τα πάθη του ανθρώπου με αυτά που λέει.
Θίγει και άλλα θέματα στην καθολική του αυτή επιστολή ο άγιος Ιάκωβος. Ομιλεί για τις αμαρτωλές ηδονές και τις καταχρήσεις, που είναι αιτία των μεταξύ μας διενέξεων (4,1-12), ομιλεί για την πλεονεξία και αλαζονεία του βίου (4,13-5,6), και την μακροθυμία και την υπομονή (5,7-11), ομιλεί για τον όρκο και το ψέμα (5,12). Αλλά θέλω, με πολύ συντομία και γοργότητα, να θίξω δύο σημαντικά θέματα της επιστολής, δογματικά και συγχρόνως εκκλησιολογικά και λειτουργικά θέματα. Αυτά βρίσκονται στο λόγο του Αδελφοθέου περί του Μυστηρίου του Ευχελαίου. Λέγει επί λέξει: «Η ευχή της πίστεως σώσει τον κάμνοντα (για τον οποίον τελείται το Ευχέλαιο), και εγερεί αυτόν ο Κύριος». Και ακόμη λέγει για τον τελούντα το Ευχέλαιο, «καν αμαρτίας η πεποιηκώς, αφεθήσεται αυτώ» (5,15).
[irp posts=”408983″ name=”Γόρτυνος Ιερεμία: Η πτώση του ανθρώπου””]
Εδώ, στον λόγο αυτό του Αδελφοθέου, δημιουργούνται πραγματικά δύο απορίες: (α) Γιατί λέγει ότι οπωσδήποτε με το Ευχέλαιο θεραπεύεται ο ασθενών αδελφός; Σε αυτό απαντούν πολλοί – για να μην πω όλοι σχεδόν οι ερμηνευτές –, ότι όταν η προσευχή γίνεται με πίστη («η ευχή της πίστεως») κάνει πραγματικά θαύματα. Αυτό κατά την ερμηνεία τους θέλει να πεί ο Αδελφόθεος λέγοντας «η ευχή της πίστεως σώσει τον κάμνοντα». Η προσευχή δηλαδή που γίνεται με πίστη οπωσδήποτε θεραπεύει τον άρρωστο. Όχι, χριστιανοί μου, δεν είναι αυτή η ερμηνεία της έκφρασης του Αδελφοθέου. Η προσευχή βέβαια πρέπει να γίνεται με πίστη και η με πίστη προσευχή κάνει θαύματα. Αλλά, προσευχήθηκε και ο Απόστολος Παύλος – μεγάλος άγιος – , χωρίς όμως να εισακουσθεί η προσευχή του (βλ. Β´ Κορ. 12,8). Η έκφραση «η ευχή της πίστεως» δεν ερμηνεύεται ως η προσευχή που γίνεται με πίστη. Δεν θέλει να πεί αυτό εδώ ο αδελφόθεος Ιάκωβος. Ως «πίστη» ο Αδελφόθεος εννοεί την Εκκλησία. Καλείται και έτσι η Εκκλησία, όπως καλείται και «Βασιλεία». Υπενθυμίζουμε σ᾽ αυτό τον λόγο του ιερού Χρυσοστόμου, «πάντες απολάβετε του συμποσίου της πίστεως», δηλαδή της Εκκλησίας. Στον λόγο του λοιπόν εδώ ο αδελφόθεος Ιάκωβος λέγει μια μεγάλη αλήθεια, δογματική και εκκλησιολογική αλήθεια: Ότι η προσευχή που γίνεται και από έναν άγιο ακόμη άνθρωπο, για λόγους που ξέρει ο Θεός, μπορεί να μην εισακουσθεί. Η προσευχή όμως που γίνεται από την «Πίστη» μας, δηλαδή από την Εκκλησία μας, έστω και αν γίνεται από έναν αμαρτωλό ιερέα, οπωσδήποτε εισακούεται! Όταν η Εκκλησία προσεύχεται εν Μυστηρίω, οπωσδήποτε εισακούεται. Και το ιερό Ευχέλαιο είναι Μυστήριο.
(β) Η δεύτερη απορία είναι, γιατί ο Αδελφόθεος λέγει ότι με το Ευχέλαιο σβήνονται αμαρτήματα, ενώ γνωρίζουμε ότι τα αμαρτήματα εξαλείφονται με το Μυστήριο της εξομολόγησης; Σ᾽ αυτό έχουμε να απαντήσουμε ότι στην εποχή εκείνη του Αδελφοθέου, όπως και στην μετέπειτα εποχή, τα δύο Μυστήρια, Ευχέλαιο και Εξομολόγηση, ήταν ενωμένα απολύτως. Γι᾽ αυτό και πολλές ευχές του Ευχελαίου αναφέρονται στην άφεση των αμαρτιών. Δηλαδή, στην εποχή του Αδελφοθέου κατά την τέλεση του Ευχελαίου εγίνετο και εξαγόρευση των αμαρτιών, γι᾽ αυτό, λοιπόν, και διαβάζουμε στην Καθολική εδώ επιστολή του Αδελφοθέου ότι το Ευχέλαιο εξαλείφει αμαρτήματα.
7. Τέλος, έχουμε να πούμε ότι οι Προτεστάντες και τα παρακλάδια τους απορρίπτουν την επιστολή του Ιακώβου, γιατί νομίζουν ότι η διδασκαλία της περί των έργων, ως αναγκαίων για την σωτηρία μας, και όχι περί της πίστεως (2,14-26), έρχεται σε αντίθεση με την διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου, ότι η σωτηρία μας προέρχεται από την πίστη μας και όχι από τα έργα μας, φέροντες και οι δυό Απόστολοι ως παράδειγμα τον Αβραάμ (Ρωμ. 3,28-4,1 εξ.). Και νομίζουν λοιπόν οι Προτεστάντες ότι υπάρχει διαφωνία μεταξύ των δύο Αποστόλων. Σε αυτό εμείς οι Ορθόδοξοι ερμηνευτές απαντούμε ότι όταν ο απόστολος Παύλος ομιλεί για τον Αβραάμ, ότι αυτός δικαιώθηκε από την πίστη του και όχι από τα έργα του, ως έργα εννοεί την περιτομή και τις άλλες διατάξεις του Μωσαικού Νόμου, που πραγματικά δεν δικαιώνουν. Και όταν ο αδελφόθεος Ιάκωβος λέγει ότι ο Αβραάμ δικαιώθηκε από τα έργα του και όχι από την πίστη του, ως έργα εννοεί την προθυμία του να υπακούει στα κελεύσματα του Θεού και στο να θυσιάσει ακόμη και τον αγαπημένο του Ισαάκ. Εννοείται όμως ότι η υπακοή αυτή του Αβραάμ ήταν γένημα μεγάλης πίστης του στον Θεό· και οι δύο, λοιπόν, Απόστολοι συμφωνούν στο ότι θέλουν ζωντανή πίστη στον Θεό, που να εκφράζεται με έργα.
Η επιστολή θεωρείται ότι είναι το πρώτο χρονολογικό κείμενο της Κ.Δ. και συνεγράφη πιθανώς στα Ιεροσόλυμα κατά την πενταετία 55-60 μ.Χ.