Ο προσωπικός μας αγώνας για τη νέκρωση του παλαιού ανθρώπου καταργεί το χρέος μας να ελέγχουμε την αίρεση και να αγωνιζόμαστε για την καταπολέμησή της;
Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου.Πρ. Ιερού Ναού Τιμίου Σταυρού Πειραιώς.
Πριν από ένα μήνα περίπου, γύρω στα μέσα Ιουλίου ε.ε. η αγία μας Εκκλησία εόρτασε τη μνήμη των αγίων και θεοφόρων Πατέρων που συγκρότησαν την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, προβάλλοντας αυτούς ως πρότυπα προς μίμηση τόσο για την αγία και ενάρετη ζωή τους, όσον επίσης και για τους αντιαιρετικούς των αγώνες κατά της αιρέσεως του Μονοφυσιτισμού. Μετά από μερικές ημέρες, την δευτέρα Κυριακή του Οκτωβρίου, θα εορτάσει, συν Θεώ, τη μνήμη των αγίων και θεοφόρων Πατέρων που συγκρότησαν την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο, προβάλλοντας αυτούς για τους ίδιους ως άνω λόγους, ως πρότυπα προς μίμηση. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι παρόμοιες εορτές έχει καθιερώσει η Εκκλησία μας εκτός από τις δύο παραπάνω και άλλες δύο φορές, (σε ημέρες Κυριακών), κατά την διάρκεια του εκκλησιαστικού έτους, θέλοντας έτσι, μέσω των επανειλημμένων αυτών εορτών, να επιστήσει την προσοχή προ του κινδύνου της αιρέσεως, η οποία από μόνη της έχει την δύναμη να οδηγήσει τον άνθρωπο στην απώλεια.
Ωστόσο σήμερα στην εποχή μας, εποχή γενικής αποστασίας και θρησκευτικού συγκρητισμού, οι αντιαιρετικοί αγώνες των αγίων Πατέρων μας κατανοούνται και ερμηνεύονται δυστυχώς με ένα τρόπο διαφορετικό, μ’ ένα τρόπο ξένο προς την παράδοση της Εκκλησίας μας. Καλλιεργείται σήμερα από κάποιους θεολογικούς κύκλους, ακόμη και από Επισκόπους, η ιδέα και η αντίληψη ότι οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας αγωνίστηκαν εναντίον των αιρετικών επειδή ακριβώς ήταν άγιοι. Είχαν φθάσει σε μεγάλα μέτρα αρετής και αγιότητος και είχαν βιώσει τα δόγματα της πίστεως και ως εκ τούτου αυτοί και μόνοι ήταν άξιοι και ικανοί να διεξάγουν αντιαιρετικούς αγώνες. Εμείς σήμερα, ως αμαρτωλοί και εμπαθείς, μη έχοντες τα μέτρα της αγιότητός των, δεν είμαστε οι αρμόδιοι να ασκήσουμε έλεγχο προς την αίρεση και τους αιρετικούς, αλλά οφείλουμε να στρέψουμε την προσοχή μας προς τους εαυτούς μας. Να προσπαθούμε συνεχώς να βρισκόμαστε εν μετανοία, με σκοπό την κάθαρση της ψυχής μας από τα πάθη. Φθάνουν μάλιστα στο σημείο μερικοί να ισχυρίζονται ότι ο έλεγχος της αιρέσεως και των αιρετικών θεωρείται ως υβριστική συμπεριφορά και φανατισμός, ως έλλειψις αγάπης, ως ένα είδος κατακρίσεως. Και επομένως όσοι ελέγχουν τους αιρετικούς πέφτουν στο αμάρτημα της κατακρίσεως, το οποίο επισημαίνει ο Κύριος με τους λόγους «μη κρίνετε ίνα μη κριθήτε» (Ματθ.7,1). Οφείλουν δε, προκειμένου να θεραπεύσουν το πάθος αυτό, να παύσουν τον έλεγχο της αιρέσεως και των αιρετικών και να ασκήσουν την αυτομεμψία και την αυτοκατάκριση. Λέγουν επίσης, ότι είναι υπεραρκετή για την καταπολέμηση της αιρέσεως η έργω και λόγω προβολή της Ορθοδοξίας, ώστε να είναι περιττή η ανατροπή της αιρέσεως με μαρτυρίες από την αγία Γραφή και τους αγίους Πατέρες. Έχουν όμως έτσι τα πράγματα;
Κατ’ αρχήν εάν ο έλεγχος της αιρέσεως και των αιρετικών αποτελούσε αμαρτία και κατάκριση, τότε οι πρώτοι που επιμελώς θα απέφευγαν αυτό το είδος της αμαρτίας, θα ήταν οι άγιοι Πατέρες μας, αυτοί δηλαδή που κατ’ εξοχήν καταπολέμησαν τις αιρέσεις και τους αιρετικούς. Αυτοί που σε Τοπικές και Οικουμενικές Συνόδους όχι μόνον ανέτρεψαν τις πλάνες των, αλλά και τους απέκοψαν από την Εκκλησία και τους αναθεμάτισαν, επειδή έβλεπαν την πεισματώδη επιμονή τους στην πλάνη. Ο έλεγχος της αιρέσεως, όχι μόνον αμαρτία και κατάκριση δεν είναι, αλλά το ακριβώς αντίθετο. Είναι καθήκον επιβεβλημένο, ομολογία πίστεως, εντολή του Κυρίου, σύμφωνα με τον λόγον του: «Πας ουν όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς…» (Ματθ.10,32).
Συνήθως όταν ακούμε τον λόγο αυτό του Κυρίου, ο νούς μας συνειρμικά ανατρέχει στους αγίους μάρτυρες της Εκκλησίας, οι οποίοι στους τρείς πρώτους αιώνες των διωγμών ήλεγξαν την πλάνη της ειδωλολατρίας και αυτούς που την εκπροσωπούσαν και αφού έδωσαν την καλήν ομολογία της πίστεως, αξιώθηκαν του μαρτυρικού στεφάνου. Ο λόγος όμως αυτός του Κυρίου, όπως κατ’ επανάληψη έχουμε τονίσει σε κείμενα του Γραφείου αιρέσεων της Ι. Μητροπόλεώς μας, δεν εφαρμόζεται μόνον στην περίπτωση των αγίων μαρτύρων και στην πλάνη των ειδώλων, αλλά και στην πλάνη της αιρέσεως, διότι και η αίρεση δεν είναι στην ουσία τίποτε άλλο, παρά ένα είδος αθεΐας και ειδωλολατρίας. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην προς Διονύσιον επιστολή του ονομάζει την αίρεση δεύτερο γένος αθεΐας: «Δεύτερον δε γένος αθεΐας εστίν η πολυσχιδής και πολύμορφος απάτη των αιρετικών, ών οι μεν πατέρα λέγουσι άπαιδα τον Θεόν…οι δε κτιστού Υιού και Πνεύματος άκτιστον Πατέρα…Πάντες δε ούτοι και οι τοιούτοι ουδέν των αθέων διενηνόχασιν… (Όλοι αυτοί και οι όμοιοι μ’ αυτούς σε τίποτε δεν διαφέρουν από τους αθέους)».[1] Την ίδια αλήθεια επισημαίνει και ο Μέγας Αθανάσιος στην επιστολή του προς Σεραπίωνα: «Ούτως ο διαιρών τον Υιόν από του Πατρός, ή το Πνεύμα κατάγων εις τα κτίσματα (=ο αιρετικός), ούτε τον Υιόν έχει ούτε τον Πατέρα, αλλ’ έστιν άθεος και απίστου χείρων, και πάντα μάλλον, ή χριστιανός».[2] Όπως λοιπόν ο άγιοι μάρτυρες έλαβαν το στεφάνι της ομολογίας, έτσι και εκείνοι που ξεσκεπάζουν και ελέγχουν την αίρεση και τους αιρετικούς, θα λάβουν παρόμοιο στεφάνι ομολογίας και αθλήσεως εν Χριστώ. Και όπως εκείνοι υπέμειναν φρικτά μαρτύρια, έτσι και αυτοί αξιώνονται για την αγάπη του Χριστού να υπομένουν διωγμούς και θλίψεις, όπως οι παρά πάνω αναφερθέντες άγιοι, εκ των οποίων ο μεν πρώτος αξιώθηκε να υβρισθή, να συκοφαντηθή και να φυλακισθή επί τετραετία από τον τότε Οικουμενικό Πατριάρχη Καλέκα, ο δε δεύτερος να εξορισθή πέντε φορές, να καταδιωχθή μέχρι θανάτου από τους αρειανούς και να καθαιρεθή από αρειανικές Συνόδους.
Αντιθέτως, εκείνοι που αρνήθηκαν τον Χριστό στα χρόνια των διωγμών για να σώσουν την ζωή τους, θα τους αρνηθή και ο Χριστός σύμφωνα με τον φρικτό λόγο του «Όστις δ’ αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ.10,33). Εκείνοι που αντί να ελέγξουν, κουκουλώνουν και σκεπάζουν την αίρεση και συμπορεύονται με τους αιρετικούς, από φόβο και δειλία μήπως χάσουν ηγουμενικούς και μητροπολιτικούς θρόνους, ή υποστούν άλλους διωγμούς, ουσιαστικά αρνούνται τον Χριστό. Οπότε θα τους αρνηθή και αυτούς ο Χριστός εν ημέρα κρίσεως. Μάλιστα ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, στην ίδια ως άνω αναφερθείσα επιστολή του ονομάζει τρίτο είδος αθεΐας «το παραιτείσθαι τι λέγειν των δεδογμένων περί Θεού». Δηλαδή το να σιωπά κανείς και να παραιτείται από φόβο και δειλία, να αναφέρει τις δογματικές αλήθειες της πίστεως, αντιδιαστέλλοντας αυτές προφανώς από τις κακοδοξίες και πλάνες των αιρετικών.
Κατά παρόμοιο τρόπο και ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης καταδικάζει την σιωπή απέναντι στην αίρεση: «Εντολή γάρ Κυρίου μή σιωπάν εν καιρώ κινδυνευούσης Πίστεως. Ώστε ότε περί Πίστεως ο λόγος, ουκ έστιν ειπείν, εγώ τις ειμί; Ιερεύς; αλλ’ ουδαμού. Άρχων; και ου δ’ ούτως. Στρατιώτης; καί που; Γεωργός; και ου δ’ αυτό τούτο. Πένης, μόνον την εφήμερον τροφήν ποριζόμενος; Ουδείς μοι λόγος και φροντίς περί του προκειμένου. Ουά, οι λίθοι κράξουσι, και συ σιωπηλός καί άφροντις;». Κατά τον άγιο κανένας δεν δικαιούται να σιωπά εν καιρώ κινδυνευούσης πίστεως, όπως συμβαίνει στην εποχή μας, που η αίρεση του Οικουμενισμού έχει σαρώσει τα πάντα, έστω και αν είναι ο πιο άσημος λαϊκός π.χ. γεωργός. Οι πάντες λοιπόν, κληρικοί και λαϊκοί, (αυτό σημαίνει το «Πας ουν όστις…»), καλούνται να τηρήσουν την παρά πάνω εντολή του Κυρίου, είτε είναι άγιοι, είτε δεν είναι, αλλά αγωνίζονται να φθάσουν την αγιότητα. Είτε έχουν πολλή αυτομεμψία, είτε δεν έχουν, όσο θα έπρεπε να έχουν. Είτε εβίωσαν τα δόγματα της πίστεως, είτε δεν τα εβίωσαν ακόμη, όσο θα έπρεπε να τα βιώσουν.
Εκτός από τους παραπάνω λόγους του Κυρίου μας και ο απόστολος Παύλος μας προτρέπει στον έλεγχο της αιρέσεως στην προς Εφεσίους επιστολή του. Γράφει: «και μη συγκοινωνείτε τοις έργοις τοις ακάρποις του σκότους, μάλλον δε και ελέγχετε» (5,11). Δηλαδή να μη συμμετέχετε στα έργα του σκότους, που είναι άκαρπα και επιβλαβή, αλλά μάλλον να τα ελέγχετε και να τα παρουσιάζετε στα μάτια όλων ως επιβλαβή και ολέθρια. Ως άκαρπα έργα του σκότους, εν προκειμένω, δεν θα πρέπει να εννοήσουμε μόνον την πολύμορφη κακία, αδικία, ανηθικότητα και διαφθορά που κυριαρχεί στον κόσμο. Άκαρπα έργα του σκότους (εξ’ ίσου με τα προηγούμενα), είναι χωρίς αμφιβολία και κάθε διαστροφή της αληθείας, κάθε πλάνη και αίρεση, διότι και αυτά οδηγούν στον όλεθρο και την απώλεια. Όλα αυτά τα άκαρπα έργα μας προτρέπει ο απόστολος όχι μόνον να μη σκεπάζουμε με την ένοχη σιωπή μας, αλλά απεναντίας μάλιστα να τα ξεσκεπάζουμε και να τα ελέγχουμε. Επομένως τον έλεγχο της πλάνης και της αιρέσεως (και αυτών που την προωθούν) θεωρεί εδώ ο απόστολος ως επιβεβλημένο καθήκον του κάθε χριστιανού.
Επίσης ο ίδιος απόστολος στην Α΄ προς Τιμόθεον επιστολή του (5,20) γράφει: «τους αμαρτάνοντας ενώπιον πάντων έλεγχε, ίνα και οι λοιποί φόβον έχωσι». Εδώ ο απόστολος συνιστά τον έλεγχο των αμαρτανόντων ως επιβεβλημένο καθήκον όσων ασκούν ποιμαντικό έργο, (Επίσκοποι, Πρεσβύτεροι) και μάλιστα «ενώπιον πάντων», δημοσίως. Φυσικά εδώ, στο παρόν χωρίο, μεταξύ των αμαρτανόντων συμπεριλαμβάνονται και όλοι εκείνοι που έπεσαν στο χειρότερο από όλα τα αμαρτήματα, που είναι το αμάρτημα της αιρέσεως. Ιδιαίτερα αυτούς οφείλει ο ποιμένας να τους ελέγχει δημοσίως, ανατρέποντας τις κακοδοξίες των.
Πρέπει ακόμη να επισημανθή και ο τρόπος με τον οποίον αγωνίσθηκαν οι άγιοι Πατέρες κατά των αιρετικών. Στον αγώνα τους δεν περιορίζοντο μόνον να ανατρέψουν τα κακόδοξα δόγματα, αλλά και να ελέγξουν ονομαστικά τους αιρετικούς, όχι από κάποια εμπάθεια απέναντί τους, αλλά για να προφυλάξουν τον πιστό λαό του Θεού από την φθοροποιό και καταστρεπτική δράση τους. Και δεν σταματούσαν μέχρις εδώ, αλλά προχωρούσαν ακόμη περισσότερο. Συνοδικώς τους απέκοπταν και αναθεμάτιζαν, όταν έβλεπαν ότι επιμένουν πεισματικά στις πλάνες των. Η τακτική τους αυτή θεωρείται σήμερα από πολλούς Οικουμενιστές τελείως απαράδεκτη. Και τούτο διότι τα αναθέματα σήμερα θεωρούνται ως ένα είδος κατάρας, ως καρπός ελλείψεως αγάπης και επομένως δεν μπορεί να έχουν θέση στην σύγχρονη εκκλησιαστική ζωή. Σήμερα έχουν θέση μόνον η συγχώρηση και η συμφιλίωση με τους αιρετικούς, έστω και αν αυτοί επιμένουν στις πλάνες των. Άραγε οι άγιοι Πατέρες μας εστερούντο αγάπης, όταν αναθεμάτιζαν τους αιρετικούς; Δεν νομίζω. Ή μήπως εμείς οι εμπαθείς και αμαρτωλοί, που πόρω απέχουμε από τα μέτρα της αγιότητος εκείνων, έχουμε περισσότερη αγάπη από εκείνους; Ασφαλώς όχι βέβαια. Άρα λοιπόν εμείς βρισκόμαστε σε λάθος δρόμο και όχι εκείνοι, εάν καλλιεργούμε αλλότριο φρόνημα απ’ ότι εκείνοι σε σχέση με τα αναθέματα.
Συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω μπορούμε να καταλήξουμε στα εξής περίπου συμπεράσματα. Ο προσωπικός μας αγώνας για τη νέκρωση του παλαιού ανθρώπου είναι χωρίς αμφιβολία επιβεβλημένος. Έχουμε ισόβιο χρέος να μετανοούμε συνεχώς μέχρι τελευταίας αναπνοής. Ωστόσο ο αγώνας της μετανοίας δεν καταργεί το χρέος μας να ελέγχουμε την αίρεση και να αγωνιζόμαστε για την καταπολέμησή της, όπως αποδείξαμε πιο πάνω με γραφικές και πατερικές μαρτυρίες. Όσοι υπερτονίζουν τη μετάνοια και αποσιωπούν, (σκόπιμα άραγε, ή από άγνοια;), τον έλεγχο της αιρέσεως και των «ακάρπων έργων του σκότους», βρίσκονται σε λάθος δρόμο. Δίδουν μια κολοβωμένη και μονομερή εικόνα της ευαγγελικής διδασκαλίας με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εν Χριστώ οικοδομή του πιστού λαού του Θεού, αλλά και για την ίδια τη σωτηρία τους. Κατά την ταπεινή μου γνώμη καλό θα ήταν να καθήσουν και να μελετήσουν ξανά το ευαγγέλιο από την αρχή ως το τέλος.
[1] Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, Πρὸς τὸν εὐλαβέστατον ἐν μοναχοῖς κύρ Διονύσιον, Ε.Π.Ε. τομ. 4, σελ. 408.
[2] Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου, Ἐπιστολὴ πρὸς Σεραπίωνα Θμούεως ἐπίσκοπον, 30, PG 26, 597 C.