Ι.Μ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ: Τό διάστημα 27-30 Μαΐου πραγματοποιήθηκε διαδικτυακά μέ Διεθνή συμμετοχή τό 15ο Πανελλήνιο Συνέδριο Πυρηνικής Ιατρικής, τού οποίου Πρόεδρος ήταν ο Καθηγητής Πυρηνικής Ιατρικής τού Πανεπιστημίου Πατρών κ. Δημήτριος Αποστολόπουλος.
Κατά τήν εναρκτήρια εκδήλωση τού Συνεδρίου, μετά τούς χαιρετισμούς τών Καθηγητών κ. Δημητρίου Αποστολόπουλου καί κ. Παναγιώτη Μέγα, τού Αντιπεριφερειάρχη Δυτικής Ελλάδος κ. Χαράλαμπου Μπονάνου, έκανε εισαγωγική διάλεξη ο Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος, καί ως επίτιμος Διδάκτωρ τού Τμήματος Ιατρικής Ιωαννίνων. Τόν Σεβασμιώτατο προσεφώνησε ο Καθηγητής Ιατρικής κ. Ανδρέας Φωτόπουλος.
Ο Σεβασμιώτατος ανέπτυξε τό θέμα «Ορθόδοξη θεολογία καί επιστήμη», σέ δύο υποκεφάλαια: 1. Δυτική θεολογία καί επιστήμη καί 2. Σχέση μεταξύ ορθόδοξης θεολογίας καί επιστήμης.
Τήν σχέση αυτή, είπε ο Σεβασμιώτατος, πρέπει νά τήν δούμε μέσα από δύο βασικές αρχές τής ορθοδόξου θεολογίας, πού καθορίζουν τήν σχέση τού Θεού μέ τόν κόσμο καί τήν σχέση τού ανθρώπου μέ τόν Θεό καί τόν κόσμο.
Οι αυτές αρχές τής ορθοδόξου θεολογίας τίς οποίες ανέλυσε είναι: α) ότι δέν υπάρχει μιά ενιαία μεθοδολογική αρχή γιά τήν γνώση τού Θεού καί τού κόσμου, όπως διδάσκει η σχολαστική θεολογία, αλλά υπάρχει διπλή μεθοδολογία, καί β) ότι η θεολογία δέν είναι φιλοσοφία, αλλά πνευματική ιατρική.
Επίσης, ο Σεβασμιώτατος αναφέρθηκε στόν Francis Collins, επικεφαλής τού προγράμματος αποκωδικοποίησης τού γονιδιώματος, ο οποίος στό βιβλίο του «Η γλώσσα τού Θεού» διακρίνει τέσσερεις επιλογές πού γίνονται σήμερα γιά τήν σχέση μεταξύ πίστεως καί επιστήμης. Η πρώτη επιλογή είναι «όταν η επιστήμη παραμερίζει τήν πίστη», η δεύτερη «όταν η πίστη παραμερίζει τήν επιστήμη», η τρίτη «όταν η επιστήμη ζητά θεία βοήθεια» όταν ταυτίζονται απόλυτα μεταξύ τους, καί η τέταρτη «όταν η επιστήμη καί η πίστη βρίσκονται σέ αρμονία».
Ο Σεβασμιώτατος προέκρινε τήν τέταρτη επιλογή, στήν οποία «προσπαθώ νά ανήκω, αποφεύγοντας τήν σύγκρουση μεταξύ πίστεως καί επιστήμης, όπως δυστυχώς γίνεται από μία μερίδα πιστών καί επιστημόνων».
(Εισήγηση στό 15ο Πανελλήνιο διαδικτυακό Συνέδριο Πυρηνικής Ιατρικής στό Πανεπιστήμιο Πατρών τήν 28η Μαΐου 2021).
Ευχαριστώ γιά τήν πρόσκληση νά συμμετάσχω στό 15ο Πανελλήνιο Συνέδριο Πυρηνικής Ιατρικής μέ εισήγηση σχετικά μέ τήν ορθόδοξη θεολογία καί τήν ιατρική επιστήμη.
Τό θέμα αυτό είναι επίκαιρο, γιατί στίς ημέρες μας διατυπώνονται διάφορες απόψεις ως πρός τήν σχέση καί τήν διαφορά μεταξύ θεολογίας καί επιστήμης καί προσπαθούμε νά βρούμε τά όρια μεταξύ τους καί τήν καλή συνεργασία τους, γιατί μάς ενδιαφέρει ο όλος άνθρωπος.
Νομίζω, καί στό θέμα αυτό ισχύουν τά πορίσματα τής σύγχρονης θεωρίας τών συστημάτων, σύμφωνα μέ τήν οποία υπάρχουν τρείς παράγοντες πού τά ρυθμίζουν, ήτοι, πρώτον, νά υπάρχουν όρια μεταξύ τών συστημάτων, δεύτερον νά επικρατή καλή οργάνωση κάθε συστήματος καί τρίτον νά τίθενται γέφυρες επικοινωνίας μεταξύ τών διαφόρων συστημάτων. Επομένως, τά όρια, η καλή οργάνωση κάθε συστήματος καί η επικοινωνία μεταξύ τους είναι αυτό πού προσδιορίζει τήν σχέση μεταξύ ορθοδόξου θεολογίας καί επιστήμης.
Θά χωρίσω τό θέμα μου σέ δυό ενότητες. Η πρώτη είναι «η δυτική θεολογία καί η επιστήμη» καί η δεύτερη ενότητα είναι η «σχέση μεταξύ τής ορθόδοξης θεολογίας καί τής επιστήμης». Γίνεται αυτή η διάκριση, γιατί άλλο είναι η θεολογία πού αναπτύχθηκε στόν δυτικό χώρο κατά τήν δεύτερη χιλιετία καί άλλο είναι η ορθόδοξη θεολογία πού αναπτύσσεται στήν «καθ ημάς Ανατολή». Καί αυτή η διάκριση πρέπει νά υπογραμμίζεται, γιά νά μή γίνονται συγχύσεις μεταξύ τών θεολογιών καί τά λάθη τής μιάς νά επιρρίπτονται στήν άλλη.
1. Δυτική θεολογία καί επιστήμη
Στήν Ευρώπη από τόν 11ο αιώνα μ.Χ. άρχισε μιά διαφοροποίηση ως πρός τήν θεολογία, δηλαδή άρχισε νά αναπτύσσεται η λεγόμενη σχολαστική θεολογία, η κορύφωση τής οποίας συντελέσθηκε τόν 13ο αιώνα.
Τό χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής τής θεολογίας πού καλλιεργήθηκε στήν Δύση είναι ότι κυρίως στηρίχθηκε αποκλειστικά στόν ορθό λόγο, τήν λογική. Δέν είμαστε εναντίον τού ορθού λόγου, αλλά εναντίον τού ορθολογισμού, ούτε εναντίον τής λογικής, αλλά εναντίον τής λογικοκρατίας. Πάντως, χρησιμοποιήθηκε η λογικοκρατία ως ενιαία μεθοδολογία τόσο γιά τήν σχέση μέ τόν Θεό όσο καί γιά τήν σχέση μέ τόν κόσμο. Δηλαδή, μέ τήν ίδια μέθοδο μέ τήν οποία επικοινωνούν μέ τόν υλικό κόσμο, μέ τήν ίδια μέθοδο ερευνούν τόν Θεό. Τό κέντρο καί τών δύο είναι η λογική.
Γιά νά τό αναλύσω αυτό λίγο περισσότερο θά μπορούσα νά πώ ότι οι θεολόγοι τής περιόδου αυτής στηρίχθηκαν στήν μεταφυσική φιλοσοφία τού Πλάτωνα καί τού Αριστοτέλους καί μέ αυτήν ερμήνευαν τά πάντα. Μέ τόν όρο μεταφυσική εννοούμε ότι ο Θεός είναι πέρα από τήν φύση καί υπάρχει ενότητα μεταξύ τών μεταφυσικών καί τών φυσικών.
Ο Πλάτων υποστήριζε ότι όλα τά κτίσματα είναι αντίγραφα τού κόσμου τών ιδεών, πού είναι μέσα σέ αυτό τό ανώτατο Όν. Τό γράφει καθαρά ότι τό ότι ο άνθρωπος μπορεί νά κατασκευάση ένα τραπέζι, αυτό γίνεται διότι η ψυχή τού ανθρώπου πού πρίν κλειστή στό σώμα βρισκόταν στόν κόσμο τών ιδεών, γνώρισε τήν ιδέα τού τραπεζιού, γι αυτό καί ο άνθρωπος τό κατασκευάζει.
Ο Αριστοτέλης διαμόρφωσε διαφορετικά αυτήν τήν θεωρία τού Πλάτωνος, ο οποίος ήταν δάσκαλός του. Σύμφωνα μέ αυτόν, τό ανώτατο Όν είναι τό πρώτο ακίνητο, πού κινεί τά πάντα. Η ύλη είναι άμορφη, αλλά είναι δεκτική τελειοποίησης, ώστε από τό «δυνάμει νά οδηγηθή στό ενεργεία», πού γίνεται διά τής κινήσεως.
Μέ βάση αυτές τίς αρχές τής φιλοσοφικής μεταφυσικής διαμορφώθηκε ένα ιδιαίτερο κοσμοείδωλο, καί έτσι ερμηνεύθηκε όλο τό σύμπαν καί ο άνθρωπος. Τό αιώνιο αυτό Όν έχει σχέση μέ τά όντα πού υπάρχουν στόν κόσμο, τά κατευθύνει, τά ρυθμίζει, τά καθορίζει.
Ο σχολαστικός θεολόγος τού 13ου αιώνος Θωμάς Ακινάτης, στηριζόμενος σέ αυτά δημιούργησε ένα φιλοσοφικό-θεολογικό σύστημα, μέ τό οποίο κατεσκεύασε τίς αποδείξεις περί τής υπάρξεως τού Θεού. Γιά παράδειγμα η οντολογική απόδειξη τού Θεού βασίζεται στό ότι μέσα στήν ψυχή τού ανθρώπου, η οποία προϋπήρχε στόν κόσμο τών ιδεών υπάρχει η μνήμη γιά τόν Θεό, γι αυτό ο άνθρωπος πιστεύει στόν Θεό. Επίσης, η κοσμολογική απόδειξη περί τής υπάρξεως τού Θεού, είναι ότι όλα τά όντα είναι αντίγραφα τών ιδεών ή κατασκευάσθηκαν από τό ακίνητον Όν καί έχουν έναν σκοπό καί προσδιορισμό.
Στόν Ευρωπαϊκό χώρο κατά καιρούς υπήρξαν αντιδράσεις εναντίον τής σχολαστικής θεολογίας τού Μεσαίωνος, καί υπήρξαν διάφορα θεολογικά καί φιλοσοφικά ρεύματα, όπως τόν 14ο αιώνα υπήρξε ο Νομιναλισμός, τόν 15ο αιώνα ο Ουμανισμός-Αναγέννηση, τόν 16ο αιώνα η Μεταρρύθμιση, τόν 17ο τόν 18ο ο Διαφωτισμός.
Θά παραμείνω λίγο στό ρεύμα τού Διαφωτισμού, τό οποίο, από διάφορες αιτίες, κατέρριψε τό κοσμοείδωλο τής μεταφυσικής-σχολαστικισμού. Ο Διαφωτισμός αρνήθηκε ότι υπάρχει μηχανιστική σχέση μεταξύ τού Θεού τής μεταφυσικής καί τού κόσμου, αρνήθηκε ότι όλα τά όντα είναι αντίγραφα τών ιδεών, οι οποίες ιδέες είναι στό ανώτατο αυτό Όν, τό Οποίο δέν αποδεικνύεται μέ τήν παρατήρηση καί τό πείραμα καί ότι όλα τά όντα είναι αμετάβλητα, επειδή είναι αντίγραφα τών ιδεών, πού είναι στό ανώτατο Όν. Καί επειδή αυτό τό ύψιστο Όν δέν αποδεικνύεται μέ τήν παρατήρηση καί τό πείραμα, γι αυτό ο Διαφωτισμός αρνήθηκε τόν Θεό τής μεταφυσικής τού Σχολαστικισμού. Έτσι, αναπτύχθηκαν οι επιστήμες, ανεξάρτητα από τήν φιλοσοφία-θεολογία τής Δύσεως, δηλαδή οι επιστήμονες απέρριψαν τήν μεταφυσική.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα νά επέλθη σύγκρουση μεταξύ μεταφυσικής θεολογίας καί επιστήμης. Οι μέν επιστήμονες αρνήθηκαν τίς απόψεις τής μεταφυσικής θεολογίας καί οι μεταφυσικοί θεολόγοι, θεωρώντας ότι αμφισβητείται ο Θεός μέ τίς νέες επιστήμες, αντέδρασαν στίς απόψεις τών τότε επιστημόνων καί τών ανακαλύψεών τους. Έτσι, έγιναν τρομερά γεγονότα στόν Δυτικό-Ευρωπαϊκό χώρο, όπως η Ιερά Εξέταση καί οι αποφάσεις της, καί αυτό γίνεται μέχρι τίς ημέρες μας, μέ έναν άλλο διαφορετικό τρόπο, όταν μερικοί εν ονόματι τής πίστεως αρνούνται τά εμβόλια ή κάτι άλλο.
2. Σχέση μεταξύ ορθόδοξης θεολογίας καί επιστήμης
Η θεολογία πού αναπτύχθηκε καί εξακολουθεί νά επικρατή στήν Ορθόδοξη Εκκλησία έχει διαφορετική αφετηρία από τήν δυτική σχολαστική θεολογία, γι’ αυτό ποτέ δέν είχαμε συγκρούσεις μεταξύ θεολογίας καί επιστήμης, ούτε Ιερά Εξέταση. Στήν ορθόδοξη θεολογία δέν πιστεύουμε σέ διάκριση μεταξύ φυσικών καί μεταφυσικών, αλλά στήν διάκριση μεταξύ κτιστού καί ακτίστου, καθώς, επίσης, δέν πιστεύουμε ότι τά όντα είναι αντίγραφα τών ιδεών πού βρίσκονται μέσα στό ανώτατο Όν, αλλά ότι μέσα σέ όλα τά όντα είναι η δημιουργική ενέργεια τού Θεού.
Αυτό πρέπει νά τό δούμε μέσα από δύο βασικές αρχές τής ορθοδόξου θεολογίας, πού καθορίζουν τήν σχέση τού Θεού μέ τόν κόσμο καί τήν σχέση τού ανθρώπου μέ τόν Θεό καί τόν κόσμο.
Η πρώτη βασική αρχή τής ορθοδόξου θεολογίας είναι ότι δέν υπάρχει μιά ενιαία μεθοδολογική αρχή γιά τήν γνώση τού Θεού καί τού κόσμου, όπως διδάσκει η σχολαστική θεολογία, αλλά υπάρχει διπλή μεθοδολογία. Αυτό σημαίνει ότι δέν είναι η λογική τό όργανο πού μελετά τόν κόσμο καί ταυτόχρονα η ίδια λογική κατανοεί τόν Θεό, αλλά υπάρχει διάκριση μεταξύ νού καί λογικής. Οπότε, ο άνθρωπος μέ τόν νού του έχει σχέση μέ τόν Θεό καί μέ τήν λογική του διερευνά τήν κτίση. Αυτή είναι η διπλή μεθοδολογία.
Γιά παράδειγμα, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς παρέλαβε από τόν Αριστοτέλη τήν άποψη ότι η ψυχή τού ανθρώπου έχει νού καί αίσθηση. Μέ τόν νού έχει επικοινωνία μέ τόν Θεό καί μέ τήν αίσθηση έχει επικοινωνία μέ τήν κτίση. Μεταξύ αυτών τών δύο ενεργειών τού νού καί τής αισθήσεως υπάρχουν καί άλλες τρείς ενέργειες, ήτοι η φαντασία, η δόξα καί η διάνοια. Αυτές οι τρείς δυνάμεις συνδέονται μέ τήν αίσθηση. Έτσι, από τήν αίσθηση προέρχεται η φαντασία, η δόξα, η διάνοια, ενώ ο νούς είναι αυτοτελής ενέργεια τής ψυχής. Γι’ αυτό λέμε ότι άλλη είναι η μέθοδος μέ τήν οποία ερευνάται ο αισθητός κόσμος (αίσθηση, φαντασία, δόξα, διάνοια) καί άλλη είναι η μέθοδος κοινωνίας τού ανθρώπου μέ τόν Θεό (νούς).
Αυτό έχει σημαντικές συνέπειες, γιατί δέν συγκρούεται η θεολογία μέ τήν επιστήμη, αφού καί οι δύο κινούνται σέ διαφορετικά επίπεδα. Ο θεολόγος-άγιος μέ τόν καθαρό νού μετέχει τής ενεργείας τού Θεού, καί ο επιστήμονας μέ τήν αίσθηση καί τήν λογική μελετά τά όντα καί τήν κτίση. Άλλο είναι τό επίπεδο στό οποίο κινείται ο θεολόγος-άγιος καί άλλο είναι τό επίπεδο στό οποίο κινείται ο επιστήμονας. Έτσι, δέν επέρχεται κάποια σύγκρουση μεταξύ πίστεως καί επιστήμης.
Βεβαίως, ο θεολόγος μπορεί νά ασχολείται καί μέ τήν επιστήμη καί τά αντικείμενα πού μελετά αυτή, δηλαδή τήν κτίση, όταν συγχρόνως είναι καί επιστήμονας. Καί ο επιστήμονας μπορεί νά ασχολείται μέ τήν θεολογία, όταν συγχρόνως είναι καί θεολόγος. Αυτό σημαίνει ότι ο θεολόγος δέν ασχολείται μέ τήν επιστήμη ένεκα τής θεολογίας του, ούτε ο επιστήμονας ασχολείται μέ τήν θεολογία ένεκα τής επιστήμης του.
Όταν κάνω λόγο γιά θεολογία δέν εννοώ τόν θεολόγο πού σπουδάζει τήν θεολογία καί αναγκαστικά ασχολείται μέ τήν επιστήμη τού κλάδου του, πού είναι η φιλολογική επεξεργασία τών κειμένων, η εκμάθηση τών Θρησκειών, η ανάλυση τών εκκλησιαστικών τεχνών, η μελέτη τών αρχών τής κοινωνιολογίας κλπ., αλλά εννοώ τούς θεολόγους-αγίους, οι οποίοι μέσα από μιά ιδιαίτερη μέθοδο, καθάρσεως, φωτισμού καί θεώσεως, αποκτούν εμπειρία τού Θεού.
Έτσι, η θεολογία είναι διατύπωση τής εμπειρικής γνώσεως τού Θεού καί πιό συγκεκριμένα τής μεθέξεως τών ακτίστων ενεργειών τού Θεού, μέ αποτέλεσμα ο θεολόγος νά βλέπη καί νά γνωρίζη εμπειρικά τήν δημιουργική ενέργεια τού Θεού μέσα στήν κτίση, η οποία περιγράφεται από τούς θεόπτες Πατέρες τής Εκκλησίας μέ τόν όρο «λόγοι τών όντων». Αυτός είναι ο τρόπος μέ τόν οποίο ο θεολόγος-άγιος γνωρίζει ότι ο Θεός είναι ο Δημιουργός τού κόσμου καί τής κτίσης καί Εκείνος πού συνέχει τήν κτίση, αλλά μετέχει καί τής θεοποιού ενεργείας τού Θεού ως ακτίστου Φωτός. Η γνώση αυτή δέν είναι αποτέλεσμα διανοητικής ή φιλοσοφικής ή επιστημονικής μελέτης.
Αυτό τό βλέπουμε στόν Μέγα Βασίλειο, ο οποίος έμαθε όλες τίς επιστήμες τής εποχής του, ήτοι αστρονομία, μαθηματικά, ιατρική κλπ., αλλά καί μέ άλλη μέθοδο απέκτησε εμπειρίες τού Θεού. Έτσι, έκανε τήν διάκριση ότι άλλο είναι η μέθοδος γνώσεως τής επιστήμης τών αισθητών καί άλλη είναι η μέθοδος γνώσεως τού Θεού. Αυτός ο ίδιος στίς ομιλίες του στήν «Εξαήμερο» ερμήνευσε τήν δημιουργία τού κόσμου, χρησιμοποιώντας, μέχρις ενός σημείου, καί τίς επικρατούσες γνώσεις τής εποχής του. Αλλά καί αυτός ο ίδιος είχε εμπειρική γνώση τού Θεού, χωρίς νά κάνη σύγκρουση μεταξύ θεολογίας καί επιστήμης.
Αυτό είναι ένα εκπληκτικό παράδειγμα καί πρότυπο γιά τόν τρόπο μέ τόν οποίο μπορεί νά υπάρξη συνεργασία μεταξύ θεολογίας καί επιστήμης.
Η δεύτερη βασική αρχή τής ορθόδοξης θεολογίας είναι ότι αυτή δέν είναι μεταφυσική, αλλά πνευματική ιατρική. Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι πνευματικό θεραπευτήριο, ο Κληρικός-θεολόγος είναι πνευματικός ιατρός, ο Ίδιος ο Χριστός είναι ιατρός τών ψυχών καί όταν θεραπεύονται τά ψυχικά τραύματα, πολλές φορές αυτό έχει θεραπευτικές συνέπειες καί στό σώμα, καί η θεολογία είναι πνευματική ιατρική επιστήμη. Όταν ο άνθρωπος απαλλάσσεται από τό άγχος, τήν αγωνία, αυτό έχει συνέπειες καί στό σώμα.
Σέ όλη τήν Αγία Γραφή, τά λατρευτικά κείμενα καί τήν πατερική διδασκαλία χρησιμοποιείται άφθονο ιατρικό υλικό, πράγμα πού δείχνει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία συγγενεύει μέ τήν ιατρική επιστήμη καί όχι μέ τήν φιλοσοφία.
Γιά παράδειγμα, ο 102 Κανόνας τής Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου (691-692 μ.Χ.) αποκαλεί τήν αμαρτία «νόσο», «αρρώστημα», «ψυχής έλκος» τήν αντιμετώπιση τής αμαρτίας τήν χαρακτηρίζει «κατάλληλον τήν θεραπείαν τώ αρρωστήματι» τόν τρόπο τής αντιμετωπίσεως τών αμαρτημάτων τόν χαρακτηρίζει «φάρμακο» τόν δέ κληρικό χαρακτηρίζει ιατρόν πού ασκεί «τήν ιατρικήν εν Πνεύματι επιστήμην», πού αποβλέπει «πρός τήν υγείαν».
Μέσα σέ αυτήν τήν προοπτική κάνουμε λόγο γιά συνεργασία μεταξύ Κληρικού καί Ιατρού. Ο Κληρικός θεραπεύει τά πνευματικά νοσήματα τού ανθρώπου καί όταν υπάρχουν σωματικές ασθένειες αυτές τίς επιμελείται ο Ιατρός τού σώματος. Καί ο Ιατρός πού θεραπεύει τόν σωματικό οργανισμό τού ανθρώπου όταν βλέπη εσωτερικές ψυχικές ανασφάλειες τόν παραπέμπει στόν Κληρικό, εκείνον πού γνωρίζει τήν μέθοδο τής πνευματικής θεραπείας.
Πρέπει νά σημειωθή ότι στόν δυτικό χώρο παρατηρήθηκε ένας δυαλισμός-δυϊσμός, ο οποίος είναι αντίθετος στόν μονισμό καί ενισμό καί υποστηρίζει ότι υπάρχουν δύο αρχές, τό πνεύμα καί η ύλη, δηλαδή τό ιδεατό καί τό πραγματικό καί θεωρεί ότι η θρησκεία ασχολείται μέ τό πνεύμα καί η ιατρική μέ τό σώμα. Αυτός ο δυαλισμός δημιούργησε πολλά προβλήματα στόν άνθρωπο, γι αυτό αναπτύχθηκε η ψυχολογία, η ψυχιατρική, προκειμένου νά καλύψη αυτό τό κενό. Αυτό, όμως, δέν συμβαίνει στήν Ορθόδοξη Εκκλησία, γιατί αφ ενός μέν θεωρεί τόν άνθρωπο ως μιά ενότητα καί υπάρχει μιά ιδιαίτερη μέθοδος πού λέγεται ιερός ησυχασμός, νηπτική θεολογία, πού είναι τό ενδιάμεσο μεταξύ ψυχής καί σώματος, αφ ετέρου δέ υπάρχει στενή συνεργασία μεταξύ Κληρικών καί Ιατρών.
Έτσι, ο ιερός ησυχασμός, μαζί μέ τήν μυστηριακή ζωή τής Εκκλησίας αποτελούν τήν θεραπευτική αγωγή τής Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία ως στόχο έχει νά αποκαταστήση τήν φυσιολογική λειτουργία τού ανθρώπου ως ολότητα ψυχής καί σώματος.
Αναφέρθηκα προηγουμένως στήν ύπαρξη τού νού, πού είναι μιά ενέργεια τής ψυχής διαφορετική από τήν λογική, καί αυτή η ενέργεια είναι ο οφθαλμός τής ψυχής μέ τήν οποία μπορεί νά επικοινωνήση ο άνθρωπος μέ τόν Θεό. Μέ τήν απομάκρυνση από τόν Θεό αυτή η ενέργεια σκοτίστηκε καί ταυτίστηκε μέ τήν λογική καί τίς αισθήσεις. Η αποκατάσταση αυτής τής νοεράς ενέργειας μέσω τής προαναφερθείσας θεραπευτικής αγωγής πού παραδόθηκε στούς ανθρώπους από τόν ίδιο τόν Χριστό, όπως αυτή έχει διατηρηθή καί θά έλεγα “δοκιμαστή” αιώνες τώρα, αποκαθιστά τήν επικοινωνία τού ανθρώπου μέ τόν Θεό, καί αφού γίνει αυτό, αποκαθιστά καί τήν υγιή κοινωνία μέ τούς άλλους ανθρώπους καί μέ τήν κτίση.
Ένας επιστήμονας ιατρός μέ τό ηλεκτρονικό μικροσκόπιο βλέπει τό κύτταρο καί τόν υποκυτταρικό κόσμο. Καί ένας θεολόγος άγιος μέ τόν νού, τόν οφθαλμό τής ψυχής, βλέπει τόν Θεό καί τήν ψυχική ασθένεια τού ανθρώπου.
Μέσα στό πλαίσιο αυτό, δημοσίευσα βιβλία γιά τήν «Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία», εισήγαγα αυτόν τόν όρο, πράγμα πού έγινε αποδεκτός από τήν Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία, καί περιέλαβε ανάλυση τού έργου μου στό βιβλίο «Εγχειρίδιο Ψυχοθεραπείας καί θρησκευτικής ποικιλομορφίας», καθώς επίσης δημοσίευσα βιβλίο μέ τίτλο «Βιοηθική καί Βιοθεολογία». Συγχρόνως, διδάσκω ακολουθώντας τόν καθηγητή π. Ιωάννη Ρωμανίδη, ο οποίος έλεγε ότι η ορθόδοξη θεολογία δέν ανήκει στόν κλάδο τών θεωρητικών επιστημών (φιλοσοφία), αλλά στόν κλάδο τών θετικών επιστημών (μαθηματικά-ιατρική).
Συγκεκριμένα, ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης έλεγε ότι η ορθόδοξη θεολογία από πλευράς μεθοδολογίας συνδέεται μέ τίς θετικές επιστήμες καί όχι μέ τήν φιλοσοφία, καί εάν εμφανιζόταν ο Χριστιανισμός στήν εποχή μας, θά τόν καταλαβαίναμε από πλευράς μεθοδολογίας, ως μιά πνευματική ψυχιατρική. Όπως στήν φυσική έχουμε παρατήρηση καί πείραμα, πράξη καί θεωρία, τό ίδιο γίνεται καί στήν θεολογία, υπάρχει η πράξη ως τήρηση τών εντολών τού Θεού καί η θεωρία ως θέα τού Θεού. Όπως ο ιατρός ασχολείται μέ τό σώμα, κάνει διάγνωση καί θεραπεία τών σωματικών ασθενειών, έτσι καί ο ορθόδοξος θεραπευτής κάνει διάγνωση καί θεραπεία τών ψυχικών ασθενειών τού νού καί τών παθών. Η ορθόδοξη θεολογία δέν είναι αφηρημένη καί στοχαστική επιστήμη, όπως καί η ιατρική τού σώματος δέν είναι αφηρημένη καί στοχαστική επιστήμη, δέν μπορούν νά βλέπουν τίς σωματικές καί ψυχικές ασθένειες καί νά φιλοσοφούν, αλλά θεραπεύουν τόν άνθρωπο. Γιά παράδειγμα, δέν μπορώ νά φαντασθώ έναν ιατρό, πού όταν πονά ο ασθενής νά τού μιλά γιά τήν φιλοσοφία. Έτσι, δέν μπορώ νά διανοηθώ έναν Κληρικό νά πονά ψυχικά ο άνθρωπος καί εκείνος νά φιλοσοφή.
Έτσι διδάσκω, καί αυτό προσείλκυσε τό ενδιαφέρον τού Τμήματος Ιατρικής τής Σχολής Επιστημών Υγείας τού Πανεπιστημίου Ιωαννίνων καί μού απένειμε τό δίπλωμα τού Επιτίμου διδάκτορος τής Σχολής.
Πρίν περατώσω τόν λόγο θά ήθελα νά αναφέρω κάτι πού γράφει ο Francis Collins στό βιβλίο του μέ τίτλο «Η γλώσσα τού Θεού» καί υπότιτλο «ένας επιστήμονας δίνει μαρτυρία γιά τήν πίστη», γιά τήν ημέρα πού μαζί μέ τόν Βέντερ καί τόν Πρόεδρον Κλίντον ανακοίνωσαν τήν χαρτογράφηση τού ανθρωπίνου γονιδιώματος.
Τήν ημέρα εκείνη ο Αμερικανός Πρόεδρος Κλίντον είπε: «Σήμερα μαθαίνουμε τήν διάλεκτο μέ τήν οποία ο Θεός δημιούργησε τήν ζωή. Αισθανόμαστε όλο καί μεγαλύτερο δέος γιά τήν πολυπλοκότητα, τήν ομορφιά καί τό θαύμα τού πιό ιερού καί ουράνιου δώρου τού Θεού» (Francis S. Collins, Η γλώσσα τού Θεού, ένας επιστήμονας δίνει μαρτυρία γιά τήν πίστη, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2009, σελ. 18).
Επίσης, ο Francis Collins στό τρίτο μέρος τού βιβλίου αυτού αναφέρεται σέ τέσσερεις επιλογές πού γίνονται σήμερα γιά τήν σχέση μεταξύ πίστεως καί επιστήμης. Η πρώτη επιλογή είναι «όταν η επιστήμη παραμερίζει τήν πίστη», η δεύτερη «όταν η πίστη παραμερίζει τήν επιστήμη», η τρίτη «όταν η επιστήμη ζητά θεία βοήθεια» όταν ταυτίζονται απόλυτα μεταξύ τους, καί η τέταρτη «όταν η επιστήμη καί η πίστη βρίσκονται σέ αρμονία». Σέ αυτήν τήν τέταρτη επιλογή προσπαθώ νά ανήκω, αποφεύγοντας τήν σύγκρουση μεταξύ πίστεως καί επιστήμης, όπως δυστυχώς γίνεται από μία μερίδα πιστών καί επιστημόνων.
Ο Francis Collins στό τέλος τού βιβλίου του, αφού περιγράφει τό πώς από αγνωστικιστής έγινε πιστός βλέποντας τόν εσωτερικό κόσμο τού κυττάρου, γράφει:
«Είναι καιρός νά σημάνουμε μιά ανακωχή σ αυτόν τόν κλιμακούμενο πόλεμο ανάμεσα στήν επιστήμη καί τή θρησκεία. Ο πόλεμος δέν ήταν ποτέ αναγκαίος. Όπως τόσοι πολλοί κοσμικοί πόλεμοι, αυτός ξεσηκώθηκε καί εντατικοποιήθηκε από εξτρεμιστές καί τών δύο πλευρών πού σήμαναν συναγερμούς καί προέβλεπαν επικείμενη καταστροφή άν δέν εξαφανιζόταν η άλλη πλευρά. Η επιστήμη δέν απειλείται από τόν Θεό, ενθαρρύνεται. Ο Θεός μέ κάθε βεβαιότητα δέν απειλείται από τήν επιστήμη. Αυτός τήν έκανε δυνατή… Αφήστε τίς διαμάχες. Οι ελπίδες μας, οι χαρές μας καί τό μέλλον τού κόσμου μας εξαρτώνται από αυτό» (Ένθ. ανωτ. σελ. 201).
Ευχαριστώ γιά τήν προσοχή σας.