Ι.Μ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ: Συνήθως πανηγυρίζουμε τά θριαμβευτικά ιστορικά γεγονότα πού συνετέλεσαν στήν ελευθερία καί τήν συγκρότηση τού Ελληνικού Κράτους, αλλά ξεχνάμε ότι αυτοί οι αγώνες καί οι νίκες είχαν σοβαρό αντίκτυπο στό Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Αυτό τό βλέπουμε στά γεγονότα πού έγιναν στούς Ρωμηούς τής Κωνσταντινοπόλεως, τούς Πατριάρχες καί τούς Αρχιερείς μετά τήν εξέγερση τών Ελλήνων τό 1821, μετά τούς Βαλκανικούς πολέμους μέχρι τήν Μικρασιατική καταστροφή (1912 -1922), καί μετά τήν συνθήκη τής Λωζάννης (1923) καί αργότερα κατά τόν απελευθερωτικό Αγώνα τών Κυπρίων τού 1955 πού ζητούσαν τήν ένωσή τους μέ τήν Ελλάδα.
Αφορμή νά κάνω αυτές τίς σκέψεις ήταν τό νέο βιβλίο τού θεολόγου-ιστορικού Αριστείδη Πανώτη μέ τίτλο «Τό Συνοδικόν τής εν Ελλάδι Εκκλησίας», τόμος Γ΄, τεύχος Β΄, καί τόν ειδικότερο τίτλο τού Η΄ Μέρους «Η “Μεταλωζάννεια” δοκιμασία τής Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως (1923-1928)». Πρόκειται γιά 20 κεφάλαια πού αναφέρονται σέ διάφορα γεγονότα πού έγιναν μετά τήν Συνθήκη τής Λωζάννης.
Από τίς πολλές πληροφορίες πού διαβάζουμε σέ όλα τά κεφάλαια τού βιβλίου, θά περιοριστώ νά παρουσιάσω μερικά στοιχεία πού αναφέρονται στίς συνέπειες τής Μικρασιατικής Καταστροφής καί τών λαθών τών Ελλήνων πολιτικών στήν υπόσταση τού Οικουμενικού Πατριαρχείου καί στήν μαρτυρική ζωή τών Πατριαρχών καί τών Αρχιερέων τού Θρόνου μετά τήν Συνθήκη τής Λωζάννης.
1. Η αλλαγή τής υπόστασης τού Οικουμενικού Πατριαρχείου
Η Διεθνής Συνδιάσκεψη γιά τήν επίλυση τών θεμάτων πού ανέκυψαν μετά τήν Μικρασιατική Καταστροφή έγινε στήν Λωζάννη τής Ελβετίας, η οποία άρχισε στίς 13/20 Νεομεβρίου 1922 καί κατέληξε στίς 24 Ιουλίου 1923 μέ τήν υπογραφή τής οριστικής συνθήκης ειρήνης μεταξύ τών Συμμάχων καί τής Τουρκίας.
Εκτός τών άλλων σημείων, μέ τήν «Συνθήκη Ειρήνης» στήν Λωζάννη τής Ελβετίας γινόταν γνωστό «ότι παραδιδόταν καί πάλι η Πόλη (Κωνσταντινούπολη) στήν τουρκική κυριαρχία καί ταυτόχρονα αναγνωριζόταν πλέον διεθνώς η νέα εθνικιστική κυβέρνηση».
Στό παρόν κείμενό μου δέν θά ασχοληθώ μέ τίς επί μέρους αποφάσεις τής Συνθήκης τής Λωζάννης, αλλά μέ όσα αφορούν τό Οικουμενικό Πατριαρχείο, τό οποίο όντως βρέθηκε σέ δύσκολη θέση.
Ο Αριστείδης Πανώτης στήν αρχή τού βιβλίου γράφει:
«Μέ τήν υπογραφή τής “Συνθήκης Ειρήνης” στήν Λωζάννη τής Ελβετίας γράφτηκε ο επίλογος τής “Μικρασιατικής Καταστροφής”. Τότε τέθηκε κάποιος συμβιβασμός στίς εκατέρωθεν μακροχρόνιες εδαφικές διεκδικήσεις Ελλήνων καί Τούρκων, όμως δέν εξασφαλίστηκε τό κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης πού είναι απαραίτητο γιά τήν διευθέτηση καί τών θρησκευτικών προβλημάτων κατά τό Κανονικό Δίκαιο τής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Οι Αντιπρόσωποι τών κρατών πού συνήλθαν στήν Λωζάννη εθεώρησαν πολύ σωστά εαυτούς αρμοδίους μόνον γιά επίλυση τών διακρατικών ζητημάτων. Τά θρησκευτικά καί πολιτιστικά ζητήματα μεταξύ τών Ορθοδόξων καί τών Τούρκων εθνικιστών, τά άφησαν ρυθμιζόμενα κατά τίς παλαιότερες διεθνείς συνθήκες στήν καλή θέληση τών δύο χωρών, όπως τά αποδέχθηκαν οι αυτοκρατορίες πού πέρασαν από τήν Κωνσταντινούπολη μέχρι τόν 20ό αιώνα. Οι συνελθόντες στήν Λωζάννη ευελπιστούσαν ότι ξεπέρασαν τό τεθέν από τούς Τούρκους “Πατριαρχικό ζήτημα” μέ διπλωματικούς χειρισμούς, ίσως διότι δέν είχαν εμπειρία τής αγριότητος τής εθνικιστικής εξάψεως τού Νεοτουρκισμού».
Οι Τούρκοι κατά τίς Συνεδριάσεις στήν Λωζάννη, ζήτησαν νά φύγη τό Πατριαρχείο από τήν Κωνσταντινούπολη, αλλά οι Σύμμαχοι «απείλησαν τότε τούς Τούρκους πώς άν επιμείνουν νά μετατεθεί τό Πατριαρχείο από τήν Κωνσταντινούπολη θά αρχίσουν πάλι οι εχθροπραξίες πού θά έκριναν τό μέλλον τής Ανατολικής Θράκης. Οπότε, οι Τούρκοι υπεχώρησαν καί υπογράφηκε η “Σύμβαση”».
Πάντως, τό Τουρκικό Κράτος μετά τήν Συνθήκη τής Λωζάννης υποχρεώθηκε μέν νά κρατήση τήν Έδρα τού Οικουμενικού Πατριαρχείου στήν Κωνσταντινούπολη, αλλά προέβη σέ δύο ενέργειες γιά νά εξαναγκάση τούς Αρχιερείς νά φύγουν μόνοι τους.
Η πρώτη ήταν νά αλλάξη τόν χαρακτήρα τού Οικουμενικού Πατριαρχείου. Γράφει ο Αριστείδης Πανώτης: «Στούς πρώτους στόχους τής κυβερνήσεως τής Άγκυρας ήταν καί η μετάλλαξη τού ιδιάζοντα Ελληνορθόδοξου χαρακτήρα τού Οικουμενικού Πατριαρχείου καί γιά νά τό πετύχει αυτό καθιστά τήν ανάδειξη τού νέου Πατριάρχη μιά εσωτερική υπόθεση τής Ρωμαίικης Ομογένειας, στήν οποία δικαιούνται νά έχουν ανάμειξη μόνον οι αναγνωρισμένοι πλέον ως Τούρκοι πολίτες ορθόδοξοι ιερωμένοι. Όσοι αρχιερείς τών τριανταπέντε (35) Μητροπόλεων τού Θρόνου παραστάθηκαν στό διωκόμενο ποίμνιό τους ή καί δέχθηκαν συμμαχική προστασία κατά τήν περίοδο τής Ανακωχής τού 1918 καταδικάζοντο εις θάνατον από τούς εθνικιστές καί μαζί μέ αυτούς καί όσοι ακολούθησαν τό διωχθέν ή “ανταλλαγέν” ποίμνιό τους καί κατέφυγαν στήν ελληνική επικράτεια. Αυτοί θεωρήθηκαν ότι ανέκτησαν δεσμό ιθαγένειας μέ τό Ελληνικό κράτος καί συνέπεια ήταν νά απωλέσουν τήν οθωμανική υπηκοότητά τους καί επομένως δέν δικαιούνται πλέον νά συμμετέχουν σέ συνεδριάσεις τής Ιεράς Συνόδου, πού βρίσκεται εντός τού τουρκικού κράτους. Αυτό στέρησε από τήν διοίκηση τού Οικουμενικού Πατριαρχείου πλείστα ικανά καί εξαιρετικά καταρτισμένα αρχιερατικά στελέχη, όπως τόν Ηρακλείας Φιλάρετο, τόν Κασσανδρείας Ειρηναίο, τόν Τραπεζούντος Χρύσανθο, τόν Ρόδου Απόστολο, τόν Δυρραχίου Ιάκωβο καί πλείστες άλλες αξιόλογες εκκλησιαστικές προσωπικότητες τού Φαναρίου καί προέκυψαν πολλές δυσχέρειες στήν οικουμενική αποστολή τού πανάρχαιου σεπτού θεσμικού κέντρου τών Ορθοδόξων».
Η δεύτερη ενέργεια ήταν η εμφάνιση τού «παπα-Ευθύμη» γιά νά δημιουργή προβλήματα στό Οικουμενικό Πατριαρχείο. Γράφει:
«Η Μεταλωζάννειος περίοδος τής εχθρικής τακτικής τής Άγκυρας κατά τού Φαναρίου αρχίζει όταν εμφανίζεται στίς 2 Οκτωβρίου 1923 στό Πατριαρχείον ο παπα-Ευθύμ Καραχισαρίδης ως ο “τοποτηρητής τών Τουρκορθοδόξων” καί ως “εξουσίαν έχων” επιδιώκει ασεβέστατα μέ αυθάδεια καί ενοχλητικά νά ενημερωθεί γιά τίς προϋποθέσεις πού βαδίζει η Ενδημούσα Σύνοδος στήν νέα πατριαρχική εκλογή καί ειδικότερα:
α) Ως πρός τόν τρόπο τής διεξαγωγής της καί τήν τήρηση τής αποστολής στήν κυβέρνηση πρό τής εκλογής τού καταλόγου τών εκλεκτόρων καί τών υποψηφίων καί μετά ως πρός τήν νομιμοποίησή της.
β) Ως πρός τήν συμμετοχή σ αυτή τών λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών. Μέ τό ερώτημα τούτο επιδιώκεται νά προσμετρηθεί η αντίδραση τών ορθοδόξων κρατών, τών οποίων οι Αντιπρόσωποι αντιτάχθηκαν στίς τουρκικές αξιώσεις στήν Λωζάννη καί τί μπορεί νά συμβεί σέ περίπτωση παραβιάσεως τών Ιερών Κανόνων».
Πάντως, οι Τούρκοι όταν ήθελαν νά δημιουργούν προβλήματα στό Οικουμενικό Πατριαρχείο χρησιμοποιούσαν τόν «παπα-Ευθύμη» καί τούς οπαδούς του.
2. Οι Οικουμενικοί Πατριάρχες στήν Μεταλωζάννεια εποχή
Οι Τούρκοι, ενώ από τούς Συμμάχους υποχρεώθηκαν νά κρατήσουν τό Οικουμενικό Πατριαρχείο στήν Κωνσταντινούπολη, όμως προσπαθούσαν μέ κάθε τρόπο νά υποτιμήσουν τόν ρόλο του καί ακόμη περισσότερο νά δημιουργήσουν προσκόμματα στήν εκλογή τών Οικουμενικών Πατριαρχών.
«Οι κεμαλικοί πίστευαν ότι, όπως εύκολα ανέτρεψαν καί εκτόπισαν εκ τής Τουρκίας μέ συνοπτικές διαδικασίες καί κατά προσβλητικό τρόπο γιά τούς μουσουλμάνους τό ισλαμικό Χαλιφάτο, θά μπορούσαν άμεσα ή έμμεσα νά απαλλαγούν καί από τήν παρουσία στήν Κωνσταντινούπολη τού Οικουμενικού Πατριαρχείου».
Σέ υπόμνημα πού απέστειλε αργότερα ο Πατριάρχης Κωνσταντίνος ΣΤ΄ στήν Γενεύη στίς 22 Φεβρουαρίου 1925, μεταξύ τών άλλων γραφόταν, όπως εξηγεί ο Αριστείδης Πανώτης, ότι η Άγκυρα «ενώ απέσυρε κατά τίς συζητήσεις στήν Λωζάννη τό αίτημά της γιά τήν απομάκρυνση τού Πατριαρχείου από τήν έδρα του καί ο ιερός Θεσμός αποδέχθηκε τήν αποδέσμευσή του από τά κοσμικά προνόμια πού τόν περιέβαλε ο Μωάμεθ Β΄ καί προσαρμόστηκε αυστηρά στήν εκκλησιαστική διακονία του, η τουρκική κυβέρνηση δέν έπαυσε διά τών οργάνων της νά δημιουργεί σ αυτό κάθε είδους εμπόδια, προκειμένου νά μειώσει διεθνώς τό πνευματικό καί εκκλησιαστικό του κύρος».
Πάντως, τήν περίοδο μετά τήν Συνθήκη τής Λωζάννης τέσσερεις Πατριάρχες αντιμετωπίζουν διάφορες δυσκολίες, όπως αναλύεται στό παρόν βιβλίο, ήτοι ο Μελέτιος Μεταξάκης, ο Γρηγόριος Ζ΄, ο Κωνσταντίνος ΣΤ΄ καί ο Βασίλειος Γ΄. Ένα από τά κεφάλαια τού βιβλίου φέρει τόν τίτλο «Ο Πατριαρχικός “Γολγοθάς” από τό νέο καθεστώς». Η εξιστόρηση τών γεγονότων δείχνει πράγματι τόν «Γολγοθά» τού Οικουμενικού Πατριαρχείου.
α) Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Μελέτιος (25 Νοεμβρίου 1921 – 20 Σεπτεμβρίου 1923), πού ήταν Πατριάρχης κατά τήν περίοδο τής Μικρασιατικής Εκστρατείας «θεωρούσε δεινή ήττα τής Χριστιανοσύνης τήν εγκατάλειψη τού Πατριαρχείου στήν διάκριση τών νέων εξουσιαστών τής Τουρκίας από τούς συνελθόντας στήν Λωζάννη».
Ο Μελέτιος απομακρύνθηκε από τόν Πατριαρχικό θρόνο καί ο «Επίτροπος τού Πατριάρχη, ο Καισαρείας Νικόλαος, ανέλαβε τήν δύσκολη αποστολή τής προσεγγίσεως εκ μέρους τού Πατριαρχείου τού νέου καθεστώτος επωφελούμενος τήν ευκαιρία τού εορτασμού τής θεσπίσεως τού νέου Συντάγματος».
«Βασικός στόχος τών εθνικιστών τής Άγκυρας ήταν ό,τι δέν κατόρθωσαν κατά τίς συνομιλίες στήν Λωζάννη νά τό δρομολογήσουν γιά τά επόμενα χρόνια. Αρχικά επιχείρησαν τήν διεθνή υποβάθμιση τού Οικουμενικού Πατριαρχείου χαρακτηρίζοντάς το ως ιδρύματος “εσωτερικού νομικού δικαίου” καί επομένως μή δικαιούμενου τιμητικής εκπροσωπήσεως στήν Άγκυρα. Μετά θέλησαν νά ασκήσουν επιρροή στήν πατριαρχική εκλογή, υποδεικνύοντας υποψηφιότητα τής αρεσκείας τους. Ο “Κατάλογος” τών εκλόγιμων συνοδικών ιεραρχών πού επέστρεψε στό Φανάρι ο νομάρχης περιλάμβανε μόνον τούς ένδεκα (11) εν ενεργεία αρχιερείς, πού αναγνωρίστηκαν ως μή “ανταλλάξιμοι” καί παρέμεναν στήν Κωνσταντινούπολη ως έχοντες τήν τουρκική υπηκοότητα κατά τίς γνωστές “Οδηγίες” τής 19ης Νοεμβρίου (1339) 1923 (Π.Η.)».
Από τίς συζητήσεις μεταξύ τών Ιεραρχών ο Χαλκηδόνος Γρηγόριος συγκέντρωνε τήν προτίμησή τους, ο οποίος «δέν αναμείχθηκε στά τότε συμβάντα μέ τήν “Εθνική Άμυνα” στά τής εκλογής τού από Αθηνών Μελετίου Μεταξάκη ως Πατριάρχου», μάλιστα δέ «διατηρούσε καλές σχέσεις μέ τόν τουρκικό παράγοντα κατά τό διάστημα τής Ανακωχής τού 1918 καί γι αυτό κρίθηκε ως ο πλέον κατάλληλος ιεράρχης γιά νά αποκαταστήσει τίς σχέσεις κατά τήν Μεταλωζάννεια περίοδο μέ τούς κυβερνώντες τήν Τουρκία».
β) Έτσι, ο Γρηγόριος Ζ΄ εξελέγη Πατριάρχης τήν Πέμπτη 24 Νοεμβρίου ή τήν 6η Δεκεμβρίου 1923 (Νέο ημερολόγιο). Ανακοινώθηκε επίσημα η εκλογή του στήν Άγκυρα καί στήν Νομαρχία. Όμως, «η εκλογή τού νέου Πατριάρχη δυσαρέστησε τήν κυβέρνηση τής Άγκυρας καί αμέσως από τήν επομένη τής εκλογής τού Γρηγορίου Ζ΄ εξαπολύθηκε από τόν Νεοτουρκικό εθνικισμό μέσω τού ελεγχόμενου Τύπου σφοδρή προσωπική επίθεση εναντίον του πρός υπόσκαψη τού προσωπικού του κύρους καί τής ιερότητος τού αξιώματός του καί συνεχίστηκε η έξαλλη πολεμική κατά τού Πατριαρχείου “ως τού αμετανόητου κέντρου προδοτικής συνομωσίας κατά τής Τουρκίας”! Απλώθηκε μιά παγερή σιωπή γιά λίγες ημέρες καί μετά δόθηκαν τυπικές απαντήσεις από τίς κατεστημένες Κεμαλικές αρχές, οι οποίες στό διάστημα αυτό “σχεδιάζουν” πώς θά εμποδίσουν τήν ενθρόνιση τού εκλεγέντος Πατριάρχη. Γιά τό ανίερο καί κακοποιό έργο επιστρατεύεται ο παπα-Ευθύμ φρουρούμενος από μερικούς Τουρκολαζούς μαζί μέ τούς λίγους οπαδούς του. Αυτοί έφθασαν στίς 20 Δεκεμβρίου 1923 (Ν.Η.) καί έξαλλοι καί επιθετικοί στράφηκαν κατά τών θυρωρών τής πύλης τού Φαναρίου καί προχώρησαν θρασύτατα στά πατριαρχικά δώματα. Εκεί συνέλαβαν τόν Πατριάρχη καί τούς αρχιερείς καί μέ βίαιο τρόπο τούς εκδίωξαν από τά Πατριαρχεία γιά νά μήν πραγματοποιηθεί η ενθρόνισή του!».
Πρόκειται γιά θρασύτατες ενέργειες πού έγιναν μέ τήν προστασία καί τήν κάλυψη τών Τούρκων.
«Τότε ο Πατριάρχης καί η περί αυτόν Ιερά Σύνοδος προστατεύοντας τό “αυτοδιοίκητο” τού Πατριαρχείου, πού είναι από μακρού κατοχυρωμένο καί μέ τό άρθρο 62 τής Συνθήκης τού Βερολίνου τού 1878, συνεδρίασαν εκτός Φαναρίου καί ανακοίνωσαν τά έκτροπα στήν νομαρχία Κωνσταντινουπόλεως καί ζήτησαν τήν προστασία τών αρχών. Ταυτόχρονα επικοινώνησαν μέ όλες τίς Ορθόδοξες Εκκλησίες, καταγγέλλοντας τήν κατάφωρη παραβίαση τής “Συνθήκης τής Λωζάννης” πέντε μήνες μετά τήν υπογραφή της σέ ένα κράτος, πού υφίσταται πλέον χωρισμός τής Θρησκείας από τήν Πολιτεία! Η εν Ελλάδι ελεύθερη ιεραρχία τού Οικουμενικού Θρόνου καί η ιεραρχία τής Αυτοκεφάλου Διοικήσεως απευθύνθηκαν μέ διαμαρτυρίες στίς ετερόδοξες Εκκλησίες καί στίς πολιτικές αρχές τών κρατών, πού υπέγραψαν τήν Συνθήκην».
Υπήρξε έντονη αντίδραση τών Αρχιερέων, τής Ελληνικής Κυβερνήσεως, τών Ορθοδόξων Πατριαρχείων καί διεθνών παραγόντων εναντίον τών γεγονότων αυτών, καί τελικά έγινε η ενθρόνιση στίς 30 Δεκεμβρίου 1923, καί τό Συνοδικό Δικαστήριο στίς 19 Φεβρουαρίου 1924 καθήρεσε από τό ιερατικό λειτούργημα τόν παπα-Ευθύμ γιά «φατρία καί στάση».
Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ζ΄ «μέ σπάνια ευψυχία καί ηρωισμό αντιμετωπίζει τά πολλά σοβαρά προβλήματα, πού προξενήθηκαν από τίς πονηρές φαλκιδεύσεις πολλών άρθρων τής Συνθήκης τής Λωζάννης από τήν Άγκυρα. Όμως, ο συνεχής κατατρεγμός μέ δικαστικές διώξεις καί άλλες θλιβερές αμφισβητήσεις κλόνισαν τήν υγεία τού Πατριάρχη. Τήν 1η Σεπτεμβρίου 1924 στήν τελετή τής Ινδίκτου δέν παρέστη αφού προέκυψε κρίση χολολιθιάσεως από αποφρακτικό ίκτερο. Ο ίκτερος όμως γενικευόταν καί επιχειρήθηκε στίς 23 Οκτωβρίου εγχείρηση μέσα στό Πατριαρχείο. Δυστυχώς μετά από λίγες ημέρες εμφανίστηκαν επιπλοκές επεκτάσεως τού ίκτερου (χρυσής) πού δέν τίς άντεξε καί ο σεπτός Προκαθήμενος τής Εκκλησίας κατέληξε σέ ηλικία 79 ετών στίς 17 Νοεμβρίου τού 1924».
Μετά τήν κοίμηση τού Πατριάρχου Γρηγορίου Ζ΄ τήν 17 Νοεμβρίου 1924, «ο Δέρκων Κωνσταντίνος ήταν πλέον δημοφιλής Ιεράρχης στήν Ομογένεια καί η εκλογή του εθεωρήθη κατάλληλη γιά νά αντιμετωπίσει τήν Μεταλωζάννεια οργή τής Άγκυρας. Όμως ο δεσμός του μέ τήν Ομογένεια δέν άρεσε καθόλου στούς κρατούντες, πού ενδιαφέρονταν νά τόν αποσυνθέσουν αυτόν από τό Φανάρι. Οι εθνικιστές κυρίαρχοι τής εξουσίας στήν Τουρκία σκέφτηκαν νά χρησιμοποιήσουν τήν ευκαιρία τής συμφωνίας περί τής ανταλλαξιμότητας, μέσω τής Μεικτής Υποεπιτροπής Ανταλλαγής πληθυσμών τής “Κοινωνίας τών Εθνών”, η οποία τότε έδρευε στήν Κωνσταντινούπολη».
«Έτσι προσάγονται συνοδικοί αρχιερείς γιά δήθεν εξακρίβωση στοιχείων τους, συνοδευόμενοι πάντα ως δήθεν “ύποπτοι φυγής” από μυστικούς αστυνομικούς, ενώπιον τής Υποεπιτροπής Ανταλλαγής πού εδρεύει στήν Πόλη καί μέ αυτόν τόν ανακριτικό τρόπο αναζητούνται αφορμές από τούς αρχιερείς γιά νά τούς καταστήσουν αρχικά ανασφαλείς καί νά τούς τρομοκρατήσουν καί μερικούς εξ αυτών νά μπορέσουν νά τούς εκδιώξουν από τό τουρκικό έδαφος».
Τότε μέ αστυνομική συνοδεία «ως κρατούμενος» προσήλθε ο υποψήφιος γιά τόν Πατριαρχικό θρόνο Δέρκων Κωνσταντίνος στήν Υποεπιτροπή καί «επί ώρες τόν ταλαιπωρούν στόν προθάλαμο τών συνεδριάσεων γιά νά τόν απαξιώσουν μέ μακρά αναμονή ως επαχθές πρόσωπο». Μάλιστα, «δύο ημέρες πρίν τήν εκλογή η Άγκυρα θέλησε νά επιδείξη πάλι τήν πυγμή της γιά νά εκφοβίσει τούς εκλέκτορες γιά τήν εκλογή τού από Δέρκων καί συνελήφθησαν καί μεταφέρθηκαν στήν Υποεπιτροπή καί άλλα δύο μέλη τής Ιεράς Συνόδου, επειδή δήθεν είχαν έλθει στήν Κωνσταντινούπολη μετά τήν Ανακωχή τού 1918».
γ) Τελικά, ο Μητροπολίτης Δέρκων Κωνσταντίνος ΣΤ΄ εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης στίς 17 Δεκεμβρίου 1924, καί αμέσως έγινε η τελετή τής «Αναρρήσεως εις τόν Θρόνον, καθώς καί η ανάληψη τών καθηκόντων του», γιά νά προληφθούν αντιδράσεις από τούς Τούρκους.
«Όμως, η εκλογή αυτή δυσαρέστησε τήν κυβέρνηση τής Άγκυρας, γιατί έδειχνε ότι τό Πατριαρχείο υπεραμυνόταν τής ανεξαρτησίας καί τών θρησκευτικών δικαιωμάτων του στό νά ρυθμίζει μόνο τά τού οίκου του καί πώς επιμένει νά γίνονται σεβαστές οι επιλογές του καί μέσα στό εκσυγχρονιζόμενο νέο κράτος. Αυτή η ξεκάθαρη θέση τού Φαναρίου προκάλεσε τίς οχλοκρατικές ενέργειες τής “Τουρκορθοδόξου” συμμορίας τού καθηρεμένου “Καραχισαρίδη-Erenerol” καί στίς επάλληλες ταπεινωτικές ενοχλήσεις καί ενέργειες τής Αστυνομίας τού Φαναρίου από τίς 22 μέχρι τήν 24ην Δεκεμβρίου 1923 κατευθυνόμενες μέ εμπάθεια υπό τού τουρκικού Τύπου, ενώ η κυβέρνηση τής Άγκυρας αναζητούσε τρόπους εκτοπίσεως τού εκλεγέντος Πατριάρχη».
Στήν συνέχεια οι Τούρκοι μέ βίαιες ενέργειες τόν απέλασαν από τήν Τουρκία. Η περιγραφή τών τραγικών αυτών γεγονότων είναι γλαφυρά από τόν Αριστείδη Πανώτη:
«Κατά τήν 43η ημέρα τής πατριαρχίας τού Κωνσταντίνου ΣΤ΄ μέ κάθε μυστικότητα η Νομαρχία διά τής Αστυνομίας οργανώνει τήν απέλαση τού Πατριάρχη γιά νά δείξουν στήν μουσουλμανική κοινή γνώμη τής χώρας ότι πράττουν τά όμοια στόν θρησκευτικό ηγέτη τών Χριστιανών μέ εκείνα πού υπέστη πρίν λίγους μήνες εκτοπιζόμενος καί ο Χαλίφης τους Αβδούλ Μετζίτ καί ότι έμπρακτα πλέον χωρίζουν τήν Θρησκεία από τό νέο κρατικό μόρφωμα πού συνιστούν μέ λαϊκό χαρακτήρα. Στίς 6.30΄ π.μ. τής 30ής Ιανουαρίου 1925, εορτή τών Τριών Ιεραρχών, αφού είχαν διακόψει τήν τηλεφωνική επικοινωνία γιά νά αιφνιδιάσουν τούς πάντες καί νά μήν ειδοποιηθούν οι συνοδικοί αρχιερείς καί ο λαός, καταφθάνουν τίς πρώτες πρωινές ώρες στό Φανάρι αστυνομικοί καί αξιώνουν από τόν φύλακα νά τούς ανοίξει τήν πύλη, οπότε ορμούν καί ανέρχονται στόν κοιτώνα τού Πατριάρχη! Τόν ξυπνούν επιτακτικά ως καταζητούμενο: “Η Αστυνομία”! Μόλις άνοιξε τήν θύρα εισόρμησαν στό κελλί του καί τού παραδίδουν τό ένταλμα συλλήψεώς του μαζί μέ τό τουρκικό “Διαβατήριο ανταλλαξιμότητος”. Η ασεβής αυτή σκηνή έμοιαζε μέ σύλληψη δραπέτου! Ο επικεφαλής τού δίδει καιρό 10 μόλις λεπτά νά ντυθεί παρουσία του καί χωρίς νά ειδοποιήσει κανέναν νά τόν ακολουθήσει! Ο Πατριάρχης μέ αξιοπρέπεια καί ευγένεια τούς ζήτησε λίγο χρόνο νά διεκπεραιώσει τήν διαδικασία τής αναθέσεως τής Επιτροπείας του στόν Μέγα Πρωτοσύγκελλο Πολύκαρπο Δημητριάδη, μετέπειτα Μητροπολίτη Μύρων καί Προύσης. Καί αφού διεκπεραιώθηκε αυτή η διαδικασία προσκύνησε στό παρεκκλήσιο τού Αγίου Ανδρέου -τότε τού αγίου Ευσταθίου- καί κατέβηκε στόν περίβολο. Διερχόμενος από τήν “Κλειστή Πύλη” υποκλίθηκε στό σύμβολο αυτό τής διαμαρτυρίας κατά πάσης θρησκευτικής βαρβαρότητας καί πορεύθηκε καί προσκύνησε στόν πατριαρχικό ναό. Τέλος εξήλθε τής πύλης καί επιβιβάστηκε στό αυτοκίνητο τής Αστυνομίας καί οδηγήθηκε υπό αυστηρή φρούρηση στόν σιδηροδρομικό σταθμό τού “Σίρκετζι”! Εκεί επιβιβάστηκε μέ συνοδεία φρουρών στήν αμαξοστοιχία πού έφευγε γιά τά ελληνικά σύνορα! Ένας παρατυχών ομογενής στόν σταθμό, πού έσπευσε μέ σεβασμό νά τού φιλήσει τό χέρι τόν ρώτησε άν έλαβε μαζί του χρήματα, όταν άκουσε τήν άρνησή του μέ φορτικότητα τού πρόσφερε 200 τουρκικές χάρτινες λίρες πού είχε στό πορτοφόλι του!».
Όταν μαθεύθηκε τό γεγονός τής απελάσεως τού Πατριάρχου, «αναστατώθηκαν οι αρχιερείς, ο κλήρος καί η Ρωμιοσύνη τής Πόλης! Όλοι πλέον έβλεπαν καθαρά διαγραφόμενο τό ζοφερό μέλλον τού Πατριαρχείου καί τής Ομογένειας στήν Τουρκία υπό τό νέο καθεστώς. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις τότε έφθασαν στό χειρότερο σημείο εξάψεώς τους μετά τήν υπογραφή τής Συνθήκης τής Λωζάννης καί απειλούνται γεγονότα».
Αντίθετα, από όπου περνούσε η αμαξοστοιχία μέ τόν απελαθέντα Πατριάρχη γινόταν συγκέντρωση κόσμου μέ ενθουσιασμό.
«Μόλις η αμαξοστοιχία έφθασε στό Πύθιο στίς 10 τό βράδυ τόν υποδέχονται μέ σεβασμό οι μητροπολίτες τού Έβρου, Διδυμοτείχου Φιλάρετος Βαφείδης καί Αλεξανδρουπόλεως Γερβάσιος Σαρασίτης καί οι συνοριακές αρχές. Όταν ο Πατριάρχης έφθασε στόν σταθμό τής Αλεξανδρουπόλεως τό σύνολον τού πληθυσμού τόν περιβάλλει μέ συγκίνηση καί θερμές εκδηλώσεις μέ επικεφαλής τίς στρατιωτικές καί τίς πολιτικές αρχές, τά προσφυγικά καί λοιπά σωματεία τής πόλεως. Η πρώτη δήλωση τού Πατριάρχου προκάλεσε τήν εκρηκτική αγανάκτηση τού πλήθους κατά τών Τούρκων! Είπε: “Η Εκκλησία θεωρείται εν διωγμώ. Διώρισα αντιπρόσωπον τόν μέγαν πρωτοσύγκελλον πρός απόδειξιν ότι η Εκκλησία διατελεί εν διωγμώ”».
«Τίς νυκτερινές ώρες τόν υποδέχονταν μέ αναμμένα κεριά καί μέ συγκινητικές επευφημίες, κραδαίνοντας λάβαρα καί σημαίες, διαβάζοντας ψηφίσματα μέ ζωηρότατες διαμαρτυρίες, αποδοκιμάζοντας τόν εμπαθή κυνισμό τών διωκτών τής Εκκλησίας μας, προσπαθώντας νά τήν αποδυναμώσουν».
«Η αρχική υπόδειξη τής κυβερνήσεως ήταν νά πορευθεί στήν Αθωνική Πολιτεία γιά νά αποφευχθεί η έξαψη τού ελληνικού λαού κατά τών Τούρκων καί ο εκτοπισμός του νά προκαλέσει μεγαλύτερη συγκίνηση στήν κοινή γνώμη καί τό διεθνές ενδιαφέρον τών κυβερνήσεων. Όμως ο Πατριάρχης έκρινε πώς πρέπει νά βρεθεί στό μέσον τής Ιεραρχίας του στίς Νέες Χώρες καί συνασπισμένος μαζί της νά αποκαλύψει τήν αδίστακτη τακτική τής Άγκυρας νά περιορίσει καί νά περικόψει τά συμφωνηθέντα στήν Λωζάννη περί τού Πατριαρχείου. Έτσι βάδισε αποφασιστικά πρός τήν συμπρωτεύουσα».
Ο Πατριάρχης έφθασε στήν Θεσσαλονίκη, όπου παρέμεινε γιά έξι μήνες, ασκώντας ποιμαντική δραστηριότητα στούς πρόσφυγες, αφού μέχρι τότε οι Επαρχίες αυτές υπήγοντο στό Οικουμενικό Πατριαρχείο.
«Ο Πατριάρχης από τήν Θεσσαλονίκη ως “επικεφαλής” τής Ιεραρχίας του απηύθυνε τηλεγραφική διαμαρτυρία πρός τούς πρωθυπουργούς όλων τών κρατών πού υπέγραψαν τήν “Συνθήκη τής Λωζάννης” καταγγέλλοντας τό αυθαίρετο πραξικόπημα τών Τούρκων οι οποίοι καταπάτησαν τά συμφωνηθέντα στήν Λωζάννη γιά τήν παραμονή τής Καθέδρας τής Ορθοδοξίας στήν Κωνσταντινούπολη, ως θρησκευτικού καί πνευματικού κέντρου αιώνων καί γιά τήν σκόπιμη παρερμηνεία διατάξεων τής αποφάσεως περί τής “Ανταλλαγής τών Πληθυσμών”, προκειμένου νά απελάσουν τόν υπεύθυνον ταγόν τών μυριάδων ορθοδόξων τής Ανατολής πού ασκούσε τό λειτούργημά του όπως καί οι προκάτοχοί του στήν Κωνσταντινούπολη επί 15 αιώνες!».
Η Ελληνική Κυβέρνηση, ευρισκόμενη μπροστά στό τραγικό γεγονός τής απέλασης τού Πατριάρχη, επιχείρησε νά διεθνοποιήση τό θέμα μέ προσφυγή στήν «Κοινωνία τών Εθνών», έγινε συλλαλητήριο στήν Αθήνα, αντέδρασαν τά Ορθόδοξα Πατριαρχεία καί άλλοι οργανισμοί, υπήρξε πρόταση από τήν Εκκλησία τής Ρωσίας στόν Πατριάρχη νά «εγκατασταθεί στή Μόσχα μέ όλα τά δικαιώματα τού Ρώσου Πατριάρχη», η οποία πρόταση απερρίφθη από τόν Πατριάρχη, τό Συμβούλιο τής «Κοινωνίας τών Εθνών» εξέτασε τήν επιχειρηματολογία τής Ελλάδος νά παραπέμψη τό ζήτημα στό «Διεθνές Δικαστήριο τής Χάγης».
Ακόμη, οι Τούρκοι απέλασαν τούς Αρχιερείς τού Θρόνου, ώστε νά αναγκασθούν νά μετακινηθούν από τήν τουρκική επικράτεια.
Έγιναν διάφορες διαβουλεύσεις γιά τήν επίλυση τού θέματος καί κατέληξαν σέ συμβιβασμό. Οι Εγγυήτριες Κυβερνήσεις τής Συνθήκης τής Λωζάννης «εισηγήθηκαν τόν συμβιβασμό τών δύο Κυβερνήσεων γιά πολιτικούς καί εμπορικούς λόγους». «Η ελληνική κυβέρνηση αποδέχθηκε τόν συμβιβασμό πού θά αποκαθιστούσε τήν ομαλότητα στό Φανάρι» μέ τήν διπλή λύση:
α) Η ελληνική κυβέρνηση νά αποσύρει τήν προσφυγή της καί ο απελαθείς Πατριάρχης νά υποβάλει τήν κανονική του παραίτηση.
β) Η τουρκική κυβέρνηση νά αναγνωρίσει ως μή ανταλλάξιμους όλους τούς αρχιερείς τού Οικουμενικού Πατριαρχείου πού βρίσκονται στήν Κωνσταντινούπολη, οι οποίοι καί θά εκλέξουν μέ κάθε ελευθερία τόν νέο Πατριάρχη».
Μέσα στό πλαίσιο αυτό ο Πατριάρχης Κωνσταντίνος ΣΤ΄ υπέγραψε τήν παραίτησή του στίς 22 Μαΐου 1925, γιά νά διευκολύνη τά πράγματα, στίς 6 Ιουλίου ανεχώρησε από τήν Θεσσαλονίκη γιά τήν Χαλκίδα, όπου έζησε δύο χρόνια καί στίς 24 Ιανουαρίου 1927, μέχρι τόν θάνατό του, πού συνέβη στίς 28 Νοεμβρίου 1930, σέ ηλικία 71 ετών, παρέμεινε στήν Αθήνα σέ οικία πού προσέφερε η Ελληνική Κυβέρνηση «στό μέσο τού προσφυγικού κόσμου, μεταξύ τών συνοικισμών τής Νέας Χαλκηδόνος καί τής Νέας Φιλαδέλφειας, όπου μέχρι σήμερα υφίσταται η “Πλατεία Πατριάρχου”, τιμώμενος ως ζωντανό σέμνωμα τού Οικουμενικού Θρόνου καί πατέρας τού εκπατρισθέντος Μικρασιατικού ελληνισμού».
δ) Ύστερα από τίς κινήσεις αυτές, τήν 13η Ιουλίου 1925 εξελέγη Πατριάρχης ο Βασίλειος Γ΄, από Μητροπολίτης Νικαίας, σέ ηλικία 85 ετών. Ήταν σοφός Ιεράρχης, «λιτός στόν βίο, αφιλάργυρος, ακτήμονας καί φιλάνθρωπος», μέ σπουδές στήν Ευρώπη καί «γλωσσομαθέστατος συγγραφέας». Δύο ημέρες πρίν τήν εκλογή του έγιναν βίαιες ενέργειες. Γράφει ο Αριστείδης Πανώτης:
«Τό απόγευμα τής 11ης Ιουλίου (1925) τρείς κακοποιοί απάγουν από τήν κατοικία του καί κακοποιούν στήν περιοχή Κασίμ Πασά τόν αρχιγραμματεύοντα Σάρδεων Γερμανό. Μέ μαχαίρι τού αποκόπτουν τήν γενειάδα τραυματίζοντάς τον καί τού αφήρεσαν τό καλυμαύχιο γιά νά τό δείξουν στόν αποστολέα τους, πού δέν ήταν άλλος από τόν καθαιρεθέντα Ευθύμη! Ακόμη καί ο ταραχοποιός τού Γαλατά Δαμιανίδης έφθασε μέχρι τό Φανάρι καί απαιτούσε τήν εκλογή τού Νεοκαισαρείας Αμβροσίου! Έναντι όλων αυτών τών αθλιοτήτων οι συνοδικοί στάθμισαν τίς ευθύνες τους στό μέσον αυτής τής σφοδρής καταιγίδος τού τουρκικού εθνικισμού καί έθεσαν τό μέλλον τού Πατριαρχείου υπεράνω κάθε προκλήσεως καί προσωπικής γνώμης καί σταθερά προέκριναν γιά τήν ώρα αυτή τήν υποψηφιότητα τού γεραρού καί κορυφαίου “Δασκάλου τής Ιεραρχίας” Νικαίας Βασιλείου γιά τήν ομαλή μετάβαση τής Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως στήν «Μεταλωζάννεια περίοδο τής Ιστορίας της».
«Η ενθρόνιση έγινε αμέσως σεμνά καί χωρίς χρονοτριβή κατά τήν Τάξη καί τήν πατριαρχική ράβδο τού παρέδωσε ο Καισαρείας Νικόλαος».
Ο Πατριάρχης Βασίλειος, εκτός τών άλλων εκκλησιαστικών θεμάτων, επίλυσε τόν τρόπο διοικήσεως τών Επαρχιών τού Οικουμενικού Θρόνου στήν Ελλάδα μέ τήν έκδοση τής Πατριαρχικής καί Συνοδικής Πράξεως τού 1928. Εκοιμήθη τήν 29 Σεπτεμβρίου 1929, καί τήν 7 Οκτωβρίου 1929 εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης ο Φώτιος Β΄.
Στίς 19 Ιουνίου 1930 υπεγράφη σύμφωνο «Φιλίας καί Ειρήνης» μεταξύ τής Άγκυρας καί τών Αθηνών από τόν Βενιζέλο καί τόν Κεμάλ.
Διαβάζοντας όλα αυτά εθαύμασα γιά μιά ακόμη φορά τό μαρτυρικό φρόνημα καί τήν μαρτυρική ζωή τών Πατριαρχών Κωνσταντινοπόλεως, καί τών Συνοδικών Αρχιερέων, οι οποίοι σέ δύσκολες εποχές ενήργησαν μέ αποφασιστικότητα, νηφαλιότητα καί διάκριση καί κατόρθωσαν νά παραμείνη ως έδρα τού Οικουμενικού Πατριαρχείου, η Κωνσταντινούπολη.
Τελικά, όλες τίς κινήσεις γιά τήν συγκρότητση τού Ελληνικού Κράτους, τίς πλήρωσε πολύ ακριβά τό Οικουμενικό Πατριαρχείο, μέ θυσίες, δοκιμασίες καί αίματα.
Επίσης, κατάλαβα ακόμη περισσότερο γιατί αυτήν τήν κρίσιμη περίοδο μετά τήν Συνθήκη τής Λωζάννης, καί κυρίως τό 1928, ύστερα από τά γεγονότα πού αναφέρθησαν, δόθηκαν οι Επαρχίες τού Θρόνου, οι λεγόμενες «Νέες Χώρες», στήν Αυτοκέφαλη Εκκλησία τής Ελλάδος «επιτροπικώς», καί τό Οικουμενικό Πατριαρχείο κράτησε τό ανώτατο κανονικό δικαίωμα στίς Μητροπόλεις του στήν Ελλάδα.
Ασφαλώς, όπως έχω αναλύσει σέ άλλο βιβλίο μου μέ τίτλο «Οικουμενικό Πατριαρχείο καί Εκκλησία τής Ελλάδος», η Αυτοκέφαλη τότε Εκκλησία τής Ελλάδος καί η Ελληνική Κυβέρνηση διέγνωσαν σημαντικούς Εκκλησιαστικούς καί Εθνικούς λόγους γιά νά μή χειραφετηθούν οι Επαρχίες αυτές τού Οικουμενικού Θρόνου στήν Ελλάδα, αλλά νά δοθούν μόνον διοικητικώς καί επιτροπικώς σέ αυτήν.
Επομένως, πρέπει νά μαθαίνουμε τήν σύγχρονη εκκλησιαστική ιστορία, ώστε νά μή διαπράττουμε σοβαρά λάθη. Γι αυτό καί ευχαριστώ τόν Αριστείδη Πανώτη γιά τήν προσφορά του σέ αυτό τό σημαντικό θέμα καί τίς πληροφορίες πού μάς δίνει.