ΜΟΡΦΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΣ – Τον μακαριστό άγιο Γέροντα Ευμένιο, όπως και πολλούς άλλους συγχρόνους αγίους Γέροντες και Γερόντισσες, τον γνώρισα στα φοιτητικά μου χρόνια από τον αδελφικό μου φίλο, μακαριστό πλέον και ουρανοπολίτη σήμερα, κυρό Γεράσιμο Φωκά, Μητροπολίτη Κεφαλληνίας, που έζησε την αρχιερωσύνη μόνο για 22 ημέρες.
Μάλιστα, θυμάμαι τον Γεράσιμο που έλεγε ότι η Αθήνα έχει το δικό της Άγιοv Όρος, και παραξενευόμουν και έλεγα· «Μα υπάρχει τέτοιος τόπος μέσα στην Αθήνα, που είναι Άγιον Όρος; Τι λέει τώρα αυτός ο Κεφαλλονίτης»; Κι όντως, από την πρώτη στιγμή που είδα τον Γέροντα Ευμένιο, αισθάνθηκα αυτό που μας έλεγε ο μακαριστός Γεράσιμος, καθότι αυτός ο ιερέας δεν ήταν ένας συνηθισμένος παπάς, αλλά ένας άνθρωπος γεμάτος Θεία Χάρη!
Επιπλέον, μου θύμισε την πατρίδα μου, γιατί έμοιαζε με πρωτινούς παλαιούς Κυπρίους παπάδες, γι’ αυτό και ήθελα να μείνω κοντά του. Για εφτά ολόκληρα χρόνια είχα την ιδιαίτερη ευλογία, ως φοιτητής, να ζήσω τη δική του «κρητική» καλογερική ελευθερία και ιερωσύνη, που ήταν μια συνεχής ικεσία, ευχαριστία και δοξολογία προς τον Τριαδικό Θεό, αλλά και θυσία προς τον αδελφό μας χωρίς δεύτερη σκέψη.
Κοντά στον Γέροντα είχα την ευλογία να μαθητεύσω στην καθημερινότητα ενός αγίου ανθρώπου του Θεού, που αφιέρωσε όλη του τη ζωή στη διακονία των λεπρών, των πλέον απομονωμένων και ξεχασμένων από την κοινωνία αδελφών μας. Με άλλες λέξεις, έζησα τη ζωή ενός δεύτερου αγίου Νικολάου Πλανά, έστω κι αν ο ίδιος, όταν του το έλεγαν, αυτός αντέλεγε· «Όχι, αυτός είναι άγιος. Εγώ δεν είμαι άγιος»! Αλλ’ όμως, ζώντας κοντά του βίωσα τον «κρυφό άγιο των Αθηνών», όπως μου είχε πεί κάποτε γι᾽ αυτόν ο όσιος Πορφύριος.
Σύντομη βιογραφία του Γέροντος Ευμενίου
Ο Γέροντας Ευμένιος, ήταν παιδί πολυμελούς και φτωχής οικογένειας. Γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου του 1930 στο ορεινό χωριό Εθιά της Κρήτης. Οι ευλαβείς και ενάρετοι γονείς του, Γεώργιος και Σοφία Σαριδάκη, στο άγιο Βάπτισμα του έδωσαν το όνομα Κωσταντίνος. Ο Κωνσταντίνος, που ορφάνεψε από πατέρα σε ηλικία μόλις δύο ετών, επιθυμούσε από μικρός να γίνει μοναχός, αφού δεν ήταν όπως όλα τα άλλα παιδιά της ηλικίας του, αλλά είχε τη συνήθεια να περνά πολλές ώρες στην εκκλησία του χωριού του και στα γύρω εξωκκλήσια, προσευχόμενος και κάνοντας αγρυπνίες τα βράδια.
Τον χειμώνα του 1944, καθώς καθόταν στο τζάκι με τις δύο αδελφές του και τη μητέρα του και έτρωγαν «μακαρόνες», όπως λένε τις τηγανίτες στην Κρήτη, ξαφνικά ένα φως μπήκε μέσα του, που τον γέμισε χαρά, και είπε στις αδελφές του· «Θα γίνω μοναχός»! Τότε ήταν 14 ετών. Και, πράγματι, το έτος 1947 πηγαίνει και εγκαταβιώνει στην ιερά μονή Αγίου Νικήτα Αχεντριά, ένα μικρό λαξευτό σπήλαιο-μοναστήρι, που βρίσκεται στη νότια περιοχή της Κρήτης, προς το Λιβυκό πέλαγος. Γέροντας του μοναστηριού ήταν ο πατήρ Ιερόθεος και μαζί του ήσαν άλλοι δύο μοναχοί, τους οποίους ο μικρός τότε Κωνσταντίνος διακονούσε με πολλή υπακοή.
Το 1951, κείρεται μοναχός και λαμβάνει το όνομα Σωφρόνιος, και το 1954 κατατάσσεται στον στρατό, καθώς τότε η στρατιωτική θητεία ήταν υποχρεωτική για όλους, ακόμη και για τους μοναχούς. Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας παρουσίασε πυρετό, που δεν υποχωρούσε, και είχε τα πρώτα συμπτώματα της λέπρας.
Το 1957, μεταφέρθηκε στο Λεπροκομείο των Αθηνών. Επειδή όμως από το 1947 είχαν ήδη ανακαλυφθεί κατάλληλα φάρμακα για τη θεραπεία της λέπρας, που είχε έγκαιρα διαγνωσθεί στον Γέροντα, συν τω χρόνω θεραπεύθηκε. Παρόλο τούτο, παρέμεινε στο Λεπροκομείο, θεραπευμένος πιά, για να διακονεί τους λεπρούς.
Με τον ερχομό του οσίου Νικηφόρου στο Λεπροκομείο και μετά από συστατική επιστολή του αγίου Ανθίμου προς τον ίδιο, ο μοναχός Σωφρόνιος έκανε Γέροντά του τον Όσιο και βοηθήθηκε πάρα πολύ από αυτόν, καθότι τότε ήταν ακόμη νέος και άπειρος. Καθώς περνούσε ο καιρός, η αγιασμένη βιοτή των δύο αυτών μοναχών άρχισε να φτάνει στ’ αυτιά πολλών ευσεβών ανθρώπων που, όταν επισκέπτονταν τους λεπρούς, επιδίωκαν να συναντηθούν και με τους δύο αυτούς αγίους για ψυχική τους ωφέλεια.
Μετά την οσιακή κοίμηση του αγίου Νικηφόρου το 1964, ο Γέροντας Ευμένιος συνέχισε, ωριμότερος πλέον πνευματικά, να διακονεί τους λεπρούς μέχρι την κοίμησή του, στις 23 Μαΐου 1999.
«Κύπριε, Κύπριε, έλα εδώ πίσω»
Όπως έχω προαναφέρει, τον Γέροντα Ευμένιο μου τον γνώρισε ο μακαριστός Γεράσιμος Φωκάς, μητροπολίτης Κεφαλληνίας, τότε λαικός. Θυμάμαι ήταν το 1981, απόγευμα της Τετάρτης της πέμπτης εβδομάδας των νηστειών της Μεγάλης Σαρακοστής, οπόταν στις εκκλησίες ψάλλεται ο Μεγάλος Κανόνας.
Ήμουνα μόλις 18 ετών, πρόσφυγας από το χωριό μου Ζώδια στη Λευκωσία, αναζητώντας μέσα στην πολύβουη αχανή πόλη των Αθηνών πρωτίστως μια πατρική εκκλησιαστική αγκαλιά. Μόλις λοιπόν αντίκρυσα τον Γέροντα, χωρίς δεύτερη σκέψη είπα μέσα μου· «Σ`αυτόν θα έρθω να εξομολογηθώ».
Οπόταν, μια μέρα πάω και τον βρίσκω και του λέω· «Γέροντα, εξομολογείς»; «Με τη χάρη του Θεού, ναί», μου απαντά με την ένρινη φωνή του. «Γίνεται να’ρθω εδώ κοντά σου να εξομολογούμαι»; «Όχι, δεν γίνεται. Εγώ είμαι Πνευματικός μόνο για τους λεπρούς. Δεν εξομολογώ υγιείς». «Γιατί το λέτε αυτό; Για να λυπηθώ που είμαι υγιής»; «Όχι, να μην λυπάσαι, η υγεία είναι δώρο του Θεού. Αλλά, εκεί που μένεις στα Ιλίσια, έχει καλούς Πνευματικούς. Να πηγαίνεις εκεί». «Δεν λέω όχι, αλλά κάτι μου λέει ότι θα ταιριάξω πιο πολύ μαζί σου». «Όχι, παιδί μου, δεν γίνεται. Ο Επίσκοπός μου, μου είπε μόνο εδώ στο λεπροκομείο να εξομολογώ. Δεν εξομολογώ κανέναν εκτός λεπροκομείου». Πραγματικά, εκείνη την ώρα λυπήθηκα, διότι αντιλήφθηκα την αξία του ανθρώπου, αλλά είδα και την επιμονή του.
Έτσι, λυπημένος στράφηκα προς την πόρτα να φύγω και προτού εξέλθω του ναού των Αγίων Αναργύρων μου φωνάζει, «Ε!… Κύπριε, Κύπριε, έλα εδώ πίσω». Γυρνάω και μου λέει· «Πότε θες να ‘ρθείς»; «Τώρα», του λέω! «Όχι τώρα. Αύριο. Η ώρα έντεκα να είσαι εδώ». «Να είναι ευλογημένο», είπα, κι έφυγα.
«Σε είδα να φοράς ράσα»
Έκτοτε πέρασαν εφτάολόκληρα χρόνια και δεν ρώτησα ποτέ τον Γέροντα γιατί άλλαξε τόσο εύκολα την απόφασή του, κι εκεί που μου έλεγε ότι δεν εξομολογεί ανθρώπους που ζούν εκτός του λεπροκομείου, εμένα με δέχτηκε! Βέβαια, μερικές φορές είχα σκεφτεί ότι με δοκίμαζε εκείνη την ώρα, αλλά η απορία παρέμενε. Θυμάμαι, ήταν η τελευταία νύχτα, όταν πλέον μετά από πολλή προσευχή δική μου και των Γερόντων που ήξερα, πήρα την απόφαση να έλθω στην Κύπρο για να εγκαταβιώσω ως μοναχός κοντά στον πατέρα Συμεών, τον τωρινό ηγούμενο της ιεράς μονής Αγίου Γεωργίου Μαυροβουνίου στη Λάρνακα, οπόταν ο Γέροντας μου λέει χαρούμενος· «Θέλω να σου πω και κάτι, που σου το έκρυβα εφτά ολόκληρα χρόνια». «Για πες μου», του λέω.
«Εγώ το ήξερα ότι θα γίνεις ιερομόναχος». «Πως το ήξερες, Γέροντα»; «Θυμάσαι, όταν σου είπα την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε, να μην έλθεις κοντά μου κι έφυγες λυπημένος»! «Θυμάμαι. Πως»! «Ε!, εκείνη την ώρα, μόλις στράφηκες λυπημένος προς την πόρτα, εγώ σε είδανάφοράς ράσα. Και άκουσα μέσα μου·
Αυτό το παιδί, πρέπει να το κρατήσεις. Θα γίνει ιερομόναχος κάποτε και θα βοηθήσει την Εκκλησία και πρέπει και εσείς να το βοηθήσετε τώρα». Μένοντας άναυδος, του λέω· «Καλά, γιατί δεν μου το είπες; Ερχόμουν εδώ, σου έλεγα, Γέροντα, θέλω να καλογερέψω. Που να πάω; Να γίνω ιερομόναχος, να μείνω απλός καλόγερος; Γιατί δεν μου το είπες, και με άφησες να κάνω μετάνοιες, να κάνω προσευχές, να παρακαλώ τον Θεό να μου φανερώσει το θέλημά Του στη ζωή μου»; Και με αφοπλιστικό ύφος μου λέει· «Αυτό δεν έχει λεβεντιά, να σου αποκαλύπτουμε όλοι διάφορα πράγματα για το μέλλον!
Μη βλέπεις με τους άλλους πατέρες που σου λένε. Εγώ δεν λέω εύκολα. Εγώ προτιμάω, Όμηρε, να κάνω προσευχή να σου φανερώσει ο Θεός στην καρδία σου το θέλημά Του. Αυτό έχει πιο πολλή αξία, πιο πολλή λεβεντιά. Εσύ μόνον να καθαρίζεις την καρδιά σου, κι εμείς θα φροντίζουμε να στέλνουμε την πληροφορία του Θεού στην καρδιά σου, παιδί μου. Έτσι να κάνεις και τώρα και αργότερα, που θα μεγαλώσεις».
«Ένα πράγμα δεν μπορεί να κάμει ο Θεός: Δεν μπορεί να παραβιάσει το θέλημα κανενός»
Κοντά στον Γέροντα είχα πολλές αποκαλύψεις από την αγία του βιοτή, αλλά μία από τις συγκλονιστικότερες εμπειρίεςπούείχα, αλλά και που άκουσα από ανθρώπους του Θεού στη ζωή μου, ήταν όταν μου εκμυστηρεύτηκε την εμπειρία που είχε προσευχόμενος ένα βράδυ για όλο τον κόσμο. Και οφείλω να λέω και να ξαναλέω για την εμπειρία αυτή του Γέροντα, τώρα που έχει κοιμηθεί, προς ωφέλεια των Ορθοδόξων πιστών.
Μου είπε λοιπόν· «Έκανα προσευχή και έλεγα του Χριστού μας· “Κύριέ μου, Ιησού Χριστέ, θέλω να σώσεις όλους τους ανθρώπους, όλους τους Ορθοδόξους Χριστιανούς”. Και εχάρη ο Θεός. Και όταν είδα ότι χαιρότανε, Του είπα· “Κύριε, δεν σώζεις και όλους τους ετεροδόξους, καθολικούς, προτεστάντες; Όλους, που πιστεύουνε στο όνομά Σου, αλλά έχουνε κακοδοξίες”; Και εχάρη ο Θεός. Και μετά είπα· “Χριστέ μου, τι θα κάνουμε με τους μουσουλμάνους, τους Κινέζους, τους Αφρικανούς, αυτούς που δεν Σε γνωρίζουν, που δεν Σε πιστεύουνε;
Δεν τους σώζεις και αυτούς, Χριστέ μου; Σε παρακαλώ, σώσε και αυτούς τους αλλοθρήσκους”! Και εχάρη ο Θεός. Και εγώ, ξεθάρρεψα και Του είπα· “Αφού χαίρεσαι έτσι που προσεύχομαι, Χριστέ μου, να σώσεις όλους τους ανθρώπους. Και τους αρχαίους ειδωλολάτρες. Από Αδάμ άχρι του νυν, όλους τους ανθρώπους που έπλασες επί της γης. Όλους να τους σώσεις, σε παρακαλώ, Χριστέ μου”. Και εχάρη απέραντα ο Θεός. Ξεθάρρεψα κι άλλο και Του λέω· “Αφού χαίρεσαι έτσι, δεν σώζεις και τον Ιούδα, δεν σώζεις και τον διάβολο, να ησυχάσουμε όλοι. Να ησυχάσει και αυτός ο καημένος, που τυραννιέται με τις διαβολιές του”; Και ελυπήθη ο Θεός…». «Λυπήθηκε; Γιατί λυπήθηκε»; του λέω όλος απορία. «Ναί, λυπήθηκε ο Θεός για τον Ιούδα και για τον διάβολο.
Διότι, όλοι οι προηγούμενοι άνθρωποι, για τους οποίους παρακαλούσα, είχανε κάποια ίχνη θελήσεως να σωθούνε και να γνωρίσουνε τον Χριστό, να Τον αγαπήσουνε. Ενώ, ο Ιούδας και ο διάβολος, δεν έχουν ίχνος θελήσεως. Και ένα πράγμα δεν μπορεί να κάμει ο Θεός: Δεν μπορεί να παραβιάσει το θέλημα κανενός».
«Άμα δεν οχυρωθείς με την ταπείνωση, όλα είναι ένα τίποτα»
Όταν χειροτονήθηκα διάκονος, ήμουνα στην Κύπρο, αλλά συνέχισα να πηγαίνω στην Ελλάδα, γιατί ο Γέροντάς μου, ο πατήρ Συμεών, καταλαβαίνοντας ότι θα με βοηθούσε να συνεχίσω να έχω επαφή με τους Γέροντες που γνώρισα, μ’ ενεθάρρυνε να σπουδάσω Θεολογία. Έτσι, με αφορμή τις σπουδές, συνέχισα και μετά το 1987 που ήλθα στην Κύπρο να πηγαίνω στην Ελλάδα και να βλέπω τον άγιο Πορφύριο, τον άγιο Παΐσιο, τον άγιο Ιάκωβο, τον Γέρο Ευμένιο. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι ως ιεροδιάκονος, ήταν πιο ώριμη η επαφή μου μαζί τους, διότι άλλος είναι ο διάλογος που γίνεται όταν είσαι φοιτητής, κι άλλος όταν είσαι ρασοφόρος.
Έτσι λοιπόν σε μια από τις επισκέψεις μου στον Γέροντα Ευμένιο, μου κάνει την εξής απρόβλεπτη ερώτηση, ξαφνιάζοντάς με λίγο· «Ποια βιβλία σου είπε να διαβάζεις ο πατήρ Συμεών»;
Του είπα μερικούς τίτλους και μου λέει· «Να διαβάζεις τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη. Θα μάθεις ωραία ελληνικά. Αυτός, ανακεφαλαιώνει όλη την Ορθόδοξη Θεολογία». «Γέροντα, μου αρέσει πολύ να διαβάζω τον άγιο Ισαάκ τον Σύρο», του λέω. «Ε!, καλός είναι. Είναι ο καλύτερος αυτός, αλλά τώρα, δεν χρειάζεται εκεί που είσαι. Αργότερα, αργότερα τον άγιο Ισαάκ…
Λίγο να διαβάζεις, έτσι να παίρνεις μια γεύση». «Εσύ τον διάβασες, Γέροντα»; «Εμείς στην εποχή μας, παιδί μου, δεν είχαμε πολλά πατερικά βιβλία, όπως σήμερα. Αυτό δεν το γνωρίζουν οι πιο πολλοί της δικής σας ηλικίας. Τότε δεν τα εξέδιδαν, ούτε η Εκκλησία, ούτε τα βιβλιοπωλεία». «Τι διαβάζατε τότε»; του λέω. «Διαβάζαμε Ψαλτήρι (τους Ψαλμούς του Δαβίδ). Διαβάζαμε το Ευαγγέλιο και διαβάζαμε Ακολουθίες. Κάναμε την ευχή, διαβάζαμε και τα υπομνήματα του Τρεμπέλα και ξανά από την αρχή. Εδώ στο Λεπροκομείο είχαμε και τον Ευεργετινό, που έφερε ο πατήρ Νικηφόρος.
Άλλα πατερικά δεν είχαμε. Μετά εκδόθηκε το βιβλίο Ασκητικά αγίου Ισαάκ του Σύρου. Μα, τι βιβλίο ήταν αυτό! Μα, τι βιβλίο ήταν αυτό! Μα, τι βιβλίο ήταν αυτό…». Κι είπε αυτή τη φράση με πολλή χαρά, τουλάχιστον δέκα φορές! «Τρεις μέρες και τρεις νύχτες, από τη χαρά μου, ούτε έτρωγα, ούτε κοιμήθηκα»! «Καλά, Γέροντα, τι σου άρεσε τόσο πολύ στον άγιο Ισαάκ τον Σύρο»; «Άκουσε, παιδί μου. Άκουσε, και μην το λες τώρα, αργότερα να τα πείς αυτά. Εγώ, ζούσα διάφορα πράγματα από τον καιρό που ήμουνα παιδί. Έβλεπα όχι μόνον τα ορατά και τα αόρατα. Ακόμα και την Κυρά μας, την Παναγιά.
Και αγγέλους και δαίμονες και νεκρούς και αρετής ανθρώπους. Έβλεπα διάφορα. Δεν ξέρω γιατί, δεν ξέρω γιατί, δεν ξέρω γιατί… Μου έλεγαν, ‘‘πρόσεξε μην πλανηθείς’’. Μου ’λεγε και ο Γέροντάς μου ο Νικηφόρος· ‘‘Πρόσεξε μην πλανηθείς, Σωφρόνιε, μην υπερηφανευθείς’’.
Μετά, παιδί μου, για μερικές μέρες δαιμονίστηκα από την υπερηφάνεια που έβλεπα διάφορα. Δεν τα κατάφερα, περηφανεύτηκα, δαιμονίστηκα. Με πήγανε στη Μονή του Κουδουμά στην Κρήτη και με διάβασαν εκεί οι πατέρες και έγινα καλά. Από την υπερηφάνειά μου το έπαθα αυτό. Και είχα λοιπόν μέσα μου ένα φόβο.
Μέχρι σήμερα έχω αυτό τον φόβο. Να μην με ρίξει ξανά ο πειρασμός στην υπερηφάνεια. Είναι πολύ πικρή κατάσταση αυτή. Δεν υπάρχει κάτι χειρότερο… Άμα δεν οχυρωθείς με την ταπείνωση, όλα είναι ένα τίποτα, ένα τίποτα, ένα τίποτα… Και οι αποκαλύψεις και οι προσευχές και οι Λειτουργίες σου είναι ένα τίποτα χωρίς την ταπείνωση. Να ζητάτε ταπείνωση. Να λέτε· ‘‘Παναγία μου, δεν είμαι ταπεινός. Δεν τα κατάφερα πάλι’’! Είναι δεδομένο ότι θα έχομε αποτυχίες. Το γιατί και οι ενοχές, είναι διπλός σατανάς. Καταλάβατε; Όταν ζητούμε να μας δώσει ο Θεός ταπείνωση, είναι ως να Του λέμε· ‘‘Χριστέ μου, εγώ έχω αυτό το χάλι, το εγωιστικό. Σε παρακαλώ, στείλε μου Εσύ, με τη σοφία, την πανσοφία που έχεις, αφορμές ταπεινώσεως’’! Ο Θεός ξέρει. Μη γυρεύουμε εμείς να μεταμορφώσουμε την ταπείνωση σε υποκρισία, σε φαρισαισμό. Καταλάβατε τι λέω; Να αφήσουμε με απλότητα τον Θεό να μας στείλει ευκαιρίες μετανοίας, ευκαιρίες προσευχής, ευκαιρίες ταπεινώσεως…».
«Τώρα κλαίω όποτε θέλω»
«Εγώ είχα λέπρα και έγινα καλά. Έγινα και παπάς. Ο παπάς, είναι κάτι μεγάλο… πολύ μεγάλο. Αλλά, για όλα αυτά που έβλεπα, είπα· “Πάτερ Ευμένιε, πλανήθηκες”! Και έπεισα τον εαυτό μου για κάποια χρόνια ότι είμαι πλανεμένος. Είχε κοιμηθεί πλέον και ο Γέρο Νικηφόρος και έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο του αγίου Ισαάκ, Τα Ασκητικά.
Και όταν διάβασα…», και άρχισε να γελάει εκείνη την ώρα. Μα κάτι γέλια, χάχανα ήταν… Κατάλαβα ότι δεν είμαι πλανεμένος. Γι’ αυτό και δεν κοιμήθηκα τρεις μέρες και τρεις νύχτες και δεν έφαγα τίποτα. Διότι αυτά που ζούσα τα έγραφε μέσα».
«Αυτά τα δάκρυα είναι ωραία δάκρυα»!
«Δηλαδή τι ζούσες, Γέροντα»; «Τι να σου πω», μου λέει. «Για παράδειγμα, είχα ένα καιρό δάκρυα, πολλά δάκρυα, ανεξέλεγκτα δάκρυα, πικρά δάκρυα, καυστικά δάκρυα. Όχι μόνο στην καρδιά μου. Τα δάκρυα ήτανε καυστικά και την καθαρίζανε σιγά-σιγά, αλλά, ακόμα και στο πρόσωπο. Νόμιζα ότι δεν είναι δάκρυα, ότι είναι κανένα φάρμακο, το οποίο καθαρίζει εδώ τις παρειές μου, το πρόσωπό μου. Αυτά τα δάκρυα είναι καθαρτικά, αλλά δεν αντέχονται για πολλά χρόνια. Και λέει ο άγιος Ισαάκ ότι αυτά τα πρώτα δάκρυα της μετανοίας είναι τα δάκρυα τα καθαρτικά, τα οποία δεν επιτρέπει πολλά χρόνια ο Θεός, γιατί δεν τα αντέχει η ανθρώπινη φύση περισσότερο από δύο με δυόμιση χρόνια». «Εσένα πόσα σου πήρε», του λέω; «Δύο χρόνια μου πήρε. Μετά σταματήσανε αυτά. Τώρα κλαίω όποτε θέλω. Τώρα κλαίω όποτε θέλω». «Όποτε θέλεις»; «Ναί! Αυτά τα δάκρυα είναι ωραία δάκρυα, είναι ωραία δάκρυα, είναι ευφραντικά, είναι βιταμινούχα. Και για το σώμα και για την ψυχή. Όλα καθαρίζουνε, όλα καθαρίζουνε με αυτά τα δάκρυα, τα οποία πλέον είναι φωτιστικά». Του λέω, «το λέει και αυτό ο άγιος Ισαάκ»; «Φαίνεται δεν διάβασες καλά, για να μην το ξέρεις»; Και λέω, κοίτα τι άνθρωποι ζούσανε δίπλα μας! Μέσα στην Αθήνα. Οι οποίοι, ζούσανε τι; Την ασκητική του αγίου Ισαάκ του Σύρου. Πρώτα τα έζησε και μετά τα διάβασε. Εμείς τα διαβάζουμε, τα ξαναδιαβάζουμε, τα λέμε και τα ξαναλέμε χωρίς να τα ζούμε. Θυμάμαι, που μου είπε και η Γερόντισσα της Σουρωτής, η Φιλοθέη, μια φορά που συναντηθήκαμε, η οποία και αυτή γράφει και εκδίδει συνεχώς βιβλία για τον Γέροντά της, τον άγιο Παΐσιο· «Αχ, Δεσπότη μου, διάβασα ένα κείμενό σου για τον άγιο Παΐσιο και μου άρεσε πολύ». Κι αφού με παίνεψε, μου λέει στο τέλος· «Αυτοί ζήσανε την πνευματική ζωή, άγιε Μόρφου, εμείς μόνο γράφουμε και μιλούμε γι᾽ αυτήν»!
Η κατάκριση
Ο Γέροντας καλλιεργούσε συνεχώς το ταπεινό φρόνημα και πρόσεχε την κάθε λεπτομέρεια, ούτως ώστε να μην διολισθήσει στην κατάκριση. Δεν επέτρεπε να κρίνουμε κανέναν και τίποτα! Για παράδειγμα, αν λέγαμε ακόμα και καλοπροαίρετα, ότι ο Κώστας είναι καλός, αλλά είναι φαλακρός, θα έλεγε αμέσως· «Ωραία η φαλάκρα, ωραία η φαλάκρα»!
Και μας έλεγε συχνά· «Όποιος κατακρίνει, να περιμένει σαρκικό πειρασμό. Αν δεν έλθει σαρκικός πειρασμός, σημαίνει τον εγκατέλειψε τελείως ο Θεός». Επέμενε να προσέχουμε τον νού μας. Με συμβούλευε· «Να παρακολουθεί ο νούς πότε κατέκρινες, είτε εσωτερικά, είτε εξωτερικά. Κι αν το έκανες, αμέσως να λες· ‘‘Συγχώρα με, Χριστέ μου’’! Αμέσως. Γρήγορο νού. Όχι τεμπέλικο νού. Όχι δικαιολογίες. Να βλέπεις όσο γίνεται πιο γρήγορα την αμαρτία που κινείται μέσα σου. Είτε ως λογισμό, είτε ως επιθυμία. Και αμέσως να μετανοείς».
Θυμάμαι, πήγαμε στο Λονδίνο για να δούμε τον όσιο Σωφρόνιο του Έσσεξ. Εγώ, σπουδαγμένος δικηγόρος, ήμουν πάντα έτοιμος να κρίνω τα πάντα, να ψηλαφήσω τα πάντα. Έβλεπα το Λονδίνο. Καταχνιά. Έλεγα: «Παναγία μου, αυτό το Λονδίνο, όλο ομίχλη. Πως ήλθαν εδώ οι Κύπριοι να ζήσουν; Καταχνιά, καλέ». «Ωραίο το Λονδίνο, ωραίο το Λονδίνο, ωραίο το Λονδίνο», έλεγε ο Γέροντας. Που να τολμήσω εγώ να ξαναπώ ότι έχει καταχνιά. «Ψυχροί, αυτοί οι Εγγλέζοι που είναι, ρε Γέροντα, ψυχροί! Τους επηρέασε το κλίμα». «Ωραίοι οι Εγγλέζοι, ωραίοι οι Εγγλέζοι, ωραίοι οι Εγγλέζοι. Τι ωραίοι που είναι οι Εγγλέζοι! Μ’ αρέσει να είμαι στην Αγγλία. Τι ωραία που είναι η Αγγλία». Που τολμούσα να πω ξανά για τους Εγγλέζους;
«Τι ωραίος ο καύσωνας, Χριστέ μου»!
Μια άλλη φορά, ήμασταν στο Λοιμωδών, κι ετοιμαζόμασταν να κάνουμε Ακολουθία. Ενώ ήταν μήνας Σεπτέμβρης, είχε μεγάλο καύσωνα. Εγώ, άρχισα να γκρινιάζω και να λέω, «ούφ, πολύ ζέστη, πολύς καύσωνας, Γέροντα, πα, πα, πα… Σεπτέμβρη καιρό, λες και είναι Κύπρος. Πως ήλθε εδώ ο καιρός στην Αθήνα έτσι; Καύσωνας, πολύς καύσωνας»! Κι αρχίζει ο Γέροντας να γελά για πολλή ώρα. Και του λέω, «Τι γελάς»; «Μωρέ, ωραίος καύσωνας, ωραίος ο καύσωνας, ωραίος ο καύσωνας… Τι ωραίος καύσωνας! Πόσο αναγκαίος είναι ο καύσωνας! Όλα χρειάζονται. Τι ωραίος ο καύσωνας! Χριστέ μου, ο,τι θέλεις Εσύ. Καύσωνα, καύσωνα, λιοπύρι, λιοπύρι, βροχές, βροχές! Ωραίος ο καύσωνας».
Του λέω· «Λες συνεχώς ωραίο το ένα, ωραίο το άλλο, ωραίος ο καύσωνας…». Και μου λέει· «Ξέρεις, έχει συνηθίσει το μυαλό σου να κρίνει. Άμα θες να σταματήσεις να κρίνεις, ξεκινάς να μην κρίνεις τα κακά. Άμα αρχίσεις έτσι, το ένα σου μυρίζει το άλλο σου βρωμά, το άλλο σε δυσκολεύει, μετά θα με κατακρίνεις κι εμένα. Θα συνηθίσει ο νούς, παιδί μου. Γι’ αυτό, συνεχώς βλέπε την ωραία πλευρά των πραγμάτων». Και με αυτόν τον τρόπο αυτός ο άγιος άνθρωπος σου μάθαινε το ακατάκριτο, να μην κρίνεις κανέναν και κανένα από αυτά που δεν σου αρέσουν.
«Άγιο θα τον κάνει ο Θεός όταν πεθάνει»
Επίσης, δεν του άρεσε να παινεύουμε τους ζωντανούς. Να λέω, τι καλός παπάς που είναι ο τάδε η ο δείνα ιερέας. «Όχι, καλός είναι, αλλά όχι πολύ καλός», έλεγε. Ενώ του άρεσε να βλέπουμε τα θετικά, δεν του άρεσε το παίνεμα. Το θεωρούσε αρχή κατάκρισης και απροσεξία. Δηλαδή, αν του έλεγες, «άγιος άνθρωπος ο Πορφύριος», σου θύμωνε. «Καλά. Δεν είπα, Γέροντα, ότι είναι κακός. Είπα ότι είναι άγιος». «Είναι ένας καλός παπάς», σου έλεγε. «Άγιο θα τον κάνει ο Θεός όταν πεθάνει. Εμείς, γιατί να μπούμε στην κρίση του Θεού να κρίνουμε ότι είναι άγιος»; Αυτή ήταν η ακρίβεια του λόγου που είχε ο Γέροντας Ευμένιος. «Άμα συνηθίσεις να κρίνεις τα καλά, μετά θα αρχίσεις να λες και για τα κακά του άλλου». Ένα μάθημα το οποίο δεν το έμαθα ακόμα, παρόλο που είχα εξομολόγο τέτοιο ακατάκριτο Γέροντα.
«Σε ευχαριστώ που μου έφερες αυτή τη βρυσομάνα της Κρήτης και του Αγίου Πνεύματος»
Θυμάμαι, την ίδια χρονιά που γνώρισα τον Γέροντα, ήδη επισκεπτόμουν και τον όσιο Πορφύριο στον Ωρωπό. Σε μία από τις επισκέψεις μου στον όσιο, γυρίζει και μου λέει· «Μωρέ, πολύ ευνοημένος είσαι από την Πρόνοια του Θεού. Εγώ αδικήθηκα». «Κύριε ελέησον, εσύ αδικήθηκες», του είπα, «που σου έδωσε τόσα χαρίσματα από παιδί»; «Εσύ έχεις δύο βρύσες να πίνεις νερό, ενώ εγώ δεν έχω καμμιά. Έχεις δύο Πνευματικούς, ένα τον Ιάκωβο στην Εύβοια και ένα κάτω, και εγώ να μην έχω κανέναν». Του λέω· «Τι να κάνουμε; Θέλεις κανέναν να ‘ρθεί εδώ»; «Ναί! Θέλω να κανονίσεις, να μου φέρεις έναν από τους δύο, να εξομολογηθώ. Δεν έχω, παιδί μου, άνθρωπο»! «Γέροντα, τόσος κόσμος έρχεται κοντά σου. Είσαι ο πρύτανης των Γερόντων». «Είμαι»! Δεν είπε, «δεν είμαι». Που να πείς του Γέροντα Ευμένιου, είσαι ο πρύτανης των Γερόντων. Κινδύνευες με αποκεφαλισμό! Ενώ ο Γέρο Πορφύριος είπε· «Είμαι, αλλά θέλω και εγώ έναν άνθρωπο να μιλά τη γλώσσα μου, ρε Όμηρε. Να μου φέρεις έναν άνθρωπο»! Του λέω· «Κοίταξε.
Ο Ιάκωβος είναι αδύνατον να έρθει. Έχει βηματοδότη, είναι άρρωστος, δεν μπορεί. Αλλά, του λέω, ο Ευμένιος είναι πολύ καλά στην υγεία του, είναι και νέος, αλλά θα δεχτεί»; «Εσύ πες Πάω εγώ στον Γέροντα Ευμένιο και του λέω· «Γέροντα, μου είπε ο Γέρο Πορφύριος, ότι θέλει να εξομολογηθεί». «Ε!, ποιος θα εξομολογήσει τον Πορφύριο»; «Εσύ, μου είπε». «Φρόντισε εσύ ένα αυτοκίνητο να φέρεις και μετά τη Λειτουργία της Κυριακής, θα φύγουμε αμέσως για τον γέρο Πορφύριο».
Πάμε, λοιπόν, την Κυριακή στον άγιο Πορφύριο και με τη μεγαλύτερη απλότητα ο Γέροντας μπήκε μέσα στο κελλί του και τον εξομολόγησε. Τι είπανε δεν ξέρω. Βγήκε έξω κι είδαμε ένα Γέρο Ευμένιο «πυρίμορφο»! Το πρόσωπο του ήταν σαν τη φωτιά. Εξέπεμπε της φωτιάς το φως. Έμοιαζε με τον Μωυσή, που όταν κατέβηκε από το Όρος Σινά κρατώντας τις Δέκα Εντολές, ήταν τόσο λαμπερό το πρόσωπό του, που οι Εβραίοι του έβαλαν ένα μαντήλι μπροστά του για να μπορούν να τον βλέπουν, γιατί τους τύφλωνε η λάμψη που εξέπεμπε. Έτσι αισθανθήκαμε βλέποντας τον Γέροντα εκείνη την ευλογημένη ημέρα. Το μόνο που είπε, «έλα εσύ». Πήγα κοντά του. «Τι χτίζουν εδώ»; Του λέω, «χτίζουν ησυχαστήριο». «Χρήματα θα θέλει», μου λέει. Βλέπετε απλότητα. Χτίζει ο άλλος, τι θέλει; Χρήματα θέλει να χτίσει. Και βάζει το χέρι του, κι όσα είχε μέσα στην τσέπη του, ψιλά, χοντρά μου τα έδωσε. «Παρ’ τα και δος του τα». Και μόλις τα πήγα εκεί στο κρεββατάκι του αγίου Πορφυρίου, μου λέει: «Σε ευχαριστώ που μου έφερες αυτή τη βρυσομάνα της Κρήτης και του Αγίου Πνεύματος και εγώ να ξεδιψάσω. Και μου είπε και κάτι άλλα προσωπικά».
Να ζητάμε του Χριστού μεγάλα και ωραία πράγματα
Ο Γέρο Ευμένιος συμβούλευε ότι πρέπει συνεχώς να ζητούμε του Χριστού μεγάλα και ωραία πράγματα. Μου έλεγε· «Μέχρι να βγεί η ψυχή σου από το σώμα σου, να προσεύχεσαι· ‘‘Κύριε Ιησού Χριστέ, δώρησέ μου πραότητα, ταπείνωση και απλότητα’’».
Επέμενε πολύ σ’αυτά τα τρία. Στην πραότητα, την ταπείνωση και την απλότητα. Επίσης, μας έλεγε· «Εάν έλθει αδικία, συκοφαντία η αρρώστεια επάνω σου, από τη χαρά σου να πέσεις κάτω». Αυτό το έπραξε ο ίδιος, αφού, όταν του είπαν ότι έχει λέπρα, από τη χαρά του έπεσε κάτω από το κρεββάτι. Κι ο λόγος; Όπως έλεγε ο ίδιος, «μεγάλη αρρώστεια, μεγάλος σταυρός. Μεγάλος σταυρός, μεγάλη ανάσταση». Και κάτι τελευταίο πολύ σημαντικό, που μας έλεγε ο Γέροντας συχνά: «Για να μην αλλάζω και να έχω συνέχεια τα ίδια λάθη, οπωσδήποτε Σε θέλω Χριστέ μου, αλλά Σε θέλω λίγο. Θέλω να Σε θέλω πιο πολύ».
Αδελφοί μου, ασχοληθείτε κι εσείς με τα θέλω σας. Παρακολουθείτε τις επιθυμίες σας, ώστε να είναι κατά Θεόν, ενώ πολεμείτε τα αμαρτωλά και εμπαθή σας θελήματα. Μη δικαιολογείτε τα πάθη σας. Πολεμείστε τα με το παντοδύναμο όνομα του Χριστού: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». «Υπεραγία Θεοτόκε, βοήθει μοι. Σκέπε ημάς. Σώσον ημάς». «Άγιε του Θεού Ευμένιε, βοήθησόν με». Έτσι αλλάζει ο άνθρωπος: Με τις πρεσβείες των αγίων, την επίμονη προσευχή, τον συνεπή πνευματικό αγώνα, τη μετάνοια, που ελκύουν τη σωστική Χάρη του Θεού.
Ευχέτης προς Κύριον
† Ο Μόρφου Νεόφυτος