Μητροπόλεις: Γράφει ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος για τον Άγιο Σωφρόνιο:
Το βιβλίο αυτό περιλαμβάνει επιστολές του αγίου Σωφρονίου του Αθωνίτου που απεστάλησαν σε διαφόρους παραλήπτες, κατά την δεκαετία 1950-1960. Προφανώς υπάρχουν και άλλες επιστολές του αγίου Σωφρονίου που θα εκδοθούν αργότερα.
Η περίοδος που εγράφησαν οι επιστολές αυτές ήταν σημαντική, γιατί μόλις είχε αναχωρήσει από το Άγιον Όρος, και επανήλθε στο Παρίσι προκειμένου να δημοσιεύση τις «γραφές του αγίου Σιλουανού», αλλά για λόγους υγείας δεν μπόρεσε να επανέλθη στο Άγιον Όρος, και στην συνέχεια το 1959 εγκαταστάθηκε στο Έσσεξ της Αγγλίας.
Είναι φανερό ότι ο άγιος Σωφρόνιος είναι φορτωμένος με μεγάλη εμπειρική γνώση, αφού ο ίδιος πήγε στο Άγιον Όρος το 1925 με μεγάλη έμπνευση μετανοίας για να ζήση κατά Θεό, εκεί μυήθηκε στην κοινοβιακή ζωή, όπως αυτή κυριαρχούσε στην Ιερά Μονή του Αγίου Παντελεήμονος, γνώρισε τον άγιο Σιλουανό, ο οποίος του φανέρωσε τις αποκαλύψεις του Αγίου Πνεύματος, ασκήθηκε στην έρημο του Αγίου Όρους, στην ησυχία και την προσευχή υπέρ όλου του κόσμου, καθοδήγησε μοναχούς στην εσωτερική πνευματική ζωή, ως πνευματικός πατέρας τους, και μετά από αυτά βρέθηκε στο Παρίσι και το Έσσεξ της Αγγλίας.
Ζώντας μέσα σε αυτήν την πνευματική ατμόσφαιρα, που χαρακτηρίζεται από πύρινη έμπνευση για την θεία ζωή γράφει τις επιστολές αυτές σε εκείνους που του ζητούσαν καθοδηγητικό λόγο για σοβαρά θέματα της ζωής τους. Νομίζω ότι το βιβλίο αυτό θα μπορούσε να τιτλοφορηθή ως «η θεολογική διακονία του πνευματικού, κατά τον άγιο Σωφρόνιο».
Πράγματι, εάν σε όλα τα άλλα βιβλία του καταγράφεται η πείρα του σε θέματα νοεράς προσευχής και θεοπτίας, στο βιβλίο αυτό φαίνεται καθαρά πως ένας θεόπτης ασκητής, ένας εμπειρικός θεολόγος καθοδηγεί αυτούς που τον ερωτούν για σοβαρά θέματα που τους απασχολούσαν.
∆ιαβάζοντας κανείς αυτές τις επιστολές βλέπει έναν Γέροντα να βρίσκεται στο ύψος της θεοπτίας, να έχη ως κέντρο την καρδιά, μέσα στην οποία ενεργεί ο νούς και από εκεί να δίνη τις συμβουλές του και να καθοδηγή αυτούς που τον ερωτούν χωρίς να αυτοσχεδιάζη και χωρίς να εκφέρη λογικούς και συναισθηματικούς λόγους.
Οι άνθρωποι που τον ερωτούν ανήκουν σε διάφορες κατηγορίες, δηλαδή είναι Ιερείς, θεολόγοι, μοναχοί, άγαμοι, έγγαμοι, νέοι, ηλικιωμένοι, γονείς, ασθενείς, ορθόδοξοι, ετερόδοξοι κλπ. και σε όλους αυτούς απαντά με αυθεντικότητα, βεβαιότητα, αγάπη, θαυμαστή διάκριση και εκπληκτική ευγένεια.
Εκείνο το οποίο φαίνεται σε όλες τις επιστολές που δημοσιεύονται στο βιβλίο αυτό είναι η υψηλή πνευματική εμπειρία του αγίου Σωφρονίου, η γνώση της πραγματικότητος του κόσμου που μας περιβάλλει, και όλα αυτά προσφέρονται με πνευματική ευαισθησία και ευγένεια ψυχής, με τρυφερή αγάπη και λεπτότητα ελευθερίας.
Γράφει με αφοπλιστική ευγένεια: «∆εν τολμώ να αγγίξω την πληγή σας. Εύχομαι μόνο με όλη μου την καρδιά να δεχθείτε Άνωθεν από τον Θεό, τη δύναμη της προσευχής».
Ο ίδιος γράφει ότι «στον αιώνα μας η θέση των ιερέων κατάντησε αφόρητη∙ το να είναι κανείς ιερέας σημαίνει να δέχεται μαρτύριο. Και σήμερα λίγοι είναι έτοιμοι να υπομείνουν αυτό το έργο». «Από τον καιρό που μου ανέθεσαν να είμαι πνευματικός, όλα ανατράπηκαν, ήλθαν τα επάνω κάτω. Η εντρύφησή μου στον έσω άνθρωπο αντικαταστάθηκε με την επικέντρωσή μου στην καρδιά των άλλων ανθρώπων, στην πάλη εναντίον των παθών μέσα στις καρδιές ”άλλων”.
Τελικά, μου έγινε φυσική κατάσταση να μεριμνώ προπαντός για τις ανάγκες των άλλων, του καθενός από τους άλλους, και να λησμονώ τον εαυτό μου».
Ασκούσε την διακονία της πνευματικής πατρότητας με βαθειά αίσθηση ευθύνης απέναντι στον κάθε άνθρωπο που ζητούσε βοήθεια, και αυτό το κάνει με μια απίστευτη ευγένεια. Σε μια επιστολή του γράφει «ότι για τον ιερέα, για τον πνευματικό, η κάθε συνάντηση είναι γεγονός, η κάθε μια είναι ιδιαίτερα δύσκολη, γιατί είναι φοβερά μεγάλη η ευθύνη του ενώπιον του Θεού και ενώπιον κάθε προσώπου που απευθύνεται σε αυτόν.
Και αυτό, γιατί αν ο άνθρωπος υπακούσει σε έναν άστοχο λόγο του πνευματικού, μπορεί να βγεί από την ορθή οδό και σε αυτή την περίπτωση η απώλεια δεν διορθώνεται με τίποτε. Δεν υπάρχει πάνω στη γη πιο πολύπλοκη, πιο δύσκολη, πιο υπεύθυνη υπηρεσία από εκείνη της διακονίας του πνευματικού».
Ο άγιος Σωφρόνιος ήταν ιερομόναχος Αγιορείτης, και ύστερα από μεγάλη άσκηση βρέθηκε στην Δυτική Ευρώπη, πρώτα στην Γαλλία και έπειτα στην Αγγλία, απαντώντας με την ζωή του και την διδασκαλία του στις προκλήσεις της εποχής του. Κυρίως, παρέμεινε μέχρι το τέλος ένας Αγιορείτης ιερομόναχος.
Αυτό φαίνεται καθαρά, μεταξύ των άλλων, στις επιστολές του που περιλαμβανονται στο βιβλίο αυτό, που εκφράζουν μια υψηλή πνευματική ζωή. Σε μια επιστολή του γράφει για τον μοναχισμό που ζούσε:
«Είναι πολύ πιθανόν ότι εσείς, αφού περάσατε πολλά χρόνια στην Πάτμο και εν γένει στην Ελλάδα, δεν γνωρίζετε καθόλου πόσες κατακρίσεις υπέμεινα από τότε που αναχώρησα από τον Άθωνα. Η πλειονότητα των κριτών μου ποτέ δεν με είδαν, και ακόμη περισσότερο, ποτέ δεν μίλησαν μαζί μου∙ ούτε καν πήγαν ποτέ σε εκκλησία να προσευχηθούν. Από την αρχή ακόμη των προσπαθειών μου να οικοδομήσω κάτι σαν μοναστήρι, δεν είχα καμία βοήθεια από κανέναν…
Για μένα ως μοναχό, στο επίπεδο της σωτηρίας, είναι “ωφελιμότερο” να με συκοφαντούν, γιατί συχνά στην οδό αυτή διαφυλάττεται το πυρ της προσευχής του ανθρώπου, που τον βυθίζει στα βαθειά νερά της ταπείνωσης».
Συγχρόνως, ήταν ιερεύς και λειτουργός των θείων μυστηρίων. Η θεία Λειτουργία ήταν η ζωή του, την βίωνε ως τον Μυστικό Δείπνο του Χριστού, την υπερφυά προσευχή Του στην Γεθσημανή. Στην θεία Λειτουργία ζούσε όλη την τραγωδία του κόσμου. Γράφει:
«Τελούμε τη Θεία Λειτουργία με φλογερή έφεση να ζήσουμε όλη την τραγωδία του κόσμου, δεόμαστε στον Θεό για ζώντες και νεκρούς, συμπάσχουμε με τους ασθενείς, τους φτωχούς, τους καταφρονημένους, τους θλιβομένους, τους απεγνωσμένους, και όλα αυτά τα αναφέρουμε στον Θεό από το βάθος της καρδιάς μας με προσευχές και με την τέλεση της Θείας Λειτουργίας.
Έτσι έζησαν οι ασκητές Πατέρες μας στην Αίγυπτο, στην Παλαιστίνη και στο Άγιον Όρος του Άθωνα. Έτσι έζησαν ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ, ο άγιος Σέργιος του Ραντονέζ και οι άλλοι Άγιοι».
Σε άλλη επιστολή γράφει:
«Για τον ιερέα είναι ιδιαίτερα σημαντικό να γνωρίσει, ακριβέστερα, να αποκτήσει τη συμπάσχουσα αγάπη του Χριστού. Και αυτό γιατί χωρίς τέτοια αγάπη η τέλεση της Θείας Λειτουργίας μπορεί να αποβεί περισσότερο εξωτερική, “τυπική”, παρά γνήσια, ζώσα συμμετοχή στο έργο του Χριστού. Για τη βαθύτερη προσέγγιση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας κατά την τέλεσή της μπορεί να είναι ωφέλιμη εν μέρει η ανύψωση του νού στην έφεσή του να περιλάβει όλο τον κόσμο∙ ωστόσο, μόνο ως έναν βαθμό κατορθώνει αυτό που αναζητεί».
Για να επιτευχθή αυτό χρειάζεται ο ιερεύς να αναπτύξη την εσωτερική ζωή της προσευχής. Γράφει:
«Υπό αυτή την έννοια μπορούμε να πούμε ότι κάθε ιερέας θα έπρεπε να έχει εμπειρία της νοεράς (ησυχαστικής) προσευχής, πράγμα που θα διευκόλυνε την είσοδό του στη θεία πράξη της Λειτουργίας μας.
Από την αρχή ακόμη της Προσκομιδής, η Λειτουργία μας ελκύει στη σφαιρική θεωρία όλης της “Ιστορίας” της ανθρωπότητας: από τη Δημιουργία του κόσμου ως τη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού και την πλήρη “Τελείωση” των πάντων».
Επί πλέον ο άγιος Σωφρόνιος ήταν πνευματικός πατέρας και ησχολείτο με την πνευματική διακονία των ανθρώπων. Γράφει σε μια επιστολή του:
«Από τον καιρό που μου ανέθεσαν να είμαι πνευματικός, όλα ανατράπηκαν, ήλθαν τα πάνω κάτω. Η εντρύφησή μου στον έσω άνθρωπο αντικαταστάθηκε από την επικέντρωσή μου στην καρδιά των άλλων ανθρώπων, στην πάλη εναντίον των παθών μέσα στις καρδιές “άλλων”.
Τελικά, μου έγινε φυσική κατάσταση να μεριμνώ προπαντός για τις ανάγκες των άλλων, του καθενός από τους άλλους, και να λησμονώ τον εαυτό μου. Εκείνος, ο Μόνος που γνωρίζει όλες τις καρδιές, γνωρίζει πόσο συχνά ήταν οδυνηρό για μένα να στερούμαι μια “ανάσα” για ανάγνωση, για απομόνωση, για αυτοσυγκέντρωση.
Πολλές φορές μου ερχόταν η σκέψη ότι τα αποτελέσματα όλων των κόπων μου και των στερήσεών μου ήταν μηδαμινά σε σημείο απόγνωσης∙ ότι αν οι κόποι και των άλλων ήταν τόσο λίγο καρποφόροι, τότε, πράγματι, θα πρέπει να είναι σχεδόν αδύνατον να βρεθούν εργάτες για τέτοιον αγρό.
Η ιδέα ότι κάθε άνθρωπος είναι “λόγος Θεού”, “βιβλίο του Θεού”, και πως ό,τι γράψεις σε αυτό το αιώνιο βιβλίο, έστω και μια γραμμή, είναι μεγάλη τιμή, που μας κάνει συνεργούς στη μεγάλη πράξη της δημιουργίας του κόσμου και, ακόμη περισσότερο, συνεργούς στη δημιουργία θεών κατ’ εικόνα του αιώνιου Θεού, δεν μου επέτρεπε, θα έλεγα, να αποκλίνω από τη διακονία μου στους ανθρώπους».
Φυσικά, γνώριζε πόσο δύσκολο είναι στην εποχή μας να ασκεί κανείς την πνευματική διακονία στους ανθρώπους, γι’ αυτό γράφει σε μια επιστολή του:
«Στον αιώνα μας η θέση των ιερέων έγινε αφόρητη∙ το να είναι κανείς ιερέας σημαίνει να δέχεται μαρτύριο. Και σήμερα λίγοι είναι έτοιμοι να υπομείνουν αυτό το έργο. Ως εκ τούτου, όποιος και να είναι ο ιερέας που σας έλαχε, εκτιμήστε τον.
Και αν είστε μαζί του ταπεινοί και συμπαθείς, ακόμη και αν υπάρχει σε αυτόν κάποια ανεπάρκεια γνώσης ή εμπειρίας για το πως να πολιτευθεί μέσα στην εκκλησία του Θεού, τότε και αυτός θα διορθωθεί. Αν είναι νέος ιερέας, τότε είναι πλήρως κατανοητό το ότι δεν αφομοίωσε ακόμη όλη την τάξη των πραγμάτων.
Μου φαίνεται ότι στις Ορθόδοξες χώρες οι ιερείς είναι καλύτεροι, ακριβώς εξαιτίας της μεγάλης αγάπης του λαού. Από όσο όμως γνωρίζω τους μετανάστες στην Ευρώπη, ο ιερέας ποτέ δεν μπορεί να τους ευχαριστήσει όλους. Οπωσδήποτε θα βρεθούν ορισμένοι οι οποίοι δεν θα τον συμπαθούν, συχνά χωρίς αιτία εκ μέρους του, και έτσι αρχίζει μια αδιέξοδη διένεξη. Από το τίποτε επινοούν κάθε είδους κατηγορία για τους άλλους, και δεν είναι δυνατόν να συμφιλιωθούν, εφόσον στην πραγματικότητα τίποτε δεν υπάρχει».
Ο άγιος Σωφρόνιος καταλάβαινε καλά ότι το να συκοφαντείται, τον ωφελούσε ως μοναχό, αλλά αυτό δυσκόλευε το έργο του ως πνευματικού πατρός. Γραφει σε μια επιστολή του:
«Όταν ήμουν απλός μοναχός εκτιμούσα υπερβολικά κάθε απόρριψή μου από πλευράς οποιουδήποτε, διότι αυτό με ταπείνωνε και μου έδινε πλούσια τροφή στην προσευχή∙ για την ακρίβεια, ενίσχυε την προσευχή, διότι με αποσπούσε από κάθε ελπίδα εδώ, πάνω στη γη, καθάριζε τον νού μου από κάθε σκέψη για τα πρόσκαιρα, ενίσχυε τη μνήμη του θανάτου. Με ελευθέρωνε επίσης από “ανθρώπινες” διαταγές-εντολές, οι οποίες επιβάλλονται πολλές φορές στη ζωή των καλών ανθρώπων, εξαιτίας της εμπιστοσύνης τους προς τους ιθύνοντες.
Με έναν λόγο αυτή είναι η πιο ωφέλιμη κατάσταση για τον μοναχό. Τώρα όμως θλίβομαι βαθιά, όταν διαπιστώνω, έστω και σε μικρό βαθμό, δυσπιστία προς το πρόσωπό μου, γιατί σε αυτή τη δυσπιστία περικλείεται ο κίνδυνος να οδηγηθεί η “διακονία” μου στο μηδέν ή τουλάχιστον να εξασθενήσουν οι καρποί της».
Από τα λίγα αυτά φαίνεται ότι ο άγιος Σωφρόνιος είχε μεγάλη αίσθηση της πνευματικής πατρότητος. Αυτό οφειλόταν στην μεγάλη αίσθηση της σωτηρίας εν Χριστώ, όπως του αποκαλύφθηκε, κατά τον καιρό που ως μοναχός και ερημίτης ασκητής βίωσε το μεγαλείο της σωτηρίας του ανθρώπου, δηλαδή τι ειναι ο Θεός, τι είναι ο άνθρωπος και ότι σκοπός του ανθρώπου είναι να ενωθή με τον Θεό και να γίνη κατά Χάριν Θεός, μάλιστα στις συνθήκες της κοινωνίας της εποχής μας.
∆υο παραδείγματα θα καταγραφούν για να φανή ότι, ο σκοπός της ποιμαντικής διακονίας που εξασκούσε ο άγιος Σωφρόνιος ήταν να οδηγήση τον άνθρωπο στην θεία ζωή, στον αποκαλυπτικό λόγο, αλλά και ότι γνώριζε πολύ καλά την πραγματικότητα του κόσμου στον οποίον ζούσε.
Κατά τον Άγιο Σωφρόνιο «ο Χριστός ήλθε να μας αποκαλύψει τον αληθινό Θεό, και η αληθινή γνώση του Θεού αποτελεί το κέντρο των πάντων. Να χάσουμε την αποκάλυψη που μας δόθηκε για χάρη οποιωνδήποτε άλλων αξιών, θα είναι έγκλημα εναντίον του Θεού και εναντίον της ανθρωπότητας, γιατί έπειτα δεν θα υπάρχουν πιά οδοί προς αποκατάσταση της γνώσης που χάθηκε και συνεπώς και για τη σωτηρία του ανθρώπου».
Πέρα από την γνώση και την διαφύλαξη της αποκαλύψεως του Χριστού, ο άγιος Σωφρόνιος συνιστούσε στους μοναχούς του να μάθουν και τις συνθήκες του κόσμου στον οποίο βρίσκονται. Γράφει: «Προσπάθησα να τους εξηγήσω την αναγκαιότητα για το “μέλλον” τους να επωφεληθούν από την ύπαρξη του Ινστιτούτου του Αγίου Σεργίου ως τον πλησιέστερο γεωγραφικά σε μας “χώρο”, όπου αυτοί θα έχουν την δυνατότητα να μυηθούν στη θεολογική προβληματική της εποχής μας, ώστε αργότερα να μην ταλαιπωρούνται στις συναντήσεις τους με οποιονδήποτε άνθρωπο, όπως συχνά κλονίζονται οι μοναχοί του Αγίου Όρους εξαιτίας της “μονόπλευρης” πνευματικής αγωγής τους».
Γενικά στο βιβλίο αυτό φαίνεται με καθαρό τρόπο ότι ο άγιος Σωφρόνιος ήταν εμπειρικός θεολόγος και σκεφτόταν: «Το να κάνω όμως καριέρα μέσα στην Εκκλησία, για μένα ισοδυναμεί με την έσχατη παραφροσύνη, γιατί στην Εκκλησία η αληθινή καριέρα συνίσταται στο να είναι ο άνθρωπος ευάρεστος στον Θεό».
Ήταν Ιερεύς που είχε νοερά προσευχή και με αυτήν την προοπτική λειτουργούσε, και έγραφε ότι «κάθε ιερέας θα έπρεπε να έχει εμπειρία της νοεράς (ησυχαστικής) προσευχής, πράγμα που θα διευκόλυνε την είσοδό του στη θεία πράξη της Λειτουργίας μας». Καταλάβαινε πολύ δυνατά τι σημαίνει ο Ιερεύς να έχει πνευματικά παιδιά, γι’ αυτό συμβούλευε τους γονείς τι σημαίνει αγωγή των παιδιών όταν έγραφε:
«Και εγώ πολλές φορές πέρασα από πειρασμό που μοιάζει με τον δικό σας, εφόσον και σε μένα έπεσε ο κλήρος να γεννήσω κατά πνεύμα τέκνα με οδύνες και θλίψεις. Τα ίδια τα παιδιά όμως δεν κατανοούν αυτά τα παθήματα των μητέρων και των πατέρων τους».
Και προ παντός κατά την ποιμαντική του διακονία είναι πολύ ευγενής, ακόμη και στις αντιδράσεις των Χριστιανών, και όταν καταλάβαινε τέτοιες «ψυχρές απορρίψεις» εκ μέρους τους, αποσυρόταν, όπως γράφει: «Ποτέ δεν είχα την διάθεση να τους επισκέπτομαι, να τους επιβαρύνω, τρόπον τινά, με την παρουσία μου».
Ο άγιος Σωφρόνιος, όπως φαίνεται στις επιστολές του αυτές, ασκούσε μια ποιμαντική διακονία υψηλών προδιαγραφών, που εκινείτο στα προφητικά, αποστολικά και πατερικά πρότυπα, μέσα σε εκπληκτική ευγένεια.
Γράφει: «Να έχουμε υπ’ όψιν ότι η δύναμη της ορμής προς τον Θεό μέσα μας πρέπει να αυξάνει διαρκώς έως το τέλος της ζωής μας έτσι, ώστε τελικά να μας βγάλει από την σφαίρα της έλξεως της γης». Σε αυτό πρέπει να βοηθήσει ο πνευματικός πατέρας τους Χριστιανούς.
Να έχουμε τις πρεσβείες του στον Θεό.