Ι.Μ.Μάνης: την Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2023 ο Σεσμιώτατος. Μητροπολίτης Μάνης κ. Χρυσόστομος Γ προσκεκλημένος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πολιτιστικών Συλλόγων Πελοποννησίων μετέβη στον…
ιστορικό Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός» στην Αθήνα και μίλησε επ ευκαιρία της επετείου των 180 χρόνων από τον θάνατο του «Γέρου του Μωρηά» με θέμα : «ο Κολοκοτρώνης και η πίστη του στο Θεό».
η ομιλία του Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ :
ως χθες, 4 Φεβρουαρίου 1843, ακούστηκε ο λόγος : «Έπεσε, ω σεβασμιωτάτη και περιφανής ομήγυρις ο γενναίος Αντιστράτηγος και Σύμβουλος της Επικρατείας και πρώην Αρχηγός της Πελοποννήσου, Θεόδωρος ο Κολοκοτρώνης». Ήταν η αρχή του λόγου από στήθους, επί δίωρον, του περιφήμου λογίου Κων/νου του εξ Οικονόμων, εις τον τότε Μητροπολιτικόν Ναόν της Αγίας Ειρήνης Αθηνών.
και ο «γέρος του Μωριά», ο ελευθερωτής της πατρίδος έκειτο νεκρός εις το φέρετρον. «τον έντυσαν με τη στολή του αντιστρατήγου, τούζωσαν το σπαθί πούχε όταν πρωτοξεκίνησε για τον αγώνα, του φόρεσαν τσαρούχια και τον απίθωσαν στην κάσα, βάζοντας κάτω από τα πόδια του μια τούρκικη σημαία. Τούβαλαν πλάι στην περικεφαλαία του και τις σπαλέτες της στολής που φορούσε στα Επτάνησα. κι από την άλλη μεριά το θώρακα».
Παρήλθον έκτοτε 180 έτη από του θανάτου του και οι απόγονοι και πνευματικοί κληρονόμοι, ημείς σήμερον, τελούμεν ιερόν εκκλησιαστικόν Μνημόσυνον και φιλολογικόν και καταθέτουμε δάφνινον στέφανον εις το άγαλμα αυτού. Τιμούμε, σεβόμεθα, ιστοριογραφούμε, διδασκόμεθα, εμπνεόμεθα από την κορυφαία φυσιογνωμία της Ελλάδος.
Αναμφισβήτητα ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ήταν ο μεγαλύτερος ήρωας της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, ηγετική μορφή του Νέου Ελληνισμού. Ήταν ο συνεχιστής μιας αδιακόπου και ακαταπονήτου πάλης με τον σκληρό κατακτητή, μιας συνεχούς αγωνίας για την απελευθέρωση της Ελλάδος από τον τουρκικό ζυγό. Ορθώς απεκλήθη ο «Γέρος του Μωριά»!
Δύο ήταν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κορυφαίας αυτής φυσιογνωμίας του ιερού Αγώνα του 1821 και της εν γένει ελληνικής ιστορίας, του αρχιστρατήγου Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. και αυτά ήσαν : η πίστη στο Θεό και η αγάπη προς την πατρίδα.
Μέσα από τα κείμενα των ιστορικών συγγραφέων και κυρίως από τα Απομνημονεύματα των Αγωνιστών της Ελληνικής Επαναστάσεως, όπως : Κασομούλη, Βλαχογιάννη, Φωτάκου και κυρίως Τερτσέτη, θα προσπαθήσουμε ν αφουγκρασθούμε την γενναία πίστη στο Θεό, του Κολοκοτρώνη.
Άλλωστε, μη λησμονούμε ότι ο αγώνας του 1821 προετοιμάστηκε, κηρύχθηκε, διεξήχθη και περατώθηκε κάτω από την πνοη της πίστεως στον Παντοδύναμο Θεό και της αγάπης προς την ελευθερία της γλυκυτάτης πατρίδος. Αυτό το διαπιστώνουμε από την ζωή, τα διαγγέλματα, τις προκηρύξεις, τους λόγους, τις επιστολές, το μαρτύριο, τις θυσίες τόσο των πρωταγωνιστών όσο και των αφανών αγωνιστών του 1821. η Επανάσταση του ΄21, δεν στηρίχθηκε σε υλιστικά αίτια, ούτε ήταν μία οικονομική επιχείρηση αλλά και δεν είχε ανάγκη να στηριχθεί σ άλλα γεγονότα ξένων λαών. η Ελληνική Επανάσταση έχει αυτοτελή αξία.
Πραγματικά, αν σκεφθεί κανείς βαθύτερα και ουσιαστικότερα θα διαπιστώσει ότι εκείνο που ξεσήκωσε τους Έλληνες και απετόλμησαν έναν άνισο Αγώνα εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν η σύνθεση
τής πίστεως στο Χριστό,
της αγάπης προς την πατρίδα,
του πόθου της ελευθερίας,
της ένδοξης ιστορικής κληρονομιάς,
της ελληνικής γλώσσας.
Όλα αυτά συνιστούσαν την ελληνική χριστιανική συνείδηση, την συλλογική μνήμη. Ομολογούσαν συνεχώς οι αγωνιστές του 21 : «για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία», αγωνιζόμαστε. Έτσι προχώρησαν σε θυσιαστικούς αγώνες. Έτσι πρόσφεραν το αίμα τους.
η ίδια δε Εκκλησία και στα χρόνια της δουλείας αλλά και κατά την περίοδο της Ελληνικής Επαναστάσεως ήταν εκείνη που έθρεψε το Γένος των Ελλήνων με το θεϊκό μάννα του Χριστιανισμού, του Ιερού Ευαγγελίου και των σοφών Πατέρων της. Αυτή κράτησε ακράδαντη την πίστη και αδούλωτη την ελληνική ψυχή.
η Εκκλησία έχει να επιδείξει 11 Πατριάρχες μάρτυρες, 100 Ιεράρχες και 600 κληρικούς θύματα στο βωμό της πίστεως και της πατρίδος.
Γράφει ο ακαδημαϊκός και αξιόλογος πεζογράφος της γενιάς του 30, Στρατής Μυριβήλης (1969) : «αν υπάρχουμε σήμερα σαν ελληνική φυλή, είναι γιατί κρατηθήκαμε από το άμφιο της θρησκείας μας όλα αυτά τα χρόνια η Εθνική μας υπόσταση είναι ζυμωμένη με την Ορθοδοξία. σαν έπεσε το Βυζάντιο, η Εκκλησία αντικατέστησε τον τσακισμένο κρατικό μηχανισμό σαν υποκατάστατος μηχανισμός της εθνικής ενότητας. τα σύμβολα της αυτοκρατορίας τα κράτησε η Εκκλησία και τα διατήρησε μέσα στους μαύρους αιώνες της σκλαβιάς. και μέσα σ αυτούς τους φοβερούς αιώνες αυτή στάθηκε το πνευματικό και εθνικό κέντρο της μαρτυρικής φυλής και σωστά τόκανε, πως σε κρίσιμες ώρες το ράσο στάθηκε η εθνική σημαία της Ελλάδας στα χρόνια της σκλαβιάς».
*
Αλλά ας προχωρήσουμε με μερικά βιογραφικά στοιχεία και με αναφορά στους ηρωϊκούς αγώνες του.
ο Κολοκοτρώνης γεννήθηκε στις 3 Απριλίου του 1770, Δευτέρα ημέρα του Πάσχα, στο χωριό Ραμαβούνιον της Μεσσηνίας (Γορτυνίας) κάτω από ένα δένδρο. Σήμερα εκεί υπάρχει ι. Ναός επ ονόματι των αγίων Θεοδώρων και υψηλό εξαιρετικό άγαλμα του Κολοκοτρώνη.
ο πατέρας του, ονόματι Κωνσταντής, ήταν κατ αρχήν αρχηγός των Αρματωλών Κορίνθου και κατόπιν σ όλο τον Ταΰγετο, πολέμησε δε γενναία τους Τούρκους σ όλη την Πελοπόννησο.
σε μία πολιορκία πληγώθηκε θανάσιμα και όταν αργότερα εντοπίστηκε το σώμα του ενταφιάστηκε στο χωριό Μηλιά της δυτ. Μάνης και στον συνοικισμό Κυβέλεια, όπου σώζεται και ο τάφος του.
η μητέρα του κυνηγημένη πάντοτε από τους Τούρκους περιήρχετο από χωρίον εις χωρίον και από επαρχίας εις επαρχίαν και νήσους ακόμη. Όταν απέθανε ο σύζυγός της, η ίδια για να ζήσει τα ορφανά, η ξενοΰφανε η μάζευε ξύλα και τα πωλούσε.
η όλη οικογένεια των Κολοκοτρωναίων έγραψε ένδοξη ιστορία από το 1532 μέχρι την τελευταία μάχη της Ελληνικής Επαναστάσεως στη Πέτρα της Βοιωτίας το 1829. Πραγματικά, αυτή η γενιά κράτησε άσβεστη την φλόγα της ελευθερίας της πατρίδος. οι θυσιασθέντες «Κολοκοτρωναίοι» από το 1762 μέχρι το 1806 φθάνουν στον αριθμό των 70 στις μάχες με τους Τούρκους και διαρκούντος του Αγώνος της Παλιγγενεσίας ανέρχονται στον αριθμό 12.
*
ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης άρχισε την εθνική του δράση το 1787. ο ίδιος κατεδιώκετο απηνώς από τους Τούρκους. Κατέφυγε κάποια στιγμή στη Ζάκυνθο, η οποία τελούσε υπό ρωσσική κατοχή. Εκεί, γνωρίστηκε με τον μετέπειτα δικαστή Γ. Τερτσέτη και βιογράφο του. Αργότερα, όταν τα Επτάνησα περιήλθον στην Αγγλική κατοχή, ο Κολοκοτρώνης εισήχθη στον Αγγλικό στρατό και εξεπαιδεύθη επαρκώς στρατιωτικώς. στη Ζάκυνθο εμυήθη και στην «Φιλική Εταιρεία», μάλιστα δε συνήντησε και τον Καποδίστρια στην Κέρκυρα. Πάντοτε σκοπός του ήταν η εκδίωξη των Τούρκων από τα ελληνικά εδάφη και απόκτηση της ελευθερίας των Ελλήνων.
στις 3-1-1821 έφυγε από την Ζάκυνθο και ήλθε στην Καρδαμύλη της Μάνης. Ήρχισε να επιστρατεύει παλληκάρια. Συνήντησε τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, ο οποίος ύψωσε στην Αρεόπολη στις 17 Μαρτίου 1821 το λάβαρο της Επαναστάσεως και μαζί ξεκίνησαν τον αγώνα, οπότε στις 23 Μαρτίου 1821 κατέλαβαν και ελευθέρωσαν την Καλαμάτα.
Ευθύς εξ αρχής, όμως, διεφάνη η στρατιωτική και αρχηγική του μεγαλοφυΐα και εξυπνάδα του έμπειρου οπλαρχηγού.
Διείδε το 1821 την ανάγκη να στραφεί κατά του κέντρου της Πελοποννήσου και να εγκαταστήσει μόνιμο επαναστατικό στρατόπεδο στη Τρίπολη. για τον λόγο αυτό, έρχεται σε συννενόηση με τον ανακηρυχθέντα αρχιστράτηγο Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη.
Όμως, ο Χουρσίτ πασάς, αιμοβόρος γενίτσαρος, πληροφορείται τις διαθέσεις των επαναστατημένων Ελλήνων και έσπευσε ν αποστείλει εξ Ιωαννίνων 3500 Αλβανούς υπό τον επιτελάρχη του Κεχαγιάμπεη Μουσταφά, ο οποίος δια των Πατρών, Ακροκορίνθου και Ναυπλίου εισήλθε στη Τρίπολη. Αλλά η τολμηρά επίθεσίς του στο Βαλτέτσι (13-14 Μαΐου) απεκρούσθη και οι Έλληνες είχον την πρώτη σημαντική επιτυχία, στην οποία διεκρίθησαν οι Μανιάτες υπό τους Μαυρομιχαλαίους. η νίκη στο Βαλτέτσι έκρινε την τύχη της Τριπόλεως, η πτώσις της οποίας 23 Σεπτεμβρίου σε συνδυασμό και με την κατάληψη των φρουρίων της Μονεμβάσιας και του Ναυαρίνου συνετέλεσαν, ώστε ν αναπτερωθεί το φρόνημα των Ελλήνων. Αυτό ήταν μεγίστη επιτυχία του στρατηγικού πνεύματος του Κολοκοτρώνη! η Τριπολιτσά, το μεγάλο τρόπαιο.
το 1822 έχουμε την μεγάλη νίκη του Κολοκοτρώνη στα Δερβενάκια και αντίστοιχα την καταστροφή του Δράμαλη. τα γεγονότα έχουν ως εξής : δια της αν. Στερεάς Ελλάδος αμαχητί κατήρχετο ο σερασκέρης (στρατάρχης) Μαχμούτ πασάς Δράμαλης, εις τον οποίον είχεν ανατεθή η αρχηγία στρατιάς 24 χιλ. πεζών και 8 χιλ. ιππέων. Αφού παρέκαμψε τας Αθήνας, των οποίων η Ακρόπολις προ ολίγου (9 Ιουνίου 1822) είχε καταληφθή υπό του Υψηλάντου, λεηλατών έφθασεν εις Κόρινθον (5 Ιουλίου), όπου όμως δεν εδημιούργησε μόνιμον στρατόπεδον εφοδιασμού, όπως τον συνεβούλευσεν ο Γιουσούφ, πασάς των Πατρών. Αφού ανακατέλαβε τον Ακροκόρινθον, επροχώρησε προς το Άργος χωρίς να συναντήση αντίστασιν. Μέσα εις την γενικήν σύγχυσιν δύο άνδρες διετήρησαν το θάρρος των, ο Υψηλάντης, ο οποίος με 700 άνδρας ενίσχυσε την φρουράν του Άργους, και ο απαράμιλλος «γέρος του Μωριά», ο οποίος επήρχετο από την Αρκαδίαν συγκεντρώνων μαχητάς.
εν τω μεταξύ δια τον Δράμαλην τα πράγματα είχον δυσμενή εξέλιξιν, διότι ο τόπος κατά το σχέδιον του Κολοκοτρώνη ήτο κατεστραμμένος, ούτω δε το μέγα πλήθος των ανδρών του και των κτηνών ήτο αδύνατον να επισιτισθή χωρίς την βοήθεια του τουρκικού στόλου, ο οποίος όμως ουδαμού ανεφάνη. ο πολυπληθής στρατός του απεδεκατίζετο από την πείνα και τας ασθενείας. Αλλά την κατάστασιν του Δράμαλη επεδείνωσεν η χρονοτριβή προ του φρουρίου του Άργους και η συγκέντρωσις ικανών δυνάμεων εις τους Μύλους. Εσκέφθη λοιπόν ο Δράμαλης να υποχωρήση και επεδίωξε να παραπλανήση τους Έλληνας διαδίδων, ότι θα βαδίση κατά της Τριπόλεως. Μόνος ο Κολοκοτρώνης αντιληφθείς τας προθέσεις του έφραξε δια στρατού τας διόδους υποχωρήσεως με συνεργασίαν του Υψηλάντου, Παπαφλέσσα, Νικηταρά κ. α. Όταν ο υποχωρών Δράμαλης εισήλθεν εις τα στενά των Δερβενακίων (26 Ιουλίου) έπαθεν αληθή πανωλεθρίαν. τα λείψανα της στρατιάς, τα οποία εις ελεεινήν κατάστασιν έφθασαν μετά του Δράμαλη εις την Κόρινθον αποκλεισθέντα από τον Κολοκοτρώνην, ο οποίος διωρίσθη εν τω μεταξύ αρχιστράτηγος, κατεστράφησαν και μόνον χιλίους διέσωσε την τελευταίαν στιγμήν ο στόλος. ο Δράμαλης απέθανεν, ο δε Χουρσίτ, εις τον οποίον απεδόθη η ευθύνη δια την εγκατάλειψιν του Δράμαλη, αυτοκτόνησε. Πραγματικά, η μάχη των Δερβενακίων ήταν μία από τις ενδοξότερες νίκες της ελληνικής επαναστάσεως που οφειλόταν στον «Γέρο του Μωριά», τον Κολοκοτρώνη.
*
Τώρα ερχόμεθα στο βασικό μας θέμα. η πίστη του στο Θεό! Αξίζει ν αναφέρουμε μερικά χαρακτηριστικά από την ζωή και τους αγώνες του Κολοκοτρώνη που αποδεικνύουν την ακράδαντη πίστη του στο Θεό, την προσήλωσή του στον Τίμιο Σταυρό και την ικεσία του για βοήθεια και προστασία από την Παναγία. Διηγείται ο ίδιος ότι έφτιαξε δυο Σημαίες με Σταυρό και με τα γράμματα ιχνκ (Ιησούς Χριστός νικά) και ξεκίνησε από την Καλαμάτα για την απελευθέρωση της Τριπολιτσάς. και συνεχίζει η διήγηση : «στα χωριά που περνούσε, χτυπούσαν οι καμπάνες, οι ιερείς έβγαιναν με τα εξαπτέρυγα, άνδρες, γυναίκες, παιδιά γονάτιζαν και έκαναν δεήσεις. Γρήγορα όμως ο πρώτος ενθουσιασμός έσβησε. ο Αναγνωσταράς, ο Μαυρομιχάλης, ο Παπαφλέσσας τραβούν γι αλλού. ο Κολοκοτρώνης απομένει κατάμονος με το άλογό του στην Καρύταινα. τι θα κάνει ; τι μπορεί να κάνει ένας μονάχος, ολομόναχος ; το παν! Όταν φλογίζει την καρδιά του η φλόγα της πίστεως». αλλ ας αφήσουμε τον ίδιο τον Γέρο να μας διηγηθή τι έκανε : «Έκατσα που εσκαπέτισαν με τα μπαϊράκια τους, απέ εκατέβηκα κάτου ήτον μια εκκλησιά εις τον δρόμον, η Παναγία στο Χρυσοβίτσι, και το καθησιό μου ήταν όπου έκλαιγα την Ελλάς». Σίμωσε, έδεσε το άλογό του σ ένα δένδρο, μπήκε μέσα, γονάτισε :
-Παναγία μου, είπε από τα βάθη της καρδιάς του, και τα μάτια του δάκρυσαν. Παναγία μου, βοήθησε και τούτη τη φορά τους Έλληνες να ψυχωθούν.
Έκανε το σταυρό του. Ασπάσθηκε την εικόνα της, βγήκε από το εκκλησάκι, πήδησε στ άλογό του κι έφυγε. σε λίγο μπροστά του ξεπετάγονται οχτώ αρματωμένοι : ο εξάδελφός του Αντώνης Κολοκοτρώνης και επτά ανήψια του.
-Κανείς δεν είναι στην Πιάνα, του είπε ο Αντώνης, ούτε στην Αλωνίσταινα. Είναι όλοι φευγάτοι.
-ας μην είναι κανείς αποκρίθηκε ο Γέρος. ο τόπος σε λίγο θα γιομίση παλληκάρια. ο Θεός, πρόσθεσε με την βροντερή του φωνή, υπέγραψε την λευτεριά της Ελλάδος και δεν θα πάρη πίσω την υπογραφή του».
*
Έπειτα, ο Γέρος του Μωριά, μετά την άλωση του Ναυπλίου σε έγγραφο που έστειλε στην Κυβέρνηση (1-12-1822), γράφει σχετικά : «εις δόξαν του αηττήτου Σταυρού και του Πρωτοκλήτου Ανδρέα, Υπερτάτη Διοίκησις. χθες εισήλθομεν εις το υπερήφανον Παλαμήδι και υψώσαμεν τας νικητάς του Σταυρού σημαίες με τρόπον ανήκοντα εις την δόξαν του Χριστού». Όταν επίσης παραδόθηκε το φρούριο της Ακροκορίνθου στον Κολοκοτρώνη από τον τούρκο φρούραρχο, τότε ο γέρος του Μωριά πήρε τα κλειδιά, έφτιαξε με την ομπρέλα του Επισκόπου Ιωνά το σημείον του Σταυρού πάνω στην πύλη και φώναξε : «Εμπάτε, Έλληνες».
*
Μετά την νίκη στο Βαλτέτσι από τις πρώτες νίκες του Αγώνος τα παλληκάρια κύκλωσαν τον Κολοκοτρώνη, για να του δείξουν την ευγνωμοσύνη τους. κι εκείνος ανέβηκε σε μια πέτρα και τους είπε : «Έλληνες! Τούτες οι ημέρες 12-13 Μαΐου 1821, θα δοξάζωνται αιώνας αιώνων, έως ου στέκει το Έθνος, διότι ήταν η ελευθερία της Πατρίδος. Είναι δόξα ιδική σας και του Γένους, όπου με 23 ώρες αδιάκοπο πόλεμο βαστάξατε την Τουρκιά και πατήσατε τον περήφανο Αγά για πάντα. μα πρώτα είναι δόξα του Θεού μεγάλη αυτό που γίνηκε. γι αυτό σας λέω σήμερα για να τον δοξολογήσουμε πρέπει όλοι να νηστέψουμε. και να νηστεύουμε πάντα τέτοια ημέρα!»
*
Ένα άλλο λίαν εξαιρετικό χαρακτηριστικό χριστιανικής διδαχής είναι η ανοχή και η συγγνώμη. Διακρινόταν ο μεγάλος στρατηγός και σε αυτά. ο Φωτάκος διηγείται το εξής : «Όταν την δεύτερη ημέρα της αλώσεως της Τριπολιτσάς πήγε στο σπίτι του Δημητρίου Δεληγιάννη νομίζοντας ότι εκεί βρισκόταν ο Κολοκοτρώνης, τον δέχθηκαν με ψυχρότητα. ο Φωτάκος εξεπλάγη, γιατί λόγω της θέσεώς του κοντά στον Στρατηγό, όλοι τον περιποιόντουσαν. και η έκπληξις του μεγάλωσε, σαν άκουσε τον Δεληγιάννη να μιλάει υβριστικά για τον Γέρο. ο Φωτάκος του είπε, ότι δεν αρμόζει να βρίζη ένας Δεληγιάννης τον φίλο του Κολοκοτρώνη και εκείνος του απάντησε : δεν τον έχω φίλο τον κλέφτη, ούτε τον φοβούμαι πια.
ο Φωτάκος τα είπε στον Γέρο, και εκείνος του απεκρίθηκε :
-Καμόσου ότι δεν μου είπες τίποτα. Τώρα οπού ο Άγιος Θεός ηθέλησε και μας εδυνάμωσε και επήραμε την Τριπολιτσάν, ας λένε ο, τι θέλουν
Φιλοσοφημένη, βαθειά χριστιανική απάντηση. Αντί να θυμώση, να αυτοϋπερασπισθή, να θυμηθή τα ανδραγαθήματά του, τους κόπους και τις θυσίες του, αυτός δέχεται την προσβολή ήρεμα με μία ζηλευτή ευρύτητα σκέψεως και καρδιάς.
*
την ίδια διαγωγή έδειξε και μετά την αποφυλάκισή του. αν και άδικα τον είχαν φυλακίσει οι Προύχοντες και οι Κοζαμπάσηδες, που αναγκάσθηκαν να τον απελευθερώσουν από την οργή του λαού, όταν ο Ιμπραήμ πάτησε στο Μωριά, ο Αρχιστράτηγος φάνηκε και τότε μεγαλόψυχος. Μέσα στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου του Ναυπλίου, που εψάλη δοξολογία για την αποφυλάκισή του, είπε και τούτα τα αθάνατα λόγια, που μιλάνε παραστατικά για την πνευματική του ανωτερότητα :
-πριν έβγω στ Ανάπλι, έρριξα στη θάλασσα τα πικρά τα περασμένα! Κάνετε και σεις το ίδιο! στο δρόμο που περνούσαμε ναρθούμε στην εκκλησία είδα να σκάβουν κάποιοι ανθρώποι. Ρώτησα και μου είπανε πως σκάβουνε να βρούνε κρυμμένο θησαυρό. Εκεί στο λάκκο μέσα ρίχτε κι εσείς τα μίση τα δικά σας. Έτσι θα βρεθή κι ο χαμένος θησαυρός!
*
Είναι γνωστά και τα υπέροχα εκείνα γεγονότα με τους φονιάδες του παιδιού του και του αδελφού του.
Όταν είδε κάτι στρατιώτες από το αντίθετο κόμμα να φοράνε τα όπλα του γυιού του Πάνου, που είχαν σκοτώσει, γύρισε πέρα το πρόσωπό του και δάκρυσε :
-Θεέ μου, είπε, συγχώρα τους φονιάδες του παιδιού μου!
Άλλη φορά παρουσιάσθηκε κάποιος που είχε την ανάγκη του. Νόμισε πως δεν θα θυμηθή ο Στρατηγός και φορούσε τον ολόχρυσο ντουλαμά του αδελφού του Στρατηγού, που τον είχε σκοτώσει πριν από το Εικοσιένα, βαλμένος από τους Τούρκους. ο Θ. Κολοκοτρώνης γνώρισε αμέσως το ένδυμα και αναστέναξε ήσυχα, ενώ την ίδια στιγμή έδινε τον λόγο του στο φονιά να εκπληρώση το αίτημά του. Έτυχε όμως ο Γέρος να είναι στο τραπέζι και τον κράτησε να φάνε.
η μάννα όμως του Κολοκοτρώνη δεν βάσταξε και του είπε :
-Παιδί μου, στο τραπέζι μας θα τόνε βάνης το φονιά του παιδιού μου ;
-Σώπα, μάννα, είπε ο Στρατηγός. Αυτό είναι το μεγαλύτερο μνημόσυνο, που κάνουμε του σκοτωμένου.
Ανοχή και συγχωρητικότητα αποδεικνύουν το μεγαλείο της ψυχής του.
*
η περίφημη δίκη
Σέ μια στιγμή του σκληρού αγώνα, επειδή επρόκειτο να διαλυθεί η συνέλευση της Τροιζήνας και να εκλέξουν πρόεδρο του Βουλευτικού, η διχόνοια, όπως τόσες άλλες φορές πριν, ξαναφούντωσε. Ευτυχώς, όμως, κοντά τους είναι ο μεγάλος συμφιλιωτής, ο αμνησίκακος πολεμάρχης, ο Κολοκοτρώνης : «Είδα την χασμωδίαν και το παράξενο του κόσμου. Εσηκώθηκα ολόρθος : Σεβαστή Συνέλευσις, ημείς καθήμεθα και φιλονεικούμε δια πρόεδρον του Βουλευτικού, και η πατρίς μας κινδυνεύει να χαθεί, και έχομεν συνέλευσιν επτά μήνες, και πρόεδρος εις την Ανατολικήν Ελλάδα είναι ο Κιουταχής, και πρόεδρος της Πελοποννήσου ο Ιμπραΐμης, και ημείς καθήμεθα και φιλονεικούμε, και τώρα ήλθεν ο Μάης, και η Αθήνα κινδυνεύει, και η Πελοπόννησος κινδυνεύει εχάθηκεν ένας από τους Έλληνας πληρεξουσίους να κάμωμεν Πρόεδρον ; Όμως καθήμεθα και φιλονεικούμε».
και όμως τι τρομερό! Λίγα χρόνια αργοτέρα, την εποχή της Αντιβασιλείας, οι Βαυαροί μαζί με μικρόψυχους Έλληνες τον καταδιώκουν. Από φθόνο και μίσος τον διαβάλλουν και τον συκοφαντούν. Φθάνουν μάλιστα στο σημείο να στείλουν ένα απόσπασμα χωροφυλάκων για να τον συλλάβουν τη νύχτα της 7ης Σεπτεμβρίου 1833. ο Γέρος πετάχτηκε απ το κρεββάτι του κι άρχισε να ντύνεται. και με φοβερή πίκρα ειπέ στον επικεφαλής μοίραρχο :
-μα δε μου λες, κύριε μοίραρχε : τι χρειαζόταν τόσος στρατός ; για μένα ήρθαν τόσοι αρματωμένοι άνθρωποι ; μπα, σε καλό σας! Έφτανε να μου στείλουν ένα σκυλί μαλλιαρό, από εκείνα που κάνουν θελήματα, με ένα γράμμα να πάω στ Ανάπλι και με ένα φανάρι στο στόμα του, για να μας φέγγει και των δυο μας!
Σέ λίγη ώρα ο ένδοξος στρατηγός βρέθηκε κλεισμένος σ ένα υγρό κελλί της φυλακής του Ίτσ-Καλέ. Εκεί έμεινε απομονωμένος κι ήρεμος ως τις 30 Απριλίου 1834 που άρχισε η περίφημη δίκη, η οποία κράτησε πολλές ημέρες και τελείωσε στις 26 Μαΐου 1834. Πρόεδρος του Δικαστηρίου ήταν ο Αναστάσιος Πολυζωΐδης και μέλη του Δικαστηρίου ο Γ. Τερτσέτης, ο Δ. Σούτσος, ο α. Βούλγαρης και Φ. Φραγκούλης. στο εδώλιο του κατηγορουμένου βρέθηκαν ο Γέρος του Μωριά, ο εξάδελφός του Δημήτρης Πλαπούτας, πρωτεργάτης κι αυτός της επανάστασης του 1821, ο Κίτσος Τζαβέλας και μερικοί ακόμα αγωνιστές.
η ποινή για τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα ήταν θανατική εκτέλεση στη λαιμητόμο, εντός 24 ωρών. στο άκουσμά της ο πρώτος σταυροκοπήθηκε και είπε : «Μνήσθητί μου Κύριε», ο δεύτερος αναλύθηκε σε λυγμούς. το ακροατήριο έμεινε άναυδο.
«Άδικα σε σκοτώνουν στρατηγέ», ψιθύρισε στον Κολοκοτρώνη ένα από τα παλικάρια του, που του συμπαραστεκόταν.
η Ιστορία δεν έγραψε το όνομά του. Όμως κατέγραψε την απάντηση που έδωσε ο αγέρωχος πολέμαρχος : «γι αυτό λυπάσαι ; Καλύτερα να σε σκοτώνουν άδικα, παρά δίκαια!».
*
ο αντιβασιλεύς Μάουερ είχε εκ των προτέρων αποφασίσει την θανατική καταδίκη των δύο ηρώων. για την ευόδωση των σκοπών του χρησιμοποίησε τον υπουργό Δικαιοσύνης Κ. Σχινά και τον εισαγγελέα της έδρας, κάποιον μασoν. Όταν η ακροαματική διαδικασία ολοκληρώθηκε, ο Πολυζωΐδης ως πρόεδρος, κάλεσε το δικαστήριο σε διάσκεψη. ο Μάουερ ήθελε να τελειώσει με συνοπτικές διαδικασίες η διάσκεψη. Συνέβη, όμως ο Πολυζωΐδης να έχει σχηματίσει ακλόνητη δικαστική πεποίθηση ότι οι κατηγορούμενοι ήταν αθώοι.
Πρώτος πήρε τον λόγο ο Τερτσέτης και μίλησε για την αθωότητα των δύο πολέμαρχων. ο Σούτσος που ήταν γαμπρός του Σχινά, ψήφισε υπέρ της καταδίκης σε θάνατο. το ίδιο και οι Βούλγαρης, Φραγκούλης. Μέχρι στα γόνατά τους έπεσαν ο Πολυζωΐδης και ο Τερτσέτης για να τους μεταπείσουν. Εκείνοι έσπευσαν στον υπουργό Δικαιοσύνης για να δουν τι θα κάνουν. Έγινε έξαλλος. τους διέταξε να επιστρέψουν στην αίθουσα συσκέψεων. Ταυτόχρονα έστειλε αστυνομικούς κλητήρες για να φέρουν πίσω τους δύο αντιρρησίες, που στο μεταξύ είχαν γυρίσει στα σπίτια τους. ο Σχινάς συνεννοείται με τον Μάουερ, σπεύδει με την επίσημη στολή του στο δικαστήριο και διατάσσει τους δύο διαφωνούντες να υπογράψουν τη θανατική καταδίκη.
«εν ονόματι του βασιλέως σας διατάσσω να υπογράψετε την απόφαση», φωνάζει.
«Προτιμώ να μου κόψετε το χέρι!», απαντά ο Πολυζωΐδης.
«δεν θα με έχετε συνεργό στον φόνο δύο αθώων ανθρώπων», λέει ψύχραιμα ο Τερτσέτης.
Έξαλλος ο υπουργός Δικαιοσύνης παραγγέλλει στους αστυνομικούς κλητήρες να χρησιμοποιήσουν τις ξιφολόγχες για να σύρουν τους δύο νομικούς στην αίθουσα του δικαστηρίου. οι χωροφύλακες εκτελούν την εντολή, τους χτυπούν, τους σκίζουν τα ρούχα. την απόφαση διάβασε ο Σούτσος, ενώ ο Πολυζωΐδης κρατούσε το κεφάλι του ανάμεσα στις παλάμες του. η απόφαση προκάλεσε μεγάλο σάλο. Λίγες ώρες αργότερα η βαυαρική αντιβασιλεία υποχρεώθηκε να μετατρέψει την ποινή σε κάθειρξη. με την ενηλικίωσή του ο Όθων έδωσε χάρη.
στο μεταξύ, ο Κολοκοτρώνης είχε περάσει στις φυλακές μεταχείριση, που δεν του είχαν επιφυλάξει ούτε οι Οθωμανοί διώκτες του. Έζησε για επτά μήνες στις φυλακές στο Παλαμήδι και την Ακροναυπλία.
στα απομνημονεύματά του, που διηγήθηκε στον Τερτσέτη, ο Κολοκοτρώνης αναφέρει με πόνο : «Μ έβαλαν εννέα μήνες φυλάκιση, χωρίς να βλέπω κανέναν εκτός από τον δεσμοφύλακά μου. δεν ήξερα τόσους μήνες τι γίνεται έξω, ποιος ζει, ποιος πεθαίνει, ποιον άλλον έχουν φυλακισμένο. δεν ήξερα γιατί μ έχουν φυλακισμένο. Ποτέ δεν πίστευα ότι θα φτάσουν σε τέτοιο σημείο να φτιάξουν ψευδομάρτυρες».
Σώζεται το Πρακτικό της απόφασης όπου διακρίνεται το κενό των δύο Δικαστών, οι οποίοι δεν υπέγραψαν. Όταν τον Μάϊο του 1835 εξήλθε από τις φυλακές, ολόκληρο το Ναύπλιο ήταν στο πόδι, την ώρα που κατέβαινε ο Αρχιστράτηγος τα 999 σκαλοπάτια της τεράστιας σκάλας του Παλαμηδιού. Βρέθηκε, ξαφνικά, από το κελλί της φυλακής, ελεύθερος μέσα στο πέλαγος πρωτοφανούς για την εποχή εκείνη κοσμοπλημμύρας, ανάμεσα στα παιδιά του, στους συγγενείς του, στους παλιούς του συναγωνιστές και συνεργάτες του, στον κόσμο που τον λάτρευε και τον σεβόταν σαν εθνικό ήρωα και ελευθερωτή.
στα Απομνημονεύματά του ο Γέρος του Μωριά περιγράφει με λίγες λέξεις : «Εκατέβηκα από το Παλαμήδι και έβλεπα άλλους να κλαίουν, άλλους να γελούν και άλλους να φωνάζουν : Ζήτω ο βασιλεύς, ζήτω η δικαιοσύνη! Εκείνη η υποδοχή μ έκανε να λησμονήσω όλες τις δυστυχίες που επέρασα!».
Όλοι τον πολιορκούσαν ασφυκτικά και ήθελαν να τον αγκαλιάσουν και να τον φιλήσουν στα χέρια, στο πρόσωπο. Δάκρυα χαράς κυλούσαν από τα μάτια του στρατάρχη, που έβλεπε και τους εχθρούς του ακόμη να μετέχουν στις εκδηλώσεις της λαϊκής χαράς.
*
σε λίγες ημέρες ο Κολοκοτρώνης έφθασε στη νέα πρωτεύουσα της Ελλάδος, στην Αθήνα. ο νεαρός βασιλεύς τον εκάλεσε στο παλάτι και του έσφιξε το χέρι. ο Όθων παρεκάλεσε τότε τον στρατηγό Κολοκοτρώνη να δεχθεί να μετάσχει ως μέλος στο νεοσύστατο Συμβούλιο της Επικρατείας. ο στρατηγός δέχτηκε. και μαζί με την ευγνωμοσύνη στον βασιλιά και τους δισταγμούς του αν αυτός ήταν άξιος ν αναλάβει το βάρος μιας τόσο τιμητικής υπηρεσίας.
-Στρατηγέ, του είπε τότε ο νεαρός βασιλιάς, η Ελλάς σας οφείλει πολλά. οι υπηρεσίες σας προς το Έθνος υπήρξαν εξαιρετικές!
Η σπουδαία ομιλία του στην Πνύκα
Τόν Νοέμβριο του 1838 ο αρχιστράτηγος έδωσε από την Πνύκα την πνευματική του διαθήκη στην ελληνική νεολαία. ο λόγος του Κολοκοτρώνη στην Πνύκα είναι ένα μνημείο της φιλολογίας, που θα έπρεπε να διαβάζεται στα σχολεία μας. Καταγεγραμμένος από τον Γυμνασιάρχη Γ. Γεννάδιο, δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Αιώνα» της 13ης Νοεμβρίου 1838. Δύο απεσταλμένοι μαθητές προσκάλεσαν από την οικία του τον στρατηγό Κολοκοτρώνη στην Πνύκα. οι κάτοικοι των Αθηνών αγνοούσαν μέχρι εκείνη την στιγμή την περίσταση ταύτη. Άμα η φήμη διεδόθη, συνέρρευσε πλήθος διαφόρων επαγγελμάτων και τάξεων άνθρωποι. ο δε στρατηγός Κολοκοτρώνης περιτριγυρισμένος και από τους μαθητές και από τούτους, επί του βήματος της Πνύκας, μίλησε τον ακόλουθο λόγο :
-Παιδιά μου! εις τον τόπο τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί, και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη των. Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλη δόξα των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρό του αγώνος και προ αυτού και ύστερα απ αυτόν ο ίδιος επαρατήρησα, και απ αυτά να κάμωμε συμπερασμούς και δια την μέλλουσαν ευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα. και δια τους παλαιούς Έλληνας, οποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας, στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, δια ταύτα σας λέγουν καθ ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμένοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκετός. σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των.
-εις τον τόπον, τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί Έλληνες, από τους οποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο. Αυτοί διέφεραν από ημάς εις την θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τις πέτρες και τα ξύλα. Αφού ύστερα ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, οι λαοί όλοι επίστευσαν εις το Ευαγγέλιό του και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα. δεν επήρεν μαζί του ούτε σοφούς ούτε προκομμένους, αλλ απλούς ανθρώπους χωρικούς και ψαράδες και με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος έμαθαν όλες τις γλώσσες του κόσμου, οι οποίοι, μολονότι όπου και αν έβρισκαν εναντιότητες, και οι βασιλείς και οι τύραννοι τους κατέτρεχαν, δεν ημπόρεσε κανένας να τους κάμη τίποτα. Αυτοί εστερέωσαν την πίστιν
Καί συνεχίζει ολίγον παρακάτω :
-Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν είχαμε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «που πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.
και αφού μίλησε για την αξία της ομόνοιας και το κακό της διχόνοιας κατά την διάρκεια του Αγώνα συνέχισε :
Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοί σας. σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχόνοιας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ ολίγον περάσει. την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθή η νύκτα και η αυριανή ημέρα. εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, όπου ημείς ελευθερώσαμε· και δια να γίνει τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία».
προς την αιωνιότητα
Ύστερα από λίγο καιρό ο γέρο Κολοκοτρώνης καταλαβαίνει ότι το τέλος του πλησιάζει την τελευταία Μ. Σαρακοστή, πριν κλείσει τα μάτια για πάντα, γυρίζει όλο το Μωριά, προ πάντων τα μέρη που έζησε, αγάπησε, πολέμησε. Έρχεται να ζητήσει από όλους συγγνώμη, σαν ένας που θάφευγε για μακρινό ταξίδι. Κατόπιν κοινωνεί των Αχράντων Μυστηρίων, ήσυχος και ειρηνικός
Έπειτα κατευχαριστημένος, γιατί ξαλάφρωσε η ψυχή του, γυρίζει στην Αθήνα.
«την πρωτοχρονιά του 1843, έτους του θανάτου του, γράφει ο Τερτσέτης, ο Κολοκοτρώνης ανέβηκε εις το υψηλότερο μέρος της νεοκτισμένης κατοικίας του, να αποφύγει τους πολλούς χαιρετισμούς της ημέρας από τα γηρατειά και τας ασθενείας επεθύμει ανάπαυσιν. Αγνάντευε από τα παράθυρα και την πρασινάδα των ελιών και την πόλιν των Αθηνών. οι στενοί του γνώριμοι όμως ανέβαιναν και εκεί να του ευχηθούν την καλήν χρονιάν».
Ύστερα από λίγο καιρό, τη νύκτα της 4ης Φεβρουαρίου 1843, ο Γέρος του Μωριά αφήνει την πρόσκαιρη ζωή και φεύγει για την αιωνιότητα.
«η είδηση του θανάτου του Κολοκοτρώνη ανατάραξε την Αθήνα. Όλα τα μαγαζιά και τα εργαστήρια έκλεισαν και κύματα πήγαιναν και έρχονταν ο κόσμος στο σπίτι του στρατάρχη. με τα πλήθη αυτά έφθασαν και οι παλιοί αγωνιστές, οι οποίοι τον καταφιλούσαν κι έκλαιγαν μ αναφυλλητά».
την ημέρα της κηδείας του η πομπή με τον μεγάλο νεκρό από το σπίτι του έφθασε στο Σύνταγμα και από εκεί κατέβηκε την οδό Ερμού και μπαίνοντας στην οδό Αιόλου έφθασε στην Αγία Ειρήνη. Ήταν τόσος ο κόσμος που η αρχή της πομπής είχε φθάσει στην εκκλησία, όταν η ουρά δεν είχε μπει ακόμα στην οδό Ερμού. τα παράθυρα και τα μπαλκόνια από όπου πέρασε η νεκρική πομπή ήταν γεμάτα από κόσμο. Όλων τα μάτια ήταν βουρκωμένα. Όλοι θρηνούσαν τον μεγάλο αγωνιστή.
στην Αγία Ειρήνη ψάλθηκε η νεκρώσιμος ακολουθία, η οποία διήρκησε επί τρίωρον μεθ όλας τας τιμάς και ακολούθως η ταφή εγένετο εις το α Κοιμητήριον των Αθηνών, όπου και εξεφώνησε επιτάφιο λόγο ο Παναγιώτης Σούτσος, Σύμβουλος Επικρατείας.
Άπαντα τα κατά την κηδείαν του Κολοκοτρώνη εξεδόθησαν υπό εκδότου Νικολάου Παπαδοπούλου το έτος 1843 και επανεκδόθηκαν από τον αντιναύαρχο Π. Ν. ε. α. Δημήτριο Βρασίδα Καλλέργη, το έτος 2004.
Κατακλείς :
ο λόγος του Κολοκοτρώνη προς τους νέους στην Πνύκα : «Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι όταν επιάσαμε τα άρματα, είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος», αποτελεί εσαεί ιερόν απόφθεγμα. και το δακτυλίδι του με το μονόγραμμα Θ. Κ. που αφιέρωσε ο ίδιος ως τάμα του κατά την προσκυνηματική μετάβασή του στην Μεγαλόχαρη της Τήνου το έτος 1838, παραμένει ανεκτίμητος θησαυρός πίστεως και ευλάβειας προς την Παναγία.
Πράγματι, αυτά τα ιδεώδη του ορθόδοξου χριστιανού και του έλληνα πατριώτη ήταν ζωγραφισμένα μέσα στη ψυχή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Μέσα στην γενναία του καρδιά, κρύβονταν οι μυστικοί του πόθοι για την δόξα του Ελληνισμού. γι αυτό και μπορεί το «κολοκοτρωνέϊκο ήθος» να εμπνεύσει και τις νεότερες γενιές. και το ήθος αυτό είναι η καθημερινή ενσάρκωση της ελληνορθόδοξης συναλληλίας. Πίστη στο Θεό και αγάπη προς την πατρίδα.
Κατακλείω τον λόγον με την φράση, η οποία έχει χαραχθεί στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη που στήθηκε το 1904 εδώ στην Αθήνα, επί της οδού Σταδίου. «Έφιππος χώρει Γενναίε Στρατηγέ ανά τους αιώνας, διδάσκων τους λαούς, πως οι δούλοι γίνονται ελεύθεροι».
ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης μένει ως η μεγαλύτερη και η υπεροχότερη στρατιωτική φυσιογνωμία της ελληνικής εποποιΐας του 21. η βαθειά του πίστη στο Θεό και η αγάπη του στην Ελλάδα τον καθιστούν κορυφή όρους υψηλού.