Του Σεβ. Μητροπολίτου Σουηδίας κ. Κλεόπα
ΣΟΥΗΔΙΑΣ ΚΛΕΟΠΑΣ – Σ’ ένα κόσμο ταραγμένο, που απλώνεται παντού η καταχνιά από τις ακοές πολέμων και την τόση ακαταστασία παγκοσμίως, το μήνυμα των μακαρισμών “Μακάριοι οι ειρηνοποιοί, ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται”, από την επί του Όρους των Ελαιών ομιλία του Κυρίου μας, μοιάζει επίκαιρο, όσο ποτέ άλλοτε.
Απειλές από παντοδύναμες χώρες, που εκδαπανούν δισεκατομμύρια το χρόνο για εξοπλιστικά συστήματα – και δυστυχώς, όχι για την καταπολέμηση της φτώχιας, την παιδεία και τον πολιτισμό -, φέρνουν στον κόσμο μας αναταραχή και σκορπούν ένα πέπλο απελπισίας και απόγνωσης, επιβεβαιώνοντας την επικράτηση του κακού στον κόσμο.
Κατά την πρόσφατη ενασχόλησή μου και την μελέτη κειμένων του ιεραποστολικώς εργασαμένου στην Ιερά Μητρόπολη Σουηδίας και καταλιπόντος μνήμη χαρισματικού, ευσεβούς και εναρέτου κληρικού, του μακαριστού Αρχιμανδρίτου π. Ευσεβίου Βίττη, βρήκα επιστολές του Γέροντος προς τους ομογενείς στην Σκανδιναυία, όπου διαφαίνεται η ποιμαντική αγωνία του, αλλά και η θεολογική τοποθέτησή του επί του φαινομένου του κακού στον κόσμο.
Ο π. Ευσέβιος κατέληγε την δημοσιευθείσα συλλογή των εν λόγω ομιλιών του, υπό τον τίτλο “Κάθε μήνα – Ένα γράμμα για σένα”, ως εξής: “Σε χαιρετώ. Με πολλή και θερμή αγάπη, ο αδελφός σου Ελλάδιος”.
Ο Γέροντας χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο “Ελλάδιος”, τα πρώτα χρόνια της παραμονής του στο ησυχαστήριό του, στο Ρέττβικ της Σουηδίας, αποφεύγοντας συστηματικώς την δημοσιότητα.
Παραθέτω αυτούσια την ομιλία του Γέροντος για το εν λόγω θέμα και θεωρώ ότι το μήνυμά του είναι επίκαιρο και διαχρονικό, μιμούμενος το παράδειγμα του Κυρίου μας, του Οποίου ο Ευαγγελικός λόγος παραμένει “χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας”.
Ιδού η κατά πάντα επίκαιρη ομιλία του Γέροντος Ευσεβίου, αφιερωμένη στα Χριστούγεννα, του αυθεντικού και γνησίου αυτού Λευίτου με την οσιακή τελευτή:
“Διαβάζοντας την ιστορία των γεγονότων που συνδέονται με τη γέννηση του Ιησού, σταματούμε έκπληκτοι, αλλά και γεμάτοι δίκαιη αγανάκτηση, μπροστά σ’ ένα γεγονός: Τη σφαγή των αθώων νηπίων της Βηθλεέμ (Ματθ. 2,16). Ο Ηρώδης πάνω στην τυφλή μανία του μη τυχόν χάση το θρόνο του, σκότωσε όλα τα νήπια της Βηθλεέμ και των περιχώρων της! Νόμιζε πως έτσι θα σκότωνε σίγουρα και τον υποτιθέμενο αντίπαλό του. Και προβάλλει η δικαιολογημένη απορία σου: Τι έφταιγαν τα αθώα νήπια για να σκοτωθούν χωρίς λόγο; Τι έφταιγαν οι φτωχές μανούλες τους να τα χάσουν από την αγκαλιά τους κατ’ αυτόν τον απάνθρωπο τρόπο; Και γιατί επέτρεψε ο Θεός τη φριχτή αυτή αδικία και το ανήκουστο αυτό κακούργημα;
Το φυσικό και εντελώς αυθόρμητο αυτό ερώτημά σου μπορεί να διευρυνθή και να περιλάβη όλο τον πόνο των αθώων και την αδικία που γίνεται στον κόσμο αυτόν. Και ακόμα πιο πολύ: Την ύπαρξη του κακού, φυσικού και ηθικού, στον κόσμο. Γιατί τα ανάπηρα παιδιά π.χ.; Γιατί τα θύματα των αυθαίρετων δικτατοριών και ολοκληρωτισμών; Γιατί τα απειράριθμα θύματα των φυσικών καταστροφών; Γιατί οι πόλεμοι; Γιατί;…Γιατί;… Δεν τα βλέπει όλα αυτά ο Θεός; Κι’ αν τα βλέπει γιατί δεν τα προλαβαίνει; Γιατί ανέχεται την ύπαρξη του κακού; Που είναι η δικαιοσύνη, η πρόνοια και η αγάπη του; Μήπως όλα αυτά είναι μόνο φαντασίες; Μήπως δεν υπάρχει καν Θεός που να ενδιαφέρεται για τη σκληρή μοίρα μας; Αμείληκτα, αλήθεια, αυτά τα ερωτηματικά, που θα μπορούσαν να γίνουν αμέτρητα.
Δεν είμαστε ούτε εγώ ούτε εσύ οι πρώτοι που τα θέτουμε. Απασχόλησαν ανέκαθεν το ανθρώπινο πνεύμα και το σκανδάλισαν. Όχι μόνο σαν θεωρητικό πρόβλημα κάποιων ανθρώπων που το σκέφτονται στο γραφείο τους, αλλά σαν πρόβλημα ζωής, σαν φοβερή και τραγική προσωπική δοκιμασία, σαν απερίγραπτη τραγωδία αναρίθμητων υπάρξεων.
Πολλά δυνατά πνεύματα ασχολήθηκαν με το πρόβλημα αυτό και χιλιάδες είναι οι σελίδες, που γράφτηκαν πάνω στο θέμα με πολύτιμες σκέψεις, στην προσπάθειά τους να αποσαφηνίσουν και να βρούν κάποια απάντηση. Θα ήταν αστείο, αν όχι ανόητο, να επιχειρηθή εδώ, απάντηση στο πρόβλημα αυτό μέσα στο στενώτατο χώρο που διαθέτουμε. Όμως θα προσπαθήσω να διατυπώσω ο,τι οι φτωχές μου δυνάμεις και ο στενός χώρος επιτρέπουν, τονίζοντας μερικές απόψεις που, ελπίζω, βοηθούν να ιδούμε το θέμα με το φως της πίστης.
Η θρησκευτική σκέψη και βίωση αντιμετωπίζει το θέμα του κακού και του πόνου υπό τις διάφορες επόψεις του. Αναφέρω ενδεικτικά μόνο το περίφημο βιβλίο του Ιώβ στην Παλαιά Διαθήκη και τους Ψαλμούς 36, 48, 72. Οι ιεροί συγγραφείς τους δεν διστάζουν να εκφράσουν με τον πιο εμφαντικό και ειλικρινή τρόπο τα συγκλονιστικά ερωτηματικά τους.
“Εμού δε παρά μικρόν ασαλεύθησαν οι πόδες, παρ’ ολίγον εξεχύθη τα διαβήματά μου”, λέγει ο Ψαλμωδός. Κλονίσθηκα. Κόντεψα να πέσω στο χάος, στο απύθμενο βάραθρο της απιστίας και αθείας, βλέποντάς τα αυτά τα φοβερά ζητήματα μπροστά μου. Τα ίδια περίπου λέει και ο Ιώβ στο 21ο κεφάλαιο του ομωνύμου βιβλίου. Νομίζει κανείς πως μιλούν σημερινοί άνθρωποι γεμάτοι οδύνη και σπαραγμό μπρός στο κακό, του οποίου τις φοβερές συνέπειες δοκιμάζουν στη ζωή τους.
Δεν είναι εύκολο να δοθή απάντηση στο πρόβλημα του κακού και της δοκιμασίας των αθώων ανθρώπων. Είναι μάλλον βέβαιο, πως η ανθρώπινη σκέψη στέκει μπρός σ’ ένα βαθύτατο μυστήριο, στο οποίο αδυνατεί να εισδύση. Το ότι π.χ. οι άδικοι, οι ψεύτες, οι απατεώνες, οι εγκληματίες, οι εκμεταλλευτές, οι αδίστακτοι, οι θρασείς, οι ασυνείδητοι, οι ανήθικοι, οι δυνατοί του κόσμου αυτού ευημερούν, τα έχουν όλα καλά και δεν δοκιμάζουν τις δυσκολίες του φτωχού, του τίμιου, του ευσυνείδητου, του ηθικού και ενάρετου, είναι ένα γεγονός. Βασανίζονται οι ψυχές των τελευταίων. Γιατί, αναρωτιούνται οι ίδιοι, γιατί εκείνοι να τα έχουν όλα και οι καλοί να δοκιμάζωνται και μάλιστα σκληρά; Γιατί οι κάθε λογής αιμοβόροι Ηρώδες να χύνουν αίμα αθώων και αδυνάτων πλασμάτων; Δεν τους ικανοποιεί όμως η λύση: Αφού έτσι είναι, ας γίνουμε κι’ εμείς τέτοιοι! Αν αυτή ήταν η λύση του προβλήματος, δεν θα είχε τότε την τραγικότητα που παρουσιάζει. Ο καθένας θα γινόταν απλούστατα λιποτάκτης της ηθικότητας και της αρετής και θα κατατασσόταν στο στρατόπεδο της ατιμίας και της ασυνειδησίας. Τα ερωτηματικά θα κατέπαυαν ίσως έτσι. Κι’ όλα θα πήγαιναν “καλά”. Αυτό όμως δεν γίνεται. Με κανένα τρόπο. Οι ενάρετοι και οι άγιοι άνθρωποι δεν δέχονται να μεταπηδήσουν στο συφερτό των διεφθαρμένων, των ασεβών, των άπιστων, όσο κι’ αν ωρισμένοι αδύνατοι λιποταχτούν πότε πότε. Αυτοί θέλουν να μένουν σταθεροί στο στρατόπεδο των αγωνιστών, των τίμιων, των ευσυνειδήτων, των παιδιών του Θεού. Μα η καρδιά σπαράζει στο θέαμα του κακού. Τα αναρίθμητα “γιατί” τη συγκλονίζουν. Τι θα μπορούσε λοιπόν να λεχθή σ’ αυτές;
Η καθαρά ανθρώπινη λογική αντιμετώπιση του ζητήματος είναι καταδικασμένη σ’ αποτυχία. Η μόνο αντιμετώπισή του είναι δυνατή εν πίστει. Μονάχα αν το δη κανείς με τα μάτια της πίστης και το μετρήση με τα μέτρα του Θεού, μπορεί να βρη την απάντηση που γαληνεύει την ταραγμένη καρδιά και επαναπαύει την όλη ύπαρξη. Αυτό κάνει ο Ψαλμωδός. Για να ιδή καθαρά το ζήτημα και για να το λύση σωστά νιώθει την ανάγκη να φύγη από τον φυσικό ανθρώπινο χώρο. Μπαίνει γι’ αυτό στο “αγιαστήριον” του Θεού. Έρχεται σε μυστική (επί) κοινωνία με τον Θεό και προσπαθεί να ιδή με το περισκόπιο του Θεού την όλη κατάσταση (Ψαλμός 72, 25-28). Το ίδιο κάνει και ο πιστός κάθε εποχής. Ιδιαίτερα ο πιστός Χριστιανός. Ο Χριστιανός διαθέτει περισσότερα στοιχεία από τον πιστό της Παλαιάς Διαθήκης. Μπροστά του εκτείνεται ο πάμφωτος ορίζοντας της αιωνιότητας, που τον φωτίζει ο αιώνιος Λόγος-Χριστός. Με το φως του Λόγου βλέπει όλα τα ζητήματα. Και ιδιαίτερα το ακανθώδες ζήτημα του κακού και του πόνου, που μας απασχολεί εδώ.”
(“ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΚΑΚΟ (α) & (β)”. Ortodox Kyrkotidning, 100 (Nov.-Dec. 1974).)