ΜΟΡΦΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΣ: Ο ένδοξος νέος ιερομάρτυς τού Χριστού Φιλούμενος, ο Θεώ πεφιλημένος καί τόν Θεόν φιλήσας σφόδρα, τό νεοφανές καύχημα τής Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, ο φύλακας Αγίων Τόπων καί τηρητής αγίων τρόπων, η ένθεος απαρχή τών μαρτύρων τών εσχάτων χρόνων, ήταν γέννημα καί θρέμμα τής αγιοτόκου νήσου Κύπρου.
Ο κατά κόσμον Σοφοκλής Ορουντιώτης γεννήθηκε στίς 15 Οκτωβρίου τού έτους 1913 στήν ενορία τού Αγίου Σάββα στή Λευκωσία, αλλά έλκει τήν καταγωγή του από τό χωριό Ορούντα τής Μητροπολιτικής Περιφέρειας Μόρφου.
Γόνος ευλαβών γονέων καί τόν Θεόν φοβουμένων τού Γεωργίου καί τής Μαγδαληνής Χασάπη καί «υποτακτικός» τής ευλογημένης γιαγιάς του Αλεξάνδρας, ο άγιος Φιλούμενος μυήθηκε από πολύ νωρίς σ ένα μοναχικό τυπικό ζωής. Παιδιόθεν έμαθε νά προσεύχεται, νά νηστεύει, νά εκκλησιάζεται καί νά μελετά τήν Αγία Γραφή, τά συναξάρια καί τούς βίους τών αγίων. Ιδιαίτερα τού άρεσε νά διαβάζει τόν βίο τού αγίου Ιωάννου τού Καλυβίτου, τού οποίου η βιοτή τόσο τόν είχε θέλξει, ώστε άναψε μέσα του έντονη τήν επιθυμία νά αναχωρήσει εκ τού κόσμου γιά νά ζήσει τήν κατά Θεό μοναχική ζωή.
Έτσι, τό καλοκαίρι τού 1927, μαζί μέ τόν δίδυμο αδελφό του Αλέξανδρο (τόν μετέπειτα ιερομόναχο Ελπίδιο), εγκατέλειψαν τό πατρικό τους σπίτι καί μετέβησαν στήν παλαίφατη καί περιώνυμη Μονή τού Σταυροβουνίου, όπου κοινοβίασαν καί παρέμειναν γιά 5 χρόνια, υποτασσόμενοι «εν παντί» στόν τότε ηγούμενο, ενάρετο Γέροντα Βαρνάβα.
Τό 1934 Θεού τή νεύσει τά δύο ευλογημένα τούτα αδέλφια, μετά από διετή ανάρρωση ένεκα ασθένειας, αναχωρούν από τήν τροφό Μονή Σταυροβουνίου καί μεταβαίνουν στά Ιεροσόλυμα, γιά νά εγγραφούν στό εκεί Γυμνάσιο τού Πατριαρχείου. Στόν τρίτο χρόνο φοίτησής τους στό Γυμνάσιο, ο Σοφοκλής καί ο Αλέξανδρος κείρονται μοναχοί από τόν τότε Πατριάρχη Τιμόθεο Θέμελη, μετονομασθέντες σέ Φιλούμενο καί Ελπίδιο, αντιστοίχως. Λίγους μήνες μετά, χειροτονήθηκαν καί διάκονοι. Τό 1943 ο Φιλούμενος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καί έξι χρόνια αργότερα έλαβε καί τό οφφίκιο τού Αρχιμανδρίτη.
Ενώ ο αδελφός του Ελπίδιος, μετά από πολυποίκιλη ευδόκιμη διακονία στούς Αγίους Τόπους, αναχώρησε από τήν Αγία Γή, ακολουθώντας μία ευλογημένη πορεία διακονίας σέ πολλούς τόπους καί χώρες, ο άγιος Φιλούμενος, αποφοιτώντας από τή Σχολή τού Πατριαρχείου, παρέμεινε στούς Αγίους Τόπους, όπου υπηρέτησε ευδοκίμως, ως μέλος τής Αγιοταφικής αδελφότητας, επί 45 συνεχή χρόνια. Διακόνησε ως ηγούμενος σέ διάφορα προσκυνήματα στήν Τιβεριάδα, στήν Ιόππη, στή Μονή τού Αρχαγγέλου, στή Ραμάλλα, στόν Αββά Θεοδόσιο, στόν Προφήτη Ηλία, στό Φρέαρ τού Ιακώβ απ όπου υπηρέτησε μέ πολλή αγάπη καί πόνο τό εκάστοτε ποίμνιό του.
Ο κόσμος, καί κυρίως οι απλοί άνθρωποι, μέ τούς οποίους συναναστρεφόταν καθημερινά, στηρίζοντάς τους πνευματικά καί υλικά, τόν αγαπούσαν καί τόν σέβονταν. Πολλοί μάλιστα τόν ευλαβούνταν ως άνθρωπο οσιακής βιοτής, αφού από πολύ νωρίς απέκτησε τή φήμη ενός εξαιρετικού ιερομονάχου καί πνευματικού.
Η ζωή του ήταν απλή καί ταπεινή, σύμφωνη, όσο ήταν δυνατόν, μέ τό αυστηρό μοναχικό τυπικό, πού παρέλαβε ως παρακαταθήκη από τούς πρώτους πνευματικούς του πατέρες στό Σταυροβούνι. Συνέβη καί μέ τόν άγιό μας αυτό, πού λένε τά πατερικά κείμενα, ότι δηλαδή η πρώτη «βαφή» στήν πνευματική ζωή παραμένει ανεξίτηλη. Ο ίδιος ήταν πολύ αυστηρός νηστευτής συνήθως έτρωγε ελάχιστα καί χωρίς νά έχει απαιτήσεις γιά τό είδος τού φαγητού. Τό ίδιο αυστηρός ήταν καί στό θέμα τής προσευχής καί τής τέλεσης τών Ακολουθιών. Στίς Ακολουθίες, μάλιστα κατά τό διάστημα πού υπηρέτησε ως Τυπικάρης στόν μοναστηριακό ναό τών Αγίων Κωνσταντίνου καί Ελένης, ήθελε τό τυπικό καί η εκκλησιαστική τάξη νά τηρούνται μέ πολλή ακρίβεια.
Αγαπούσε ιδιαίτερα τή μελέτη γι αυτό καί ήταν καλά καταρτισμένος θεολογικά καί τού άρεσε νά διηγείται κομμάτια από τά βιβλία πού διάβαζε στούς προσκυνητές πού τόν επισκέπτονταν. Πολλές φορές τού είχαν προτείνει νά φύγει από τά Ιεροσόλυμα γιά νά σπουδάσει καί επιστρέφοντας νά ανεβεί σέ μιά ψηλότερη εκκλησιαστική τάξη. Ο άγιος όμως πάντοτε αρνιόταν, αφού ο μόνος του πόθος ήταν νά εκπροσωπεί θεάρεστα τό Πατριαρχείο Ιεροσολύμων στίς ποικίλες διακονίες πού τού ανέθετε, παραμένοντας υπόδειγμα μοναχού καί κληρικού.
Τό τελευταίο προσκύνημα, στό οποίο διορίστηκε, ήταν τό Φρέαρ τού Ιακώβ. Εκεί είχε νά αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες, γιατί συχνά τόν επισκέπτονταν φανατικοί Σιωνιστές, απαιτώντας νά αφαιρέσει τίς εικόνες καί τόν Σταυρό από τόν ναό. Πολλές φορές μάλιστα τόν απειλούσαν ότι θά τόν σκότωναν άν δέν έφευγε από τό προσκύνημα, αλλά αυτός είχε πάρει τήν απόφαση νά παραμείνει εκεί, ό,τι καί άν συνέβαινε.
Τό απόγευμα τής 29ης Νοεμβρίου τού 1979, μέρα πού η Εκκλησία μάς τιμά τή μνήμη τού παλαιού αγίου μάρτυρος Φιλουμένου τού εν Αγκύρα, μαρτυρήσαντος εν έτει 270, «άγνωστοι» εισήλθαν στό Φρέαρ τού Ιακώβ καί επιτέθηκαν στόν άγιο. Τόν σκότωσαν, κτυπώντας τον μέ τσεκούρι στό πρόσωπο, στά χέρια καί στά πόδια. Στή συνέχεια βεβήλωσαν τήν εκκλησία, ενώ, φεύγοντας, έριξαν καί μιά χειροβομβίδα, καταστρέφοντας τόν εσωτερικό χώρο σχεδόν ολοσχερώς.
Τό σκήνωμα τού αγίου μεταφέρθηκε γιά νεκροψία στό Τέλ Αβίβ καί παρόλο πού οι αρχές τό έδωσαν στούς πατέρες τού Πατριαρχείου μετά από πέντε μέρες, δέν παρουσίαζε νεκρική ακαμψία, αλλά ήταν μαλακό καί ευλύγιστο, σάν νά ήταν εν ζωή.
Η κηδεία τού μάρτυρος έγινε στόν ναό τής Αγίας Θέκλας στίς 4 Δεκεμβρίου τού 1979, παρόντων τών Αγιοταφιτών πατέρων, συγγενών τού αγίου καί πλήθους κόσμου, όχι μόνον Ορθοδόξων, αλλά καί ετεροδόξων καί μουσουλμάνων. Ακολούθησε η ταφή του στό κοιμητήριο τής Αγιοταφικής αδελφότητας στήν Αγία Σιών.
Τέσσερα χρόνια μετά τή μαρτυρική τελείωση τού αγίου Φιλουμένου, στίς 30 Νοεμβρίου τού 1983, λήφθηκε η απόφαση από τό Πατριαρχείο νά γίνει η ανακομιδή τών λειψάνων του. Όσοι ήταν παρόντες όμως στήν εκταφή του, βρέθηκαν μπροστά σέ ένα θαυμαστό γεγονός: Όταν ανοίχθηκε ο τάφος, τό σώμα τού μάρτυρος ήταν άφθορο καί ευωδιάζον, ως άνωθεν επισφράγιση τής ένταξής του «εν σκηναίς Αγίων».
Στή συνέχεια ξανακλείστηκε ο τάφος καί άνοιξε ξανά στίς 26 Δεκεμβρίου τού 1984. Τό σκήνωμα τού π. Φιλουμένου βρέθηκε καί πάλι νά ευωδιάζει καί νά διατηρεί μερική αφθαρσία. Τότε, οι Αγιοταφίτες τό τοποθέτησαν στό Ιερό Βήμα τού ναού τής Αγίας Σιών. Στίς μέρες μας έχει ολοκληρωθεί στόν τόπο μαρτυρίου τού αγίου περικαλλής τρίκλιτος ναός, τού οποίου τό ένα κλίτος είναι αφιερωμένο στό όνομά του. Εκεί μεταφέρθηκε τό 2008 καί τό χαριτόβρυτο σκήνωμά του. Σ αυτό προστρέχουν καί πολλοί πού ευλαβούνται τόν άγιο όχι μόνον Ορθόδοξοι, αλλά καί ετερόδοξοι, ακόμη καί μουσουλμάνοι ζητώντας τίς πρός τόν Κύριον πρεσβείες του. Στίς 29 Νοεμβρίου τού 2009 έγινε από τή Σύνοδο τού Πατριαρχείου Ιεροσολύμων καί η επίσημη διακήρυξη τής αγιότητος τού ευκλεούς νέου ιερομάρτυρος Φιλουμένου. Γιά περισσότερα βιογραφικά στοιχεία καί μερικές από τίς πολλές θαυμαστές παρεμβάσεις τού αγίου παραπέμπουμε τούς φιλάγιους αναγνώστες στήν πρόσφατη εξαίρετη καί άρτια έκδοση «Ο άγιος ιερομάρτυς Φιλούμενος ο Κύπριος» τής Ιεράς Μονής Αγίου Νικολάου Ορούντης τής καθ’ ημάς Μητροπολιτικής περιφερείας (Κύπρος, 2013). Μία μόνο θαυμαστή πρόρρηση τού αγίου θά παραθέσω στήν αγάπη σας, πρίν μεταβώ στή δεύτερη ενότητα τού παρόντος κειμένου.
Τό 1978, ο άγιος Φιλούμενος, ένα έτος πρίν από τό μαρτυρικό του τέλος, έτυχε νά συνοδεύει ένα λεωφορείο μέ προσκυνητές. Τότε συνέβη καί ένα ενδιαφέρον περιστατικό, τό οποίο διασώζει ο Αγιοταφίτης μοναχός Παντελεήμων.
«Όταν ήμουν ακόμα λαϊκός», αναφέρει, «ήρθα ως προσκυνητής στά Ιεροσόλυμα, μέ τόν κ. Δημήτρη Παναγόπουλο, τόν γνωστό μακαριστό λαϊκό ιεροκήρυκα. Τίς μέρες πού ήμασταν εδώ, ξεναγός στό δικό μας λεωφορείο ήταν ο άγιος Φιλούμενος. Τή μέρα, λοιπόν, πού θά επισκεπτόμασταν τό Όρος Θαβώρ, μόλις πήραμε τό δρόμο, από τόν οποίο φαίνεται η ευρύτερη εκεί περιοχή, μάς είπε: Παιδιά μου, θά σάς πώ κάτι, τό οποίο εσείς θά ζήσετε, αλλά εγώ δέν θά ζώ γιά νά τό δώ. Μέχρι εδώ (στόν κάμπο δηλαδή τού Θαβώρ), θά έρθει ο ρωσικός στρατός. Θά κατέβει από τόν Καύκασο καί θά κάνει πολλές καταστροφές. Ο σκοπός του θά είναι νά φτάσει στά Ιεροσόλυμα, αλλά εδώ θά σταματήσει δέν θά επιτρέψει ο Θεός νά πάνε παρακάτω. Αυτό, πιστεύω, ήταν μία αποκάλυψη, πού έδωσε ο Θεός στόν άγιο εκείνη τή συγκεκριμένη μέρα, μιά καί ο ίδιος ήταν αυστηρά ολιγολόγος καί, όταν μιλούσε, μιλούσε μόνο γιά νά οδηγήσει τούς ανθρώπους στόν Χριστό.»
Τό μαρτύριο τού αγίου Φιλουμένου στίς μέρες μας αποκτά ιδιαίτερη σημασία, γιατί, κατά κάποιον τρόπο, προεικονίζει τό μέλλον μας. Ένα μέλλον, πού οριοθετείται από τά παγκόσμια γεγονότα πού ζούμε, τών πολιτικών, τών γεωστρατηγικών, τών κοινωνικών, τών οικονομικών αλλαγών καί τών βιαίων ανατροπών πού συμβαίνουν σέ όλο τόν κόσμο, ειδικά στήν περιοχή μας, τήν Ανατολική Μεσόγειο, καί τήν ευρύτερη Ανατολή. Ένα μέλλον, πού τροχιοδρομεί η «Νέα Τάξη Πραγμάτων», πάντοτε ασφαλώς μέσα στό πλαίσιο τής Θείας Πρόνοιας καί παραχώρησης, γιά νά επιβάλει τήν ολοκλήρωση πραγμάτωσης τής ήδη αρξαμένης «Νέας Εποχής».
Όλοι στήν εποχή μας είμαστε δέκτες ποικίλων πειρασμών, πληροφοριών καί μηνυμάτων, πού μάς έρχονται από παντού, τά οποία πολλές φορές αδυνατούμε νά φιλτράρουμε καί νά αξιολογήσουμε επαρκώς, ιδιαιτέρως πνευματικώς, μέ αποτέλεσμα νά δημιουργείται μεγάλη σύγχυση κι ανησυχία μέσα στή ζωή μας. Ένας μεγάλος σύγχρονος Γέροντας τής Κύπρου, πρίν 30 περίπου χρόνια, ανέφερε προφητικά σέ προσκυνητές ότι, μετά τήν ανησυχία πού ήδη τότε είχε αρχίσει νά κατέχει τούς ανθρώπους, θά έρθει η απελπισία! Κι αυτό ήδη τό ζούμε καί τό βλέπουμε στά πρόσωπα πολλών ανθρώπων. Άν είναι κάτι, πού χαρακτηρίζει τήν εποχή μας, είναι η πλήρης άγνοια, η αδιαφορία καί ο εγκλωβισμός πολλών ανθρώπων στήν πλάνη τής πρόσκαιρης ζωής, τής ενστικτώδους βιοτικής μέριμνας, πού στερείται νοήματος καί αιώνιας προοπτικής.
Ο άγιος ιερομάρτυς Φιλούμενος κι όλοι οι άγιοι διαχρονικά, μάς υπενθυμίζουν τήν αιώνια ζωή, τήν αιώνια κοινωνία μέ τόν Δημιουργό μας κι ότι ζωή χωρίς τόν Χριστό, είναι μιά ά-χαρη ζωή, ζωή δηλαδή χωρίς θεία Χάρη. Μάς φανερώνουν μέ τόν βίο τους τήν Ανάσταση καί τή ζωή τού μέλλοντος αιώνος, τού αιωνίου μέλλοντός μας. Γι αυτό καί η βιοτή τών αγίων αποτελεί, γιά μάς τούς Ορθοδόξους Χριστιανούς, τόν οδοδείκτη πού μάς προσανατολίζει όταν χανόμαστε καί παρεκκλίνουμε τής πορείας γιά τήν οποία κληθήκαμε, τής ομοίωσής μας δηλαδή μέ τόν Θεό. Ιδιαιτέρως δέ στήν εποχή μας, θά πρέπει νά μελετάμε τούς βίους τών αγίων καί νά παραδειγματιζόμαστε από τό μαρτυρικό τους φρόνημα, γιατί εμείς καί τά παιδιά μας πιθανόν νά ζήσουμε γεγονότα καί καταστάσεις, πού μόνο η εμπιστοσύνη καί η πίστη στόν Θεό θά είναι ικανή νά αντιμετωπίσει.
Στόν αιώνα πού εισήλθαμε, όλο καί πιό πολύ αισθανόμαστε τήν εξάπλωση τού κακού, καί καθημερινώς γινόμαστε μάρτυρες αυτής τής «Νέας Τάξης Πραγμάτων». Εμείς οι Ορθόδοξοι χριστιανοί είναι σάν νά ζούμε ανάμεσα σέ μυλόπετρες, σέ μιά ετσιθελική επιβολή εννοιών, λόγων, πράξεων καί νοοτροπιών, πού υποβιβάζουν τόν άνθρωπο σέ υπάνθρωπο καί καταργούν τό πρόσωπο του, είτε μέ τή βία, είτε εντέχνως.
Ο εικοστός αιώνας χαρακτηρίστηκε ως αιώνας τής εκκοσμίκευσης καί τής αδιαφορίας γιά τά τής πίστεως. Κατά τή διάρκειά του, φαινόταν απολύτως λογικό νά οδηγούνται στόν θάνατο εκατομμύρια ανθρώπων, εν ονόματι μεγάλων ιδεών, όπως τό έθνος, η φυλή, ο σοσιαλισμός, ενώ τό νά θυσιάσει κάποιος τή ζωή του υπέρ τής πίστεως φάνταζε τελείως αναχρονιστικό καί παρωχημένο. Η λέξη «μαρτύριο» στή Δύση παρέπεμπε σέ άλλους αιώνες, στούς διωγμούς τής ρωμαϊκής, τής οθωμανικής, η όποιας άλλης περασμένης εποχής. Καί, όμως, στή Σοβιετική Ένωση, κατά τό πρώτο κυρίως μισό τού 20ού αιώνα, αναδείχθηκαν εκατόμβες αγίων τού Χριστού μαρτύρων.
Ενώ λοιπόν ο αναστατωμένος αυτός αιώνας πλησίαζε στή λήξη του, έχοντας ήδη εφεύρει κάθε λογής «όπιο» πρός αντικατάσταση τών θρησκειών καί προτιμώντας σαφώς οποιαδήποτε ιδέα από τό Πρόσωπο τού ζώντος Θεού, 21 χρόνια πρίν από τό κλείσιμο τής δεύτερης χιλιετίας, ο αρχιμανδρίτης Φιλούμενος μαρτυρικώς τελειούται εις τό ιερόν προσκύνημα τού Φρέατος τού Ιακώβ, εβδομηκοντάκις διά πελέκεως τήν κεφαλήν πληγείς υπό φανατικού Εβραίου. Η είδηση τού μαρτυρίου του τό 1979 πέρασε στά ψιλά καί δέν φάνηκε νά ταράζει τά νερά τής αδιαφορίας τού αιώνος, ούτε καί νά απασχολεί τά πολυάσχολα μυαλά: Μιά ακόμα δολοφονία σέ μιά ταραγμένη περιοχή, ίσως μιά πράξη πολιτικού ακτιβισμού.
Γιά τήν Ορθόδοξη Εκκλησία, όμως, «τήν στολισαμένην ως πορφύραν καί βύσσον τά αίματα τών εν όλω τώ κόσμω μαρτύρων» τού Χριστού, η οποία ανέκαθεν γνωρίζει καί εξακολουθεί νά μήν ξεχνά τή σημασία καί τή βαρύτητα τού μαρτυρίου, δέν ήταν δυνατόν νά υπάρχει παρερμηνεία τού γεγονότος: Ο θάνατος τού αγίου Φιλουμένου, όπως καί η βιοτή του, ήταν ομολογία πίστεως, ομολογία αίματος, σ έναν τόπο όπου ο ίδιος ο Κύριος ευδόκησε νά αποκαλύψει απερίφραστα στόν κόσμο ότι Αυτός είναι ο Μεσσίας Χριστός, ο Υιός τού Θεού τού Ζώντος. Ο ιερομάρτυς Φιλούμενος, σχεδόν δύο χιλιάδες χρόνια μετά από τό μαρτύριο τού ιδίου τού Κυρίου, Τόν ακολουθεί στόν σταυρό, αναφαινόμενος ως ολόλαμπρος αστήρ στό πολύφωτο στερέωμα τής Εκκλησίας.
Μέ τόν μαρτυρικό θάνατο τού Φιλουμένου, λοιπόν, η επί γής καί στρατευομένη Εκκλησία χάνει ένα Σταυροβουνιώτη, ένα Αγιοταφίτη, ένα Κύπριο. Αλλ’ η εν ουρανοίς καί θριαμβεύουσα κερδίζει ένα οικουμενικό καί υπέρχρονο άγιο, ο οποίος πρεσβεύει υπέρ πάντων στούς αιώνες τών αιώνων.
Σήμερα βρισκόμαστε αντιμέτωποι μέ τό φανατικό Ισλάμ, τού οποίου οι ταγοί κυκλοφορούν χάρτες κατάληψης όλης τής Ευρώπης καί συνεχίζουν τόν ιερό πόλεμο κατά τών «απίστων», τών χριστιανών. Καθημερινά, αντιμετωπίζουμε τήν «επιθετική εκκοσμίκευση», τήν κοσμοθεωρία τού αθεϊσμού καί τού αγνωστικισμού, πού οι εκπρόσωποί της στή Δύση επιβάλλουν στά κράτη καί στόχο έχει νά διαχωρίσει τό κράτος καί τήν κοινωνία από τή χριστιανική πίστη, αφαιρώντας της τή δημόσια έκφραση καί τόν λόγο, ειδικά στήν Παιδεία, καί υποβαθμίζοντάς την σέ ιδιωτική καί ατομική υπόθεση. Ο Δυτικός κόσμος σήμερα οδηγείται στήν αθεία, ακόμη κι όταν δηλώνει πίστη στόν Χριστό.
Όλα αυτά κι άλλα πολλά περιέχονται στήν πολιτική τής «Νέας Τάξης Πραγμάτων», πού προαναφέραμε, η οποία οικοδομεί τήν παγκόσμια κυβέρνηση πού θά ελέγχει οικονομικά, πολιτικά καί κοινωνικά όλους τούς λαούς, μέ τό μυστικό χρήμα. Πολλοί είναι οι μελετητές, πού πίσω από όλα αυτά βλέπουν τόν «Σιωνισμό», πού αργά καί σταθερά προετοιμάζει τό έδαφος πού θά διεκδικήσει εν καιρώ τή λατρεία ενός ψευτοθεού, τού Αντιχρίστου!
Μπορεί ο λόγος αυτός σήμερα νά ακούγεται παράκαιρος, αναχρονιστικός, ίσως καί συντηρητικός στά αυτιά κάποιων, υπερβολικός η συνωμοσιολογικός, αλλά τό μαρτύριο τού αγίου Φιλουμένου, ούτε συνωμοτικό ήταν, ούτε υπερβολικό, αλλά άκρως πραγματικό. Ο άγιός μας δολοφονήθηκε εν ψυχρώ από Εβραίους Σιωνιστές στό Φρέαρ τού Ιακώβ, οι οποίοι δέν ήθελαν νά λειτουργείται καί νά δοξάζεται εκεί ο Τριαδικός Θεός. Κι αυτό τό γνώριζε, αφού μία εβδομάδα πρίν από τό μαρτύριό του, πού συνέβη τήν 29η Νοεμβρίου μέ τό νέο ημερολόγιο, τήν ημέρα πού εορτάζει ο μάρτυς Φιλούμενος τών παλαιών χρόνων, πήγε νά πάρει πρόσφορα γιά τίς Λειτουργίες πού έκανε τίς καθημερινές, από ένα μοναστήρι, τό οποίο έχει Κύπριες μοναχές, αυτό τού Αγίου Λαζάρου στή Βηθανία. Εκεί είχε ένα φίλο, τόν μακαριστό πατέρα Θεοδόσιο, κι αυτός άνθρωπος ενάρετος. «Ήρθε στό μοναστήρι», αναφέρει η αδελφή Μητροδώρα, «καί ζήτησε ένα πρόσφορο, γιά νά κάνει λειτουργία.» «Πώς πάς, πάτερ Φιλούμενε;», τόν ρώτησε ο πατήρ Θεοδόσιος. «Τί νά κάνω, Γέροντα», τού λέει, «εκεί οι Εβραίοι μέ απειλούν, ότι θά μέ σκοτώσουν. Άς μέ σκοτώσουν. Τί νά κάνω άλλο; Ένα μαρτύριο θά μάς σώσει.»
Ο δέ σημερινός τολμηρός φύλακας τού Φρέατος, ο πατήρ Ιουστίνος, μού είπε κάποτε: «Δεσπότη μου, γιά νά μείνω εκεί, έχω έξι σκύλους». Γιά τόν φόβο του από φανατικούς Εβραίους, από κλέπτες, από ακραίους ισλαμιστές Παλαιστινίους καί γιά πολλούς άλλους λόγους. Καί τόν ρώτησα: «Πόσους σκύλους είχε ο πατήρ Φιλούμενος;» Καί μού απάντησε: «Είχε τή Χάρη τού Αγίου Πνεύματος.»
Άρα, τό μαρτύριο τού αγίου μας ήταν εν επιγνώσει, δέν ήταν ατύχημα, ούτε δολοφονία. Όχι, ήταν μαρτύριο. Μαρτύριο, πού συνεχίζει τήν παράδοση τής Εκκλησίας, πού θεωρεί τό μαρτύριο αυτό ως μίμηση τού πάθους τού «Πρωτομάρτυρος» Χριστού, κι ως προϋπόθεση σωτηρίας καί αιωνίου κοινωνίας μέ τόν Ζώντα Θεό. Ο Σύριος άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, ο δεύτερος επίσκοπος τής Αντιοχείας, μαθητής τού αγίου Ιωάννη τού Θεολόγου, πού μαρτύρησε τό 117 καί η Εκκλησία μας εορτάζει τή μνήμη του στίς 20 Δεκεμβρίου, αρνούμενος νά διασωθεί, όπως τόν προέτρεπαν οι χριστιανοί, σέ επιστολή του στούς χριστιανούς τής Ρώμης λέει: «επιτρέψατέ μοι μιμητήν είναι τού πάθους τού Θεού μου» (Ρωμ. 6, 3).
Τό μαρτύριο τού αγίου Φιλουμένου αποτελεί ένα ορόσημο μέσα στόν χρόνο τού κόσμου. Σηματοδοτεί τή λήξη τού αιώνα τής αδιαφορίας καί τής χλιαρότητας καί τήν έναρξη μιάς εποχής, όπου όλα πιά θά τίθενται καθαρά σέ όρους πνευματικούς. Εκείνοι, πού έδωσαν εβδομήντα τσεκουριές στό κεφάλι τού μάρτυρος, δέν είχαν κίνητρα πολιτικά, δέν ήταν άθεοι, ούτε κοινοί κακοποιοί, πού πήγαν γιά νά κλέψουν. Έκαναν ό,τι έκαναν στό όνομα τής θρησκείας, επικαλούμενοι τόν «θεό». Πιθανόν μάλιστα νά έκαναν καί τίς νενομισμένες προσευχές τους πρίν τόν ανόσιο φόνο, νά τέλεσαν τά «θρησκευτικά τους καθήκοντα». Καθόλου απίθανο δέ, νά θεωρούν ακόμα πώς τό ανοσιούργημά τους συνιστά επίσης «μαρτυρία πίστεως», πώς είναι η προσωπική τους συμβολή στόν ιερό πόλεμο ενάντια στό κακό. Καί, όπως τό εξέφρασε τό πανάγιο στόμα τού Δεσπότου Χριστού: «αλλ’ έρχεται ώρα, ίνα πάς ο αποκτείνας υμάς δόξη λατρείαν προσφέρειν τώ Θεώ» (Ιω. 16,2).
Μέ όσα βλέπουμε νά συμβαίνουν σήμερα σ όλη τήν Ανατολή, τήν Ασία, τήν Αφρική, ακόμα καί στήν Ευρώπη, σκεφτόμαστε πώς τό μαρτύριο τού αγίου Φιλουμένου ήταν κατά κάποιο τρόπο ένα προοίμιο μιάς νέας μαρτυρικής εποχής. Στόν νέο αιώνα μας, ο διωγμός τής Εκκλησίας τείνει πλέον νά λάβει μαζικές διαστάσεις, παραβαλλόμενος σέ μερικές περιπτώσεις, όπως στή γειτονική Συρία, μέ τούς διωγμούς τών πρώτων αιώνων. Η ψευδαίσθηση τής ανεξιθρησκείας, πού πρός στιγμήν καλλιέργησε η Δύση εν ονόματι τής κατανάλωσης, κατέρρευσε μέ πάταγο. Σήμερα βλέπουμε στίς τηλεοράσεις νά κόβουν κεφάλια, μέ τίς ίδιες πάντα ιαχές εν ονόματι τού «μόνου θεού». Ο 21ος αιώνας λοιπόν, συνεχίζει νά είναι αιώνας μαρτυρίου κι ομολογίας γιά εμάς τούς χριστιανούς. Ήδη τά γεγονότα στή Συρία καί στό Ιράκ, όπου εκεί φανατικοί μουσουλμάνοι σφαγιάζουν χριστιανούς μέ τήν ανοχή τών Δυτικών καί τήν απόκρυψη τών σφαγών αυτών από πολλά δυτικά ΜΜΕ, προδιαγράφει τό μέλλον πού έρχεται. Σύμφωνα μέ τήν οργάνωση Open Doors, η οποία υποστηρίζει τούς χριστιανούς πού υφίστανται διώξεις, μόνο τό 2013 καταγράφηκαν 1213 δολοφονίες Σύριων χριστιανών. Τά ίδια έχουν συμβεί μέ τή λεγόμενη «αραβική άνοιξη» κι εξακολουθούν νά συμβαίνουν σέ πολλές μουσουλμανικές χώρες, όπου φανατικοί τζιχαντιστές δολοφονούν χριστιανούς.
Σέ όλα τά μήκη καί τά πλάτη, ξεκινούν γιά φόνο στό όνομα τής «αληθινής πίστης». Ποιός όμως έχει τήν αληθινή πίστη; OΦιλούμενος έχει τήν αληθινή πίστη, πού δέν θέλει νά υπερισχύσει, δέν θέλει νά επιβληθεί, δέν θέλει κάν νά αντισταθεί, τείνοντας τόν τράχηλο στόν δήμιο ένεκεν τής αγάπης. Κι η αγάπη αυτή, πού είναι τόσο μεγάλη, πού τόν κάνει νά μή λογαριάζει τήν ίδια τή ζωή του, έχει θέση γιά όλους, ακόμα καί γιά τόν δήμιο. Γι αυτό καί τό σεπτό του σκήνος ευωδιάζει άφθορο, θυμίζοντας σέ όλους μας παρήγορα, πώς η αγάπη έξω βάλλει τίς θρησκείες.
Ζούμε λοιπόν σ’ αυτό τόν κόσμο κι όχι αλλού, κι έχομε υποχρέωση νά συνυπάρξουμε μέ όλους καί μέ όλα, καί μέ τούς αγίους καί μέ τούς υπηρέτες τού αντίθετου πνεύματος. Αλλά γιά νά συνυπάρξεις, θά πρέπει πρώτα νά υπάρχεις. Κι ο άγιος Φιλούμενος αυτό τό ήξερε πολύ καλά καί τό εφάρμοζε στή ζωή του. Ο άγιος Φιλούμενος επέλεξε συνειδητά νά είναι ένας αυστηρός Ορθόδοξος ιερομόναχος, ζηλωτής τών πατρώων παραδόσεων τής Πίστεώς μας. Αυτός ήταν ο Ορθόδοξος τρόπος ύπαρξής του. Αυτός όμως ο Ορθόδοξος τρόπος ύπαρξης τού αγίου Φιλουμένου δέν τόν εμπόδιζε, ούτε τόν φόβιζε νά συνυπάρχει μέ Εβραίους, μέ Άραβες Μουσουλμάνους, μέ τή Γαλιλαία τών εθνών. Γνώριζε τούς κινδύνους απ’ αυτή τή συνύπαρξη, αλλά ποτέ δέν εγκατέλειψε τό χρέος του ως Αγιοταφίτης, ως φύλακας αγίων Τόπων καί τρόπων. Αυτό είναι ένα πολύ ισχυρό μήνυμα γιά μάς, πού φοβούμαστε νά συνυπάρξουμε μέ τόν διαφορετικό άνθρωπο, τόν ξένο, τόν αλλόθρησκο. Αυτός ο φόβος μας φανερώνει έλλειμμα Ορθοδοξίας καί Ορθοπραξίας. Οι Ορθόδοξοι άγιοί μας ορθοτομούν λόγον αληθείας εν παντί καιρώ καί τόπω, χωρίς φόβον καί χωρίς πάθος. Γι’αυτό καί τό Άγιον Πνεύμα επέλεξε τόν άγιο Φιλούμενο νά είναι ο πρώτος μάρτυρας τής «Νέας Εποχής», τής «Νέας Τάξης Πραγμάτων». Ο άγιος Φιλούμενος δέν είναι απλά ένας ιερομάρτυρας, αλλά οσιομάρτυρας, γιατί, πρίν μαρτυρήσει, ζούσε οσιακά. Όπως σχετικά καταθέτει ο μακαριστός ενάρετος Γέροντας Σεραφείμ, ηγούμενος τής Ιεράς Μονής τού Αγίου Σάββα «Ο π. Φιλούμενος ήταν άγιος άνθρωπος. Ζούσε βιοτήν οσιακήν από μικρός. Γι αυτό τόν αξίωσε ο Θεός καί μαρτύρησε, δίνοντάς του μάλιστα μαζί μέ τήν αφθαρσία καί ευωδία τού σκήνους του καί τών ιαμάτων τήν χάριν, ως άνωθεν επισφράγιση τής ένταξής του εν σκηναίς Αγίων.» Ήξερε, δηλαδή, ο άγιος, νά συνυπάρχει μέ τούς αλλοφύλους, διότι πάνω από όλα ήξερε νά υπάρχει ως Ορθόδοξος χριστιανός. Ήξερε νά ζεί τόν Χριστό, αλλά καί νά πεθαίνει γιά τόν Χριστό.
Είναι πολύ μεγάλο δώρο τού Θεού σ’ εμάς η παρουσία τού αγίου Φιλουμένου, αλλά κι όλων αυτών τών μαρτύρων καί σύγχρονων οσίων, γιατί αυτοί είναι οι τρόποι ζωής καί αγιασμού στήν Εκκλησία μας, η μετάνοια, η οσιότητα καί τό μαρτύριο. Κι άς μήν τά νομίζουμε, ότι όλα αυτά αποτελούν γεγονότα τού παρελθόντος αντιθέτως, αφορούν όσο ποτέ άλλοτε τή ζωή μας.
Τέτοιοι άνθρωποι, οι οποίοι δόθηκαν ολοκληρωτικά στόν Χριστό, επισφραγίζοντας μέ τό μαρτυρικό τους αίμα τήν πίστη τους σ Αυτόν, υπήρχαν καί θά υπάρχουν έως τής συντελείας τών αιώνων. Θά υπάρχουν, γιά νά υπενθυμίζουν σέ όλους εμάς ότι πρέπει νά είμαστε έτοιμοι καί γιά τό μαρτύριο. Δέν θά επιδιώξουμε τό μαρτύριο τού αίματος, αλλά, άν έρθει η ώρα, θά πρέπει νά είμαστε έτοιμοι νά τό υπομείνουμε, γιατί ο Χριστός ξέρει καλύτερα από τόν καθένα μας τί μάς συμφέρει. Κι όπως έλεγε καί ο άγιός μας σέ επιστολή πρός τίς αδελφές του Ελένη καί Αγγελική τό 1973, οι οποίες τού είχαν αποστείλει ένα βιβλίο Προφητειών: «Μού είναι βεβαίως χρήσιμον τό βιβλίο, άλλα δι ημάς τούς Χριστιανούς δέν έχει σημασίαν τό τί θά γίνη σημασίαν έχει νά είμεθα έτοιμοι διά τήν παρουσίαν τού Κυρίου. Εύχομαι νά μάς αξιώση ο Κύριος, όσοι ελάβομεν τό Άγιόν Του Όνομα εις τό βάπτισμα, νά τό τηρήσωμεν άσπιλον εις τήν ημέραν Αυτού, διά νά λάβωμεν τόν μισθόν τών φρονίμων Παρθένων.»
Τελειώνοντας, τό εν Χριστώ μαρτύριο βιώνεται καί ως υπομονή στίς θλίψεις καί τίς ασθένειες, ως αγώνας σκληρός πρός τά πάθη πού μάς πολεμούν, ως μετάνοια γιά τά λάθη μας, ως αυτοθυσία, ως απάρνηση τού ιδίου τού εαυτού μας, ως ακλόνητη ομολογία τής Πίστεώς μας, έργω καί λόγω. Αλλά, στήν υψηλότερη έκφρασή του, πραγματώνεται διά τού μαρτυρίου τού αίματος, μ ένα θάνατο πού καταργεί τό βασίλειο τού θανάτου, γιά νά θριαμβεύσει η Ζωή, η όντως Ζωή, ο Χριστός! Καί τό μαρτύριο τού νέου ιερομάρτυρος Φιλουμένου καταδεικνύει τό αμετάβλητον τής κλήσεως τού Χριστού μέσα από τούς αιώνες. Σέ καιρούς ολιγοπιστίας, αμφιβολίας, αναστατώσεων, ο ταπεινός Φιλούμενος κράτησε ακλόνητη, σ’ όλη τήν επίγεια ζωή του, τή βεβαιότητα τής πίστεως, θέτοντας τήν αγάπη τού Χριστού πάνω κι από τήν ίδια τή ζωή του. Έτσι, μέ τόν θάνατό του χαρίζει σέ όλους περίσσειαν ζωής. Ο νέος ιερομάρτυς τού Χριστού τιμάται, όχι απλώς ως φύλακας Αγίων Τόπων, αλλά κυρίως ως φύλακας αγίων τρόπων. Τρόπων ζωής αληθινής, ζωής εν Χριστώ, ζωής αιώνιας!
Καθώς φαίνεται, στόν αιώνα, τόν οποίο διανύουμε, θά κληθούμε οι όπου γής Ορθόδοξοι νά καταθέσουμε τή μαρτυρία τού πεφιλημένου αγίου Φιλουμένου. Πρόκειται γιά μαρτυρία-κατάθεση Ορθόδοξου τρόπου ζωής. Τής καθ’ ημέραν ζωής.
Ταίς τού Σού ενδόξου ιερομάρτυρος Φιλουμένου πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον καί σώσον ημάς. Αμήν!