Ι.Μ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ: Δημοσιεύεται στήν συνέχεια μιά σημαντική μαρτυρία τού Αθανασίου Κιρμιζή, Επιθεωρητού θεολόγων, καί ανεψιού τού τότε Ιεροκήρυκος Αιτωλίας καί Ακαρνανίας π. Σωφρονίου Παπακυριακού, ο οποίος γνώρισε τόν τότε λαϊκό Δημήτριο Πούλο, πού υπηρετούσε ως Γραμματέας στήν Ιερά Μητρόπολη στό Μεσολόγγι.
Σέ αυτήν τήν μαρτυρία φαίνεται ότι ο άγιος Καλλίνικος ήταν ασκητής καί πρίν γίνει μοναχός. Η περιγραφή είναι ρεαλιστική, αφοπλιστική καί ανταποκρίνεται στά γεγονότα, αφού επιβεβαιώνεται καί από άλλες μαρτυρίες.
Αφηγείται ο θεολόγος Αθανάσιος Κιρμιζής:
«Τόν μακαριστό Δημήτριο Πούλο μετέπειτα Μητροπολίτη Εδέσσης Καλλίνικο, εγνώρισα ως λαϊκό Γραμματέα τής Ιεράς Μητροπόλεως Αιτωλίας-Ακαρνανίας τόν Ιούλιο 1952, όταν κατέβηκα στό Μεσολόγγι πλησίον τού θείου μου π. Σωφρονίου Παπακυριακού, γιά νά ετοιμασθώ γιά τίς εισαγωγικές εξετάσεις τής Θεολογικής Σχολής Αθηνών.
Τό τρίμηνο Ιούλιος-Σεπτέμβριος τού 1952 καί τού 1956, πού ξαναβρέθηκα στό Μεσολόγγι γιά τήν επί πτυχίω μελέτη, είχα τήν ευλογία μαζί μέ 2-3 άλλους φοιτητές, νά συναντώ τακτικά, 2-3 φορές τήν εβδομάδα, τόν ώριμο θεολόγο-Γραμματέα τής Μητροπόλεως, Δημήτριο Πούλο, καί νά συμπεριπατούμε, όλη η συντροφιά, παρά τήν λιμνοθάλασσα τού Μεσολογγίου ή μέσα στήν “Τουρλίδα”.
Ο Δημήτριος Πούλος (Μητροπολίτης Καλλίνικος) είχε μιά φυσιογνωμία πού ξάφνιαζε. Μικρόσωμος, λιανός, μέ πρόσωπο σχεδόν τριγωνικό, αστραφτερά μάτια πού καθρέφτιζαν καθαρότητα ψυχής καί ιερότητα σκέψεων. Ώρες-ώρες καρφώνονταν στό αχανές μέ εκστασιασμό ενώπιον τού μυστηρίου τού Θεού, πού μέσα του τό ζούσε ως χειροπιαστή πραγματικότητα. Διαισθανόσουν τότε ότι η ψυχή του πλημμύριζε από ιερές νοσταλγίες γιά τήν πατρίδα τού αιωνίου κάλλους. Αντίκρυζε τά θαυμάσια τού Θεού στήν θάλασσα καί στά βράχια, στά ανθρώπινα πρόσωπα-εικόνες τού Θεού, στόν έναστρο ουρανό, στήν κατανυκτική ατμόσφαιρα τών Ναών. Μέσα στόν απέραντο κόσμο ο ίδιος μιά μικρή κάθετη γραμμή, νά εκπυρσοκροτή τίς μεγαλειώδεις ανατάσεις του πρός τόν Μεγάλο Θεό.
Ήταν στ αλήθεια μιά κάθετη λεπτή γραμμή, πού καθώς τόν κοιτούσες σού έρχονταν αβίαστα στόν νού τά ερωτήματα τού Κυρίου: “τί εξήλθετε θεάσασθαι; κάλαμον υπό ανέμου σαλευόμενον;” (Ματθ. ια, 7). Έτσι ισχνός εσάλευε αεικίνητος παντού, ωσεί κάλαμος. Περιέφερε τήν ασκητική του σεμνότητα καί οσιότητα εν μέσω κόσμου ελαφρού καί μανιακού. Στρατευμένος μέ ψυχή καί σώμα στό κήρυγμα τού Ευαγγελίου δέν εύρισκε καιρό καί διάθεση νά μεριμνήση γιά τά τού σώματος. Η τροφή ήταν τό έσχατο πού ενεθυμείτο. Η αγία μητέρα του τόν κοιτούσε μέ κρυφή αγωνία καί μέ διακριτικές προτροπές συμβούλευε “νά βάλη κάτι στό στόμα του”. Σκιαζόταν, η καϋμένη, μή κλονισθή η εύθραυστη υγεία του. Τόν περιέβαλε μέ μιά απερίγραπτη τρυφερότητα, αλλά καί μέ βαθύ σεβασμό γιά τήν πνευματική του ωριμότητα. Στό πρόσωπό του βεβαιωνόταν καθ ημέραν τό “ουκ επ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος, αλλ επί παντί ρήματι εκπορευομένω διά στόματος Θεού” (Ματθ. δ, 4).
Εκπαιδευτικός-ψάλτης σέ κωμόπολη τής Έδεσσας μού έλεγε, βαθύτατα εντυπωσιασμένος, ότι, όσες φορές πήγε ως Δεσπότης ο Καλλίνικος νά λειτουργήση στήν κωμόπολή τους καί πέρασε από τό σπίτι του νά ευλογήση τήν οικογένειά του, ποτέ δέν δέχθηκε οποιαδήποτε “λιχουδιά” ως κέρασμα, αλλά μονάχα καφέ ή τσάϊ σκέτο, ακόμη καί τίς ημέρες τού Πάσχα. Έτσι ασκητικός καί λιτοδίαιτος ήταν από τήν νεότητά του καί μέχρι τής εξόδου του.
Τήν λιτότητα στήν τροφή συμπλήρωνε η λιτότητα καί η σεμνότητα τής ενδυμασίας. Τίς περισσότερες φορές μέ σακκάκι, ποτέ δέν φόρεσε κοντομάνικο υποκάμισο ούτε γραβάτα. Τό υποκάμισό του κουμπωμένο μέχρι τό πρώτο κουμπί του. Επάνω του δέν βρέθηκε ποτέ τίποτε περιττό, τίποτε μάταιο, τίποτε από τά επινοήματα τής φαντασίας τού κόσμου τής ματαιότητος καί κενής επιδείξεως. Σεμνός καί λιτός μέχρι κεραίας. Η όλη ενδυμασία του εδήλωνε κοσμοκαλόγερο καί πρίν φορέση ράσο. Τό ολιγόσαρκο τού προσώπου καί τών χεριών του τά μόνα σημεία τής σάρκας του πού φαίνονταν απεκάλυπταν τήν εσωτερική του πορεία πρός τά άνω, τήν καθημερινή βίωση τής Βασιλείας, πού δέν είναι βρώση καί πόση, αλλά δικαιοσύνη καί ειρήνη καί χαρά εν Πνεύματι Αγίω (Ρωμ. ιδ, 17).
Η ευλάβειά του ήταν απερίγραπτη. Τήν δήλωνε τό βλέμμα του καί η φωνή του καί τό βάδισμά του καί οι χειρονομίες του καί η θλίψη του καί η χαρά του. Ο λόγος του γιά τόν Θεό καί τό λυτρωτικό έργο τού Κυρίου Ιησού Χριστού ήταν πάντοτε εμβαπτισμένος στό βαθύ δέος. Η σκέψη τού θείου ελέους τόν συνείχε μονίμως.
Ήταν πάντοτε σύννους, αλλ όχι κατηφής. Ποτέ δέν εκάγχαζε γελώντας, αλλά τά συνεσταλμένα χείλη του τά κοσμούσε τό μειδίαμα τής ειρήνης καί τής βαθειάς ανθρωπιάς. Σοβαρός μέ τρόπο πού δέν σού επέτρεπε νά χαριεντισθής μαζί του, αλλά καί διαχυτικός σέ εκφράσεις τιμής καί αγάπης πρός όλους. Όντας ο ίδιος ασκητής εν κόσμω μπορούσε νά περιβάλη μέ στοργή καί κατανόηση τούς πάντες μέ τίς ποικίλες νοοτροπίες καί τίς κοσμικές αποκλίσεις τους.
Άοκνος σέ εργατικότητα. Αποδοτικός σέ ό,τι ανελάμβανε. Συστηματικός στούς προγραμματισμούς του. Προβλεπτικός γιά τίς μελλοντικές ανάγκες. Άκαμπτος στίς επιλογές του σέ σημείο πού νά παρεξηγήται ως πείσμων από τούς ειθισμένους σέ πολιτικαντισμούς καί εύκολους συμβιβασμούς. Μέ βαθειά λαχτάρα γιά τήν ανάδειξη Κληρικών μέ επίγνωση τής αποστολής τους. Νυχθημερόν έφερε τόν Χριστό στήν σκέψη καί στά χείλη του.
Ενθυμούμαι πώς οδηγούσε τά βλέμματα καί τήν σκέψη μας στήν θέαση τού θαύματος τού Θεού κατά τούς απογευματινούς εκείνους περιπάτους στά πορφυρωμένα ηλιοβασιλέματα τής λιμνοθάλασσας, καθώς στόν ορίζοντα έσμιγαν τά γαλάζια τών νερών καί τ ουρανού, καί οι μικρές βάρκες έσχιζαν τά ήρεμα νερά. Πολλές φορές έκλεινε τίς συζητήσεις μας μέ σύντομες αυθόρμητες αυτοσχέδιες προσευχές-ευλογίες στό Όνομα τού Μεγάλου Θεού.
Ενέπνεε τέτοιον σεβασμό, ώστε καί ως λαϊκός ακόμη τότε, δέχονταν τούς χαιρετισμούς τών απλών ανθρώπων πού τούς προσφωνούσαμε, κατά τούς περιπάτους μας, καθισμένους στίς αυλόπορτες τών σπιτιών ή τών καταστημάτων, αφού πρώτα σηκώνονταν όρθιοι. Οι συμπολίτες του Μεσολογγίτες έτσι ένοιωθαν τήν ανάγκη νά εκφρασθούν ενώπιον τής σεμνότητός του. Μόνον πού δέν έσκυβαν νά τού φιλήσουν τό χέρι.
Καί αυτός όμως μέ τήν σειρά του τιμούσε όλους τούς ανθρώπους, έδειχνε δέ ιδιαίτερο σεβασμό σέ μερικά πρόσωπα πού τόν βοήθησαν στήν πνευματική του πορεία. Ανάμεσά τους ήταν φυσικά οι γονείς του καί μάλιστα η οσία μητέρα του, ο λευίτης πάππος του δέν ζούσε τότε πού τόσο βαθειά είχε χαραχθή η μορφή του στίς μνήμες τών εγγονών, ο τότε Μητροπολίτης Ακαρνανίας Ιερόθεος, ο πρώτος πνευματικός του π. Σωφρόνιος Παπακυριακού, πού κατά τίς περιοδείες του εφιλοξενείτο στό σπίτι τού ιερέα-πάππου π. Αθανασίου. Τιμούσε πολύ επίσης τόν νύν Μητροπολίτη Φλωρίνης π. Αυγουστίνο, τόν τότε ιεροκήρυκα Αγρινίου π. Βενέδικτο, τούς λαϊκούς ιεροκήρυκες Ιωάννη Καψιμάλλη καί Ιωάννη Κολιτσάρα. Περί πολλού είχε επίσης τόν συμφοιτητή του άν γνωρίζω καλά π. Ηλίαν Μαστρογιαννόπουλον. Από όλους όμως περισσότερο τιμούσε καί σεβόταν τόν αυτάδελφόν του π. Κωνσταντίνο, μετέπειτα Μητροπολίτη Διδυμοτείχου. Βραδύτερα έγινε καί ο ίδιος Μητροπολίτης καί οι δύο αδελφοί εποίμαναν εις χρόνους παραλλήλους τίς Εκκλησίες Διδυμοτείχου καί Πέλλης. Ο ιερεύς-πάππος τους είχε δικαιώσει εκ περισσού τήν ιδική του ιερωσύνη, αξιωθείς νά δή από τούς ουρανούς δύο εγγονούς του αρχιερείς.
Η ζωντανή επικοινωνία μου μαζί του ήταν κατά τά δύο εκείνα καλοκαίρια, τού 1952 καί 1956. Ολιγόχρονη, αλλά αρκετή γιά νά χαράξη στήν καρδιά μου ανεξίτηλη τήν ιερή μνήμη του. Η μετέπειτα επικοινωνία μας ήταν διά γραμμάτων κατά τίς ονομαστικές εορτές καί τίς μεγάλες εκκλησιαστικές εορτές.
Τώρα δέεται γιά τό ποίμνιό του, γιά τούς διαδόχους του επισκόπους, γιά όλη τήν Ελλαδική Εκκλησία γιά τήν οποία έζησε καί πόνεσε πολύ καί γιά τήν οποία εκδαπανήθηκε μέ δάκρυα καί πολλή προσευχή.
Άγιε τού Θεού, πρέσβευε καί υπέρ ημών τών αμαρτωλών».
Από το βιβλίο τού Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου «Η οδός πρός τήν αγιότητα»Δημοσιεύεται στήν συνέχεια μιά σημαντική μαρτυρία τού Αθανασίου Κιρμιζή, Επιθεωρητού θεολόγων, καί ανεψιού τού τότε Ιεροκήρυκος Αιτωλίας καί Ακαρνανίας π. Σωφρονίου Παπακυριακού, ο οποίος γνώρισε τόν τότε λαϊκό Δημήτριο Πούλο, πού υπηρετούσε ως Γραμματέας στήν Ιερά Μητρόπολη στό Μεσολόγγι.
Σέ αυτήν τήν μαρτυρία φαίνεται ότι ο άγιος Καλλίνικος ήταν ασκητής καί πρίν γίνει μοναχός. Η περιγραφή είναι ρεαλιστική, αφοπλιστική καί ανταποκρίνεται στά γεγονότα, αφού επιβεβαιώνεται καί από άλλες μαρτυρίες.
Αφηγείται ο θεολόγος Αθανάσιος Κιρμιζής:
«Τόν μακαριστό Δημήτριο Πούλο μετέπειτα Μητροπολίτη Εδέσσης Καλλίνικο, εγνώρισα ως λαϊκό Γραμματέα τής Ιεράς Μητροπόλεως Αιτωλίας-Ακαρνανίας τόν Ιούλιο 1952, όταν κατέβηκα στό Μεσολόγγι πλησίον τού θείου μου π. Σωφρονίου Παπακυριακού, γιά νά ετοιμασθώ γιά τίς εισαγωγικές εξετάσεις τής Θεολογικής Σχολής Αθηνών.
Τό τρίμηνο Ιούλιος-Σεπτέμβριος τού 1952 καί τού 1956, πού ξαναβρέθηκα στό Μεσολόγγι γιά τήν επί πτυχίω μελέτη, είχα τήν ευλογία μαζί μέ 2-3 άλλους φοιτητές, νά συναντώ τακτικά, 2-3 φορές τήν εβδομάδα, τόν ώριμο θεολόγο-Γραμματέα τής Μητροπόλεως, Δημήτριο Πούλο, καί νά συμπεριπατούμε, όλη η συντροφιά, παρά τήν λιμνοθάλασσα τού Μεσολογγίου ή μέσα στήν “Τουρλίδα”.
Ο Δημήτριος Πούλος (Μητροπολίτης Καλλίνικος) είχε μιά φυσιογνωμία πού ξάφνιαζε. Μικρόσωμος, λιανός, μέ πρόσωπο σχεδόν τριγωνικό, αστραφτερά μάτια πού καθρέφτιζαν καθαρότητα ψυχής καί ιερότητα σκέψεων. Ώρες-ώρες καρφώνονταν στό αχανές μέ εκστασιασμό ενώπιον τού μυστηρίου τού Θεού, πού μέσα του τό ζούσε ως χειροπιαστή πραγματικότητα. Διαισθανόσουν τότε ότι η ψυχή του πλημμύριζε από ιερές νοσταλγίες γιά τήν πατρίδα τού αιωνίου κάλλους. Αντίκρυζε τά θαυμάσια τού Θεού στήν θάλασσα καί στά βράχια, στά ανθρώπινα πρόσωπα-εικόνες τού Θεού, στόν έναστρο ουρανό, στήν κατανυκτική ατμόσφαιρα τών Ναών. Μέσα στόν απέραντο κόσμο ο ίδιος μιά μικρή κάθετη γραμμή, νά εκπυρσοκροτή τίς μεγαλειώδεις ανατάσεις του πρός τόν Μεγάλο Θεό.
Ήταν στ αλήθεια μιά κάθετη λεπτή γραμμή, πού καθώς τόν κοιτούσες σού έρχονταν αβίαστα στόν νού τά ερωτήματα τού Κυρίου: “τί εξήλθετε θεάσασθαι; κάλαμον υπό ανέμου σαλευόμενον;” (Ματθ. ια, 7). Έτσι ισχνός εσάλευε αεικίνητος παντού, ωσεί κάλαμος. Περιέφερε τήν ασκητική του σεμνότητα καί οσιότητα εν μέσω κόσμου ελαφρού καί μανιακού. Στρατευμένος μέ ψυχή καί σώμα στό κήρυγμα τού Ευαγγελίου δέν εύρισκε καιρό καί διάθεση νά μεριμνήση γιά τά τού σώματος. Η τροφή ήταν τό έσχατο πού ενεθυμείτο. Η αγία μητέρα του τόν κοιτούσε μέ κρυφή αγωνία καί μέ διακριτικές προτροπές συμβούλευε “νά βάλη κάτι στό στόμα του”. Σκιαζόταν, η καϋμένη, μή κλονισθή η εύθραυστη υγεία του. Τόν περιέβαλε μέ μιά απερίγραπτη τρυφερότητα, αλλά καί μέ βαθύ σεβασμό γιά τήν πνευματική του ωριμότητα. Στό πρόσωπό του βεβαιωνόταν καθ ημέραν τό “ουκ επ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος, αλλ επί παντί ρήματι εκπορευομένω διά στόματος Θεού” (Ματθ. δ, 4).
Εκπαιδευτικός-ψάλτης σέ κωμόπολη τής Έδεσσας μού έλεγε, βαθύτατα εντυπωσιασμένος, ότι, όσες φορές πήγε ως Δεσπότης ο Καλλίνικος νά λειτουργήση στήν κωμόπολή τους καί πέρασε από τό σπίτι του νά ευλογήση τήν οικογένειά του, ποτέ δέν δέχθηκε οποιαδήποτε “λιχουδιά” ως κέρασμα, αλλά μονάχα καφέ ή τσάϊ σκέτο, ακόμη καί τίς ημέρες τού Πάσχα. Έτσι ασκητικός καί λιτοδίαιτος ήταν από τήν νεότητά του καί μέχρι τής εξόδου του.
Τήν λιτότητα στήν τροφή συμπλήρωνε η λιτότητα καί η σεμνότητα τής ενδυμασίας. Τίς περισσότερες φορές μέ σακκάκι, ποτέ δέν φόρεσε κοντομάνικο υποκάμισο ούτε γραβάτα. Τό υποκάμισό του κουμπωμένο μέχρι τό πρώτο κουμπί του. Επάνω του δέν βρέθηκε ποτέ τίποτε περιττό, τίποτε μάταιο, τίποτε από τά επινοήματα τής φαντασίας τού κόσμου τής ματαιότητος καί κενής επιδείξεως. Σεμνός καί λιτός μέχρι κεραίας. Η όλη ενδυμασία του εδήλωνε κοσμοκαλόγερο καί πρίν φορέση ράσο. Τό ολιγόσαρκο τού προσώπου καί τών χεριών του τά μόνα σημεία τής σάρκας του πού φαίνονταν απεκάλυπταν τήν εσωτερική του πορεία πρός τά άνω, τήν καθημερινή βίωση τής Βασιλείας, πού δέν είναι βρώση καί πόση, αλλά δικαιοσύνη καί ειρήνη καί χαρά εν Πνεύματι Αγίω (Ρωμ. ιδ, 17).
Η ευλάβειά του ήταν απερίγραπτη. Τήν δήλωνε τό βλέμμα του καί η φωνή του καί τό βάδισμά του καί οι χειρονομίες του καί η θλίψη του καί η χαρά του. Ο λόγος του γιά τόν Θεό καί τό λυτρωτικό έργο τού Κυρίου Ιησού Χριστού ήταν πάντοτε εμβαπτισμένος στό βαθύ δέος. Η σκέψη τού θείου ελέους τόν συνείχε μονίμως.
Ήταν πάντοτε σύννους, αλλ όχι κατηφής. Ποτέ δέν εκάγχαζε γελώντας, αλλά τά συνεσταλμένα χείλη του τά κοσμούσε τό μειδίαμα τής ειρήνης καί τής βαθειάς ανθρωπιάς. Σοβαρός μέ τρόπο πού δέν σού επέτρεπε νά χαριεντισθής μαζί του, αλλά καί διαχυτικός σέ εκφράσεις τιμής καί αγάπης πρός όλους. Όντας ο ίδιος ασκητής εν κόσμω μπορούσε νά περιβάλη μέ στοργή καί κατανόηση τούς πάντες μέ τίς ποικίλες νοοτροπίες καί τίς κοσμικές αποκλίσεις τους.
Άοκνος σέ εργατικότητα. Αποδοτικός σέ ό,τι ανελάμβανε. Συστηματικός στούς προγραμματισμούς του. Προβλεπτικός γιά τίς μελλοντικές ανάγκες. Άκαμπτος στίς επιλογές του σέ σημείο πού νά παρεξηγήται ως πείσμων από τούς ειθισμένους σέ πολιτικαντισμούς καί εύκολους συμβιβασμούς. Μέ βαθειά λαχτάρα γιά τήν ανάδειξη Κληρικών μέ επίγνωση τής αποστολής τους. Νυχθημερόν έφερε τόν Χριστό στήν σκέψη καί στά χείλη του.
Ενθυμούμαι πώς οδηγούσε τά βλέμματα καί τήν σκέψη μας στήν θέαση τού θαύματος τού Θεού κατά τούς απογευματινούς εκείνους περιπάτους στά πορφυρωμένα ηλιοβασιλέματα τής λιμνοθάλασσας, καθώς στόν ορίζοντα έσμιγαν τά γαλάζια τών νερών καί τ ουρανού, καί οι μικρές βάρκες έσχιζαν τά ήρεμα νερά. Πολλές φορές έκλεινε τίς συζητήσεις μας μέ σύντομες αυθόρμητες αυτοσχέδιες προσευχές-ευλογίες στό Όνομα τού Μεγάλου Θεού.
Ενέπνεε τέτοιον σεβασμό, ώστε καί ως λαϊκός ακόμη τότε, δέχονταν τούς χαιρετισμούς τών απλών ανθρώπων πού τούς προσφωνούσαμε, κατά τούς περιπάτους μας, καθισμένους στίς αυλόπορτες τών σπιτιών ή τών καταστημάτων, αφού πρώτα σηκώνονταν όρθιοι. Οι συμπολίτες του Μεσολογγίτες έτσι ένοιωθαν τήν ανάγκη νά εκφρασθούν ενώπιον τής σεμνότητός του. Μόνον πού δέν έσκυβαν νά τού φιλήσουν τό χέρι.
Καί αυτός όμως μέ τήν σειρά του τιμούσε όλους τούς ανθρώπους, έδειχνε δέ ιδιαίτερο σεβασμό σέ μερικά πρόσωπα πού τόν βοήθησαν στήν πνευματική του πορεία. Ανάμεσά τους ήταν φυσικά οι γονείς του καί μάλιστα η οσία μητέρα του, ο λευίτης πάππος του δέν ζούσε τότε πού τόσο βαθειά είχε χαραχθή η μορφή του στίς μνήμες τών εγγονών, ο τότε Μητροπολίτης Ακαρνανίας Ιερόθεος, ο πρώτος πνευματικός του π. Σωφρόνιος Παπακυριακού, πού κατά τίς περιοδείες του εφιλοξενείτο στό σπίτι τού ιερέα-πάππου π. Αθανασίου. Τιμούσε πολύ επίσης τόν νύν Μητροπολίτη Φλωρίνης π. Αυγουστίνο, τόν τότε ιεροκήρυκα Αγρινίου π. Βενέδικτο, τούς λαϊκούς ιεροκήρυκες Ιωάννη Καψιμάλλη καί Ιωάννη Κολιτσάρα. Περί πολλού είχε επίσης τόν συμφοιτητή του άν γνωρίζω καλά π. Ηλίαν Μαστρογιαννόπουλον. Από όλους όμως περισσότερο τιμούσε καί σεβόταν τόν αυτάδελφόν του π. Κωνσταντίνο, μετέπειτα Μητροπολίτη Διδυμοτείχου. Βραδύτερα έγινε καί ο ίδιος Μητροπολίτης καί οι δύο αδελφοί εποίμαναν εις χρόνους παραλλήλους τίς Εκκλησίες Διδυμοτείχου καί Πέλλης. Ο ιερεύς-πάππος τους είχε δικαιώσει εκ περισσού τήν ιδική του ιερωσύνη, αξιωθείς νά δή από τούς ουρανούς δύο εγγονούς του αρχιερείς.
Η ζωντανή επικοινωνία μου μαζί του ήταν κατά τά δύο εκείνα καλοκαίρια, τού 1952 καί 1956. Ολιγόχρονη, αλλά αρκετή γιά νά χαράξη στήν καρδιά μου ανεξίτηλη τήν ιερή μνήμη του. Η μετέπειτα επικοινωνία μας ήταν διά γραμμάτων κατά τίς ονομαστικές εορτές καί τίς μεγάλες εκκλησιαστικές εορτές.
Τώρα δέεται γιά τό ποίμνιό του, γιά τούς διαδόχους του επισκόπους, γιά όλη τήν Ελλαδική Εκκλησία γιά τήν οποία έζησε καί πόνεσε πολύ καί γιά τήν οποία εκδαπανήθηκε μέ δάκρυα καί πολλή προσευχή.
Άγιε τού Θεού, πρέσβευε καί υπέρ ημών τών αμαρτωλών».
Από το βιβλίο τού Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου «Η οδός πρός τήν αγιότητα»