ΝΕΑΣ ΣΜΥΡΝΗΣ ΣΥΜΕΩΝ: Ανοιχτή επιστολή προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος απέστειλε ο Σεβ. Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης κ. Συμεών, σχετικά με το ζήτημα της αποστολής ευχετήριων καρτών μεταξύ του κλήρου μόνο στις ονομαστικές εορτές των Επισκόπων, ενώ η αποστολή τους κατά τις εορτές των Χριστουγέννων ή του Πάσχα, οδηγεί στην περιττή σπατάλη μεγάλων χρηματικών ποσών.
Διαβάστε αναλυτικά:
Αποτελεί παλαιότατη συνήθεια παράδοση, θά έλεγα η αποστολή ευχετηρίων επιστολών ή δελταρίων-καρτών μεταξύ τών ανθρώπων μέ αφορμή σημαντικά γεγονότα τού ανθρωπίνου βίου ή ονομαστικές εορτές συγγενικών καί φιλικών προσώπων. Ευχετήριες επιστολές ή κάρτες επικράτησε νά αποστέλλονται καί μέ τήν ευκαιρία μεγάλων εκκλησιαστικών εορτών, όπως είναι τά Χριστούγεννα καί η έλευση τού νέου έτους, καθώς καί τό Πάσχα. Άς μή μάς διαφεύγει ότι η γραπτή επικοινωνία ήταν ο μόνος τρόπος πού διέθεταν παλαιά οι άνθρωποι γιά νά εκφράσουν τά συναισθήματά τους. Όλοι οι άλλοι τρόποι πού έχουμε στή διάθεσή μας σήμερα είναι νεώτεροι καί συνδέονται μέ τίς ανακαλύψεις καί τήν πρόοδο τής τεχνολογίας.
Ευχετήριες επιστολές ή κάρτες μέ τήν ευκαιρία τών ονομαστικών εορτών καί τών μεγάλων εορτών τής πίστεώς μας (Χριστούγεννα καί Πάσχα) επικράτησε νά ανταλλάσονται καί μεταξύ κληρικών, ιδιαιτέρως τών επισκόπων, γεγονός τό οποίο αποτέλεσε τήν αφορμή γιά νά γραφούν οι σκέψεις πού ακολουθούν. Σημειώνω εν αγάπη ότι πρόθεσή μου δέν είναι νά διδάξω πρεσβυτέρους ή νεωτέρους συνεπισκόπους μου, αλλά νά προβληματίσω πάνω σ’ αυτό πού γίνεται σήμερα καί τό τί θά μπορούσε νά αλλάξει.
1. Κατ’ αρχήν υπενθυμίζω ότι τό θέμα τής ευχετήριας αλληλογραφίας «επί ταίς αγίαις εορταίς τών Χριστουγέννων καί τού Πάσχα», εξ αφορμής τής τότε οικονομικής κρίσεως, συζητήθηκε καί ελήφθη σχετική απόφαση από τή Διαρκή Ιερά Σύνοδο τήν 1η Νοεμβρίου 2011, η οποία μάς γνωστοποιήθηκε μέ τό υπ’ αριθμ. πρωτ. 6675/2954/16-11-2011 Εγκύκλιο Σημείωμα. Ο προβληματισμός τής Ιεράς Συνόδου τότε εστιάστηκε κυρίως στό οικονομικό κόστος τής αποστολής τών ευχών καί άν κρίνουμε από τά πράγματα η απόφαση καί οι προτάσεις τού Εγκυκλίου Σημειώματος γρήγορα λησμονήθηκαν.
2. Καθώς υπενθύμισα τό παραπάνω Εγκύκλιο Σημείωμα, καί η ταπεινότης μου εκτιμά ότι δέν δικαιούμαστε νά παραβλέπουμε τό κόστος τής αποστολής τής ευχετήριας αλληλογραφίας, άν αυτό μάλιστα συνοδεύεται καί από τήν εκτύπωση πολυτελών καρτών.
3. Η ετοιμασία καί η διεκπεραίωση γιά τά γραφεία τών Μητροπόλεών μας τής εόρτιας αλληλογραφίας παραμονές μεγάλων εορτών αποτελεί μεγάλο βάρος. Διερωτώμαι : γιά ποιό λόγο; Ποιός Ιεράρχης δέν εύχεται ό,τι τό καλύτερο γιά τούς συνεπισκόπους του; Χρειάζεται προκειμένου νά τό εκφράσει καί μάλιστα μ’ έναν τρόπο συχνά άκρως τυποποιημένο νά υποβάλει εαυτόν καί τούς συνεργάτες του σ’ ένα τέτοιο κόπο;
4. Συνεχίζουμε πανομοιότυπα μιά πρακτική τού παρελθόντος, ενώ σήμερα διαθέτουμε νέους τρόπους αμεσότερους καί εκφραστικότερους επικοινωνίας. Ενοοώ τήν τηλεφωνική συνδιάλεξη, τή video κλήση. Βεβαίως καί αυτοί οι τρόποι απαιτούν χρόνο, τόν οποίο δέν διαθέτουμε γιά μιά γενικευμένη εόρτια επικοινωνία.
5. Έτσι, άλλοι εμμένουμε στόν παλαιό τρόπο τής εόρτιας επιστολής μέ χειρόγραφη προσφώνηση, κατακλείδα καί «ζωντανή» υπογραφή, τρόπο πού δείχνει αρχοντιά καί περιποιεί τιμή τόσο στόν αποστολέα όσο καί στόν παραλήπτη, αλλά καί απαιτεί πολύ χρόνο.
Ο λόγος αυτός είναι πού οδήγησε πολλούς νά επινοήσουν απλούστερους τρόπους πού προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία. Ευχετικό κείμενο, μέ προσφώνηση καί υπογραφή χειρόγραφες αλλά «σκαναρισμένες», τό οποίο αποστέλλεται μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Ο τρόπος αυτός κατά τήν εκτίμηση πολλών θεωρείται «ψυχρός». Καί δυστυχώς πέρασε καί στούς συμπρεσβυτέρους μας, όταν μάλιστα απευθύνονται καί πρός Ιεράρχες.
6. Μιά ακόμη παρατήρηση αναφερόμενη στήν έκταση καί τό περιεχόμενο τών εορτίων επιστολών πού επίσκοποι αποστέλλουμε σέ συνεπισκόπους μας. Κάποιες από αυτές είναι εκτενέστατες, μιά ολόκληρη σελίδα. Καί φοβάμαι άν τελικά, λόγω φόρτου εργασίας, οι παραλήπτες τίς διαβάζουμε.
Επίσκοποι, απευθυνόμενοι σέ συνεπισκόπους μας, προβαίνουμε καί σέ θεολογικές αναλύσεις πού μάλλον είναι περιττές, αφού καί οι δεύτεροι δέν είναι άμοιροι τού θεολογικού νοήματος τών εορτών.
Τά τελευταία χρόνια κάποιοι στίς ευχετήριες επιστολές τους αναμειγνύουν καί τήν «κοινωνιολογία» προκειμένου νά παρουσιάσουν ένα πιό σύγχρονο τρόπο γραφής. Σπάνια τό εγχείρημα μπορεί νά χαρακτηριστεί επιτυχές.
Αναφορικά μέ ευχές πλήρως τυποποιημένες, πού μάλλον είναι έργο κάποιου υπαλλήλου (ο οποίος είτε από κόπο είτε από απροσεξία αποστέλλει δύο φορές (!) τήν επιστολή τού προϊσταμένου του επισκόπου στόν ίδιο παραλήπτη) καί όχι τών ιδίων τών Ιεραρχών, τών οποίων η σκαναρισμένη υπογραφή ακολουθεί, αναρωτιέται κανείς κατά πόσον χρειάζονται.
7. Τέλος, δυό λόγια καί γιά τή γλώσσα πολλών από τίς ευχετήριες επιστολές. Γιατί άραγε αυτή η «υπεράγαν» αρχαιοπρεπής γλώσσα λίγο ή πολύ «ξύλινη» γιά τήν οποία μερικές φορές χρειάζεται ν’ ανοίξουμε τό λεξικό Lidell-Scott?? (όσοι βέβαια τό έχουμε κοντά μας); Καί καθώς οι νεώτεροι στήν ηλικία δέν έχουμε διδαχθεί καλά τά αρχαία ελληνικά, ο κίνδυνος νά εμφιλοχωρήσουν σολοικισμοί ή βαρβαρισμοί στό ευχετήριο κείμενο είναι πολύ μεγάλος. Φρονώ ότι η απλή καθαρεύουσα (γιατί όχι καί η στρωτή δημοτική), προσιτή καί κατανοητή από όλους μας, έχει τή δυνατότητα νά εκφράσει μέ πληρότητα καί πολύ πιό θερμά τά συναισθήματά μας.
Συμπερασματικά, διερωτώμαι:
Μήπως θά έδει η Διαρκής Ιερά Σύνοδος νά εξετάσει εκ νέου τό ζήτημα τής εόρτιας αλληλογραφίας, έτσι ώστε νά περιορίζεται μόνο στά ονομαστήρια τών συνεπισκόπων μας καί νά αποφεύγεται εκείνη τών Χριστουγέννων καί τού Πάσχα;