Επιμέλεια: ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Ι.Μ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ: “Προσπαθούν να γεφυρώσουν «ανορθόδοξα» και επί ζημία της Εκκλησίας, το χάσμα ανάμεσα στην Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία μας και τον αιρετικό Παπισμό”, αναφέρει μεταξύ άλλων σε πρόσφατη παρέμβαση του το γραφείο Αιρέσεων και Παραθρησκειών της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς
Αναλυτικά η ανακοίνωση:
Το Γραφείο μας μελετά με προσοχή τα τεκταινόμενα σχετικά με την πυρετώδη προώθηση της λεγόμενης «ένωσης των εκκλησιών».
Παρατηρούμε με ενδιαφέρον, αλλά και ανησυχία, να γίνεται μία τιτάνια προσπάθεια, από την πλευρά των θιασωτών της «ενώσεως» να γεφυρώσουν «ανορθόδοξα» και επί ζημία της Εκκλησίας, το χάσμα ανάμεσα στην Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία μας και τον αιρετικό Παπισμό.
Να παρακάμψουν τις δεκάδες κακοδοξίες του και να οικοδομήσουν μια «ένωση» ουνιτικού τύπου, παρά τις υπάρχουσες δογματικές διαφορές και χωρίς την επιστροφή των στην Ορθοδοξία.
Τις θλιβερές αυτές διαπιστώσεις καταδεικνύει η μέχρι σήμερα πορεία των Διαλόγων με τους παπικούς. Μεθοδεύθηκε η έναρξη του Θεολογικού Διαλόγου, όχι από τα διαιρούντα, αλλά από τα ενούντα, κάτι ξένο προς την Ορθόδοξη παράδοση, ενώ παράλληλα καλλιεργήθηκε το πνεύμα της «αμοιβαίας αναγνωρίσεως» για την δημιουργία ψευδαισθήσεων ενότητος και ταυτότητος πίστεως.
Το πνεύμα αυτό μόλις διακρίνεται στα πρώτα κείμενα της Μικτής Επιτροπής, για να φανεί πλέον ξεκάθαρα και με κάθε επισημότητα στο κοινό κείμενο της Ζ΄ Συνελεύσεως του Balamand. Με το κείμενο αυτό Παπικοί και «Ορθόδοξοι», κάνοντας ένα θεαματικό άλμα και παρακάμπτοντας πλήθος αιρετικών διδασκαλιών του Παπισμού, φθάνουν στο σημείο να αναγνωρίσουν αλλήλους ως πλήρεις και αληθείς «αδελφές Εκκλησίες», με έγκυρα μυστήρια, με ταυτότητα πίστεως, με αποστολική διαδοχή και διά τούτο «από κοινού υπευθύνους διά την τήρησιν της Εκκλησίας του Θεού εν τη πιστότητι προς την θείαν οικονομίαν, ιδιαίτατα ως προς την ενότητα», (παράγρ.13 και 14), πράγμα που συνιστά πραγματική προδοσία της Ορθοδόξου πίστεως.
Στην παρούσα φάση, (από το 2007 και εντεύθεν), καταβάλλεται μια εργώδης προσπάθεια από τα μέλη της Μικτής Επιτροπής επί του Θεολογικού Διαλόγου μέσω των τριών τελευταίων κειμένων, δηλαδή αυτών της Ραβέννας, της Βιέννης και του Κιέτι, να αποσαφηνίσουν τη σχέση μεταξύ Πρωτείου και Συνοδικότητος και ειδικότερα με ποιο τρόπο αυτά τα δύο μεγέθη εκφράσθηκαν και λειτούργησαν διά μέσου των αιώνων στις διεκκλησιαστικές σχέσεις Ανατολής και Δύσεως. Κατ’ ουσίαν η όλη προσπάθεια αποσκοπεί στην εναρμόνιση μεταξύ Πρωτείου και Συνοδικότητος, έτσι ώστε να ικανοποιεί και τις δύο πλευρές, Ορθοδόξους και Παπικούς.
Παράλληλα με τα μέλη της Μικτής Επιτροπής έχουν επιστρατευθεί και άλλες ομάδες εργασίας, οι οποίες εργάζονται προς ίδια την κατεύθυνση. Μία από αυτές είναι και η «Mικτή Ομάδα Εργασίας ‘Άγιος Ειρηναίος’». Ας δούμε καταρχήν, τι είναι αυτή η ομάδα: «Η Mικτή Ομάδα Εργασίας ‘Άγιος Ειρηναίος’ ιδρύθηκε το 2004 στο Paderborn της Γερμανίας, σε μία εποχή κατά την οποία ο επίσημος διεθνής διάλογος μεταξύ της Ρωμαιοκαθολικής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας αντιμετώπιζε δυσκολίες. Η ομάδα αποτελείται από δεκατρείς ορθοδόξους και δεκατρείς ρωμαιοκαθολικούς θεολόγους από διάφορες χώρες…Τα μέλη της Ομάδας Εργασίας δεν έχουν διορισθεί ως επίσημοι απεσταλμένοι των εκκλησιών τους, αλλά έχουν προσκληθεί με κριτήριο τη θεολογική τους επιστημοσύνη.
Ο ‘Άγιος Ειρηναίος’ δεν αποτελεί επομένως κάποια επίσημη επιτροπή διαλόγου, αλλά μία ανεπίσημη ομάδα εργασίας, αποτελούμενη από ειδικούς, η οποία συνέρχεται προσδοκώντας να πλαισιώσει τον διάλογο μεταξύ Ορθοδόξων και Καθολικών σε διεθνές επίπεδο». (https://www.ecclesia. gr/greek/press/theologia /material/ 2021 _4 _12_idiomelo.pdf). Πρόσφατα η ομάδα αυτή συνέταξε ένα κείμενο, το οποίο δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό «Θεολογία», [το πρώτο μέρος στο τόμο 92, (τεύχος 4ον, 2021) και το δεύτερο στο τόμο 93, (τεύχος 2ον, 2022)], με τίτλο: «Διακονώντας την κοινωνία. Επανεξετάζοντας τη σχέση μεταξύ πρωτείου και συνοδικότητας».
Στις γραμμές που ακολουθούν θα περιοριστούμε σε ένα σύντομο σχολιασμό του εκτεταμένου αυτού κειμένου, (80 σελίδες περίπου), αναφερόμενοι σε ορισμένα μόνο σημεία του, διότι ο πλήρης αναλυτικός σχολιασμός όλων των κοινών δηλώσεων, (17 τον αριθμό), θα απαιτούσε τη συγγραφή ενός ολοκλήρου βιβλίου, κάτι το οποίο ξεφεύγει από τα πλαίσια ενός δημοσιεύματος του Γραφείου μας.
Οι συντάκτες του κείμενου:
Κατ’ αρχήν θεωρούν δεδομένο ότι ο Παπισμός δεν είναι αίρεση, αλλά πλήρης και αληθής Εκκλησία με έγκυρα μυστήρια και αποστολική διαδοχή, γι’ αυτό άλλωστε και τον προσδιορίζουν με τον όρο «Καθολική Εκκλησία». Θεωρούν ότι η εν λόγω «Εκκλησία» ακολούθησε μια διαφορετική κατεύθυνση στη διαμόρφωση του δόγματος και του κανονικού δικαίου της, σε σχέση με την Ορθόδοξη, κάτω από την επίδραση πολλών παραγόντων, πολιτικών, ιστορικών, κοινωνικών και πολιτιστικών, οι οποίες θα πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπ’ όψη.
Γράφουν επί λέξει: «Οι λόγοι που οδήγησαν στον χωρισμό των Εκκλησιών μας δεν ήταν μόνο θεολογικοί, αλλά είχαν επίσης πολιτικές κοινωνικές πολιτιστικές ψυχολογικές και άλλες διαστάσεις», (5η κοινή δήλωση).
Από τις δογματικές πλάνες των παπικών περιορίζονται να αναφέρουν μόνο το φιλιόκβε και φυσικά το πρωτείο, ενώ αγνοούν, (θεληματικά;), όλες τις υπόλοιπες αιρετικές διδασκαλίες του Παπισμού. Και τα δύο, (φιλιόκβε και πρωτείο), δεν θεωρούνται ως αιρετικές διδασκαλίες, που οφείλουν να αποβάλλουν οι παπικοί, αλλά ως ζητήματα που κατανοήθηκαν διαφορετικά από τις δύο Εκκλησίες.
Αγνοούν την 9η Οικουμενική Σύνοδο, (1341-1351), επί αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, όπως επίσης και μια σειρά αγίων Ορθοδόξων Συνόδων με πανορθόδοξο χαρακτήρα, (1484, 1722, 1727, 1838, 1848, 1895, κ.α.), που καταδίκασαν τον Παπισμό ως αίρεση. Ρωτάμε τους συντάκτες: Οι παρά πάνω άγιες Σύνοδοι έπαψαν να αποτελούν μέρος της Συνοδικής και Κανονικής μας Παραδόσεως και πρέπει να διαγραφούν;
Αγνοούν το γεγονός ότι το πρωτείο έχει αποκρυσταλλωθεί σε δόγμα πίστεως που για πρώτη φορά θεσπίσθηκε στη «Σύνοδο» του Λατερανού (1516), σύμφωνα με την οποία: «Μόνον ο εκάστοτε Ρωμαίος Ποντίφικας, ως εκείνος που έχει εξουσία υπεράνω όλων των συνόδων, διαθέτει το πλήρες δικαίωμα και την εξουσία να συγκαλεί, να μεταφέρει και να διαλύει συνόδους» (ΘΕΟΛΟΓΙΑ 92, 4 (2021), σελ. 31)! Το δόγμα αυτό επαναβεβαιώθηκε και στις Α΄ και Β΄ «Συνόδους» του Βατικανού και επομένως αποτελεί αμετακίνητο στοιχείο της διδασκαλίας του Παπισμού. Επομένως όσο και αν ενισχυθεί η Συνοδικότητα, ποτέ δεν θα παύσει να αποτελεί ένα απλό συμβουλευτικό όργανο του «Πάπα», ο οποίος θα εξακολουθεί να ίσταται υπεράνω των Συνόδων. Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σχετικά πρόσφατα ο καρδινάλιος κ. Koch χαρακτήρισε το πρωτείο ως «δώρο του Χριστού στην Εκκλησία»!
Σαν να μας λέει με εύσχημο και ευγενικό τρόπο: Το παπικό Πρωτείο ούτε να καταργηθεί πρόκειται, αλλά ούτε και να υποκατασταθεί από το Συνοδικό Σύστημα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Και τούτο, διότι είναι «δώρο του Χριστού στην Εκκλησία». Τα «δώρα του Χριστού», (επειδή ακριβώς είναι «δώρα του Χριστού»), ούτε καταργούνται, ούτε υποκαθίστανται, (Βλ. κείμενο του Γραφείου μας με τίτλο: «Η ενίσχυση της συνοδικότητας: Μια ακόμη δολερή παγίδα του παπισμού», (8.2.2021).
Προσπαθούν να βρούν ένα κοινό βηματισμό στη διερεύνηση των σχέσεων Πρωτείου και Συνοδικότητος πάνω στη βάση κυρίως του Κειμένου της Ραβέννας, το οποίο κάνει λόγο για Πρωτείο σε τοπικό, περιφεριακό και παγκόσμιο επίπεδο. Αγνοούν όμως το γεγονός ότι το κείμενο αυτό δέχθηκε σφοδρότατη κριτική από κορυφαίους και διαπρεπείς θεολόγους, όπως επίσης και το γεγονός ότι η συζήτηση για το Πρωτείο του επισκόπου Ρώμης και της σχέσεώς του με τη Συνοδικότητα είναι μεθοδολογικά άκαιρη και ουσιαστικά πρωθύστερη.
Ο πρώην καθηγητής της Δογματικής στο ΑΠΘ κ. Τσελεγγίδης σε επιστολή του προς την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, (Σεπτέμβριος 2009), κάνει κάποιες πολύ εύστοχες παρατηρήσεις στο υπό συζήτηση θέμα και ειδικότερα ως προς την μεθοδολογία του διαλόγου: «Η προγραμματισμένη θεολογική συζήτηση για το πρωτείο του επισκόπου Ρώμης ‘εις μεγαλύτερον βάθος’, τον προσεχή Οκτώβριο στην Κύπρο, είναι μεθοδολογικώς άκαιρη και ουσιαστικά πρωθύστερη.
Και τούτο, γιατί, σύμφωνα με την θεολογική και πατερική δεοντολογία, θα πρέπει να προηγηθεί οπωσδήποτε η θεολογική συζήτηση για τη θεμελιώδη διαφορά μας με τους Ρωμαιοκαθολικούς στο δόγμα και ειδικότερα στο Filioque, το αλάθητο και την κτιστή θεία Χάρη, που εσφαλμένα εξακολουθούν να υποστηρίζουν. Οι δογματικές αυτές κακοδοξίες ενεργούν προσδιοριστικά στο χαρακτήρα της ταυτότητας του Ρωμαιοκαθολικισμού και κενώνουν θεολογικά την Εκκλησιολογία και την Μυστηριολογία του, κενώνουν δηλαδή ουσιαστικά τον κατ’ εξοχήν χαρακτήρα της Εκκλησίας ως ‘κοινωνίας θεώσεως του ανθρώπου’. Μόνο μετά την απόλυτη ταυτότητά μας στο δόγμα, μπορεί να ακολουθήσει συζήτηση για τον τρόπο διοικήσεως της Εκκλησίας.
Η διαφορά μας στο δόγμα, σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα των Οικουμενικών Συνόδων, που σαφώς προκύπτει από τα πρακτικά τους, θέτει εκτός Εκκλησίας τους Ρωμαιοκαθολικούς, πράγμα που επιβεβαιώνεται εμπειρικώς από την επί μίαν χιλιετία διακοπή της διαμυστηριακής κοινωνίας. Εύλογα λοιπόν προκύπτει το θεολογικό ερώτημα: Πώς θα μπορέσουμε να συζητήσουμε ορθολογικώς στον επικείμενο θεολογικό διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς για την θεσμική-ιεραρχική θέση ενός προσώπου, (δηλαδή του Πάπα), εντός της Εκκλησίας, εν όσω το πρόσωπο αυτό βρίσκεται ακόμη ουσιαστικά, αλλά και τυπικά εκτός της Εκκλησίας;».[1]
Στην 7η κοινή δήλωση, (σελ.227- 228), γίνεται μια προσπάθεια θεολογικής θεμελιώσεως και ερμηνείας του πρωτείου, (η οποία επαναλαμβάνεται με παρόμοια διατύπωση και στην 14η κοινή δήλωση). Γράφουν: «Κατά την διάρκεια των πρώτων χριστιανικών αιώνων αναδύεται ένας σημαντικός αριθμός διαφορετικών μορφών πρωτείου, ή ‘ήγεσίας’ σε τοπικές και επαρχιακές Εκκλησίες.
Σε αυτές περιλαμβάνεται το πρωτείο του ενός και μόνου επισκόπου στην τοπική εκκλησία – συνήθως μια πόλη με τα προάστιά της- το οποίο έγινε ευρέως αποδεκτό από τα μέσα του 3ου αιώνα,…και αργότερα το πρωτείο ενός μεγάλου αστικού κέντρου,…». Παρά κάτω, στην επόμενη παράγραφο, (7.2) τονίζουν την εξέχουσα θέση και το υπεροχικό κύρος της Ρώμης, επικαλούμενοι ιστορικά στοιχεία και ορισμένες πατερικές μαρτυρίες, όπως του αγίου Ιγνατίου του θεοφόρου, που ονομάζει τη Ρώμη «προκαθημένη της αγάπης» και του αγίου Κυπριανού Καρχηδόνος, που θεωρεί ότι η Ρώμη είναι η εκκλησία «από την οποία προέρχεται όλη η Ιερωσύνη».
Η παρά πάνω φράση του αγίου Κυπριανού, (εάν πράγματι αποδίδεται στον άγιο και δεν είναι πλαστή επινόηση των παπικών), δεν μπορεί να ευσταθεί, διότι όπως είναι γνωστό η Ιερωσύνη έχει την πηγή και την προέλευσή της στον ίδιο τον Χριστό και όχι σε μια Εκκλησία, έστω και της Ρώμης. Επίσης ο άγιος Ιγνάτιος ονομάζοντας τη Ρώμη ως «προκαθημένη της αγάπης», δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι αποδίδει στον προκαθήμενό της πρωτείο παγκοσμίου εξουσίας εφ’ όλης της Εκκλησίας.
Γύρω από το καυτό και φλέγον ζήτημα του «πρώτου» στην ανά την οικουμένην Εκκλησία, (για το οποίο γίνεται λόγος και στο κείμενο της Ραβέννας), μας δίδει ορισμένες πολύ χρήσιμες πληροφορίες ο πρωτ. π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος στην άριστη διπλωματική του εργασία με τίτλο: «Η Εκκλησία της Ρώμης και ο Επίσκοπός της στα πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων», (Α΄ Έκδοση 2016). Παραθέτουμε ορισμένα αποσπάσματα.
Πολύ εύστοχα κατ’ αρχήν επισημαίνει ότι τον όρο «πρώτος» συναντούμε μόνο μία φορά στην Κανονική μας Παράδοση και στο Κανονικό Δίκαιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, στον 34ο Αποστολικό Κανόνα. Στην εκκλησιαστική μας Γραμματεία αντί του όρου «πρώτος» χρησιμοποιείται κατά κόρον ο όρος «ο της Μητροπόλεως επίσκοπος», ή «ο της Μητροπόλεως», ή «ο Αρχιεπίσκοπος», που έχουν καθιερωθεί στα πρακτικά των Ορθοδόξων Συνόδων και στους Ιερούς Κανόνες.
Ο 9ος Ιερός Κανόνας της έν Αντιοχεία Συνόδου, ο οποίος ερμηνεύει τον 34ο Αποστολικό, καθιστά σαφές ότι δεν νοείται «πρώτος» γενικά και αόριστα, χωρίς την παρουσία συγκεκριμένης συνόδου μιάς συγκεκριμένης επαρχίας. Επομένως ο όρος «πρώτος» του 34ου Αποστολικού αφορά τον προεστώτα Επίσκοπο μιάς επαρχίας, ή ενός έθνους και μόνον. Επομένως οι εκφράσεις «Πρώτος της Χριστιανοσύνης», ή «πρώτος της παγκόσμιας Εκκλησίας», ή «παγκόσμιος προκαθήμενος» κ.λ.π. δεν απαντώνται ούτε ως ορολογία, ούτε και ως έννοια στα πρακτικά και στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων και ως εκ τούτου στερούνται θεολογικού νοήματος.
Επ’ αυτού του σημείου είναι σαφής και ο 46ος της εν Καρθαγένη Συνόδου: «Ώστε τον της πρώτης καθέδρας επίσκοπον μη λέγεσθαι έξαρχον των ιερέων, ή άκρον ιερέα, ή τοιουτοτρόπον τίποτε, αλλά μόνον επίσκοπον της πρώτης καθέδρας». Ο καθηγητής κ. Βλ. Φειδάς παρατηρεί σχετικά: «Κατά την ερμηνεία της Ανατολής το ‘πρωτείο’ απέρρεε από τα πρεσβεία τιμής των πέντε πατριαρχικών θρόνων. Το ‘πρωτείο’ αυτό ήταν αφ’ ενός μεν ‘πρωτείο τιμής’ και όχι ‘πρωτείο εξουσίας’ και αφ’ ετέρου αναφερόταν μόνο στη σχέση του ‘πρώτου’ προς τους λοιπούς πατριάρχες και όχι στη σχέση του ‘πρώτου’ προς το όλο σώμα των επισκόπων της Εκκλησίας»,[2] όπως συμβαίνει με το παπικό πρωτείο.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι το κείμενο της Ραβέννας επιχειρεί να θεμελιώσει το Πρωτείο σε παγκόσμιο επίπεδο, παραπέμποντας μόνο στον 34ο Αποστολικό και σε κανέναν άλλο Ιερό Κανόνα. Αξίζει επίσης να σημειωθεί, ότι στην Κανονική Παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, ενώ γίνεται λόγος για τον «πρώτο» και τα καθήκοντα του σε επαρχιακό επίπεδο, πουθενά δεν γίνεται λόγος για κάποιον «πρώτο» της παγκοσμίου Εκκλησίας, πράγμα που σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη «πρώτου» στην παγκόσμια Εκκλησία.
Πέραν αυτών, αν μελετήσουμε την Κανονική Παράδοση της πρώτης χιλιετίας, (που είναι κοινή σε Ανατολή και Δύση), θα διαπιστώσουμε ότι καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου η Εκκλησία ουδέποτε παρεχώρησε σε ένα πρόσωπο τις αρμοδιότητες του «πρώτου» στην ανά την οικουμένην Εκκλησία, αλλά περιέβαλε με τα δικαιώματα του «πρώτου» τον κανονικό θεσμό της Πενταρχίας των Πατριαρχών, το «πεντακόρυφο κράτος της Εκκλησίας». Αυτό αποδεικνύεται ξεκάθαρα, αν εξετάσουμε τα πρακτικά των επτά Οικουμενικών Συνόδων.
Για παράδειγμα στην Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο αναγνώσθηκε η επιστολή του Πάπα Λέοντος, ο περίφημος τόμος του Λέοντος, ο οποίος δεν περιέχει καμία αναφορά για υπεροχική θέση του επισκόπου Ρώμης έναντι των λοιπών Εκκλησιών. Η επιστολή αυτή εγκρίθηκε στο σύνολό της από τους Πατέρες της Συνόδου ως κριτήριο Ορθόδοξου πίστεως. Στην Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο ο Πάπας Βιγίλιος έστειλε δύο επιστολές στη Σύνοδο, (που καταχωρήθηκαν στα πρακτικά), στις οποίες όχι μόνο δεν διακρίνεται καμιά υπεροχική εξουσία του επισκόπου Ρώμης, αλλά αντιθέτως στη β΄ επιστολή του ο Πάπας υποτάσσεται με ταπεινό φρόνημα στη συνοδική απόφαση, που ελήφθη εν απουσία του, αναγνωρίζοντας τα λάθη του. Στην ΣΤ΄ οικουμενική Σύνοδο ο Πάπας Αγάθονας έστειλε δύο επιστολές, στις οποίες προσπαθεί να τονίσει την υπεροχική θέση του επισκόπου Ρώμης έναντι των λοιπών Εκκλησιών.
Όμως οι Πατέρες της Συνόδου ενέκριναν τις επιστολές μόνο ως προς την περί των δύο θελήσεων και ενεργειών θεολογίας τους, χωρίς να αναφερθούν καθόλου στις διατυπώσεις για υπεροχική δικαιοδοσία του επισκόπου Ρώμης, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι με εύσχημο τρόπο τις απέρριψαν. Στην Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο ο πάπας Αδριανός έστειλε δύο επιστολές, στις οποίες παρουσιάζει τον επίσκοπο Ρώμης ως τον «βικάριο» των αποστόλων Πέτρου και Παύλου, ως «πρωτεύοντα και κεφαλήν πασών των Εκκλησιών» και την άνευ Ρώμης Σύνοδον ως «ψευδοσύλλογον». Οι Πατέρες της Συνόδου ενέκριναν τις επιστολές μόνον ως προς την διδασκαλία τους για τις ιερές εικόνες και την τιμητική τους προσκύνηση, ενώ απέρριψαν τις παπικές απόψεις περί παγκοσμίου πρωτείου του επισκόπου Ρώμης.
Τέλος η Οικουμενική Σύνοδος στην οποία κατ’ εξοχήν κρίθηκε και απορρίφθηκε η απαίτηση του Πάπα για απόλυτη δικαιοδοσία εφ’ όλης της Εκκλησίας, ήταν η Η΄ Οικουμενική Σύνοδος επί μεγάλου Φωτίου, (879-880). Στη σύνοδο αυτή οι συνοδικοί Πατέρες δεν άφησαν να «περάσουν» οι αξιώσεις των παπικών λεγάτων για παγκόσμια δικαιοδοσία του επισκόπου Ρώμης. Έτσι σε κάθε φράση του παπικού αντιπροσώπου, όπου υπενοείτο υπεροχική δικαιοδοσία του Πάπα έναντι των άλλων τοπικών Εκκλησιών, υπήρχε σαφής αντίλογος είτε από τον Μέγα Φώτιο, είτε από άλλους Πατέρες. Ρωτάμε τους συντάκτες του συλλογικού κειμένου: Γιατί αγνόησαν όλα τα παρά πάνω σπουδαιότατα στοιχεία, που παραθέσαμε από την Συνοδική και Κανονική μας Παράδοση;
Στην 5η κοινή δήλωση, (σελ. 224), γράφουν: «Τόσο το πρωτείο όσο και η συνοδικότητα γνώρισαν εξέλιξη στο πέρασμα των αιώνων. Θα συνεχίσουν να αλλάζουν και θα πρέπει να αλλάζουν, προκειμένου να προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες όπως η παγκοσμιοποίηση, οι γεωπολιτικές αλλαγές και οι νέες δομές πολιτικής εξουσίας, χωρίς όμως να συμμορφώνονται και στο πνεύμα του κόσμου τούτου. Αυτό συνεπάγεται μία συνεχή προσπάθεια μεταρρύθμισης και ανανέωσης των εκκλησιαστικών δομών, ακολουθώντας πιστά τη θεμελιώδη ταυτότητα της Εκκλησίας ως Σώματος του Χριστού και υπακούοντας στην αποστολή της υπό την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος».
Το Συνοδικό Πολίτευμα της Εκκλησίας μας είναι θεόσδοτο και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αλλάζει σύμφωνα με τις μεταβολές του πτωτικού κόσμου. Λυπούμαστε που η Ορθόδοξη αντιπροσωπεία δέχτηκε αυτή την θέση. Αντίθετα ο Παπισμός, αφότου αποκόπηκε από τον αδιαίρετο εκκλησιαστικό κορμό, υιοθέτησε τον φεουδαρχικό Φραγκισμό, ως τρόπο διοίκησής του. Εφεύρε το δαιμονικό παπικό πρωτείο, το οποίο εξαφάνισε την Συνοδικότητα, η οποία βρίσκεται στον αντίποδα του εξουσιαστικού πρωτείου.
Στην 12η κοινή δήλωση (σελ. 251), γράφουν: «Η ανακάλυψη των πηγών της αρχαίας εκκλησίας κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα οδήγησε Καθολικούς και Ορθόδοξους να συνειδητοποιήσουν τον βαθμό στον οποίο η εκκλησία πραγματώνεται στην ευχαριστία». Και συνεχίζουν: «Όταν τελείται η ευχαριστία η εκκλησία είναι ολόκληρη παρούσα, αν και την ίδια στιγμή δεν είναι η όλη η εκκλησία. Έτσι η Ευχαριστία τονίζει επίσης την πρωταρχική ενότητα ολόκληρης της εκκλησίας.
Η μυστηριακή αυτή η κατανόηση της εκκλησίας προσφέρει το θεολογικό θεμέλιο για την σχέση μεταξύ πρωτείου και συνοδικότητας ως της δομικής αρχής της εκκλησίας σε τοπικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο». Εδώ εμπλέκεται η κακόδοξη θεωρία της «Ευχαριστιακής Εκκλησιολογίας». Την θεωρία αυτή ως γνωστόν εισηγήθηκε πρώτος ο Ρώσος θεολόγος και πρεσβύτερος Νικόλαος Αφανάσιεφ, ο οποίος υποστήριξε ότι η Εκκλησία είναι πλήρης και καθολική, οπουδήποτε τελείται το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, επειδή ο Χριστός είναι όλος παρών στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Την θεωρία αυτή στη συνέχεια αποδέχθηκε πλήρως ο Παπισµός, διότι εξυπηρετεί άριστα το δόγμα περί του παπικού πρωτείου. Κατά τους ισχυρισμούς των παπικών, όπως στη Θεία Ευχαριστία είναι ανάγκη να υπάρχει ο πρώτος, ή προεστώς, έτσι και στην παγκόσμια είναι ανάγκη να υπάρχει ο πρώτος της ανά την οικουμένην Εκκλησίας. Δυστυχώς αυτή η απαράδεκτη διδασκαλία έχει εισβάλει και στον Ορθόδοξο χώρο με πρωτοπόρο τον Σεβ. Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Ζιζιούλα, ο οποίος φαίνεται να αγνοεί, (όπως και οι ομόφρονές του), ότι ο αιρετικός Παπισμός, όπως και όλες οι αιρέσεις, επειδή στερούνται Ιερωσύνης, δεν έχουν έγκυρα μυστήρια, μεταδοτικά θείας Χάριτος και επομένως ούτε Θεία Ευχαριστία, στην οποία φυσικά δεν είναι παρών ο Χριστός.
Στην 17η κοινή δήλωση, (σελ. 268), γράφουν: «Οι αρχές του πρωτείου και της συνοδικότητας βρίσκονταν ήδη σε χρήση κατά τη διάρκεια των πρώτων αιώνων, αλλά κανένα ενιαίο μοντέλο της μεταξύ τους σχέσης δεν έγινε ποτέ αποδεκτό παγκοσμίως»
. Το ότι το πρωτείο ποτέ δεν έγινε αποδεκτό από την Εκκλησία της πρώτης χιλιετίας φαίνεται ξεκάθαρα στα πρακτικά των επτά Οικουμενικών Συνόδων, για τα οποία έγινε λόγος προηγουμένως.
Στην ίδια κοινή δήλωση (σελ. 269) γράφουν: «Τόσο η Αγία Γραφή, όσο και η Ιερά Παράδοση επιβεβαιώνουν την ανάγκη, το λειτούργημά του πρώτου να διακονεί την ενότητα της εκκλησίας σε διάφορα επίπεδα». Θέλουν να αγνοούν όμως ότι στην αγία Γραφή που επικαλούνται, ο ίδιος ο Κύριος ανατρέπει και καταργεί κάθε έννοια πρωτείου από οποιοδήποτε πρόσωπο, που έχει την αξίωση να ασκήσει εκκλησιαστική εξουσία, όπως αυτή ασκείται από τον Πάπα.
Λέγει: «και ος εάν θέλη εν υμίν είναι πρώτος, έσται υμών δούλος», (Ματθ.20,27). Όσο για την ανυπαρξία πρώτου στην Κανονική μας Παράδοσή έγινε λόγος ήδη προηγουμένως.
Στην ίδια κοινή δήλωση (σελ. 269) προσθέτουν: «Αποτελεί πεποίθηση των μελών της ομάδας εργασίας ότι οποιοδήποτε όραμα για το μέλλον πρέπει να επεξεργαστεί με μεγάλη προσοχή ένα μοντέλο κοινωνίας λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι η εφαρμογή αυτού του μοντέλου θα είναι σταδιακή. Η πορεία προς τη συμφιλίωση μεταξύ Καθολικών και Ορθοδόξων δεν συνεπάγεται απαραίτητα την άμεση επίλυση όλων των εκκρεμών ζητημάτων αλλά ένα κοινό Πλαίσιο προσεγγίσεων του στόχου αυτού».
Ιδού και η κυνική ομολογία του μινιμαλιστικού μοντέλου «ενώσεως των εκκλησιών»! Με άλλα λόγια, η ένωση θα γίνει σε ουνιτική βάση, στην οποία εμείς κρατάμε τα δικά μας, εκείνοι κρατούν τα δικά τους και κάνουμε την «ένωση»!
Στην ίδια κοινή δήλωση, (σελ. 270-271) η Ομάδα Εργασίας, «αποθεώνει» τον «Πάπα», ορίζοντάς τον ως «εκφραστή» της «ενότητας των χριστιανών στον κόσμο σήμερα»: «Η ομάδα Άγιος Ειρηναίος έχει επίγνωση ότι ο καθορισμός του ακριβούς ρόλου του επισκόπου Ρώμης στο πλαίσιο μίας αποκατεστημένης κοινωνίας μεταξύ των εκκλησιών μας θα είναι ίσως η πιο δύσκολη πτυχή αυτής της διαδικασίας.
Τα μέλη της ομάδας μας είναι πεπεισμένα ότι ο επίσκοπος Ρώμης μπορεί και πρέπει να διαδραματίσει σημαντικότερο ρόλο στην έκφραση της ενότητας των χριστιανών στον κόσμο σήμερα… Είναι ανάγκη να αναζητηθεί ένας τρόπος προκειμένου να ξεπερασθούν ορισμένες θέσεις του παρελθόντος, ώστε τα βασικά στοιχεία που έχουν διατηρηθεί και στις δύο παραδόσεις να ενσωματωθούν σε μία κοινή κατανόηση του πρωτείου».
Η ενότης της Ορθοδόξου Εκκλησίας εκφράσθηκε ήδη μέσω της λειτουργίας του Συνοδικού Συστήματος και μόνον, χωρίς να έχει ανάγκη να εκφρασθεί από κάποιο «πρώτο», πράγμα το οποίο αποτελεί ήδη μια ζωντανή πραγματικότητα εδώ και 20 αιώνες. Δεν υπάρχουν «δύο παραδόσεις», οι οποίες δέον να «ενσωματωθούν σε μία κοινή κατανόηση του πρωτείου», αλλά η κρυστάλλινη διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και η αιρετική του Παπισμού.
Κλείνοντας, εκφράζουμε έντονα για πολλοστή φορά τους φόβους μας από την δικαιολογημένη αίσθησή μας ότι έρχεται, οσονούπω, τρομακτική θύελλα στην Εκκλησία μας. Οι θιασώτες της «ενώσεως των εκκλησιών» βιάζονται να ενώσουν την Εκκλησία με τις αιρέσεις, χωρίς την απαραίτητη μετάνοια των αιρετικών. Σύμφωνα με δρομολογημένες εξελίξεις το 2025 είναι χρονικό ορόσημο γι’ αυτή την «ένωση». Μια προσεκτική μελέτη (και) των κοινών πορισμάτων της Ομάδος Εργασίας φανερώνουν περίτρανα, αφ’ ενός μεν ότι το όλο κείμενο φέρει τη σφραγίδα της παπικής «θεολογίας» και αφ’ ετέρου τις εκατέρωθεν προθέσεις.
Η παραπλανητική γλώσσα περί της «εναρμονίσεως» του «πρωτείου με τη συνοδικότητα» φανερώνει το βάθος της υποκρισίας του αιρετικού Παπισμού και την πεισματική άρνησή του να απεμπολήσει το δαιμονικό «πρωτείο», αλλά να το «ντύσει» με το ευτελές περίβλημα μιας κάλπικης συνοδικότητας!
Εκφράζουμε τέλος την πικρία μας, τέτοια απαράδεκτα κείμενα, τα οποία απηχούν κακόδοξες και εν πολλοίς δόλιες αιρετικές θέσεις, να δημοσιεύονται στο επίσημο περιοδικό «Θεολογία» της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλοιώνοντας το φρόνημα των ορθοδόξων αναγνωστών του!