Του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ: Μελετώντας διάφορες κριτικές σέ κοινωνικά καί θεολογικά θέματα καί ακούγοντας διαλόγους μεταξύ τών ανθρώπων, παρατηρώ ότι οι περισσότεροι παραμένουν σέ λέξεις, χωρίς νά καταλαβαίνουν τό νόημά τους καί χωρίς νά προσπαθούν νά καταλάβουν τί εννοεί ο άλλος μέ τούς όρους-λέξεις πού χρησιμοποιεί.
Τίς παραρμηνεύουν μέ βάση τίς δικές τους θεωρίες, γι’ αυτό καί δημιουργούνται παρεξηγήσεις.
Αυτό παρατηρήθηκε από τήν αρχαιότητα, γι’ αυτό ο Αντισθένης έλεγε ότι «αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις». Σέ μιά δημιουργική συζήτηση, πρώτα πρέπει νά καθορίζονται οι όροι-λέξεις καί στήν συνέχεια νά προχωρούν στήν ανάλυση ενός θέματος.
Αυτό είναι απαραίτητο, γιατί, επειδή η αλήθεια είναι δυσθήρατος, οπωσδήποτε κατακρεουργείται, όταν οι άνθρωποι γίνονται «θηρευτές λέξεων». Καί αυτό τό κάνουν ή από επιπολαιότητα ή από σκοπιμότητα, όπως τό έκαναν συνήθως οι αιρετικοί γιά νά «κτυπήσουν» τούς Πατέρες τής Εκκλησίας.
Έτσι, γιά νά μήν αποδεικνυόμαστε «θηρευτές λέξεων», πού είναι απαράδεκτο από κάθε πλευρά, πρέπει νά ξεχωρίζουμε τό νόημα από τό γράμμα, τό σημαίνον από τό σημαινόμενον.
1. Τό νόημα καί όχι τό γράμμα τών λέξεων, κατά τούς Πατέρες τής Εκκλησίας
Πρόσφατα, σέ δημόσιο λόγο αναφέρθηκα σέ «θηρευτές λέξεων», εννοώντας αυτούς πού θηρεύουν λέξεις, δηλαδή ασχολούνται μέ τό κυνήγι λέξεων, πού επιδιώκουν νά βρούν κάποια λέξη, τήν οποία παρερμηνεύουν, βάσει τών δικών τους πεποιθήσεων, γιά νά δημιουργήσουν προβλήματα, χωρίς νά ενδιαφέρονται νά καταλάβουν όλη τήν σκέψη ενός συγγραφέως καί τό νόημα τών φράσεων καί τών λέξεων πού εθήρευσαν.
Τό πρόβλημα δέν είναι σύγχρονο, αλλά παρατηρείται σέ όλους τούς αιώνες, καί σέ θεολογικές συζητήσεις είτε γιά νά διατυπώσουν αιρετικές απόψεις είτε γιά νά αποδομήσουν τήν ορθόδοξη θεολογία τών Πατέρων.
Συνήθως αυτό τό έργο νά θηρεύουν λέξεις τό έκαναν οι αιρετικοί γιά νά πλήξουν κάποιον Πατέρα τής Εκκλησίας, καί νά τόν θεωρήσουν ως αιρετικό. Δηλαδή, οι Πατέρες τής Εκκλησίας προσπαθούσαν νά εκφράζουν τά άρρητα ρήματα τής αποκαλυπτικής εμπειρίας μέ ρητά ρήματα, νοήματα καί εικονίσματα, όπως έλεγε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, καί αυτό είναι δυσχερές.
Πολλές φορές οι Πατέρες λάμβαναν ένα «ρήμα» από τόν τρόπο σκέψεως τών συγχρόνων ανθρώπων καί από τήν φιλοσοφία, γιά νά εκφράσουν τήν αποκαλυπτική αλήθεια, αφού όμως νοηματοδοτούσαν εκ νέου αυτό τό «ρήμα»-λέξη, όπως ομοούσιος, ουσία, πρόσωπο, υπόσταση, ενυπόστατο, φύση, θέληση κλπ. Αυτό δημιουργούσε προβλήματα τόσο στούς συντηρητικούς όσο καί στούς αιρετικούς, πού κατηγορούσαν τούς Πατέρες επιπόλαια.
Όμως, όταν θέλουμε νά εξετάσουμε τήν σκέψη ενός συγγραφέως καί ενός θεολόγου Πατρός, πρέπει νά βλέπουμε τό νόημα τών λέξεων καί όχι τό γράμμα τών λέξεων, πρέπει νά μάς απασχολή τό σημαινόμενον καί όχι απλώς τό σημαίνον, καί γενικά νά βλέπουμε όλη τήν σκέψη του. Διαφορετικά παραποιούμε τήν αλήθεια τών λόγων του.
Ο Απόστολος Παύλος γράφει ότι ο Θεός «ικάνωσεν ημάς διακόνους καινής διαθήκης, ου γράμματος, αλλά πνεύματος τό γάρ γράμμα αποκτέννει, τό δέ πνεύμα ζωοποιεί».
Πάντως, τόν 4ο αιώνα γινόταν έντονη συζήτηση γιά τήν χρησιμοποίηση τών λέξεων-όρων, προκειμένου νά καθορισθή η αλήθεια γιά τόν Τριαδικό Θεό. Άλλοι μέν αιρετικοί χρησιμοποιούσαν λέξεις από τήν φιλοσοφία, άλλοι, πού τελικά ήταν μετριοπαθέστεροι αιρετικοί, χρησιμοποιούσαν λέξεις από τήν Αγία Γραφή, τίς οποίες ερμήνευαν στοχαστικώς μέ αποτέλεσμα νά καταλήγουν σέ άρνηση τής θεότητος τού Υιού καί τού Αγίου Πνεύματος.
Ενώπιον αυτής τής καταστάσεως οι Πατέρες τής Εκκλησίας ομιλούσαν γιά τήν «αλήθεια τών πραγμάτων» καί όχι γιά τήν εμμονή στίς «λέξεις». Περισσότερο επέμεναν στό νά βρεθή τό νόημα τών λέξεων, καί νά μήν παραποιείται τό νόημά τους.
Έτσι, ο Μέγας Αθανάσιος, αναφερόμενος στήν ερμηνευτική τού Αρείου πού έβλεπε εξωτερικά τίς φράσεις τής Αγίας Γραφής, προσδιόριζε τήν ορθόδοξη ερμηνευτική: «Ουκούν αποκαλύπτειν χρή τόν νού τού ρητού, ως κεκρυμμένου τι τοιούτου ζητείν καί μή ως εν παρρησία ειρημένου απλώς εκλαμβάνειν, ίνα μή παρεξηγούμενοι πλανηθώμεν τής αληθείας». Δηλαδή, πρέπει νά ζητάμε νά αποκαλύπτουμε τό νόημα τού ρητού, πού είναι κεκρυμμένο καί όχι νά στεκόμαστε μόνον στό ρητό καί πλανηθούμε από τήν αλήθεια.
Επίσης, σέ άλλο σημείο γράφει ότι «ου δέ τήν πρόχειρον λέξιν απλώς ούτως εκλαμβάνειν, αλλά τό πρόσωπον ζητείν καί ούτω μετ’ ευσεβείας τόν νούν εφαρμόζειν αυτώ». Δέν πρέπει νά παραμείνουμε απλώς στήν λέξη, αλλά νά αναζητούμε τό πρόσωπο καί νά εφαρμόζουμε σέ αυτό μέ ευσέβεια. Αυτό χρειάζεται καί επιμελή ζήτηση τού εσωτερικού βάθους τού ρητού καί τής λέξεως. Επομένως, κατά τόν Μέγα Αθανάσιο η αναζήτηση τής «διανοίας» τών Γραφών γίνεται μέ προϋποθέσεις, ήτοι τού «καιρού» πού εγράφη τό χωριό, τού «προσώπου» πού αναφέρεται ο λόγος καί τού «πράγματος», δηλαδή τής αιτίας γιά τήν οποία έγραψε ο συγγραφεύς.
Ο Μέγας Αθανάσιος τά γράφει αυτά, γιατί ο Άρειος χρησιμοποιούσε δική του ερμηνευτική διαφόρων χωρίων γιά νά δικαιολογήση τήν κακοδοξία του, ιδιαίτερα τό χωρίο: «Κύριος έκτισέ με αρχήν οδών αυτού εις έργα αυτού».
Επίσης, ο Μέγας Αθανάσιος γράφει γιά εκείνους οι οποίοι εδέχθηκαν όλα όσα εγράφησαν στήν Σύνοδο τής Νικαίας, αλλά αμφιβάλλουν μόνον ως πρός τό ομοούσιον «μή ως εχθρούς διακείσθαι», δηλαδή νά τούς συμπεριφερόμαστε ως εχθρούς. Εμείς δέν αντιστεκόμαστε πρός αυτούς, όπως στούς Αρειανίτες καί σέ αυτούς πού μάχονται ενάντια στόν Πατέρα, «αλλ ως αδελφοί πρός αδελφούς διαλεγόμεθα τήν αυτήν μέν ημίν διάνοιαν έχοντας, περί δέ τό όνομα μόνον διστάζοντας».
Ο Μέγας Βασίλειος, κατά τόν καθηγητή Παναγιώτη Χρήστου, προσπαθούσε νά φέρη μιά δογματική ισορροπία, ευρισκόμενος μέσα σέ ποικίλα αιρετικά ρεύματα, πού χρησιμοποιούσαν διάφορους φιλοσοφικούς ή αγιογραφικούς όρους-λέξεις.
Γιά παράδειγμα, στό θέμα τού Αγίου Πνεύματος οι μετριοπαθέστεροι Αρειανοί, επικαλούμενοι τό ότι στήν Αγία Γραφή δέν γίνεται ρητή αναφορά στό Άγιον Πνεύμα ως Θεό, έλεγαν ότι τό Άγιον Πνεύμα δέν είναι πρόσωπο, αλλά μιά δύναμη. Άλλοι έλεγαν ότι είναι πρόσωπο, αλλά όχι θείο. Ισχυρίζονταν ότι τά όντα έχουν τήν ύπαρξη είτε αγέννητη, όπως ο Θεός Πατήρ, είτε γεννητώς, όπως ο Υιός, είτε κτιστώς, όπως ο άνθρωπος. Επειδή τό Άγιον Πνεύμα δέν υπάγεται στίς περιπτώσεις τής αγεννησίας, όπως ο Πατήρ, τής γεννήσεως, όπως ο Υιός, έλεγαν ότι υπάγεται στήν περίπτωση τού κτιστώς, όπως ο άνθρωπος. Όμως, ευρισκόμενοι σέ αμηχανία, έλεγαν ότι είναι κάτι μεταξύ Θεού καί κτίσεως, καί δέν ήταν ούτε δούλον, όπως τά κτιστά όντα, ούτε δεσποτικόν, όπως ο Θεός, αλλά είναι κάτι τρίτο, απλώς ελεύθερο. Έτσι απέδιδαν στόν Πατέρα ως δημιουργό τό «εξ ού», στόν Υιό ως υπουργό τό «δι’ ού» καί στό Άγιον Πνεύμα πού περικλείει μέσα του χρόνο καί τόπον τό «εν ώ».
Έτσι, ο Μέγας Βασίλειος, ευρισκόμενος σέ μιά τέτοια κατάσταση, προσπαθούσε νά επιφέρη μιά δογματική ισορροπία, γιά νά επικρατήση ενότητα στήν Εκκλησία. Έτσι δεχόταν τό Άγιον Πνεύμα ως Θεό, χρησιμοποιούσε όρους πού δέν αμφισβητούνταν από τούς άλλους ως θείο, ομότιμον, καί στήν διατύπωση χρησιμοποιούσε τήν φράση «Δόξα τώ Θεώ καί Πατρί μετά τού Υιού σύν τώ Πνεύματι Αγίω», δίνοντας ορθόδοξο περιεχόμενο, αλλά καί τήν φράση «Δόξα τώ Θεώ καί Πατρί διά τού Υιού εν τώ αγίω Πνεύματι».
Μερικοί ορθόδοξοι, χωρίς νά αντιλαμβάνονται αυτήν τήν πρακτική τού Μεγάλου Βασιλείου, τόν αμφισβητούσαν καί τόν πολεμούσαν. Όμως υποστηριζόταν από τόν Μέγα Αθανάσιο καί τόν άγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στόν επιτάφιο πρός τόν Μέγα Βασίλειο αναφέρεται καί στό θέμα αυτό. Διευκρίνισε ότι ο Μέγας Βασίλειος διευθετούσε τούς λόγους μέ σύνεση σχετικά μέ τό Άγιον Πνεύμα, καί προσπαθούσε νά μή υποστηρίζουν μιά λέξη καί χάσουν από τήν απληστία τους. Έτσι, έλεγε ότι γιά μάς δέν θά υπάρξη καμμιά ζημία από τήν μικρή αλληλοαντικατάσταση τών λέξεων καί διδάσκουμε τό ίδιο «φωναίς (λέξεις) άλλοις». Καί αυτό τό δικαιολογούσε μέ τό ότι «ουδέ εν ρήμασιν ημίν είναι τήν σωτηρίαν μάλλον εν πράγμασι».
Ο ίδιος μιλώντας γιά τόν Τριαδικό Θεό λέγει ότι φωτίζουν καί ένα καί ταυτοχρόνως τρία Φώτα. Ο Τριαδικός Θεός είναι είτε υποστάσεις, είτε πρόσωπα, όπως κανείς θέλει έτσι νά τούς ονομάση, γιατί «(ουδέν περί τών ονομάτων ζυγομαχήσομεν έως άν πρός τήν αυτών έννοιαν αι συλλαβαί φέρωσιν) ενί δε, κατά τόν τής ουσίας λόγον, είτουν θεότητος». Δηλαδή, δέν πρόκειται νά φιλονικήσουμε γιά τά ονόματα, όταν οι λέξεις έχουν τήν ίδια σημασία.
Σέ άλλο σημείο ερωτά: Γιατί νά ακούη ο πικρόχολος ακροατής γιά λέξεις γύρω από θεολογικά θέματα καί έτσι κάνουμε τούς δικαστές μας κατηγόρους μέ αποτέλεσμα «τά ξίφη τοίς εχθροίς εγχειρίζομεν;». Έτσι οι λέξεις γίνονται ξίφη.
Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής γράφει ότι όλη η Αγία Γραφή «σαρκός διαιρείσθαι λέγομεν καί πνεύματος», όπως ο άνθρωπος έχει τό σώμα καί τήν ψυχή, έτσι καί η Αγία Γραφή έχει τό σώμα πού είναι τό γράμμα καί τό πνεύμα πού είναι τό εσωτερικό νόημα. Γι’ αυτό «σοφός δέ προδήλως, ο τό μέν φθειρόμενον αφείς, όλου τού αφθάρτου γενόμενος».
Σέ άλλο σημείο γράφει ότι τά μέν ρήματα τής Αγίας Γραφής είναι ιμάτια, τά δέ νοήματα είναι οι σάρκες τού Λόγου, πού σημαίνει ότι τά μέν ρήματα καλύπτουμε τά δέ νοήματα ανακαλύπτουμε».
Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής γράφει: «Τής θείας Γραφής τά ρήματα, διά πράξεων αναγίνωσκε καί μή πλατυλόγει επί ψιλοίς τοίς νοήμασι φυσιούμενος».
2. «Λέξεις» καί «πράγματα», κατά τόν άγιο Γρηγόριο τόν Παλαμά
Μέσα σέ αυτήν τήν προοπτική κινούνται καί οι μεταγενέστεροι Πατέρες τής Εκκλησίας, ιδίως ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, τόν οποίον κατηγορούσαν καί οι συντηρητικοί καί οι αιρετικοί ως «νέον θεολόγον».
Ο μεγάλος αυτός Πατέρας τής Εκκλησίας κατηγορήθηκε από τούς συγχρόνους του γιά τό ότι δημιούργησε μιά «καινήν θεολογίαν, μάλλον δέ καί πονηράν» καί ότι είναι «αυτόνομος» καί «καινοτόμος», διότι χρησιμοποίησε τήν έκφραση «υφειμένην θεότητα» γιά νά δηλώση τήν άκτιστη ενέργεια τού Θεού, καί «υπερκειμένην θεότητα» γιά νά χαρακτηρίση τήν ουσία τού Θεού.
Απαντώντας ο άγιος Γρηγόριος σέ αυτήν τήν κατηγορία αντιλέγει ότι τόν όρον «υφειμένην θεότητα» τήν χρησιμοποίησε πρώτος ο Βαρλαάμ γιά νά χαρακτηρίση κτιστή τήν ενέργεια καί ο ίδιος αποδέχθηκε τόν όρον «υφειμένην ενέργειαν» χαρακτηρίζοντας αυτήν άκτιστη, οπότε όπως γράφει «ημείς δέ τήν λέξιν καλώς εξειλήφαμεν, κακείνον περιφανώς δυσσεβήσαντα δι’ αυτής εξηλέγξαμεν».
Έτσι, ενώ η λέξη πού χρησιμοποιεί ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς καί ο Βαρλαάμ είναι η ίδια, εν τούτοις τό νόημα είναι εντελώς διαφορετικό, αφού μέ τήν ίδια λέξη ο Βαρλαάμ εννοεί κτιστή τήν ενέργεια τού Θεού, ο δέ άγιος Γρηγόριος εννοεί άκτιστη ενέργεια.
Γιά νά αποδείξη δέ ότι δέν πρέπει νά παραμένουμε απλώς στίς λέξεις, αλλά νά προχωρούμε καί στά νοήματα, χρησιμοποιεί χωρία τών αγίων Πατέρων τής Εκκλησίας. Θά αναφέρω αυτά τά πατερικά κείμενα πού επικαλείται.
Ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης γράφει: «ως εστιν άλογον καί σκαιόν καί τών μή τά θεία νοείν εθελόντων ίδιον, τό μή τή δυνάμει τού σκοπού προσέχειν, αλλά ταίς λέξεσι». Δηλαδή, είναι άλογο καί λοξό νά μή προσέχουμε στήν δύναμη τού σκοπού, αλλά στίς λέξεις.
Ο Μ. Αθανάσιος, επειδή αντιμετωπίζει πάλι τό ίδιο πρόβλημα από τούς αντιπάλους του τήν εποχή εκείνη, ισχυρίζεται ότι πολλοί δέν βλέπουν τόν σκοπό τού γράφοντος, αλλά από διάφορα αίτια, είτε από φθόνο, είτε από εριστικότητα ερμηνεύουν καί μεταποιούν τά γραφέντα κατά τίς αρεσκείες τους. «Οι πολλοί ου τήν πίστιν ουδέ τόν σκοπόν τού γράφοντος εξετάζουσιν, αλλά διά φθόνον ή έριν, ής προελήφθησαν κατά διάνοιαν δόξης, ως θέλουσιν αυτοί δέχονται, καί μεταποιούσι τά γραφέντα κατά τήν ιδίαν ηδονήν».
Ο Μ. Βασίλειος συνιστά ότι δέν πρέπει νά προσέχουμε τίς λέξεις, αλλά τήν δύναμη τού σκοπού, καί ότι οι αιρετικοί, καίτοι χρησιμοποιούν τίς λέξεις τής Αγίας Γραφής, είναι ύποπτοι καί διεφθαρμένοι στόν νούν. «Ου χρή προσέχειν λέξεσιν, αλλά τή τού σκοπού δυνάμει κάν γάρ αγράφους τις λέγη λέξεις, ουδέν διαφέρει, έως άν ευσεβή τήν διάνοιαν έχη οι δέ αιρετικοί κάν ταίς από τών Γραφών χρήσωνται, ουδέν ήττον ύποπτοι καί τόν νούν διεφθαρμένοι».
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει ότι η ευσέβεια δέν βρίσκεται στά λόγια, αλλά στά πράγματα. Γράφει: «Ουδέ γάρ εν ρήμασιν ημίν, αλλ εν πράγμασι η ευσέβεια ουδέ περί τών ονομάτων ζυγομαχήσομεν ουδέ περί ταύτα ζυγομαχούντες ασχημονήσομεν, ώσπερ εν ονόμασι κειμένης ημίν τής ευσεβείας, αλλ ουκ εν πράγμασιν. Οι δέ σφόδρα προπολεμούντες τού γράμματος, ίστωσαν εκεί φοβούμενοι φόβον, ο μή έστι φόβος, καί σαφώς γινωσκέτωσαν, ως ένδυμα τής ασεβείας αυτοίς εστιν η δειλία τού γράμματος».
Ο άγιος Κύριλλος ο Αλεξανδρείας λέγει ότι είναι αμάθεια τό νά βλέπουμε τήν νίκη στίς ποιότητες τών ονομάτων. Γράφει: «Αμαθείας έμπλεων είναι λέγων, τό ταίς τών ονομάτων ποιότησι πάντη τε καί πάντως απονέμειν τό κράτος».
Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής λέγει ότι δέν υπάρχει κίνδυνος από τήν λέξη εάν δέν γίνεται τό σφάλμα στήν έννοια. «Λέξεως κίνδυνον μηδένα είναι, εάν μή περί τήν έννοιαν η αμαρτία γένηται».
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει ότι οι άγιοι αδιαφορούν γιά τίς λέξεις, επειδή γνωρίζουν ότι δέν αδικούνται οι λέξεις, όταν τά πράγματα είναι διαφορετικά. «Είωθε εξ αρχής ου μόνον η θεία Γραφή, αλλά καί οι τής ευσεβείας διδάσκαλοι περί τάς λέξεις αδιαφορείν, ειδότες ότι ουδέν αδικούσιν αι λέξεις, όταν άλλως έχη τά πράγματα. Διό ημείς ποιότητα λέξεως ου πάντως εξετάζομεν ου γάρ άξιον εν θείοις δόγμασιν ερεσχελείν καί σκοπόν έχειν τό κακώς νικήσαι».
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος συνιστά νά μή εξετάζουμε γυμνά τά λόγια, ούτε νά βασανίζουμε τήν λέξη καθ εαυτήν, αλλά νά εξετάζουμε τήν γνώμη τού γράψαντος, γιατί διαφορετικά θά υποστούμε πολλές απέχθειες καί όλα θά ανατραπούν: «Ου δεί τά ρήματα γυμνά εξετάζειν, επεί πολλά έψεται τά ατοπήματα, ουδέ τήν λέξιν καθ εαυτήν βασανίζειν, αλλά τή διανοία προσέχειν τού γράφοντος άν γάρ μή τήν γνώμην τού γράφοντος εξετάζωμεν, πολλάς υποστησόμεθα τάς απεχθείας καί πάντα ανατραπήσεται».
Είναι φανερόν ότι καί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς κατηγορήθηκε ότι εξέφραζε μία «νέα θεολογία», καί εκείνος ήλεγχε τούς κατηγόρους του ότι παραμένουν στίς «λέξεις» καί παραθεωρούν τά «πράγματα», τήν ίδια τήν εμπειρική θεολογία.
3. Συζήτηση στήν Θ΄ Οικουμενική Σύνοδο γιά τίς «λέξεις» καί τά «πράγματα»
Η συζήτηση γιά τίς «λέξεις» καί τά «πράγματα» έγινε στήν Θ΄ Οικουμενική Σύνοδο τού έτους 1351, όπως τό βλέπουμε στόν «Συνοδικό Τόμο» τής Συνόδου αυτής.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς κάνει τήν διάκριση μεταξύ τής «ευσεβούς αντιλογίας» καί τής «πίστεως ομολογίας». Είπε: «Έτερον εστίν η υπέρ τής ευσεβείας αντιλογία καί έτερον η τής πίστεως ομολογία, καί επί μέν τής αντιλογίας ουκ ανάγκη περί τάς λέξεις ακριβολογείσθαι τόν αντιλέγοντα, ως καί ο μέγας φησί Βασίλειος, επί δέ τής ομολογίας ακρίβεια διά πάντων τηρείται καί ζητείται». Δηλαδή, επικαλείται τόν Μέγα Βασίλειο, ο οποίος είπε ότι γιά τήν ομολογία τής πίστεως απαιτείται ακρίβεια καί αυτό πρέπει νά τηρείται καί νά αναζητείται.
Ο ίδιος κάνει τήν διάκριση ότι άλλο είναι η ομολογία τής πίστεως, γιά τήν οποία απαιτείται ακριβής λόγος, καί άλλο είναι η αντιλογία τής ευσεβείας, όταν δηλαδή πρέπει νά αντικρούση κανείς διά μακρών διάφορες αιρετικές απόψεις καί χρησιμοποιεί διάφορα επιχειρήματα. Γι’ αυτό δέν πρέπει κανείς νά παραμένη σέ τέτοια πολεμική θεολογία καί νά κρίνη τόν Πατέρα τής Εκκλησίας.
Στήν Σύνοδο αυτή οι αντίπαλοι τού αγίου Γρηγορίου Παλαμά, παρά τήν προηγούμενη επεξήγηση πού έδωσε, συνεχίζουν νά τόν κατηγορούν ότι στά συγγράμματά του γράφει πολλές φορές γιά δύο θεότητες καί τίς χαρακτηρίζει «υπερκείμενη» καί «υφειμένες», δηλαδή τήν ουσία καί τήν ενέργεια. Όμως ο Βασιλιάς πού προήδρευε τής Συνόδου είπε ότι στήν Σύνοδο δέν συνήλθαν γιά νά συζητήσουν λέξεις, αλλά γιά νά βρούν τήν συμφωνία μέ τά «πράγματα», τήν αλήθεια. Επικαλέσθηκε δέ καί τόν λόγο τού αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου, «ουδέ γάρ περί τών ονομάτων λογομαχήσομεν, κίνδυνον ουδένα ειδότες περί τάς λέξεις, έως άν ο νούς υγιαίνειν δοκή».
Τότε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς απάντησε: «Λέξεων εμοί λόγος ολίγος ου γάρ εν ρήμασιν ημίν, αλλ’ εν πράγμασιν η αλήθεια τε καί η ευσέβεια, κατά τόν θεολόγον Γρηγόριον. Περί δέ τών δογμάτων καί πραγμάτων τόν αγώνα ποιούμαι. Κάν τις επί τών πραγμάτων ομοφωνή πρός τάς λέξεις ου διαφέρομαι». Δηλαδή, εάν υπάρχη ομοφωνία στά πράγματα, δέν θά υπάρχη διαφορά στίς λέξεις.
Κατέληξε δέ νά πή ότι δέν αγωνίσθηκε γιά λέξεις, ονόματα καί συλλαβές, αλλά γιά τά πράγματα, πού σημαίνει τήν ίδια τήν αποκάλυψη τού Θεού, τήν εμπειρία, τήν θεοπτία. Άν η Σύνοδος δεχθή τήν αλήθεια τών πραγμάτων καί πή κάτι διαφορετικό γιά τίς λέξεις, θά τό αποδεχθή: Είπε:
«Πλέον ούτε τότε περί τών λέξεων ο σκοπός εμοί, αλλ’ άπας ο αγών περί τών πραγμάτων, ούτε νύν περί ονομάτων καί συλλαβών διαφέρομαι αλλά τών πραγμάτων ευσεβώς ανακηρυχθέντων, Χριστού χάριτι, έτοιμος ειμί πάν όπερ άν η θεία σύνοδος περί τών λέξεων διαγνώ στέρξαι καί αποδέξασθαι».
Όμως, παρά τήν καθαρή αυτή ομολογία τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά, οι αντίπαλοί του, δηλαδή ο Νικηφόρος Γρηγοράς καί οι ομόφρονές του επανέρχονται στό θέμα αυτό, δηλαδή αφήνουν τήν ουσία τού θέματος καί ασχολούνται μέ τίς λέξεις. Γράφεται στόν Συνοδικό Τόμο: «…Γενομένης δέ καί τετάρτης, ήρξαντο πάλιν οι διαφερόμενοι λέξεις τινας αιτιάσθαι, εμφερομένας εν τοίς τού Θεσσαλονίκης συγγράμμασι, τών πραγμάτων αφέμενοι».
Είναι αξιοπρόσεκτο ότι ενώ ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ενδιαφερόταν νά αποδείξη τίς θεολογικές αλήθειες ότι εμείς μετέχουμε τών ενεργειών τού Θεού καί όχι τής ουσίας Του, ότι τό Φώς τού Θεού όπως τό είδαν οι Μαθητές ήταν θείο, άκτιστο, καί όχι κτιστό, εκείνοι συνέλεγαν λέξεις από τά κείμενά του γιά νά τόν κατηγορήσουν ως διθεΐτη.
Αυτό συνεχίσθηκε καί μετά τήν Σύνοδο τού 1351, σέ μιά συζήτηση πού έγινε μεταξύ τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά καί τού φιλοσόφου Νικηφόρου Γρηγορά τό θέρος τού έτους 1355 παρουσία τού Βασιλέως.
Ο καθηγητής Παναγιώτης Χρήστου γράφει ότι πρόκειται γιά δημόσια συζήτηση, τήν οποίαν παρακολούθησαν ο αυτοκράτωρ, η αυτοκράτειρα, ο μέγας λογοθέτης, ο λεγάτος τού Πάπα, πολλοί αξιωματούχοι καί λόγιοι, πού δέν αναφέρονται ονομαστικά, οι δύο συζητητές μέ τούς ακολούθους τους. Τά κύρια θέματα πού συζήτησαν ήταν περί ουσίας καί ενεργείας τού Θεού, περί ενότητος καί πολλαπλότητος τού Θεού, περί τού ουσιώδους περιεχομένου τών ενεργειών, περί τών ονομάτων καί ιδιωμάτων περί τού γνωστού καί αγνώστου τού Θεού.
Τό πρώτο θέμα πού έθεσε ο Νικηφόρος Γρηγοράς ήταν τό θέμα περί ουσίας καί ενεργείας τού Θεού. Ο Βασιλεύς είπε ότι ο τόμος πού είχε υπογραφή στήν Σύνοδο τού 1351 είναι συνοδικός καί επομένως είναι τής Εκκλησίας καί αυτοί όφειλαν νά τόν προεκτείνουν κατά κεφάλαια, προφανώς νά μήν αναθεωρηθή.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς είπε ότι δέν πρέπει νά εξετάζουν εάν κάποιος παρουσιασθή καί ονομάση τόν Θεό κτίσμα, εννοώντας προφανώς τήν άποψη τού Νικηφόρου Γρηγορά, ο οποίος έλεγε ότι η ενέργεια τού θεού είναι κτίσμα. Συνέχισε: «Επεί δέ καί μή εν ρήμασιν ουκ’ απλώς εν γράμμασιν, αλλ’ εν πράγμασιν ημίν η ευσέβεια, κατά τούς θεολόγους, περί ών εμοί καί πρότερον καί νύν ο αγών». Εκείνο πού τόν ενδιέφερε πάντοτε δέν ήταν τά ρήματα, οι λέξεις, αλλά αυτό τό ίδιο τό γεγονός.
Τότε ο φιλόσοφος Γρηγοράς είπε ότι δέν διαφέρουν μεταξύ τους η ουσία καί η ενέργεια, αφού ταυτίζονται, διότι κάθε τί πού διαφέρει από τήν ουσία είναι κτίσμα.
Απαντώντας ο άγιος Γρηγόριος είπε: «Ότι πίστις ηγείται τών ευσεβών δογμάτων ουκ απόδειξις, έπεται δέ τή πίστει η σύνεσις», δηλαδή προηγείται η πίστη καί ακολουθούν τά δόγματα. Καί συνέχισε «Ομολογία δέ εστί τής πρός Θεόν πίστεως ασφαλής η πρός τήν τών αγίων Πατέρων θεολογία συμφωνία», καί ανέφερε σχετικά χωρία τού αγίου Ιωάννου τού Δαμασκηνού.
Τό σημαντικό, λοιπόν, καί από τήν Θ΄ Οικουμενική Σύνοδο καί τήν συζήτηση πού έγινε μετά από αυτή, είναι ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς δίνει μεγάλη σημασία στό σημαινόμενον τών πραγμάτων, καί μπορεί νά εκφράση καί μέ μιά άλλη λέξη τό σημαίνον. Αυτό τό είπε, γιατί οι αντίπαλοί του συνέλεγαν μερικές λέξεις πού χρησιμοποιούσε στά επιχειρήματά του γιά νά ανατρέψη τίς απόψεις τών αιρετικών συνομιλητών του. Καί μέσα σέ αυτήν τήν προοπτική έκανε λόγο γιά τό ότι άλλο είναι η ομολογία τής πίστεως γιά τήν οποία απαιτείται ακριβολογία λέξεων καί όρων καί άλλο είναι η υπέρ τής ευσεβείας αντιλογία, πού χρησιμοποιεί κανείς πολλά επιχειρήματα καί διάφορες λέξεις.
Είναι γεγονός ότι πάντοτε οι Πατέρες στηρίζονται στήν εμπειρία τους καί τήν πίστη τής Εκκλησίας, ενώ οι αντίπαλοί τους πού κινούνται μέ άλλα κριτήρια, στηρίζονται σέ μερικές επί μέρους λέξεις γιά νά αποδομήσουν καί τήν ορθότητα τής πίστεώς τους.
Τό συμπέρασμα, είναι ότι όσοι επιδιώκουν νά είναι «θηρευτές λέξεων», δείχνουν ή επιπολαιότητα ή εμπάθεια. Άν μάς ενδιαφέρη η αλήθεια τών πραγμάτων, τότε διαβάζοντας έναν συγγραφέα, πρέπει νά αναζητάμε τό νόημα τών λέξεων, από τά συμφραζόμενα καί όλα τά κείμενά του, γιά νά μή γινόμαστε άδικοι κριτές καί τελικά αποδεικνύουμε «εν τοίς πράγμασιν», ότι διεδικούμε καί ζούμε τό «παπικόν αλάθητον» πού είναι αίρεση δεινή.