Του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ: Ζούμε σέ εποχή συγχύσεως σέ πολλά θέματα, ήτοι μεταξύ πίστεως καί μαγείας, αφού μερικοί θεωρούν τήν πίστη ως μαγεία, ή τήν μαγεία ως πίστη, μεταξύ πίστεως καί επιστήμης, αφού, άλλοτε υπερτονίζεται η πίστη σέ βάρος τής επιστήμης καί άλλοτε υπερτονίζεται η επιστήμη σέ βάρος τής πίστεως.
Σέ μιά τέτοια εποχή απαιτείται «διάκριση τών πνευμάτων», πού είναι τό μεγαλύτερο χάρισμα, τό νά ξεχωρίζη, δηλαδή, κανείς τί είναι θεϊκό καί τί είναι δαιμονικό, τί προέρχεται από τόν Θεό καί τί από τόν διάβολο. Αυτή η διάκριση είναι η ουσία τής εμπειρικής θεολογίας.
Γιά νά στηριχθή αυτή η άποψη θά χρησιμοποιήσω ένα καταπληκτικό παράδειγμα θεραπείας από μιά ασθένεια, μέ τήν επέμβαση τού Θεού διά τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά, πού έγινε σέ μιά κατάκοιτη καί ακίνητη-παράλυτη γυναίκα, καί τήν περιγράφει ο άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καί φίλος καί συμμαθητής τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά.
Τό περιστατικό αυτό έγινε στήν Καστοριά καί δείχνει κατά εμφανέστατο τρόπο ότι υπάρχει σαφής διαφορά μεταξύ θεραπείας μιάς ασθένειας μέ ιατρική παρέμβαση καί θαύματος μέ παρέμβαση τού Θεού, καί κυρίως φαίνεται ότι τό θαύμα γίνεται από τόν Θεό διά πρεσβειών τών αγίων, όταν εξαντληθούν όλα τά άλλα θεραπευτικά μέσα τών ιατρών, καί φυσικά δέν συνιστά αναίρεση ή υποκατάσταση τής ιατρικής επιστήμης.
Ο άγιος Φιλόθεος Κόκκινος στό βίο τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά πού συνέγραψε, γράφει γιά τό θέμα αυτό.
«Μία γυναίκα ευγενής καί ευπρεπής, ονομαζομένη Ζωή, παθαίνει δριμύ πόνο στά εντόσθια, πού τά επίεζε καί τά εστριφογύριζε τόσο δυνατά, ώστε καθημερινώς νά χύνωνται από εκεί οχετοί αιμάτων. Η γυναίκα υφίστατο γιά πέμπτο έτος τήν βαρειά αυτή πάθησι, ενώ φάρμακο δέν υπήρχε καί κάθε τέχνη ιατρών απέβαινε ανίσχυρη, διότι, παρ όλο πού καθημερινώς εφήρμοζε πολλές επινοήσεις, δέν επετύγχανε τίποτε, ώστε ν απελπισθή καί γιά τή ζωή τής ασθενούς. Δέν επρόκειτο δέ ούτε γιά τόσο διάστημα χρόνου ν ανθέξη, αφού τόσο πολύ έλειωνε η σάρκα της, άν δέν είχε σώμα τόσο δυνατό καί ρωμαλέο καί δέν διατηρούσε υγιή τήν όρεξι γιά τροφή έτσι κατώρθωσε η φύσις νά ανταπεξέλθη στόν τόσο δυνατό πόλεμο τού νοσήματος. Αλλά μέ τόν καιρό νικήθηκε, από τό μήκος τού χρόνου δαμασμένη, καί από τότε έμεινε κατάκοιτη καί σχεδόν ακίνητη, άλλα δύο έτη πέρα από τά προηγούμενα πέντε.
»Καθώς μέ τόν καιρό υψωνόταν λαμπρώς η φήμη τών θαυμάτων τού μεγάλου Γρηγορίου, τών παραδόξως τελουμένων τόσο σ εκείνο τό μέρος όσο καί στή μεγάλη Θεσσαλονίκη, όταν έμαθε γιά τά λεγόμενα η ασθενής αυτή, καταφεύγει μέ πίστι πρός τή θεία δύναμι πού ενεργούσε σ εκείνον. Αφού προκάλεσε τούς πρεσβυτέρους τής Εκκλησίας, κατά τά θεία λόγια, πρώτα παρασκευάζει τήν τέλεσι τού ευχελαίου κοινώς, έπειτα δέ ζητεί στό τέλος τού ευχελαίου τήν τέλεσι ευχής καί δεήσεως υπέρ αυτής πρός τόν θείο Γρηγόριο. Όταν ετελείτο αυτή η ευχή από τούς πρεσβυτέρους κατά τούς κανονισμούς, επειδή δέν μπορούσε νά στέκεται καί νά ψάλλη τά θεία μαζί μέ τούς υπέρ αυτής ευχομένους καί ψάλλοντας, διότι ήταν κατάκοιτη καί ακίνητη, καί από τήν κλίνη παρακαλούσε θερμώς τόν άγιο καί επιζητούσε πιστώς τήν από αυτόν χάρι καί βοήθεια. Καί, ώ τών παραδόξων έργων καί θαυμάτων σου, Χριστέ, αυτή πού έλειωνε τίς σάρκες της τόσον χρόνο καί ήταν παράλυτη καί σχεδόν ακίνητη, όχι έπειτα από μία ημέρα, όχι έπειτα από διάστημα μιάς ώρας, αλλ ευθύς αμέσως, ενώ εκείνοι προσεύχονταν κι έψαλλαν ακόμη, σηκώνεται αμέσως από τήν κλίνη, ενώ όλοι έβλεπαν, δυνατή, εύρωστη στό σώμα, χωρίς νά φέρη επάνω της ούτε ίχνος σχεδόν από τό χρόνιο εκείνο πάθος καί από τήν νοσηρά κατάστασι, ώστε τό θαύμα νά καταπλήσση καί νά μή έχη τούτο τίποτε κατώτερο εκείνου πού διενεργήθηκε παλαιά από τόν ίδιο τόν Χριστό υπερφυώς στόν παράλυτο, είτε τής Καπερναούμ σκεφθή κανείς είτε τής προβατικής κολυμβήθρας, μόνο πού εκεί ενήργησε ο ίδιος μόνος του, εδώ δέ ανέστησε από τήν κλίνη καί τό χρόνιο πάθος αμέσως επίσης τήν ασθενή διά τού Γρηγορίου, τού μαθητού καί φίλου του».
Από τό περιστατικό αυτό εξάγονται τά εξής συμπεράσματα.
Πρώτον. Η γυναίκα πού ονομαζόταν Ζωή υπέμενε πέντε χρόνια τήν ασθένειά της, εξαντλήθηκαν όλα τά φάρμακα πού τής έδιναν οι ιατροί, αλλά η ίδια δέν είχε απελπιστή, δηλαδή διατηρούσε τήν ελπίδα της.
Δεύτερον. Τό σώμα της έφθασε σέ πλήρη εξάντληση, ενώ έκανε τήν ιατρική θεραπεία, καί παρέλυσε. Δηλαδή, έκανε υπομονή, έδειχνε καρτερία, δέν τήν βοηθούσαν τά τότε υπάρχοντα φάρμακα, «κάθε τέχνη ιατρική απέβαινε ανίσχυρη», καίτοι «καθημερινώς εφήρμοζε πολλές επινοήσεις», εννοείται ιατρικές τής εποχής εκείνης. Έτσι, χρησιμοποιώντας τήν βοήθεια τής ιατρικής επιστήμης, εξαντλώντας όλες τίς δυνατότητές της, δέν απελπιζόταν.
Τρίτον. Σέ αυτήν τήν κατάσταση στήν οποία ευρισκόταν άκουσε γιά τά παράδοξα θαύματα πού ετελούντο από τόν άγιο Γρηγόριο τόν Παλαμά μετά τήν κοίμησή του καί «κατέφυγε μέ πίστη πρός τήν θεία δύναμη πού ενεργούσε σέ εκείνον».
Μέσα στόν άγιο Γρηγόριο κατοικούσε η Χάρη τού Θεού. Αυτό δέν τό έκανε απλώς μέ μιά προσευχή, αλλά κάλεσε πρώτα τούς ιερείς νά τελέσουν τό ιερό Ευχέλαιο καί στό τέλος ζήτησε νά προσευχηθούν, εννοείται οι πρεσβύτεροι υπέρ αυτής στόν άγιο Γρηγόριο. Συμμετείχε καί αυτή στήν προσευχή αυτή, ζητώντας από τόν Άγιο τήν βοήθειά του. Έτσι, χρησιμοποιεί τό μυστήριο τού Ευχελαίου μέ ειδική δέηση-προσευχή.
Τέταρτον. Τό θαύμα έγινε ακαριαία, «ου μεθ ημέραν, ου μετά μικράς τινος ώρας διάστημα», «αλλ ευθύς», αφού σηκώθηκε από τήν κλίνη, «αθρόα», τήν ώρα πού προσευχόταν.
Μάλιστα, ο άγιος Φιλόθεος παραλληλίζει αυτό τό θαύμα μέ τά θαύματα πού έκανε ο Χριστός στήν Καπερναούμ καί στήν Κολυμβήθρα στήν προβατική πύλη, πού μέ έναν λόγο Του έκανε καλά τούς παραλυτικούς. Καί τό συγκεκριμένο αυτό θαύμα έγινε από τόν Χριστό «αθρόον» «διά τού Γρηγορίου τού μαθητού καί τού φίλου Του και τήν ανέστησε από τήν κλίνη της.
Αυτό τό περιστατικό δείχνει τήν διάκριση μεταξύ ιατρικής θεραπείας διά φαρμάκων καί θαύματος διά τής επεμβάσεως τού Θεού, καθώς επίσης τήν διάκριση μεταξύ θαύματος καί μιάς περιοδικής ανακάμψεως τής υγείας τού σώματος.
Ο άνθρωπος πού ασθενεί χρησιμοποιεί εξαντλητικά τά πορίσματα τής ιατρικής επιστήμης, προσεύχεται μέ τά μέσα πού έχει η Εκκλησία καί στήν συνέχεια μπορεί νά επέμβη ο Θεός μέ θαυματουργικό τρόπο, δηλαδή τά μυστήρια, διά μέσου τών φίλων Του, όταν Τόν επικαλεσθή κάποιος μέ θερμή πίστη.
Μέ τόν τρόπο αυτόν ούτε παραθεωρείται η ιατρική επιστήμη ωσάν νά ακολουθούμε τόν μανιχαϊσμό, ούτε περιπίπτουμε σέ μιά κατάσταση μονοφυσιτισμού, πού όλα τά περιμένουμε μόνον από τόν Θεό, ούτε αποδίδουμε σέ θαύμα τήν μακροχρόνια σωματική ευεξία από ποικίλους τρόπους, ούτε υποπίπτουμε στήν ποικιλότροπη μαγεία, αφού καί ο διάβολος μπορεί νά κάνη κάποια «θαυμαστά» γεγονότα, πού μπορεί μερικοί νά τά αποδίδουν στόν Θεό.
Όντως, χρειάζεται θεολογική διάκριση τήν οποία έχουν όσοι διαθέτουν «νούν Χριστού», διαφορετικά πλέουμε μέσα στό πέλαγος τής σύγχυσης διαφόρων πνευμάτων.