Γράφει ο Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος
ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ: Τήν 21η Σεπτεμβρίου 2020, στήν Ιερά Μονή Κοιμήσεως τής Θεοτόκου Αμπελακιωτίσσης μέ αξίωσε ο Θεός νά τελέσω τήν ιερά ακολουθία «εις αρχάριον ρασοφορούντα», ύστερα από τριετή δοκιμασία πού υπέστη καί απόφαση τού Ηγουμενοσυμβουλίου τής Ιεράς Μονής.
Η ακολουθία τής ρασοφορίας είναι ο πρώτος εισαγωγικός βαθμός τής μοναχικής πολιτείας, όπως φαίνεται καθαρά στίς δύο ευχές πού διαβάζονται κατά τήν κουρά.
Έτσι, ο ρασοφόρος μέ ρασοευχή δέν είναι δόκιμος μοναχός, αλλά μοναχός.
Στήν συνέχεια θά παραθέσω τήν προσφώνηση πού έκανα στόν ρασοφόρο μοναχό καί έπειτα θά σημειώσω ένα σχόλιο τού αγίου Νικοδήμου τού Αγιορείτου από τό κανονικό του σύγγραμμα μέ τίτλο «Πηδάλιον».
1. Προσφώνηση σέ ρασοφορία
Δοξάζω τόν Θεό γιά τήν σημερινή ρασοφορία-ρασοευχή, διότι μέ τήν τελετή αυτή αυξάνεται καί η Αδελφότητα τής Ιεράς Μονής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου Αμπελακιωτίσσης στήν Ορεινή Ναυπακτία.
Καί τό θαύμα αυτό έγκειται στό ότι ενώ καθημερινώς ερημώνουν τά χωριά τής Ορεινής Ναυπακτίας, η Ιερά Μονή τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου Αμπελακιωτίσσης αυξάνεται.
Ήδη η Αδελφότητα αριθμεί 14 αδελφούς, από τούς οποίους οι πέντε (5) παραμένουν στήν Ιερά Μονή καί προσεύχονται καθημερινά στόν Θεό, τήν Υπεραγία Θεοτόκο καί τόν άγιο Πολύκαρπο, γιά όλη τήν Ιερά Μητρόπολη καί τόν κόσμο, καί οι άλλοι εργάζονται μέ τήν ευλογία τού Επισκόπου σέ διάφορες ποιμαντικές θέσεις τής Εκκλησίας μας. Αυτό, μετά τόν Θεό, τήν Παναγία καί τούς Αγίους, οφείλεται στόν Ηγούμενο τής Ιεράς Μονής Αρχιμανδρίτη π. Πολύκαρπο Παστρωμά, ο οποίος παραμένει επάνω στήν έρημο πολλά χρόνια μόνος του, προσευχόμενος στόν Θεό.
Μέ τήν ευκαιρία αυτή τής ακολουθίας τής ρασοφορίας-ρασοευχής θά ήθελα νά αναφερθώ στό θέμα τής ρασοφορίας, επειδή σέ πολλούς εκκλησιαστικούς κύκλους γίνεται σύγχυση μεταξύ τής ρασοφορίας-ρασοευχής σέ μοναχούς καί τής ρασοφορίας σέ αναγνώστες ή στούς μαθητές τών Εκκλησιαστικών Σχολών. Έτσι ισχυρίζονται ότι οι ρασοφόροι δέν είναι μοναχοί, αλλά δόκιμοι. Αυτό δέν είναι ορθόν.
Κατά τούς Πατέρας η μοναχική ζωή είναι μία καί ενιαία. Ο Θεόδωρος Στουδίτης γράφει: «Ου δοίης, όπερ λέγουσι μικρόν σχήμα, έπειτα ως μέγα έν γάρ τό σχήμα, ώσπερ καί τό βάπτισμα, καθώς οι άγιοι πατέρες ετηρήσαντο». Καί κατά τόν Βαλσαμώνα «κυρίως απόκαρσις η τού μεγάλου καί αγγελικού σχήματος περιβολή εστι τό γάρ μικρόν σχήμα, αρραβών εκείνου τού τελείου λέγεται».
Οπότε φαίνεται ότι όπως ένα είναι τό βάπτισμα, έτσι μία είναι καί η απόκαρση, απλώς υπάρχουν βαθμίδες πνευματικής προόδου καί αναβάσεως.
Μέ τήν πάροδο τού χρόνου παρατηρήθηκε διαίρεση τής μοναχικής ζωής σέ τρείς βαθμίδες, ήτοι τού ρασοφόρου μοναχού, τού μικροσχήμου μοναχού καί τού μεγαλοσχήμου μοναχού. Αυτή η διαίρεση έχει σχέση αφ ενός μέν μέ τήν κοινοβιακή καί ιδιόρρυθμη μοναχική ζωή, αφ ετέρου δέ μέ τήν πνευματική ηλικία τών μοναχών. Δηλαδή, ο μεγαλόσχημος μοναχός έχει μεγαλύτερες μοναχικές υποχρεώσεις, καί κυρίως ασκείται στό Κοινόβιο, ο μικρόσχημος μοναχός ασκείται στό ιδιόρρυθμο μοναστήρι καί ο ρασοφόρος είναι ο εισαγωγικός βαθμός τής μοναχικής ζωής.
Ο μεγαλόσχημος μοναχός χαρακτηρίζεται τέλειος μοναχός, καί κατά τήν «κουρά» δίδει τίς μοναχικές υποσχέσεις καί αναλαμβάνει μεγάλο μοναχικό κανόνα. Ο μικρόσχημος μοναχός καλείται καί σταυροφόρος καί κατά τήν «κουρά» του δίδει μοναχική ομολογία καί έχει ελαφρύτερο ασκητικό κανόνα. Καί ο ρασοφόρος ή αρχάριος μοναχός είναι εκείνος πού δέχεται τόν εισαγωγικό βαθμό τής μοναχικής ζωής.
Κατά τήν σημερινή μοναχική παράδοση επικρατεί νά διαιρείται η μοναχική ζωή σέ δύο τάξεις, ήτοι τού σχήματος, τό οποίο είναι ενιαίο, καί τής ρασοφορίας. Όσοι επιμένουν νά κρατούν τήν διάκριση μεταξύ μικρού καί μεγάλου σχήματος, τό κάνουν ως ένδειξη τής πνευματικής προόδου τού μοναχού στήν υπακοή, τήν καθαρότητα ψυχής καί σώματος καί τήν αδιάλειπτη καρδιακή προσευχή.
Επίσης, στίς ημέρες μας διαδίδονται δύο απόψεις γιά τόν ρασοφόρο μοναχό. Η μία ισχυρίζεται ότι ο ρασοφόρος δέν είναι μοναχός, αλλά δόκιμος, καί η άλλη ότι η ρασοφορία είναι ο εισαγωγικός βαθμός τής μοναχικής ζωής. Η δεύτερη άποψη είναι η επικρατέστερη καί εκείνη πού εναρμονίζεται μέ τήν αλήθεια τών πραγμάτων, όπως φαίνεται στήν εκκλησιαστική παράδοση.
Μετά τήν τριετή δοκιμασία, κατά τήν τελετή τής ρασοφορίας διαβάζονται δύο ευχές κατά τίς οποίες λέγεται ότι ο ρασοφορών εγκαταλείπει τόν κόσμο καί οι ευχές αυτές εμπεριέχουν μιά μοναχική ομολογία, ο δέ δεχόμενος τήν ρασοευχή αποδέχεται καί συγκατατίθεται σιωπηρώς στό περιεχόμενο τών ευχών, χωρίς νά δίδη τήν ολοκληρωμένη ομολογία πού έχει η «κουρά» τού μεγάλου καί αγγελικού σχήματος. Στήν συνέχεια ακολουθεί «κουρά» πού υποδεικνύει τήν αφιέρωση τού συγκεκριμένου ανθρώπου καί τήν είσοδό του στήν τάξη τών μοναχών, από τήν οποία δέν πρέπει νά αποχωρήση.
Η πρώτη ευχή έχει ως εξής:
«Ευχαριστούμέν σοι, Κύριε ο Θεός ημών, ο κατά τό πολύ έλεός σου ρυσάμενος τόν δούλόν σου (τόν δε) εκ τής ματαίας τού κόσμου ζωής, καί καλέσας αυτόν εις τό σεμνόν τούτο επάγγελμα. Αξίωσον ούν αυτόν ζήσαι αξίως εν τή Αγγελική ταύτη πολιτεία καί φύλαξον αυτόν εκ τών παγίδων τού Διαβόλου, καί καθαράν αυτού τήν ψυχήν καί τό σώμα διατήρησον έως θανάτου, καί ναόν άγιόν σου γενέσθαι καταξίωσον συνέτισον αυτόν μνημονεύειν σου διαπαντός, καί τήν τών σών προσταγμάτων ταπείνωσιν, καί αγάπην, καί πραότητα δώρησαι αυτώ προεσβείαις τής υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, καί αειπαρθένου Μαρίας, καί πάντων σου τών Αγίων. Αμήν».
Καί η δεύτερη ευχή είναι η ακόλουθη:
«Εις τόν ζυγόν σου, Δέσποτα, τόν σωτήριον, πρόσδεξαι τόν δούλόν σου (τόν δείνα), καί καταξίωσον αυτόν εν τή ποίμνη συνταγήναι τών εκλεκτών σου ένδυσον αυτόν αγιασμού στολήν σωφροσύνη περίζωσον τήν οσφύν αυτού πάσης αυτόν εγκρατείας ανάδειξον αγωνιστήν εν αυτώ καί εν ημίν τήν τών πνευματικών σου χαρισμάτων τελείαν δωρεάν εναπομένειν αξίωσον πρεσβείαις τής υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, καί αειπαρθένου Μαρίας, καί πάντων σου τών Αγίων. Αμήν».
Έτσι, μέ τήν ρασοευχή ο ρασοφόρος μοναχός εισέρχεται «εις τό σεμνόν επάγγελμα» τής μοναχικής ζωής, στόν «ζυγόν τόν σωτήριον», καί πρέπει νά διατηρήση καθαρά τήν ψυχή καί τό σώμα «έως θανάτου». Αυτό δέν τό λέγει κανείς δοκιμασία, αλλά μοναχική ζωή.
Ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης γράφει: «…τριών γάρ πεφασμένων σχημάτων τοίς αποδεικνύειν προτιθεμένοις φιλοσόφως τά λογικά… πρωτεύει γούν ο μεγαλοσχήμων καί αυτοίς εν τοίς μετ αυτόν. Οι δέ εισιν ο ως ειπείν δευτεροσχήμων μανδυώτης, καί ο υστερών εκείνου εισαγωγικός».
Από αυτό φαίνεται ότι ο ρασοφόρος, πού δέχθηκε ρασοευχή καί «κουρά» καί έδωσε σιωπηλώς τήν μοναχική ομολογία είναι μοναχός καί λέγεται εισαγωγικός στήν μοναχική ζωή. Δηλαδή, ο ρασοφόρος μέ τήν ρασοευχή, διαφέρει από τόν δόκιμο μοναχό, γιατί ήδη έχει εισαχθή στήν μοναχική ζωή καί πολιτεία.
Ο Βαλσαμών γράφει: «μή είπης, ως οι μή ποιήσαντες μοναχοί τοιαύτην ομολογίαν ανέγκλητοι διατηρηθήσονται κάν γάρ μή αποκαρή τίς, αλλά ρασοφορήση, ου δυνήσεται μετασχηματισθήναι, καί εις γάμον ελθείν, αλλ άκων αναγκασθήσεται υποστρέψαι εις τόν μοναχικόν βίον, ως πολλάκις τούτο είπομεν». Δηλαδή, ο ρασοφορών, δέν είναι ο δόκιμος πού φορά τό μοναχικό ένδυμα, αλλά εκείνος στόν οποίο έγινε τελετή, διαβάστηκε η ειδική ευχή τής αφιερώσεως καί ακολούθησε «κουρά».
Έτσι ο ρασοφόρος είναι εισαγωγικός μοναχός καί δέν μπορεί νά επιστρέψη στήν προηγούμενη ζωή, καί νά έλθη σέ γάμου κοινωνία.
Εύχομαι νά αρχίσης τήν μοναχική ζωή τηρώντας καί εξασκώντας τίς τρείς μοναχικές υποσχέσεις ή αρετές, ήτοι τής παρθενίας καί σωφροσύνης, τής ακτημοσύνης καί τής υπακοής. Καί γιά νά ζής αυτές τίς μοναχικές αρετές πρέπει νά κολληθής διά τής προσευχής μέ τόν Χριστό.
Νά εφαρμόσης πλήρως τόν λόγο τού Αποστόλου Παύλου, πού πρέπει νά εφαρμόζεται από κάθε Χριστιανό, κυρίως από τούς μοναχούς: «λογισμούς καθαιρούντες καί πάν ύψωμα επαιρόμενον κατά τής γνώσεως τού Θεού, καί αιχμαλωτίζοντες πάν νόημα εις τήν υπακοήν τού Χριστού» (Β΄ Κορ. ι΄, 5), δηλαδή, νά εκδιώκης κάθε λογισμό καί κάθε ύψωμα πού επαίρεται πάνω από τήν γνώση τού Θεού καί νά αιχμαλωτίζης όλα τά νοήματα στήν υπακοή τού Χριστού.
2. Κανονικό σχόλιο τού αγίου Νικοδήμου τού Αγιορείτου
Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στό «Πηδάλιό» του, πού εκφράζει τήν παράδοση τού Αγίου Όρους, αλλά καί τήν παράδοση τής Εκκλησίας, αφού τό «Πηδάλιο» εγκρίθηκε από τό Οικουμενικό Πατριαρχείο, κάνει λόγο γιά τήν ρασοευχή, κουρά καί τήν ρασοφορία.
Σχολιάζοντας, λοιπόν, τόν τεσσαρακοστό τρίτο (μγ΄) Κανόνα τής ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου γράφει ότι πρέπει δέ νά ξεύρουμε «ότι απ αρχής… τό σχήμα τού Μοναχού ήτο ένα καί μόνον, τό μέγα δηλ. καθώς ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης γράφει εις τήν διαθήκην του». Έτσι, «τό σχήμα ένα είναι, ώσπερ καί τό βάπτισμα, καθώς οι άγιοι Πατέρες τό εμεταχειρίσθηκαν». Αναφέρει τόν άγιο Γρηγόριο τόν Παλαμά ο οποίος «εις μίαν επιστολήν πρός Παύλον Ιερομόναχον λέγει, τούτο είναι τό Μέγα καί μοναχικόν σχήμα. Μικρόν δέ σχήμα τών μοναχών οι Πατέρες δέν ηξεύρουσιν, αλλά μερικοί από τούς μεταγενέστερους εφάνηκαν μέν, ότι ετοίμασαν εις δύω, μέ τό νά κύρουσιν υμάς τάς αυτάς ερωταποκρίσεις καί υποσχέσεις τόσον εις τό μικρόν, όσον καί είς τό μέγα πάλιν ένα σχήμα τό αποκαθιστώσι».
Έπειτα, αφού αναφέρει τό τί λέγει ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης καί ο Ιώβ γράφει:
«Τό μοναχικόν σχήμα από τού ελάττονος επί τό τελειότερον προχωρεί, από μικροσχήμου καί ρασοφόρου καλουμένου, εις τό τής Κουράς άγιον σχήμα, καί από τούτου πάλιν εις τό αγγελικόν μέγα καλούμενον παρομοίως δέ καί τό Ευχολόγιον εις τρία διαιρεί τάς ακολουθίας τού σχήματος, εις ακολουθίαν ρασοφόρου, μικροσχήμου καί μεγαλοσχήμου» (σελ. 259).
Καί στήν συνέχεια αποφαίνεται ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης:
«Τούτων ούτως ειρημένων, όσοι φθάσουν νά γένουν ρασοφόροι, δέν δύνανται πλέον νά ρίψουν τά ράσα καί νά υπανδρευθύν, άπαγε. Πώς γάρ τούτο θέλουν τολμήσουν, εις καιρόν όπου καί τάς τρίχας τής κεφαλής των εκούρευσαν, τό οποίον δηλοί πώς απέρριψαν από τήν κεφαλήν των κάθε φρόνημα κοσμικόν, καί αφιέρωσαν τήν ζωήν των εις τόν Θεόν; Πώς, οπού καί ράσον μοναχικόν δι ευλογίας εφόρεσαν, καί καλιμαύχιον, καί τό όνομά των άλλαξαν, καί δύω ευχαί παρά τού ιερέως ανεγνώσθησαν εις αυτούς, εις τάς οποίας ο ιερεύς ευχαριστεί τόν Θεόν, διά τί τούς ελύτρωσεν από τήν ματαίαν καί κοσμικήν ζωήν, καί τούς εκάλεσεν εις τό σεμνόν επάγγελμα τών Μοναχών, καί παρακαλεί αυτόν νά τούς δεχθή εις τόν σωτήριόν του ζυγόν; Καί άν εκείνος όπου μοναχά υποσχεθή νά γένη καλόγηρος, χωρίς νά ρασοφορέση πρέπει νά μή παραβαίνη, αλλά νά τελειόνη τήν υπόσχεσίν του (καί όρα τήν υποσημείωσιν τού κη΄ τού Βασιλ.) κατά τό, τάς ευχάς μου αποδώσω τώ Κυρίω, πόσω μάλλον ο καί τά ράσα φορέσας; Διά τούτο καί ο Βαλσαμών (Ερμ. τού ε΄. τής α΄. καί β΄.) λέγει, ότι ο ρασοφόρος δέν έχει πλέον άδειαν νά γένη λαϊκός, αλλά θέλει αναγκασθή νά τελειώση τόν α΄. σκοπόν του, ήτοι νά λάβη τό σχήμα τέλειον, όχι καί δέν θέλει, νά έχη νά τιμωρήται, καθώς ο νόμος προστάζει» (σελ. 259).
Επομένως, οι ρασοφόροι είναι μοναχοί πού δέχθηκαν ρασοευχή καί, όπως λέγεται στίς δύο ευχές, εισήλθε «εις τό σεμνόν τούτο επάγγελμα» καί αξιώθηκε νά εισέλθη «εν τή αγγελική ταύτη πολιτεία», καί έτσι μέ τήν θέλησή τους αποδέχθηκαν νά είναι μοναχοί.
Σέ άλλο σημείο ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφερόμενος σέ παλαιότερες εποχές σημειώνει: «Καί τότε οι Μοναχοί καί Μονάζουσαι μέ τά κοσμικά φορέματα έκαμναν τήν δοκιμήν, καί όχι μέ ρασοφορίαν» (σελ. 261). Έτσι, άλλο είναι ο δόκιμος καί άλλος ο ρασοφόρος.
Αυτή είναι η πολυχρόνια παράδοση τής Εκκλησίας, όπως εκφράζεται μέχρι σήμερα στό Άγιον Όρος. Αυτό σημαίνει ότι όταν κάποιος αποβάλλει τά τετιμημένα ράσα, πρέπει νά ζή εν μετανοία γιά τήν πτώση του αυτή καί όχι νά δικαιολογείται ότι δέν ήταν μοναχός, ούτε εδωσε μοναχικές υποσχέσεις, επειδή είχε ρασοευχή-ρασοφορία καί δέν είχε δεχθή τό μοναχικό σχήμα.
Όταν, ως άνθρωποι πού είμαστε, αμαρτάνουμε καί υφιστάμεθα πτώσεις πρέπει νά μετανοούμε καί όχι νά φιλοσοφούμε καί νά «θεολογούμε» μάλιστα γιά τήν πτωτική κατάστασή μας.
Πρέπει νά είμαστε ελεύθεροι άνθρωποι καί όχι υποκριτές.