I.M. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ: Μέ τήν ευκαιρία τής Επετείου τής Επαναστάσεως τού 1821, ο Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου κλήθηκε νά απαντήση σέ ερωτήσεις τής δημοσιογράφου τού Ραδιοφωνικού Σταθμού τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, Κατερίνας Χουζούρη, καί αυτή η συζήτηση έγινε προφορικά τήν 17η Φεβρουαρίου 2021.
Τό θέμα τής συζητήσεως ήταν «ο διχασμός τού Γένους: Εθναρχία, Γένος, ανασύσταση», καί ετέθησαν πολλά θέματα, όπως: οι ενωτικοί καί ανθενωτικοί πρίν τήν υποδούλωση τής Πόλεως στούς Οθωμανούς, η κατάσταση τής Πόλεως πρίν τήν Άλωσή της τό 1453, ο πρώτος Πατριάρχης τού Γένους Γεννάδιος Σχολάριος καί τά προβλήματα πού αντιμετώπισε, ο Πατριάρχης Ιερεμίας ο Β΄, η προσφορά τού Πατριαχείου κατά τήν διάρκεια τής Τουρκοκρατίας, η στάση τού Οικουμενικού Πατριαρχείου έναντι τού Ρωμαιοκαθολικισμού καί τού Λουθηρανισμού, η διείσδυση στόν ορθόδοξο χώρο τών δυτικών ιεραποστόλων μισιοναρίων, ο δυτικός διαφωτισμός καί ο ορθοδόξος φωτισμός, ο διχασμός τού Γένους μας κατά τήν διάρκεια τής Ελληνικής Επανάστασης καί μετά από αυτήν, η κένωση τού Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Η συζήτηση αυτή απομαγνητοφωνήθηκε καί προσφέρεται ως μιά μικρή αναφορά στήν προσφορά τής Εκκλησίας, τόσο κατά τήν Τουρκοκρατία, όσο καί κατά τήν Επανάσταση τού 1821, πού πολλοί σήμερα επιμένουν νά αγνοούν.
*
Δημοσιογράφος Κατερίνα Χουζούρη:
Στό πλαίσιο τού δεύτερου αφιερώματος στήν επέτειο τών 200 ετών από τήν έναρξη τής Επανάστασης καί τή σειρά τών εκπομπών ανάμεσα στήν Άλωση καί τήν Επανάσταση τού 1821, σήμερα, αγαπητοί ακροατές, τό θέμα τής εκπομπής είναι «Ο διχασμός τού Γένους, Εθναρχία, Γένος, ανασύνταξη».
Προσκεκλημένος είναι ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Αγίου Βλασίου κ Ιερόθεος, ο οποίος έχει ασχοληθή καί έχει γράψει γι αυτά τά θέματα.Νά καλωσορίσουμε, αγαπητοί ακροατές, τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ναυπάκτου καί Αγίου Βλασίου τόν κ. Ιερόθεο καί νά τόν ευχαριστήσουμε θερμά γιά τήν συμμετοχή του στό μεγάλο αφιέρωμα πού πραγματοποιεί τό ραδιόφωνο τής Εκκλησίας.
Σεβασμιώτατε, Σάς ευχαριστούμε πολύ γι αυτή τή δυνατότητα πού έχουμε νά συζητήσουμε αυτά τά θέματα. Νά δούμε λίγο τα πράγματα από πολύ νωρίς, γιατί έχει τή σημασία του, γιά νά μπορέσουμε νά καταλάβουμε ακριβώς κάποιες μεταγενέστερες καταστάσεις καί ζητήματα. Θά θέλατε νά ξεκινήσουμε λίγο από τό πρόβλημα πού δημιουργήθηκε μέ τούς ενωτικούς καί ανθενωτικούς. Τί ακριβώς γίνεται καί τί σημαίνει αυτό, άν θέλετε, γιά τήν πορεία τού Έθνους καί τή ζωή τής Εκκλησίας;
Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος:
Ήταν σέ πολύ άσχημη κατάσταση. Η παλιά ένδοξη Αυτοκρατορία ήταν στήν πλήρη παρακμή της. Αυτά τά περιγράφει μέ έναν πολύ ρεαλιστικό τρόπο ο Στήβεν Ράνσιμαν σέ δύο βιβλία του, όπως «Η Άλωση τής Κωνσταντινουπόλεως», «Η Μεγάλη Εκκλησία εν Αιχμαλωσία» κλπ. Θά πώ γιά τήν κατάσταση αυτή πρώτον από εθνικής πλευράς καί ύστερα από εκκλησιαστικής πλευράς.
Από πλευράς εθνικής η τότε Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δεχόταν πιέσεις καί από ανατολή καί από δύση. Από τήν ανατολή οι Σελτζούκοι Τούρκοι μετά τήν μάχη τού Ματζικέρτ τό 1071 άρχισαν νά καταλαμβάνουν διαδοχικά ολόκληρη τήν Μικρά Ασία καί τήν Θράκη, οπότε οι Οθωμανοί παραμονές τής Αλώσεως ήταν έξω από τά τείχη τής Κωνσταντινουπόλεως.
Από τήν δύση μέ τήν Δ΄ Σταυροφορία τό 1204 οι Φραγκολατίνοι κατέλαβαν τήν Κωνσταντινούπολη καί πολλές άλλες περιοχές, οπότε άρχισε η Φαγκοκρατία. Ελευθερώθηκε μέν η Κωνσταντινούπολη τό 1261, αλλά ήταν πιά η σκιά τού εαυτού της.
Από βορρά οι Σλαύοι κατέρχονταν καί κατελάμβαναν διάφορες περιοχές. Μάλιστα τόν 14ο αιώνα ο Στέφανος Δουσάν είχε καταλάβει σχεδόν όλη τήν Μακεδονία καί παρά λίγο θά καταλάμβανε καί τήν Κωνσταντινούπολη.
Επί πλέον εμφανίζονταν διάφορες πανδημίες, όπως η πανούκλα, ο μαύρος θάνατος τό 1347, πού εξόντωσε τό 1/3 τού πληθυσμού τής Αυτοκρατορίας.
Επομένως, όλα αυτά αποδυνάμωσαν τόν πληθυσμό τής Αυτοκρατορίας, ουσιαστικά παρέμεινε μόνον η Κωνσταντινούπολη, καί ο ελληνικός πληθυσμός τής Πόλεως τίς παραμονές τής Αλώσεως ανερχόταν περίπου στίς 50.000 κατοίκους.
Είναι χαρακτηριστκό ότι ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, κατά τήν πολιορκία τών Οθωμανών έδωσε εντολή στόν γραμματέα του Φραντζή νά κάνη απογραφή τών ανδρών μαζί μέ τούς μοναχούς πού θά μπορούσαν νά φέρουν όπλα. Όταν ανεκοίνωσε στόν Κωνσταντίνο Παλαιολόγο ότι υπήρχαν μόνον 4.983 Ρωμηοί καί 2.000 περίπου ξένοι, τότε εκείνος εξεπλάγη καί είπε στόν Φραντζή νά μήν ανακοινώση αυτό τό γεγονός στόν κόσμο γιά νά μή πανικοβληθούν. Αντίθετα έξω από τά τείχη τής Πόλεως ήταν 80.000 Οθωμανοί.
Από εκκλησιαστικής πλευράς υπήρχε αντιπαλότητα μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας καί Λατίνων. Κυρίως από τόν 11ο αιώνα, πού έγινε τό πρώτο Σχίσμα, μέχρι τήν Δ΄ Σταυροφορία. Επίσης, αυτή η αντιπαλότητα αυξήθηκε μέ τίς συζητήσεις μεταξύ τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά καί τού Βαρλαάμ, όπως επίσης καί μέ τίς προσπάθειες ενώσεως μεταξύ τών Ορθοδόξων καί τών Λατίνων, όπως ήταν η Σύνοδος στήν Φερράρα-Φλωρεντία τό 1438-1439.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τήν κρίσιμη αυτή περίοδο, δηλαδή τίς παραμονές τής Αλώσεως, δέν υπήρχε Πατριάρχης. Ο Γρηγόριος Γ΄ Μάμμας πού ήταν ενωτικός είχε παραιτηθή τό 1450 καί είχε πάει στήν Ιταλία. Τότε απεστάλη τό 1452 από τόν Πάπα ως Καρδινάλιος ο Ισίδωρος πρώην Κιέβου, ως Λεγάτος στήν Κωνσταντινούπολη.
Μάλιστα πρέπει νά γνωρίζουμε ότι στίς 12 Δεκεμβρίου τού 1452 έγινε επίσημη Λειτουργία στήν Αγία Σοφία μέ τήν παρουσία τού Αυτοκράτορα, τού Καρδινάλιου Ισίδωρου, στήν οποία μνημονεύθηκε ο Πάπας καί διαβάστηκαν οι αποφάσεις τής ένωσης τών Εκκλησιών στήν Φλωρεντία. Οι ανθενωτικοί δέν συμμετείχαν σέ αυτή τήν θεία Λειτουργία.
Μόνον τό τελευταίο βράδυ πρίν τήν Άλωση, πού έγινε η τελευταία θεία Λειτουργία, η πίκρα είχε παραμεριστεί καί όλος ο λαός είχε έρθει στήν Αγία Σοφία νά εξομολογηθή, νά κοινωνήση, αδιαφορώντας, όπως λέγει ο Ράνσιμαν, «άν τήν Κοινωνία θά τού τήν έδινε Ορθόδοξος ή Καθολικός».
Πρόκειται γιά τραγική κατάσταση, η οποία προηγήθηκε τής Αλώσεως.
Κ.Χ.: Άρα, Σεβασμιώτατε, δέν θά ήταν υπερβολικό νά πούμε ότι είναι τραγική η κατάσταση λίγο πρίν τήν Άλωση. Σεβασμιώτατε, σέ αυτήν τήν κατάσταση, λοιπόν, πώς αντιμετωπίζει η αυτοκρατορία τόν κίνδυνο πού έρχεται από ανατολάς;
ΝΙ: Τό βασικό είναι ότι χρόνια πρίν από τήν Άλωση όλοι έβλεπαν ότι ερχόταν η καταστροφή στήν απομείνασα τότε Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, όλοι έβλεπαν ότι πλησιάζουν οι Οθωμανοί καί φυσικά γίνονταν πολλές συζητήσεις γιά τό τί πρέπει νά κάνουν γιά νά διασώσουν τήν πρωτεύουσα τής Αυτοκρατορίας από τόν όλεθρο.
Τότε διατυπώθηκαν τρείς προτάσεις γιά τήν διάσωση τής Πόλεως, πού εκπροσωπούσαν τρία βασικά ρεύματα.
Τό πρώτο ρεύμα εκφράσθηκε από τόν Μητροπολίτη Νικαίας Βησσαρίωνα, ότι η Αυτοκρατορία θά σωζόταν άν υποτασσόταν η Ορθόδοξη Εκκλησία στόν Πάπα καί εκείνος έστελνε δυνάμεις γιά νά αναχαιτίσουν τούς Τούρκους, καί αυτό σήμαινε τήν ένωση τής Ορθοδόξου Εκκλησίας μέ τό Βατικανό.
Τό δεύτερο ρεύμα εκφράσθηκε από τόν Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα, ο οποίος πρότεινε νά επιστρέψη τό Κράτος στά αρχαία πλατωνικά πρότυπα μέ διάφορες μεταρρυθμίσεις. Ο ίδιος ήταν πλατωνιστής φιλόσοφος. Ήταν ένα ουτοπιστικό σχέδιο.
Τό τρίτο ρεύμα εκφράσθηκε από τόν Γεώργιο Γεννάδιο Σχολάριο, ο οποίος εξέφραζε καί τίς απόψεις τού αγίου Μάρκου τού Ευγενικού, Μητροπολίτου Εφέσου, ο οποίος πίστευε ότι τό Γένος γιά νά σωθή από τήν καταστροφή έπρεπε νά στηριχθή στίς δικές του πνευματικές δυνάμεις, όπως εκφραζόταν από τήν διδασκαλία τών ησυχαστών Πατέρων.
Από τά τρία αυτά ρεύματα τελικά η ιστορία δικαίωσε τήν απόφαση τού Γενναδίου Σχολάριου, ο οποίος έγινε καί ο πρώτος Πατριάρχης τού υποδούλου Γένους καί εφήρμοσε στήν πράξη τήν διάσωση τής Ορθοδόξου Παραδόσεως, γιατί μέσα από αυτήν τήν παράδοση θά μπορούσα νά αντιμετωπίσουν καί τούς εξωτερικούς κινδύνους. Τελικά αυτό τό ρεύμα ήταν τό πιό ρεαλιστικό καί σωτήριο γιά τό Γένος, γιατί τό διαφύλαξε καθ’ όλη τήν διάρκεια τής Τουρκοκρατίας, ώστε νά μή χάση τήν εκκλησιαστική παράδοση, τήν ελληνική γλώσσα καί όλο τόν ρωμέϊκο πολιτισμό.
Κ.Χ.: Σεβασμιώτατε, νά μείνουμε λίγο στόν πρώτο Πατριάρχη μετά τήν Άλωση, τόν Γεννάδιο Σχολάριο. Θά θέλετε νά μάς δώσετε κάποια στοιχεία παραπάνω γιά τό πώς αντιμετώπισε τήν όλη κατάσταση πού δημιουργήθηκε μετά τήν Άλωση πιά;
ΝΙ: Όπως είπα προηγούμενως, όταν έπεσε η Πόλη δέν υπήρχε Πατριάχης στήν Κωνσταντινούπολη. Οι κάτοικοι τής Πόλεως ύστερα από τήν Φερράρα-Φλωρεντία (1438-39) όπου έγινε η ένωση τών Εκκλησιών, είχαν διαιρεθή σέ ενωτικούς καί ανθενωτικούς. Ο Γρηγόριος Μάμμας επειδή ήταν ενωτικός είχε παραιτηθή τό 1450 καί έφυγε στήν Ιταλία. Υπάρχει μιά πληροφορία ότι τότε εξελέγη Πατριάρχης ο Αθανάσιος Β΄, αλλά αμφισβητείται, γιατί δέν ευρέθησαν ούτε καί τά Πρακτικά τής εκλογής του.
Ο Μωάμεθ ο Πορθητής, όταν κατέλαβε τήν Κωνσταντινούπολη βρήκε μιά πόλη αποδεκατισμένη. Σάς είπα προηγουμένως ότι πρίν τήν Άλωση κατοικούσαν περίπου 50.000 κάτοικοι. Μετά τήν Άλωση τής Πόλεως σφαγιάσθηκαν καί χάθηκαν πάρα πολλοί κατά τήν πολιορκία, πολλοί αιχμαλωτίστηκαν καί άλλοι έφυγαν. Ο Σουλτάνος κράτησε μερικές συνοικίες μέ Χριστιανούς. Αλλά επειδή δέν ήθελε νά είναι άδεια η Πόλη μετέφερε Ρωμηούς από άλλες περιοχές, ακόμη καί αναγκαστικά. Πάντως, έναν αιώνα μετά τήν Άλωση, στά μέσα στού 16ου αιώνος, στήν Κωνσταντινούπολη ζούσαν περίπου 30.000 οικογένειες, δηλαδή περίπου 150.000 άνθρωποι.
Μέσα σέ όλη αυτήν τήν προοπτική ο Μωάμεθ ο Πορθητής αναζητούσε νά βρή έναν αρχηγό τών Ρωμηών, δηλαδή έναν Πατριάρχη. Είχε διαιρέσει τήν επικράτειά του σέ μιλέτ, δηλαδή έθνη, ήτοι Μουσουλμάνους, Ρωμηούς, Εβραίους κλπ. καί ήθελε νά θέση σέ κάθε έθνος καί έναν ηγέτη, πού θά δίνη αναφορά στόν Μωάμεθ καί νά έχη ευθύνη γιά τήν διοίκηση τών Ρωμηών.
Ο Ράνσιμαν γράφει ότι αφού ο Μωάμεθ έκανε μερικές έρευνες, κατέληξε στό νά προτείνη ως Πατριάρχη τόν Γεώργιο Γεννάδιο Σχολάριο, πού τότε ήταν μοναχός. Όπως είπα προηγουμένως, ο Σχολάριος ακολουθούσε τήν παράδοση τού αγίου Μάρκου τού Ευγενικού, συμμετείχε στήν Σύνοδο τής Φλωρεντίας, κατάλαβε όμως ότι εν όψει τού επερχόμενου κινδύνου έπρεπε οι Ρωμηοί νά σταθούν στά δικά τους πόδια, στήν δική τους παράδοση. Επομένως, ήταν ένας επιφανής λόγιος, ήταν σεβαστός απ’ όλους γιά τήν ευθύτητά του καί εξέφραζε τήν ανθενωτική τακτική.
Ο Γεώργιος Σχολάριος είχε αιχμαλωτιστεί κατά τήν Άλωση καί βρισκόταν στήν κατοχή ενός πλουσίου Τούρκου στήν Αδριανούπολη ο οποίος είχε εντυπωσιασθή από τήν σοφία του καί είχε απευλευθερωθή. Όταν ο Σουλτάνος διαπίστωσε όλα αυτά τά προσόντα αισθάνθηκε ότι δέν θά είχε επικοινωνία μέ τήν Δύση.
Η ενθρόνισή του έγινε τήν 5η Ιανουαρίου 1454. Ο Μωάμεθ τού έδωσε τά εμβλήματα τού αξιώματός του, δηλαδή άμφια, ποιμαντορική ράβδο καί επιστήθιο σταυρό. Καί τού είπε: «έσο Πατριάρχης μέ καλή τύχη καί νά είσαι βέβαιος γιά τήν φιλία μας καί γιά όλα τά προνόμια πού είχαν οι Πατριάρχες πρίν από σένα».
Έτσι, λοιπόν, ο πρώτος Πατριάρχης τού Γένους μετά τήν Άλωση γίνεται Εθνάρχης. Άρχισε νά συγκροτή τήν εκκλησιαστική ζωή. Ο Μωάμεθ τού έδωσε φιρμάνι, μέ τό οποίο τού έδινε διάφορα προνόμια, ήτοι σεβασμό τού προσώπου του, απαλλαγή από τούς φόρους, ελευθερία κινήσεως, ασφάλεια στήν κίνησή του καί τό δικαίωμα νά μεταβιβάζη αυτά τά προνόμια στούς διαδόχους του.
Ως Πατριάρχης τού Γένους έγινε καί αρχηγός τού Ρωμαίϊκου Μιλέτ, δηλαδή Εθνάρχης. Τά Πατριαρχικά δικαστήρια είχαν πλήρη δικαιοδοσία γιά όλες τίς υποθέσεις πού αφορούσαν τούς Ρωμηούς, δηλαδή γιά γάμους, διαζύγια, επιτροπεία ανηλίκων, διαθήκες κλπ.
Επομένως, ο λόγιος αυτός Πατριάρχης, έθεσε τό σχέδιο τής συγκροτήσεως καί διατηρήσεως τής Ορθοδόξου παραδόσεως καί, βεβαίως, ήταν επιφυλακτικός πρός τήν δύση, η οποία στό παρελθόν είχε διαψεύσει όλες τίς προσδοκίες τών Ρωμηών γιά βοήθεια εναντίον τών Τούρκων.
Κ.Χ.: Σεβασμιώτατε, οι Πατριάρχες πού ακολούθησαν συνέχισαν τήν ίδια πορεία; Θά μπορούσαμε νά πούμε δηλαδή ότι τό Πατριαρχείο κράτησε τήν ορθόδοξη πίστη καθ όλη τή διάρκεια τής τουρκοκρατίας;
ΝΙ: Βεβαίως, αυτό ισχύει κατά βάση. Ο εκάστοτε Πατριάρχης κληρονομούσε όλα τά προνόμια τού Εθνάρχου, διοργάνωνε τήν εκκλησιαστική ζωή, ύστερα από τό μεγάλο σόκ τό οποίο υπέστησαν από τήν Άλωση τής Πόλεως καί τήν ολοσχερή καταστροφή τής Χριστιανικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Οι κατά τόπους Μητροπολίτες ήταν υπεύθυνοι έναντι τού Πατριάρχου νά διευθύνουν τούς Ρωμηούς καί ήταν καί πρόεδροι τής Δημογεροντίας. Διοργάνωσαν τήν λατρεία, ανέπτυσσαν όπου ήταν δυνατόν τήν λατρεία καί προστάτευαν τούς Ρωμηούς. Αυτό τό έκαναν μέ πολλές θυσίες, στερήσεις καί αντιδράσεις.
Απλώς εδώ νά αναφέρω τό παράδειγμα τού Μεγάλου Πατριάρχου Ιερεμία Β΄ τού Τρανού, ο οποίος γεννήθηκε 83 χρόνια μετά τήν Άλωση (1536-1595) καί έγινε Πατριάρχης τό 1572.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τό 1593 συγκάλεσε Σύνοδο καί αποφάσισε νά παροτρύνη τούς Μητροπολίτας νά ιδρύσουν σχολεία στίς Επαρχίες τους γιά νά μαθαίνουν οι Ρωμηοί τήν ελληνική γλώσσα καί τήν όλη παράδοση τού Γένους. Στήν απόφαση αυτή καθορίζεται ο σκοπός τής δημιουργίας τών Σχολείων, «ώστε τά θεία καί ιερά γράμματα δύνασθαι διδάσκεσθαι, βοηθείν δέ κατά δύναμιν τοίς εθέλουσιν διδάσκειν καί τοίς μαθείν προαιρουμένοις».
Μέχρι τήν εποχή τού Ιερεμίου Β΄ υπήρχε μόνον ένα ελληνικό εκπαιδευτικό Ίδρυμα στήν Οθωμανική Αυτοκρατορία, δηλαδή η Μεγάλη τού Γένους Σχολή. Τότε άνοιξαν 7 ελληνικά σχολεία, ήτοι στήν Αθήνα, τήν Λιβαδειά, τήν Χίο, τήν Σμύρνη, τίς Κυδωνιές, τήν Πάτμο, τά Ιωάννινα. Στήν συνέχεια ίδρυσε καί άλλα 40 σχολεία σέ όλη τήν Επικράτεια.
Η Εκκλησία καλλιέργησε σέ μεγάλο βαθμό τήν παιδεία, κρατώντας τήν ελληνική γλώσσα καί τήν ορθόδοξη παράδοση καί όπου δέν υπήρχε η δυνατότητα ιδρύσεως σχολείων γιά τήν συμπλήρωση περισσοτέρων γνώσεων, είχε καθιερωθή η μυστική διδασκαλία, διαβάζοντας τό ψαλτήρι, τά μηναία καί είναι αυτό πού λέμε «Κρυφά Σχολειά».
Κ.Χ.: Σεβασμιώτατε, στή ροή τού λόγου σας είπατε ότι ο Πατριάρχης Ιερεμίας συγκάλεσε τή Σύνοδο καί σκεφτόμουν τό εξής, τό οποίο είναι πολύ σημαντικό, συνήθως δέν στεκόμαστε σαυτό. Στά 400 χρόνια τής σκλαβιάς συνεχίζεται η λειτουργία τής Συνόδου. Λέμε πολλές φορές ο Πατριάρχης, ίσως δέν μένουμε λίγο καί στό γεγονός ότι συγκαλείται η Σύνοδος, συνέρχεται η Σύνοδος, αποφασίζει. Δέν είναι πολύ σημαντικό ότι ακόμη καί εκείνα τά χρόνια ο συνοδικός θεσμός εξακολουθεί νά είναι ζωντανός;
ΝΙ: Βεβαίως, γίνονταν Σύνοδοι συνεχώς, καί στό Πατριαρχείο, Πατριαρχικές Σύνοδοι, αλλά γινόταν καί Σύνοδοι τών Πατριαρχών τής Ανατολής. Δηλαδή, ο εκάστοτε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ήταν, όπως είπα, εθνάρχης, ήταν ο μόνος ο οποίος έδινε λόγο στόν Σουλτάνο καί εν ονόματι καί τών άλλων Πατριαρχείων τής Ανατολής.
Οπότε στήν συγκεκριμένη εδώ περίοδο, πού είναι ο Ιερεμίας ο Β΄ ο Τρανός, καί ανέφερα τήν Σύνοδο τού 1593, είναι Σύνοδος όλων των Πατριαρχών τής Ανατολής, δηλαδή εννοώ καί τού Αλεξανδρείας καί τού Αντιοχείας καί τού Ιεροσολύμων. Καί ήταν σημαντική η Σύνοδος αυτή πού αποφάσισε διάφορα ζητήματα μεταξύ αυτών ήταν καί τό θέμα τών σχολείων.
Κ.Χ.: Σεβασμιώτατε, θά θέλατε τώρα νά δούμε ποιά ήταν η στάση τής Εκκλησίας καί τών Πατριαρχών απέναντι στόν Ρωμαιοκαθολικισμό καί τόν Λουθηρανισμό;
ΝΙ: Αυτό είναι ένα πολύ ενδιαφέρον ερώτημα. Γνωρίζουμε ότι γιά τήν Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας τό 1438-39, λίγα χρόνια πρίν τήν Άλωση, πού επιχειρήθηκε η ένωση μεταξύ τής Ορθοδόξου Εκκλησίας καί τών Λατίνων, υπήρχαν αντιδράσεις καί επιφυλάξεις, γιατί οι Ορθόδοξοι έβλεπαν τά λάθη καί τίς αιρέσεις πού εισήγαγαν οι Λατίνοι στίς θεολογίες τους.
Αυτά όμως τά λάθη πού προέρχονταν από τόν Πάπα, τά έβλεπαν οι ίδιοι οι Χριστιανοί τής Δύσεως, γι’ αυτό στίς αρχές τού 16ου αιώνα, λίγες δεκαετίες μετά τήν πτώση τής Κωνσταντινουπόλεως, ξέσπασε μιά μεγάλη επανάσταση στήν Ευρώπη, η οποία λέγεται Μεταρρύθμιση. Ο Λούθηρος αντέδρασε στίς υπερβολές τού Πάπα, τό ίδιο έκαναν καί άλλοι Μεταρρυθμιστές, όπως ο Καλβίνος, ο Ζβίγγλιος καί οι Αγγλικανοί, γιά διαφόρους λόγους ο καθένας από αυτούς. Από αυτήν τήν θρησκευτική επανάσταση συνταράχθηκε συνθέμελα η δυτική Ευρώπη. Νομίζω ότι αυτό δικαίωσε τούς ορθοδόξους ανθενωτικούς, οι οποίοι έβλεπαν τά λάθη τού Πάπα καί δέν ήθελαν νά ενωθούν μαζί του.
Ο Στήβεν Ράνσιμαν στό βιβλίο του «Η Μεγάλη Εκκλησία εν αιχμαλωσία» Β΄ τόμος, περιλαμβάνει τέσσερα κεφάλαια πολύ ενδιαφέροντα.
Τό πρώτο κεφάλαιο έχει τίτλο «Κωνσταντινούπολη καί Ρώμη». Η Ρώμη ήθελε τήν ένωση μέ τήν Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλα οι Ορθόδοξοι δέν ξεχνούσαν τίς προσπάθειες πού έκαναν οι Πάπες νά καθυποτάξουν τήν Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως έγινε μέ τήν Δ΄ Σταυροφορία, τό 1204, καί μέ τήν Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας, κυρίως ότι δέν τούς βοήθησαν καθόλου νά αντιμετωπίσουν τήν επέλαση τών Τούρκων.
Τό δεύτερο κεφάλαιο έχει τίτλο «Η Λουθηρανική προσέγγιση» καί αναλύεται ότι οι Λουθηρανοί θεολόγοι τής Τυβίγγης προσπάθησαν νά προσεγγίσουν τό Οικουμενικό Πατριαρχείο, όταν Πατριάρχης ήταν ο Ιερεμίας ο Β’ ο Τρανός.
Τότε αναπτύχθηκε μιά αλληλογραφία μεταξύ τους, έγινε ένας θεολογικός διάλογος, οι Λουθηρανοί διατύπωσαν τίς θεολογικές θέσεις τους, ο Πατριάρχης απαντούσε μέ ορθόδοξα επιχειρήματα καί αντέκρουσε τίς απόψεις τους καί τελικά ο διάλογος αυτός δέν είχε κάποιο αποτέλεσμα.
Τό τρίτο κεφάλαιο έχει τίτλο «Ο Καλβινιστής Πατριάρχης» καί αναφέρεται στόν Πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρη, πού εξελέγη Πατριάρχης τό 1620. Δηλαδή, στήν εποχή του κυκλοφόρησε μιά ομολογία ορθόδοξου πίστεως μέ καλβινστικές αρχές καί εφημολογείτο ότι συντάκτης ήταν ο Πατριάρχης Κύριλλος. Υπήρξαν μεγάλες αντιδράσεις από πλευράς Ορθοδόξων, αλλά καί από τούς Ρωμαιοκαθολικούς, οι οποίοι δέν ήθελαν τήν επικοινωνία μεταξύ Ορθοδόξων καί Λουθηρανών, οι Λατίνοι τόν κατηγόρησαν στούς Τούρκους ότι ετοίμαζε επανάσταση τών Ελλήνων μέ τήν βοήθεια τών Ρώσων καί οι Τούρκοι τόν συνέλαβαν καί τόν στραγγάλισαν.
Τό τέταρτο κεφάλαιο φέρει τίτλο «Τό Αγγλικανικό πείραμα». Δηλαδή, διάφοροι ορθόδοξοι θεολόγοι πλησίασαν τούς Αγγλικανούς, οι οποίοι είχαν απομακρυνθή από τόν Πάπα καί ήθελαν νά έχουν σχέση μέ τούς Ορθόδοξους. Τότε ιδρύθηκε ένα κοινό Κολλέγιο στήν Οξφόρδη, στό οποίο σπούδαζαν καί Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Έγιναν συζητήσεις Ορθοδόξων και Αγγλικανών, κυρίως γιά τόν όρο «μετουσίωση» στό Μυστήριο τής θείας Ευχαριστίας, αλλά δέν ευοδώθηκε αυτή η προσπάθεια.
Τά ανέφερα αυτά, γιά νά δήτε ότι κατά τήν διάρκεια τής Τουρκοκρατίας επεδίωκαν τόσο οι Ρωμαιοκαθολικοί όσο καί οι Προτεστάντες καί Αγγλικανοί νά έχουν επικοινωνία μέ τούς Ορθοδόξους γιά νά τούς προσεταιριστούν στόν πόλεμο πού είχαν μεταξύ τους, αλλά οι Ορθόδοξοι Πατριάρχες κράτησαν τήν ορθόδοξη πίστη.
Μάλιστα δέ καθ’ όλη τήν διάρκεια τής Τουρκοκρατίας έγιναν διάφορες Γενικές Σύνοδοι πού έχουν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί στίς αποφάσεις τους φαίνεται καθαρά ότι κράτησαν τήν ορθόδοξη πίστη καί παράδοση. Νά αναφέρω τίς Συνόδους αυτές.
Τό 1638 έγινε Σύνοδος στήν Κωνσταντινούπολη, όπως καί τό 1642 στήν Κωνσταντινούπολη καί στό Ιάσιο εναντίον τής Λουκαρείου Ομολογίας, ουσιαστικά εναντίον τών Προτεσταντών. Τό 1672 έγινε Σύνοδος στήν Κωνσταντινούπολη καί τά Ιεροσόλυμα καί απαντήθηκαν ερωτήματα πού ετέθηκαν από τούς Ρωμαιοκαθολικούς καί τούς Διαμαρτυρόμενους. Τό 1691 έγινε Σύνοδος στήν Κωνσταντινούπολη μέ αφορμή τίς απόψεις τού καλβινίζοντος Ιωάννου Καρυοφύλλη. Τό 1716-25 έχουμε τήν απόφαση τών Πατριαρχών τής Ανατολής γιά τούς Αγγλικανούς. Τό 1722 εκδίδεται Εγκύκλιος τής Συνόδου τής Κωνσταντινουπόλεως πρός τούς ορθοδόξους Αντιοχείς γιά τήν Λατινική προπαγάνδα. Τό 1727 δημοσιεύθηκε η Ομολογία Πίστεως τής Συνόδου τής Κωνσταντινουπόλεως γιά τήν Λατινική προπαγάνδα. Τό 1836 δημοσιεύθηκε Εγκύκλιος τής Συνόδου τής Κωνσταντινουπόλεως κατά τών Διαμαρτυρομένων Ιεραποστόλων. Τό 1838 έγινε Σύνοδος στήν Κωνσταντινούπολη κατά τών λατινικών καινοτομιών. Τό 1848 δημοσιεύθηκε η απάντηση τών Πατριαρχών τής Ανατολής στόν Πάπα Πίο Θ΄, όπου εκτίθενται οι θεολογικές διαφορές μεταξύ Ορθοδόξων καί Λατίνων.
Απ’ όλα αυτά φαίνεται ότι καθ’ όλη τήν διάρκεια τής Τουρκοκρατίας τό Οικουμενικό Πατριαρχείο μαζί μέ τά Πατριαχεία τής Ανατολής, η λεγόμενη Τετραρχία, κράτησαν τούς Ρωμηούς μέσα στήν Ορθόδοξη Παράδοση καί τήν Εκκλησία καί ταυτόχρονα έκαναν διάλογο καί μέ τούς Λατίνους καί τούς Προτεστάντες, ο οποίος κατά βάση έγινε μέσα στά πλαίσια τής ορθοδόξου θεολογικής παραδόσεως. Έτσι η περίοδος τής Τουρκοκρατίας από αυτή τήν πλευρά έχει νά επιδείξη ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Εδώ πρέπει νά αναφέρω τήν περίπτωση τού Ιερεμία τού Β΄ τού Τρανού, ο οποίος όχι μόνον έκανε διάλογο μέ τούς Λουθηρανούς θεολόγους τής Τυβίγγης καί δέν επηρεάστηκε καθόλου από τίς δικές τους αρχές, αλλά αρνήθηκε νά εισάγη στήν Ορθόδοξη Εκκλησία τό νέο ημερολόγιο πού καθιέρωσε ο Πάπας Γρηγόριος, γιά νά μή γίνη αιτία προπαγάνδας τών Λατίνων στούς Ορθοδόξους. Καί στίς δυό περιπτώσεις ο Πατριάρχης Ιερεμίας κράτησε ορθόδοξη στάση απέναντι σέ αυτές τίς προσπάθειες δεισδύσεως στήν ορθόδοξη ανατολή. Συγχρόνως έκανε μιά περιοδεία πού κράτησε περίπου δύο χρόνια στήν Ρωσία, γιά νά αποκτήση τήν εύνοια τού Τσάρου, ώστε εκείνος νά πιέση τούς Οθωμανούς νά αφήσουν τήν Ορθόδοξη Εκκλησία ελεύθερη. Κατά τήν περιοδεία αυτή έδωσε καί τήν Πατριαρχική αξία καί τιμή στόν Μητροπολίτη Μόσχας τό 1589.
Κ.Χ.: Μάς είπατε, λοιπόν, Σεβασμιώτατε, ότι οι Πατριάρχες, σχεδόν στό σύνολό τους μένουν πιστοί στό ορθόδοξο δόγμα. Όμως ένα ζήτημα πού αντιμετώπισε η Ορθόδοξη Εκκλησία αυτήν τήν περίοδο είναι καί η έλευση μισιοναρίων, τών δυτικών ιεραποστόλων δηλαδή, οι οποίοι μέ πρόσχημα τήν παροχή οικονομικής ή άλλης βοήθειας εκείνα τά χρόνια ή καί χωρίς πρόσχημα σέ μερικές περιπτώσεις, επιχείρησαν νά προσηλυτίσουν τόν λαό. Πώς αντιμετώπισε αυτό τό ζήτημα τό Πατριαρχείο;
ΝΙ: Όπως φάνηκε από τήν προηγούμενη απάντηση, καθ’ όλη τήν διάρκεια τής Τουρκοκρατίας υπήρχαν έντονες προσπάθειες διεισδύσεως τών δυτικών Χριστιανών, Λατίνων καί Προτεσταντών, μέσα στίς ορθόδοξες περιοχές καί η προπαγάνδα υπέρ τών απόψεών τους. Τό Οικουμενικό Πατριαρχείο καί τά άλλα Πατριαρχεία αντιδρούσαν μέ σθένος.
Αυτή η διείσδυση γινόταν μέ πολλούς τρόπους, όπως γιά παράδειγμα μέσα από τίς διπλωματίες, τούς πρεσβευτές τών διαφόρων δυτικών κρατών πού ήταν στήν Κωνσταντινούπολη καί σέ άλλα τμήματα τής Βυζαντινής Αυτοκρατίας. Οι πρεσβευτές τών δυτικών κρατών προσπαθούσαν νά πιέσουν καί νά επηρεάσουν τήν Υψηλή Πύλη μέ διαφόρους τρόπους, γιά νά έχουν ελευθερία κινήσεων καί νά ενεργούν προσηλυτιστικά.
Επί πλέον δημιουργήθηκαν διάφορες κινήσεις μισιοναρίων, δηλαδή Ιεραποστόλων, οι οποίοι ασκούσαν μία ιεραποστολή μεταξύ τών Ορθοδόξων γιά νά προσηλυτίσουν τούς Ορθοδόξους στίς παραδόσεις τους καί στίς ομολογίες τους. Αυτό έγινε καί κατά τήν διάρκεια τής Τουρκοκρατίας καί μετά τήν Επανάσταση τού 1821.
Γιά τό θέμα τών μισιοναρίων έκανε σπουδαία έρευνα ο αείμνηστος π. Γεώργιος Μεταλληνός, ο οποίος ανέλυσε τά θέματα αυτά σέ πολλά βιβλία του. Αναφέρει ότι από τόν 19ο αιώνα πιό οργανωμένα γίνεται επέκταση τών προτεσταντικών αυτών Ομολογιών στόν ελληνικό χώρο. Πρόκειται γιά ιεραποστολικές εταιρείες Διαμαρτυρομένων Μισιοναρίων, οι οποίες εμφανίσθηκαν πρίν τό 1821 στόν ελλαδικό χώρο πού προέρχονταν από τήν Μάλτα καί είχαν ως κέντρα δράσεως τήν Ζάκυνθο, τήν Κέρκυρα, τήν Σύρο, τήν Σμύρνη. Επίσης, δημιουργήθηκε καί η λεγόμενη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία γιά εκπαίδευση γιά προτεσταντικό κατηχητικό. Μεταξύ αυτών εργάσθηκαν καί η Γερμανόφωνη Ευαγγελική Εκκλησία, οι Πεντηκοστιανοί κ.ά..
Τό Οικουμενικό Πατριαρχείο βλέποντας όλες αυτές τίς κινήσεις, αντιδρούσε μέ Συνόδους, μέ Εγκυκλίους, μέ αποφάσεις, μέ ενέργειες τών κατά τόπους Μητροπολιτών, μέ τά Μοναστήρια, μέ τούς Νεομάρτυρες. Πρόκειται γιά έναν πραγματικό άθλο. Γιατί ενώ τό Πατριαρχείο δραστηριοποιείτο μέσα στήν σκληρή δουλεία, εν τούτοις όμως έκανε ταυτόχρονα καί αγώνα διατηρήσεως τής ορθοδόξου πίστεως, μέ όλες αυτές τίς ιεραποστολικές κινήσεις καί προπαγάνδες, πού προέρχονταν από δυτικούς Χριστιανούς.
Κ.Χ.: Σεβασμιώτατε, ένα άλλο θέμα πού θά θέλαμε νά συζητήσουμε σήμερα μαζί σας είναι καί τό φαινόμενο τού Διαφωτισμού. Θά θέλαμε νά σάς ρωτήσουμε τό εξής: Τό φαινόμενο τού Διαφωτισμού θεωρείτε ότι δημιούργησε πρόβλημα; Γνωρίζουμε παραδείγματος χάρη ότι επηρέασε τόν συγγραφέα τής «Ελληνικής Νομαρχίας» καί άλλους. Τελικά τί είχε νά αντιτάξη η Ορθόδοξη Εκκλησία; Χρειαζόταν ο Ορθόδοξος Έλληνας τόν δυτικό Διαφωτισμό;
ΝΙ: Ο Διαφωτισμός αναπτύχθηκε τέλος 17ου αιώνος καί τόν 18ο αιώνα στήν δυτική Ευρώπη, ως αντίδραση στήν νοοτροπία τού Πάπα καί στόν δυτικό σχολαστικισμό τών Λατίνων. Προηγήθηκε, βέβαια, ο Νομιναλισμός, τόν 14ο αιώνα, η Αναγέννηση τόν 15ο αιώνα, η Μεταρρύθμιση τόν 16ο αιώνα καί έφθασε στόν Διαφωτισμό τόν 17ο καί 18ο αιώνα. Όπως βλέπετε ολόκληρη η Ευρώπη συνταράχθηκε από τήν σχολαστική θεολογία πού αναπτύχθηκε τόν 11ο μέ 13ο αιώνα καί από τήν αλαζονεία τού Πάπα.
Ο Διαφωτισμός διακρίνεται σέ πολλά ρεύματα. Είναι ο Αγγλικός Διαφωτισμός, τού Τζών Λόκ καί τού Ντέϊβιντ Χιούμ, ο Γαλλικός Διαφωτισμός μέ τόν Βολταίρο καί άλλους, ο Ιταλικός Διαφωτισμός πού εκφράσθηκε ως αντικληρικαλισμός, καί ο Γερμανικός Διαφωτισμός, πού εκφράσθηκε ως Γερμανικός ιδεαλισμός μέ τόν Κάντ, τόν Σέλλιγκ κλπ.
Γενικά, ο Διαφωτισμός έδωσε βαρύτητα στίς δυνάμεις τού ανθρώπου, όπως τήν λογική επεξεργασία, στήν παιδεία, τήν ελευθερία από τήν θρησκεία κλπ.
Ήταν επόμενο, ότι τά ποικίλα αυτά ρεύματα τού Διαφωτισμού, επηρέασαν κατά ποικίλους βαθμούς καί ορθοδόξους Έλληνες οι οποίοι εσπούδαζαν στά διάφορα Κέντρα, όπως Βενετία, Βιέννη, Αγγλία, κλπ. Αλλά επειδή είχαν καί τήν ορθόδοξη υποδομή, ήταν διαφορετικός από τά άλλα ρεύματα τά οποία επικρατούσαν στήν Δύση.
Αναφέρατε προηγουμένως τήν «Ελληνική Νομαρχία». Πρόκειται γιά ένα βιβλίο, τό οποίο εκδόθηκε τό 1806 καί ως χώρος εκδόσεως γράφεται στό εξώφυλλο η Ιταλία. Όμως φαίνεται δέν εκδόθηκε στήν Ιταλία, γιατί ποτέ δέν βάζουν ως τόπο εκδόσεως μιά χώρα, αλλά πιθανόν εκδόθηκε στό Παρίσι. Ο άγνωστος συγγραφεύς του ομιλεί μέ πάθος γιά τήν ελευθερία, γιά τήν παιδεία τού Γένους, στρέφεται εναντίον τού Οθωμανού κατακτητού, αλλά είναι επηρεασμένος από διαφωτιστικές αρχές καί κυρίως προτεσταντικές αρχές. Αυτό φαίνεται από τό ότι είναι πολύ επιθετικός πρός τήν Εκκλησία, χρησιμοποιεί πολύ σκληρά καί υπερβολικά παραδείγματα, γιά τούς Ιεράρχες, οι οποίοι αγωνίζονταν νά διαφυλάξουν 400 καί 500 χρόνια σκλαβιάς τήν ορθόδοξη Παράδοση, καταφέρεται εναντίον τών νηστειών, τών λειψάνων, τών εικόνων, τών λιτανειών, ενώ αυτά ήταν εκείνα πού κράτησαν τούς Ρωμηούς στήν πίστη τους, παρά τίς πιέσεις τών Τούρκων καί τίς επιδράσεις τών Λατίνων καί τών Προτεσταντών.
Μέ τήν ευκαιρία αυτή θέλω νά τονίσω ότι σχεδόν τήν ίδια εποχή ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης συνέγραψε καί κυκλοφόρησε τό βιβλίο του Νέο Μαρτυρολόγιο, τό 1794, στό οποίο περιγράφονται οι βίοι τών Νεομαρτύρων, καί οι ομολογίες πού έδιναν ενώπιον τών Τούρκων καί φυσικά καί ο τρόπος μέ τόν οποίο μαρτύρησαν. Αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο στό νά παραμείνουν οι Ρωμηοί σταθεροί στήν παράδοσή τους καί νά μήν αλλαξοπιστήσουν, γιατί τότε θά έχαναν όχι μόνον τήν ορθόδοξη πίστη, αλλά καί τήν ελληνική γλώσσα.
Όταν συγκρίνη κανείς τά δύο αυτά βιβλία, δηλαδή τήν Ελληνική Νομαρχία τού αγνώστου συγγραφέως, πού μάλλον ήταν ο Ιωάννης Κωλέττης ο μετέπειτα Πρωθυπουργός τής Ελλάδος, καί τό Νέο Μαρτυρολόγιο τού αγίου Νικοδήμου τού Αγιορείτου, βλέπει τήν μεγάλη διαφορά μεταξύ τους καί καταλαβαίνει ότι τελικά τό Νέο Μαρτυρολόγιο έπαιξε σημαντικότερο ρόλο στό νά παραμείνουν οι Ρωμηοί Ορθόδοξοι καί Έλληνες καί νά αγωνιστούν στήν συνέχεια γιά τήν αποτίναξη τής σκλαβιάς.
Κ.Χ.: Σεβασμιώτατε, μετά τήν Επανάσταση, άν θελήσουμε νά κάνουμε ένα χρονικό άλμα, μετά τήν Επανάσταση τί είδους διχασμός δημιουργήθηκε;
ΝΙ: Όταν άρχισαν νά διοργανώνονται οι Έλληνες μετά τήν Επανάσταση τού 1821, υπήρξαν πολλές συγκρούσεις μεταξύ τών δύο αυτών ρευμάτων, όπως τού ρεύματος τής εκκλησιαστικής παραδόσεως μέ τήν ρωμέϊκη συνείδηση καί τού ρεύματος τού δυτικού Διαφωτισμού. Αυτό φαίνεται καθαρά στίς συγκρούσεις μεταξύ τών στρατιωτικών καί τών πολιτικών.
Ήδη από τά πρώτα Συντάγματα στίς πρώτες Συνελεύσεις προσπαθούσαν νά καθορίσουν ποιοί θά λέγονται Έλληνες. Ακριβώς αυτή η συζήτηση δείχνει ότι προσπαθούσαν νά βρούν μιά ταυτότητα, τό τί σημαίνει Έλληνες πού θά κατοικούσαν στό ελληνικό αυτό κράτος. Γι’ αυτό καί ο Σπυρίδων Τρικούπης, ο οποίος θεωρείτο ο ιστορικός τής Επαναστάσεως, κάνει λόγο γιά «επανάσταση καί αποστασία», δηλαδή απέκτησαν τήν ελευθερία από τούς Τούρκους, αλλά απομακρύνθηκαν από τό Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά τήν δολοφονία τού Ιωάννου Καποδίστρια, ο οποίος ήταν ορθόδοξος Κυβερνήτης καί εξέφρασε καί τήν Ρωσική πολτική, οι δυτικές Δυνάμεις εξέλεξαν ως βασιλέα τόν Όθωνα, πού ήταν Ρωμαιοκαθολικός καί μέχρι τήν ενηλικίωσή του όρισαν μιά τριμελή αντιβασιλεία πού ήταν Προτεστάντες. Αυτό είναι πολύ σημαντικό γιά νά δούμε τό κλίμα στό οποίο βρέθηκαν οι Έλληνες μέ τήν συγκρότηση τού πρώτου Ελληνικού Κράτους.
Στό σημείο αυτό θά πρέπει νά σημειώσω ένα κατά τήν γνώμη μου πολύ σημαντικό βιβλίο τής Έλλης Σκοπετέα, μέ τίτλο «Τό πρότυπο Βασίλειο καί η μεγάλη Ιδέα». Αυτό τό βιβλίο δείχνει τόν διχασμό πού επικρατούσε στό πρώτο ελληνικό Κράτος. Από τήν μιά μεριά ήθελαν νά δημιουργηθή ένα πρότυπο βασίλειο στήν Ανατολή, όπως τό εξέφρασε ο Βασιλεύς Γεώργιος στήν προκήρυξή του στόν ελληνικό λαό τό 1863, πού θά είναι ένα «απλό συνώνυμο τού σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους». Από τήν άλλη μεριά είναι «η Μεγάλη Ιδέα», τής οποίας εμπνευστής ήταν ο Ιωάννης Κωλέτης σέ μιά αγόρευσή του στήν Βουλή στίς 14 Ιανουαρίου τού 1844, πού απέβλεπε στήν επέκταση τών ορίων τού Κράτους μέ αναφορά τήν Κωνσταντινούπολη.
Έτσι, από τήν συγκρότηση τού πρώτου Ελληνικού Κράτους επικρατεί μιά ιδεολογική σύγχυση στόν λαό γιά τό ποιό είναι τό κέντρο, η Αθήνα ή η Κωνσταντινούπολη; Έτσι, αμέσως μετά τήν Επανάσταση καί τήν συγκρότηση τού πρώτου Ελληνικού Κράτους γίνεται ένας διχασμός στήν συνείδηση τού Γένους. Αυτό φαίνεται στήν συζήτηση πού έγινε γιά τό ποιά είναι τά σύνορα τού νέου Ελληνικού Κράτους, γιά τούς αυτόχθονες Έλληνες καί τούς ετερόχθονες Γραικούς-Ρωμηούς, γιά τούς εντός καί τούς εκτός τού Κράτους Έλληνες, γιά τούς Επτανησίους καί τούς Φαναριώτες, γιά τούς Έλληνες καί τούς Ευρωπαίους, γιά τήν Μεγάλη Ιδέα καί τούς Βαλκανικούς λαούς.
Πρόκειται γιά μιά μεγάλη ιδεολογική καί εθνική σύγκρουση, η οποία φθάνει μέχρι τίς ημέρες μας. Οι δυτικές Δυνάμεις, αποδέχθηκαν τήν συγκρότηση τού Ελληνικού Κράτους μέ τρείς βασικές προϋποθέσεις. Η πρώτη νά αποδεσμευθή από τό Οικουμενικό Πατριαρχείο, η δεύτερη νά συνδεθή μέ τήν αρχαία Ελλάδα καί η τρίτη νά προσανατολισθή πρός τήν Ευρώπη, δηλαδή έδωσαν μιά καινούρια ταυτότητα στούς Έλληνες. Αυτή η εθνική καί ιδεολογική σύγχυση επικρατεί μέχρι τίς ημέρες μας.
Αυτό σημαίνει ότι επικράτησε καί επικρατεί η διαπάλη μεταξύ Ρωμηών καί δυτικοποιημένων Ελλήνων.
Κ.Χ.: Σεβασμιώτατε, σκεφτόμαστε ότι τελικά άν δέν γνωρίζουμε τήν ιστορία καί άν δέν εμβαθύνουμε σ αυτήν, δέν μπορούμε νά εξηγήσουμε καί σύγχρονα θέματα καί ζητήματα.
Ν.Ι.: Φυσικά δέν μπορούμε, γιατί εδώ στήν Ελλάδα τόν τελευταίο καιρό, καί πάντοτε, όλα αυτά τά χρόνια, υπάρχουν αυτές οι δύο παραδόσεις. Είναι εκείνοι, οι οποίοι έλκονται από διαφωτιστικές αρχές, από τόν Διαφωτισμό ή από άλλα προτεσταντικά ρεύματα τά οποία κυκλοφορούν στήν Ευρώπη, καί οι άλλοι είμαστε εμείς, οι οποίοι βεβαίως είμαστε στήν Ευρώπη, δέν είμαστε εναντίον τού ευρωπαϊκού προσανατολισμού, αλλά θέλουμε νά στηριχθούμε στίς ρωμαίϊκες καί ορθόδοξες παράδοσεις.
Καί τό βλέπουμε αυτό καθαρά. Συνήθως αυτοί οι οποίοι μάς διοικούν έχουν διαφωτιστικές καί σύγχρονες ευρωπαϊκές αρχές καί αγνοούν εν πολλοίς τήν ρωμαίϊκη παράδοση. Καί ο λαός, ο οποίος εκκλησιάζεται, ο οποίος έχει σχέση μέ τό Άγιον Όρος, μέ τά Μοναστήρια, μέ τό Οικουμενικό Πατριαρχείο, εμπνέεται από τίς ρωμαίϊκες παραδόσεις. Εδώ, λοιπόν, πρέπει νά δούμε όλη αυτή τήν διαφορά πού υπάρχει μεταξύ μας.
Καί άν θέλετε, επειδή καταλαβαίνω ότι περνάει καί η ώρα, νά διαβάσω, ως επίλογο αυτών πού ήθελα νά πώ, μιά παρατήρηση τού Στήβεν Ράνσιμαν στό τέλος τού ογκώδους βιβλίου του γιά τήν «Μεγάλη Εκκλησία εν αιχμαλωσία», πού αναφέρεται στό Οικουμενικό Πατριαρχείο, γιατί είπαμε ότι πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι Πατριάρχες καί τό Οικουμενικό Πατριαρχείο καί πρίν τήν Άλωση καί μετά τήν Άλωση, καθ’ όλη τήν διάρκεια τής Τουρκοκρατίας, καί στήν συνέχεια καί ακόμη τώρα παίζει πάρα πολύ σημαντικό ρόλο. Γράφει, λοιπόν, ο Στήβεν Ράνσιμαν:
«Τό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως δέν συνήλθε ποτέ από τά γεγονότα τού 1821. Ο Πατριάρχης εξακολούθησε νά παραμένει επί κεφαλής τού ορθοδόξου μιλέτ, αλλά η διοίκησή του υφίστατο στενότερη επίβλεψη καί οι εξουσίες του περιορίζονταν σταθερά».
Ακολούθησε η συγκρότηση τού Ελληνικού Κράτους, οι πόλεμοι τού 1912-1913 καί η Μικρασιατική Καταστροφή. Καί γράφει στήν συνέχεια:
«Η αντίληψη τού (Κεμάλ) Ατατούρκ περί διακυβερνήσεως δέν είχε θέση γιά τά μιλιέτ. Έκτοτε η εξουσία τού Πατριάρχη υπήρξε καθαρώς εκκλησιαστική: Έγινε απλώς ο Αρχιεπίσκοπος μιάς φθίνουσας θρησκευτικής κοινότητας σέ ένα κοσμικό κράτος, τού οποίου οι κυβερνήτες δυσπιστούσαν πρός αυτόν καί τόν αντιπαθούσαν γιά τήν πίστη του καί γιά τήν φυλή του. Τό ποίμνιό του, πού περιορίσθηκε τώρα μέσα στήν Τουρκία, στήν Ινστανμπούλ τό όνομα Κωνσταντινούπολη απογορεύθηκε καί στά προάστειά της, μπορούσε νά αποβλέπει σέ αυτόν μόνον γιά ηθική καθοδήγηση καί παρηγοριά. Η κατάστασή του κάθε άλλο παρά βελτιώθηκε κατά τίς επόμενες δεκαετίες», καταλήγει ο Ράνσιμαν. Καί αυτό είναι όντως μιά μιά τραγική διαπίστωση καί φυσικά πρέπει νά χαρούμε γιά τήν ελευθερία μας, γιά τήν συγκρότηση τού Κράτους μας, αλλά δέν πρέπει νά απομακρυνόμαστε από τό Οικουμενικό Πατριαρχείο, νά τό σεβόμαστε καί νά τό αγαπούμε, γιατί έχυσε πάρα πολύ αίμα καί έκανε πολλούς αγώνες, γιά νά διατηρήση καί τήν Ορθόδοξη Παράδοση καί γιά νά παραμείνη η Ορθοδοξία σέ αυτόν τόν τόπο, η Ρωμαίϊκη Παράδοση.
Κ.Χ.: Σεβασμιώτατε, σάς ευχαριστούμε πολύ.
Ν.Ι.: Νά είστε καλά, καί εγώ ευχαριστώ γιά τήν συνομιλία.