Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ: Λίγες μέρες απομένουν από πλευράς εορτολογικής γιά νά φθάσουμε στήν ευλογημένη αυτήν περίοδο τής Μεγάλης Εβδομάδος στήν οποία θά εκτυλιχθούν μπροστά μας, μέ τίς ιερές Ακολουθίες, τούς ύμνους, τίς Λειτουργίες καί όλο τό καταπληκτικό τυπικό, τά γεγονότα τής συλλήψεως, τού Πάθους, τής Σταυρώσεως καί τής Αναστάσεως τού Χριστού.
Εάν η Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι η καρδιά τού εκκλησιαστικού έτους, νομίζω ότι αυτή η περίοδος τής Μεγάλης Εβδομάδος είναι η καρδιά τής καρδιάς.
Η Εκκλησία μας γιά νά αντιμετωπίση τό μεγάλο πρόβλημα τής λήθης πού έχει ο άνθρωπος, νά ξεχνά δηλαδή γεγονότα τά οποία γίνονται στήν ζωή του, εισάγει τήν μνήμη καί υπενθυμίζει τά γεγονότα πού εκτυλίχθηκαν στό τέλος τής ζωής τού Χριστού στήν γή, καί μάς καλεί μέ τήν νηστεία, τήν προσευχή, τίς ιερές ακολουθίες καί όλα τά άλλα τά οποία διαθέτει, νά τά ζήσουμε στήν ζωή μας.
Στήν συνέχεια θά αναφερθώ στό τί γράφει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ένας μεγάλος Πατέρας τού 7ου αιώνος μ.Χ. γιά τόν Σταυρό καί τήν Ανάσταση τού Χριστού, ώστε καί αυτό νά ενταχθή στήν προοπτική τής πνευματικής μας προετοιμασίας γιά τό Σταυροαναστάσιμο Πάσχα.
1. Τό τελευταίο Πάσχα τού Χριστού
Λίγο πρίν συλλάβουν τόν Χριστό, τό βράδυ τής Μεγάλης Πέμπτης, ο Χριστός έκανε τό τελευταίο Πάσχα, τό τελευταίο δείπνο, όπως έκαναν οι Εβραίοι κατά τήν εορτή τού Πάσχα. Τό έτος εκείνο οι Εβραίοι θά έκαναν Πάσχα τήν Παρασκευή τό απόγευμα, γι αυτό δέν εισήλθαν στό πραιτώριο, «ίνα μή μιανθώσι αλλ ίνα φάγωσι τό Πάσχα» (Ιω. ιη, 28). Δηλαδή, αφού σταύρωσαν τόν Χριστό τήν Παρασκευή τό πρωΐ, στήν συνέχεια τό απόγευμα τής Παρασκευής, ξημερώνοντας πρός τό Σάββατο, θά έκαναν τό δικό τους Πάσχα. Ο Χριστός, λοιπόν, τό Πάσχα τό έκανε τήν Μεγάλη Πέμπτη.
Μερικές ημέρες πρίν από αυτό οι Μαθητές ρώτησαν τόν Χριστό, πού θά ήθελε νά ετοιμάσουν τό Πάσχα. Εκείνος έστειλε δύο Μαθητές στήν πόλη καί τούς είπε ότι θά συναντήσουν έναν άνθρωπο πού θά βαστάζη ένα «κεράμιον ύδατος», δηλαδή μιά στάμνα μέσα στήν οποία θά υπάρχη νερό. Θά τόν ακολουθήσουν καί σέ όποιο σπίτι εισέλθει αυτός, εκεί θά πούν στόν οικοδεσπότη ότι ο Διδάσκαλος θέλει νά κάνη τό Πάσχα μαζί μέ τούς Μαθητές Του στό σπίτι του. Τότε ο οικοδεσπότης θά τούς δείξη ένα δωμάτιο στόν τελευταίο όροφο, θά λέγαμε ένα ρετιρέ, ένα πολύ μεγάλο δωμάτιο «μέγα εστρωμένον» καί εκεί θά ετοιμάσουν τό Πάσχα (Μάρκ. ιδ΄, 12-15).
Αυτό έγινε τήν Μεγάλη Πέμπτη. Πώς τό ερμηνεύει αυτό ο άγιος Μάξιμος; Δίνει δύο ερμηνείες. Η μία αναφέρεται στόν κόσμο καί έχει σχέση μέ τήν ανακαίνιση τού κόσμου καί η άλλη αναφέρεται στόν κάθε άνθρωπο. Γράφει:
«Κατά μία πρώτη ερμηνεία, υποθέτω ότι μέ τήν πόλη δηλώνεται ο αισθητός κόσμος καί μέ τόν άνθρωπο στό σύνολό του τό γένος τών ανθρώπων στό οποίο αποστέλλονται, ως μαθητές τού Θεού καί Λόγου καί πρόδρομοί Του γιά νά ετοιμάσουν τήν μυστική ευωχία του μέ τήν φύση τών ανθρώπων, οι δύο νόμοι, ο νόμος τής πρώτης διαθήκης καί ο νόμος τής Καινής, ο ένας αποκαθαίροντας τήν φύση μας μέ τήν πρακτική φιλοσοφία από κάθε μολυσμό, καί ο άλλος ανυψώνοντας μέ τήν θεωρητική μυσταγωγία από τά σωματικά τόν νού μέ τήν γνώση στά συγγενή του νοητά θεάματα. Απόδειξη γι αυτό είναι τό γεγονός ότι οι μαθητές πού στάλθηκαν ήταν ο Πέτρος καί ο Ιωάννης. Γιατί ως γνωστόν ο Πέτρος είναι σύμβολο τής πράξης καί ο Ιωάννης τής θεωρίας.
Γι αυτό τούς συναντά πρώτος όπως πρέπει αυτός πού κρατεί τό κανάτι μέ τό νερό, σημαίνοντας μέ τόν εαυτό του όλους όσοι βαστάζουν κατά τήν πρακτική φιλοσοφία τών αρετών στούς ώμους τους, όπως μέσα στό κανάτι, μέ τήν νέκρωση τών επίγειων μελών τού σώματος τήν Χάρη τού Πνεύματος πού μέ τήν πίστη τούς καθαίρει από τούς μολυσμούς. Έπειτα από αυτόν, δεύτερος, ο οικοδεσπότης πού παρουσιάζει τό στρωμένο ανώγαιο, διδάσκοντας επίσης μέ τόν εαυτό του όλους όσοι έχουν στρώσει μέ γνωστικά νοήματα καί δόγματα τό θεωρητικό ύψος τής καθαρής καί μεγαλόπλαστης διάνοιάς τους, όμοια μέ ανώγαιο, γιά νά υποδεχθούν θεοπρεπώς τόν μεγάλο Λόγο. Τό σπίτι πάλι είναι η απόκτηση τής ευσέβειας, πρός τήν οποία ο πρακτικός νούς πορεύεται επιδιώκοντας τήν αρετή καί τής οποίας ευσέβειας αυτός είναι Κύριος καί τήν έχει αποκτήσει ως δική του κατά φύση, ο νούς πού καταλάμπεται από τό θείο φώς τής μυστικής γνώσης καί γι αυτό μαζί μέ τόν πρακτικό αξιώνεται τήν υπερφυή παρουσία καί ευωχία τού Σωτήρα Λόγου».
Μέ τήν ερμηνεία αυτή πού κάνει ο άγιος Μάξιμος παρουσιάζει όλη τήν ιστορία τού ανθρωπίνου γένους. Ο Θεός βλέποντας τόν άνθρωπο στήν κατάσταση τής πτώσεως έστειλε Προφήτες καί έπειτα τούς Μαθητές Του στόν κόσμο, ώστε νά διδάξη στούς ανθρώπους μέ τούς δύο νόμους, τόν νόμο τής Παλαιάς Διαθήκης καί τόν νόμο τής Καινής Διαθήκης, γιά νά αρχίση η κάθαρση τής καρδιάς, η λεγόμενη πρακτική φιλοσοφία καί η θεωρητική μυσταγωγία.
Ο άνθρωπος πού βαστάζει τό «κεράμιον ύδατος» είναι εκείνος πού κρατά τήν Χάρη τού Αγίου Πνεύματος μέ τήν νέκρωση τών μελών. Η στάμνα είναι πηλός, τόν οποίο βάζουν στήν φωτιά νά ψηθή καί αποκτά μιά σταθερότητα καί επειδή είναι σταθερός, κρατά μέσα τό νερό. Επομένως, είναι οι άνθρωποι εκείνοι πού μέ τίς αρετές καί τόν αγώνα πού κάνουν, τήν σταθερότητα στήν πνευματική τους ζωή κρατούν τήν Χάρη τού Θεού. Αυτοί είναι εκείνοι πού βαστάζουν τήν στάμνα.
Στήν συνέχεια, όσοι καθαρίσθηκαν από τά πάθη καί προσπαθούν νά κρατήσουν τήν Χάρη τού Θεού μέ τόν αγώνα πού κάνουν γιά νά αποκτήσουν τίς αρετές οδηγούνται στήν Εκκλησία, πού είναι τό ανώγειο τό εστρωμένο, όπου ο νούς θά ελλαμφθή από τήν Χάρη τού Θεού καί θά ενωθή μέ τόν Χριστό.
Η δεύτερη ερμηνεία αυτού τού γεγονότος, τήν οποία κάνει ο άγιος Μάξιμος, αναφέρεται σέ κάθε άνθρωπο πού αγωνίζεται νά ζήση τήν εν Χριστώ ζωή, δηλαδή από τήν κάθαρση τής καρδιάς νά οδηγηθή στόν φωτισμό τού νού καί τήν θέωση. Γράφει ο άγιος Μάξιμος:
«Άν όμως θέλη κάποιος νά εφαρμόση όσα ειπώθηκαν καί στόν καθένα άνθρωπο, δέν απομακρύνεται από τήν αλήθεια. Πόλη δηλαδή είναι η ψυχή τού καθενός, στήν οποία αποστέλλονται πάντοτε, σάν μαθητές τού Θεού καί Λόγου, οι λόγοι περί αρετής καί γνώσης. Αυτός πού κρατεί τό κανάτι μέ τό νερό είναι ο καρτερικός τρόπος καί λογισμός πού σηκώνει στούς ώμους τής εγκράτειας χωρίς νά τήν πετάξη κάτω τήν χάρη τής πίστης πού τού δόθηκε στό βάπτισμα. Τό σπίτι δέ είναι η κατάσταση καί η απόκτηση τών αρετών πού οικοδομήθηκε, σάν από πέτρες, από πολλά σταθερά καί ανδρικά ήθη καί λογισμούς. Τό ανώγαιο είναι η πλατιά καί ευρύχωρη διάνοια καί η ικανότητα γιά γνώση πού έχει κατακοσμηθή από τά θεϊκά θεάματα τών μυστικών κι απόρρητων δογμάτων. Ο οικοδεσπότης είναι ο νούς πού διαπλατύνεται μέ τό λαμπρό ύψος, τό κάλλος καί μέγεθος τής γνώσης τού σπιτιού πού έφτιαξε η αρετή στόν οικοδεσπότη μαζί μέ τούς μαθητές του, δηλαδή μέ τά πρώτα πνευματικά νοήματα περί φύσεως καί χρόνου ενδημώντας ο Λόγος μεταδίδει τόν εαυτό Του».
Μέ τήν ερμηνεία αυτή ο άγιος Μάξιμος δείχνει τήν πορεία τής πνευματικής ζωής κάθε Χριστιανού. Η πνευματική ζωή είναι μιά πορεία από τό Βάπτισμα καί τό Χρίσμα πρός τό ανώγαιον τό εστρωμένον, όπου ο καθαρός νούς θά συναντήση τόν Θεό. Δηλαδή, ο άνθρωπος αρχίζει από τήν κάθαρση τής καρδιάς, τήν πρακτική φιλοσοφία, γιά νά φθάση στόν φωτισμό τού νού, πού είναι η προσευχή, καί εκεί ο νούς ο οποίος είναι φωτισμένος θά δεχθή τόν Λόγο, τόν Χριστό, καί θά ζήση τήν αναστάσιμη ζωή.
2. Η συμμαχία μεταξύ Πιλάτου, Ηρώδου καί Ιουδαίων
Ο Ιουδαίοι παρακινούμενοι από τούς Γραμματείς καί τούς Φαρισαίους ζητούσαν νά σταυρωθή ο Χριστός. Ο Χριστός οδηγήθηκε στόν Ηρώδη καί στόν Πιλάτο. Άρα υπάρχει μιά συνεργασία μεταξύ τών Ιουδαίων, τού Ηρώδου καί τού Πιλάτου καί αυτοί συνετέλεσαν στήν σταύρωση τού Χριστού. Γράφει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής:
«Ο Ηρώδης σημαίνει τό φρόνημα τής σάρκας. Ο Πιλάτος σημαίνει τήν αίσθηση, επειδή είχε τήν εξουσία. Ο Καίσαρ συμβολίζει τά αισθητά». Είναι δηλαδή η σάρκα, είναι τά αισθητά πού είναι όλος ο κόσμος καί είναι η αίσθηση, η αγάπη πρός τά αισθητά. «Οι Ιουδαίοι συμβολίζουν τούς ψυχικούς λογισμούς. Όταν, λοιπόν, η ψυχή συνδεθή από άγνοια μέ τά αισθητά, τότε παραδίδει τόν λόγο στήν αίσθηση γιά νά θανατωθή, επικυρώνοντας σέ βάρος της, μέ τήν ομολογία της τήν βασιλεία τών φθαρτών. Γιατί οι Ιουδαίοι λένε δέν έχουμε άλλον βασιλιά παρά μόνον τόν Καίσαρα».
Σύμφωνα, λοιπόν, μέ τήν ερμηνεία αυτή τήν οποία κάνει ο άγιος Μάξιμος -όπως φαίνεται καί σέ άλλα κείμενά του- δείχνει τήν εξέλιξη τής αμαρτίας. Πρώτα έρχονται οι λογισμοί, οι απλοί λογισμοί πού γίνονται σύνθετοι, μετά αρχίζει η αίσθηση, δηλαδή αρχίζουμε καί αγαπάμε κάτι καί κολλάμε στήν συνέχεια στά αισθητά. Καί αφού θέλουμε καί επιθυμούμε αυτά πού είναι έξω από τόν Θεό καί παρά τό θέλημα τού Θεού, τότε διαπράττεται η αμαρτία. Καί όταν η αμαρτία επαναλαμβάνεται, τότε γίνεται πάθος. Η αμαρτία, λοιπόν, αρχίζει πρώτα από τούς λογισμούς, γίνεται η επιθυμία, έπειτα διαπράττεται ή αμαρτία καί η αμαρτία επαναλαμβανόμενη γίνεται πάθος.
Οπότε, εδώ τί φαίνεται; Οι Ιουδαίοι συμβολίζουν τούς λογισμούς πού έρχονται μέσα στόν άνθρωπο. Είμαστε πνιγμένοι από τούς λογισμούς. Πόσες φορές τήν ημέρα καί πόσοι λογισμοί δέν έρχονται καί δέν μπορούμε νά απαλλαγούμε από αυτούς! Λένε πολλοί ότι ήλθε μιά σκέψη μέσα τους καί δέν μπόρεσαν νά κοιμηθούν τό βράδυ. Αυτοί είναι οι λογισμοί, πολλοί καί διάφοροι λογισμοί γιά διάφορα πράγματα, σάν τούς Ιουδαίους πού θέλουν νά σταματήσουν τόν Χριστό. Ο Πιλάτος είναι η αίσθηση πού έχει σχέση μέ τά αισθητά, καί ο Ηρώδης είναι τό φρόνημα τής σάρκας, αφού διήγε βίο σαρκικό.
Αυτό σημαίνει ότι η ψυχή μέ τούς λογισμούς καί τήν αίσθηση παραδίδεται στά αισθητά, υποδουλώνεται σέ αυτά, δέν κάνει καλή χρήση, αλλά κάνει κατάχρηση τών αισθητών. Βέβαια, όλος ο κόσμος, όλα τά αισθητά δέν είναι κακά, αυτά βοηθούν νά ζήσουμε στήν ζωή, αλλά, όταν υποδουλωνόμαστε στά αισθητά, τότε αποκτάμε σαρκικό φρόνημα καί έτσι θανατώνεται η ψυχή, δηλαδή αποβάλλεται η ζωή τού Πνεύματος. Καί η θεραπεία τού ανθρώπου είναι, όταν ο άνθρωπος προσπαθή σιγά-σιγά καί αποδεσμεύεται από τήν μεγάλη εξάρτηση στόν κόσμο τών αισθητών, αποδεσμεύεται καί από τούς λογισμούς καί αρχίζει μέσα του η αγάπη γιά τόν Θεό καί αναπτύσσεται αυτή η εσωτερική ελευθερία.
Σέ ένα άλλο σημείο ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ομιλώντας γι αυτό τό θέμα, γιά τό πώς συνεργάσθηκε ο Πιλάτος μέ τούς Ιουδαίους γιά νά θανατώσουν, νά σταυρώσουν τόν Χριστό γράφει:
«Ο Πιλάτος είναι τύπος τού φυσικού νόμου, ενώ τού γραπτού νόμου τύπος είναι τό πλήθος τών Ιουδαίων. Αυτός πού σχετικά μέ τήν πίστη δέν ξεπέρασε τούς δύο νόμους δέν είναι ικανός νά δεχθή τήν υπερφυσική καί υπέρλογη αλήθεια, αλλά οπωσδήποτε σταυρώνει τόν Λόγο Χριστό θεωρώντας τό Ευαγγέλιο είτε σκάνδαλο ως Ιουδαίος είτε μωρία ως Έλληνας».
Γιά νά γίνη αντιληπτό αυτό τό χωρίο τού αγίου Μαξίμου θέλω νά τονίσω τήν γενικότερη θεωρία τήν οποία έχει πάνω στό θέμα αυτό. Λέει ότι υπάρχουν τρείς νόμοι. Είναι ο νόμος τής συνειδήσεως, τόν οποίο νόμο έχουν όλοι οι άνθρωποι, καί οι ειδωλολάτρες καί οι άθεοι. Μετά είναι ο δεύτερος νόμος. Ο Θεός πού έβαλε μέσα στόν άνθρωπο τόν πρώτο νόμο τής συνειδήσεως, δίνει καί τόν δεύτερο νόμο, πού είναι ανώτερος από τόν νόμο τής συνειδήσεως καί είναι ο νόμος τού Μωϋσέως, πού τόν έδωσε στό όρος Σινά. Καί αυτός δέν ήταν τέλειος νόμος. Μετά έρχεται ο Χριστός καί δίνει τόν νόμο τού Ευαγγελίου, τόν νόμο τής θείας Χάριτος.
Ο κάθε άνθρωπος θά πρέπει νά περνά διαδοχικά αυτούς τούς νόμους. Ξεκινά από τόν νόμο τής συνειδήσεως, αλλά αυτό δέν είναι αρκετό, γιατί πρέπει ο νόμος τής συνειδήσεως νά εμπνέεται καί νά καθοδηγήται ή νά φωτίζεται από τόν νόμο πού έδωσε ο Θεός στήν Παλαιά Διαθήκη. Οπότε, είναι ένα άλλο σκαλοπάτι ο νόμος τής Παλαιάς Διαθήκης μέ τόν οποίο επιτυγχάνεται η κάθαρση τού ανθρώπου, έως ότου δεχθή τόν νόμο τού Ευαγγελίου, τόν νόμο τής θείας Χάριτος, Αυτόν τόν Ίδιο τόν Χριστό.
Οπότε, ο Πιλάτος είναι εκφραστής τού νόμου τής συνειδήσεως, πού τόν είχε καί αυτός ως ειδωλολάτρης, αλλά ήταν εντελώς διεστραμμένος. Δηλαδή, προτίμησε τήν εξουσία του παρά νά δή τό δίκαιο, ότι δέν έπρεπε νά σταυρωθή ο Χριστός. Μετά είναι ο νόμος τών Ιουδαίων, οι οποίοι είχαν τόν νόμο τού Μωϋσέως. Πρέπει, όμως, νά υπερβή κανείς αυτούς τούς νόμους, νά βιώση μέσα του τήν αλήθεια, τόν ίδιο τόν Χριστό, οπότε δέν σταυρώνει τόν Χριστό. Γιατί, όταν κανείς στέκεται μόνον στόν νόμο τής συνειδήσεως καί μόνον στόν νόμο τής Παλαιάς Διαθήκης, χωρίς νά ζή τήν εν Χριστώ ζωή, ουσιαστικά σταυρώνει τόν Χριστό μέσα του.
3. Η τρίγλωσση επιγραφή τού Σταυρού
Κατά τόν Ευαγγελιστή Ιωάννη ο Πιλάτος, πού έδωσε τήν εντολή νά σταυρωθή ο Χριστός, «έγραψε τίτλον καί έθηκεν επί τού Σταυρού. Ήν δέ γεγραμμένον· Ιησούς ο Ναζωραίος ο Βασιλεύς τών Ιουδαίων. Τούτον τόν τίτλον πολλοί ανέγνωσαν τών Ιουδαίων ότι εγγύς ήν τής πόλεως ο τόπος όπου εσταυρώθη ο Ιησούς. Καί ήν γεγραμμένον εβραϊστί, ελληνιστί, ρωμαϊστί» (Ιω. ιθ΄, 19-20).
Ο Πιλάτος έδωσε εντολή νά γραφή ένας τίτλος στόν Σταυρό, μέ ειρωνικό τρόπο ότι Αυτός είναι ο βασιλεύς τών Ιουδαίων. Καί έγραψαν τόν τίτλο στόν Σταυρό σέ τρείς γλώσσες: στά λατινικά-ρωμαϊκά, στά ιουδαϊκά καί στά ελληνικά. Αυτό, βέβαια, έγινε, επειδή ήταν πολύκοσμη πόλη τά Ιεροσόλυμα καί όσοι παρευρίσκονταν εκεί είτε ήταν Ρωμαίοι, πού γνώριζαν τά λατινικά, είτε ήταν Έλληνες πού γνώριζαν τά ελληνικά, είτε ήταν Ιουδαίοι, καί έπρεπε νά ξέρουν γιατί σταυρώθηκε ο Χριστός.
Αυτό προφητικά δείχνει τήν παγκοσμιότητα τού Χριστού. Δηλαδή, μέ τό ότι έδωσε εντολή ο Πιλάτος νά γραφή αυτή η επιγραφή μέ τρείς γλώσσες δείχνει ότι ο Χριστός θά γίνη παγκόσμιος βασιλεύς καί θά δοξάζεται από όλη τήν ανθρωπότητα καί από όλες τίς γλώσσες.
Όμως, ο άγιος Μάξιμος, σύμφωνα μέ τήν όλη θεωρία του προχωρεί γιά νά δώση μιά αναγωγική ερμηνεία τής τρίγλωσσης αυτής επιγραφής. Γράφει:
«Η κατηγορία τού Σωτήρα, πού είχαν γράψει στήν επιγραφή, έδειξε καθαρά ότι αυτός πού σταυρώθηκε ήταν βασιλέας καί κύριος τής πρακτικής, τής φυσικής καί τής θεολογικής φιλοσοφίας. Γιατί λένε ότι η αιτία τής καταδίκης ήταν γραμμένη ρωμαϊκά, ελληνικά καί εβραϊκά. Μέ τήν ρωμαϊκή γραφή εννοώ τήν πρακτική φιλοσοφία, τήν κάθαρση τής καρδιάς. Τούτο γιατί η ρωμαϊκή βασιλεία κατά τόν λόγο τού Δανιήλ ορίστηκε νά είναι η πιό αντρειωμένη από τίς βασιλείες τής γής. Καί βέβαια χαρακτηριστικό τής πρακτικής πιό πολύ από κάθε τί είναι η ανδρεία. Μέ τήν ελληνική γραφή εννοώ τήν φυσική θεωρία, επειδή τό ελληνικό έθνος περισσότερο από κάθε άλλο επιδόθηκε στήν φυσική θεωρία (φιλοσοφία). Καί μέ τήν εβραϊκή γλώσσα εννοώ τήν θεολογική μυσταγωγία, επειδή ο εβραϊκός λαός πανθομολογουμένως ανέκαθεν ανέθεσαν τούς Πατέρας στόν Θεό».
Καί εδώ φαίνεται η βασική διδασκαλία τού αγίου Μαξίμου τού Ομολογητού γιά τήν πρακτική φιλοσοφία (κάθαρση), τήν φυσική θεωρία (φωτισμός) καί τήν μυστική θεολογία (θεωρία-θεοπτία). Μέ τήν ερμηνεία αυτή ουσιαστικά δείχνει ότι η τρίγλωσση επιγραφή φανερώνει τίς τρείς κατηγορίες τών ανθρώπων πού συνδέονται μέ τόν Χριστό.
Η πρώτη κατηγορία τών Χριστιανών, πού σταυρώνονται μαζί μέ τόν Χριστό, ομοιάζουν μέ τούς Ρωμαίους, οι οποίοι είχαν δύναμη, είχαν ανδρεία καί ρώμη, είναι αυτοί πού αγωνίζονται μέ πολύ μεγάλη δύναμη, μέ όρεξη, μέ σθένος, στό στάδιο τής πρακτικής φιλοσοφίας, εναντίον τών παθών, γιά νά καθαρισθή η καρδιά τους από τά πάθη. Αυτοί ομοιάζουν μέ τούς Ρωμαίους.
Η δεύτερη κατηγορία τών Χριστιανών είναι εκείνοι πού ανεβαίνουν ψηλότερα καί ομοιάζουν μέ τούς Έλληνες, οι οποίοι είχαν τήν φιλοσοφία καί φιλοσοφούσαν. Βεβαίως, οι Έλληνες, φιλοσοφούσαν φανταστικώς, αλλά, πάντως, ήταν πιό πάνω από τούς Ρωμαίους πού στέκονταν στόν στρατό καί στούς πολέμους. Στήν κατηγορία αυτή ανήκουν εκείνοι πού ανυψώνονται πάνω από τά αισθητά μέ τόν φωτισμό τού νού, μέ τήν νοερά προσευχή.
Στήν τρίτη κατηγορία τών Χριστιανών είναι εκείνοι πού ομοιάζουν μέ τούς Εβραίους πού είχαν Προφήτες, οι οποίοι έβλεπαν τόν άσαρκο Λόγο στήν Παλαιά Διαθήκη, είχαν εμπειρία, ήταν δηλαδή οι πραγματικοί θεολόγοι, καί αυτούς δηλώνει η εβραϊκή γραφή πού γράφτηκε πάνω στόν Σταυρό.
Σέ όλες αυτές τίς κατηγορίες ο Χριστός είναι βασιλεύς. Μέ τήν δύναμή Του οι Χριστιανοί καθαρίζονται από τά πάθη, μέ τήν δύναμή Του προσεύχονται, μέ τήν δύναμή Του θεολογούν, δηλαδή μέ τήν δύναμη τού Χριστού γίνονται τά πάντα. Η Χάρη ενεργεί ανάλογα σέ κάθε άνθρωπο. Όταν ο άνθρωπος αγωνίζεται γιά νά καθαρισθή από τά πάθη, τότε η Χάρη λέγεται καθαρτική, πού καθαρίζει. Όταν ο άνθρωπος προσεύχεται νοερά, τότε η ίδια η Χάρη λέγεται φωτιστική, πού φωτίζει. Καί όταν ανεβαίνη πνευματικά, όπως βλέπουμε τούς αγίους μας πού φθάνουν στήν θεοπτία, τότε η ίδια Χάρη λέγεται θεοπτική, πού θεώνει.
Όσοι ανήκουν στίς τρείς αυτές κατηγορίες είτε στό δημοτικό σχολείο τής πνευματικής ζωής είτε στήν μέση εκπαίδευση, είτε στήν ανώτερη εκπαίδευση είναι συσταυρωμένοι μέ τόν Χριστό καί ο Χριστός είναι ο βασιλιάς τους. Όσοι δέν ανήκουν σέ κάποια από τίς τρείς αυτές κατηγορίες σταυρώνουν τόν Χριστό στήν ζωή τους.
4. Σταύρωση, Ταφή, Ανάσταση τού Χριστού
Ο Χριστός πρώτα σταυρώθηκε, έπειτα ενταφιάσθηκε καί στήν συνέχεια αναστήθηκε. Αυτό πρέπει νά γίνεται καί στούς Χριστιανούς γιά νά ανήκουν στόν Χριστό. Πρώτα πρέπει νά σταυρώνωνται, μετά νά ενταφιάζωνται πνευματικά καί αφού ενταφιασθούν, μετά γίνεται η δική τους ανάσταση. Γράφει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής:
«Όλα τά φαινόμενα (τά ορατά), πρέπει νά σταυρωθούν. Καί όλα τά νοούμενα (νοητά), χρειάζεται νά ταφούν. Καί έπειτα μόνος ο λόγος αυτοΰπαρκτος αναφαίνεται, ωσάν νά είναι εγηγερμένος από τούς νεκρούς».
Καί στό χωρίο αυτό φαίνεται πάλι η θεωρία πού ανέφερα προηγουμένως γιά τήν πρακτική φιλοσοφία, τήν φυσική θεωρία καί τήν μυστική θεολογία. Ποιά είναι τά ορατά; Είναι όλη η κτίση πού είναι ευλογία Θεού, είναι δώρο τού Θεού, αλλά πρέπει νά κάνουμε καλή χρήση, καί διά τής κτίσεως νά οδηγούμαστε στόν Θεό. Όμως, όταν είμαστε υποδουλωμένοι στήν κτίση, πρέπει νά γίνη η απελευθέρωσή μας από αυτήν, τόσο από τά υλικά αγαθά, όσο καί από τίς ηδονές πού έχουν σχέση μέ τά υλικά αγαθά. Γι αυτό γράφει ότι τά φαινόμενα, αυτά πού φαίνονται, πρέπει νά σταυρωθούν.
Στήν συνέχεια τά νοούμενα, εκείνα πού γίνονται μέσα στόν μυαλό, οι λογισμοί δηλαδή, πρέπει νά ενταφιασθούν. «Τά φαινόμενα πάντα δείται σταυρού καί τά νοούμενα χρήζει ταφής». Αυτό σημαίνει ότι πρέπει νά απαλλαγή κανείς από τήν πληθώρα τών λογισμών, καί, κυρίως, τών λογισμών πού έχουν σχέση μέ τά πάθη, τούς λεγόμενους «σύνθετους λογισμούς», αλλά μερικές φορές πρέπει νά απαλλαγή καί από τούς απλούς λογισμούς, γιατί μπορεί νά υπάρχη καί ένας απλός λογισμός πού δέν αφήνει νά αναπτυχθή η μονολόγιστη νοερά προσευχή, η οποία λέγεται μονολόγιστη, γιατί γίνεται μόνον μέ έναν λόγο. Άρα, τά ορατά, τά φαινόμενα, πρέπει νά σταυρωθούν, τά νοούμενα πρέπει νά ενταφιασθούν καί τότε ανασταίνεται ο Λόγος μέσα στήν καρδιά.
Μέσα σέ όλη τήν κτίση υπάρχει η ενέργεια τού Θεού. Ο άγιος Μάξιμος κάνει λόγο γιά τούς «λόγους τών όντων». Μέσα στά πουλιά, στά δένδρα, τά φυτά, τήν κτίση, υπάρχει η ενέργεια τού Θεού. Πρέπει κανείς νά έχη φωτισμένο νού γιά νά βλέπη τήν άκτιστη ενέργεια τού Θεού στήν κτίση, τούς «λόγους τών όντων», καί νά μή παραμένη στά εξωτερικά.
Έπειτα καί μέσα στόν άνθρωπο από τήν δημιουργία του υπάρχει η ενέργεια τού Θεού. Στήν συνέχεια μέ τό άγιο Βάπτισμα καί τό Χρίσμα πού δεχθήκαμε εισήλθε η Χάρη τού Θεού στό βάθος τής καρδιάς καί δέν φεύγει ποτέ από εκεί, αλλά απλώς μέ τά πάθη τά οποία αποκτάμε στήν ζωή μας, αυτό τό βάθος τής καρδιάς, όπου βρίσκεται η Χάρη τού Βαπτίσματος καί τού Χρίσματος, σκεπάζεται από τά πάθη. Είναι όπως υπάρχει ένα κτίσμα παλαιό, ένας ναός, καί έγιναν διάφορες προσχώσεις καί καλύφθηκε, οπότε οι αρχαιολόγοι κάνουν ανασκαφές γιά νά βρούν τόν ναό αυτόν, ο οποίος υπάρχει στό βάθος τής γής.
Μέσα μας έχουμε τήν Χάρη τού Θεού. Αυτή η Χάρη καλύπτεται από τά πάθη. Πρέπει νά αναστηθή αυτός ο λόγος πού υπάρχει μέσα στήν καρδιά καί νά αρχίση νά αναζωπυρώνεται αυτή η Χάρη πού υπάρχει εκεί.
Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ερμηνεύοντας τήν διδασκαλία τού αγίου Διαδόχου Φωτικής, χρησιμοποιεί ένα άλλο παράδειγμα. Αφού καούν τά ξύλα από τήν φωτιά, γίνεται στάχτη, αλλά μέσα στήν στάχτη υπάρχει μιά σπίθα. Εμείς, πού θέλουμε νά ανάψουμε τήν φωτιά, απομακρύνουμε τίς στάχτες, βρίσκουμε τήν σπίθα, βάζουμε ένα προσάναμμα, καί αναζωπυρώνεται η φωτιά. Αυτό γίνεται καί μέ τήν πνευματική ζωή.
Κάθε φορά, δηλαδή, πού ένας από μάς αισθάνεται τήν αμαρτωλότητά του, κλαίει καί χύνει δάκρυα μετανοίας καί εξομολογήσεως, τότε ενεργοποιείται η Χάρη τού Βαπτίσματος καί τού Χρίσματος πού έχουμε λάβει στήν μικρή μας ηλικία. Αυτή η μετάνοια δέν είναι ανθρωπίνης ενεργείας, αλλά η Χάρη τού Θεού μέ τήν δική μας συμμετοχή ανασταίνει τόν εσωτερικό κόσμο.
Έτσι, όλα τά φαινόμενα (τά ορατά), πρέπει νά σταυρωθούν. Νά αρχίσουμε σιγά-σιγά νά απεξαρτώμαστε από τά υλικά αγαθά καί από τήν σχέση μέ τό περιβάλλον. Στήν συνέχεια πρέπει νά απαλλαγούμε από τήν δουλεία στούς λογισμούς (νοούμενα). Όταν γίνη αυτό, σταυρώνονται τά ορατά, ενταφιάζονται τά νοούμενα (οι λογισμοί), οπότε ανασταίνεται μέσα από τήν καρδιά αυτή η Χάρη, πού υπάρχει εκεί καί έτσι ζούμε τήν πραγματική ανάσταση τού Χριστού μέσα μας.
5. Τό Δεσποτικόν μνημείον
Μετά τόν θάνατο τού Χριστού στόν Σταυρό Τόν αποκαθήλωσαν καί Τόν τοποθέτησαν σέ ένα μνημείο καινούργιο. Τόν τύλιξαν, όπως ήταν τότε η συνήθεια στούς Ιουδαίους νά ενταφιάζουν τούς νεκρούς, όπως έκαναν παλιότερα τά βρέφη βάζοντας λωρίδες -τά φάσκιωναν, τά σπαργάνωναν, όπως έλεγαν- γύρω γύρω από τό σώμα από κάτω από τά πόδια, μέχρι στόν λαιμό. Αυτές οι λωρίδες λέγονται οθόνια, εντάφια σπάργανα. Έτσι έκαναν καί τόν Χριστό. Έβαλαν τά οθόνια, τά εντάφια σπάργανα, τίς λωρίδες μέχρι τόν λαιμό. Καί στό κεφάλι έβαλαν ένα ύφασμα, τό σουδάριο, καί κάλυψαν τήν κεφαλή. Ήταν, λοιπόν, τά εντάφια σπάργανα σέ όλο τό σώμα καί τό σουδάριο στήν κεφαλή.
Οι δύο Μαθητές τού Χριστού, ο Πέτρος καί ο Ιωάννης, όταν πληροφορήθηκαν από τίς μυροφόρες γυναίκες τήν Ανάστασή Του, πήγαν στό μνημείο, έτρεχαν καί οι δύο μαζί, αλλά έτρεχε πιό γρήγορα ο Ιωάννης ως νεώτερος, όμως, πρώτος μπήκε ο Πέτρος μέσα στό μνημείο. Δέν είδε τόν Χριστό, αφού είχε αναστηθή, αλλά είδε τά οθόνια κείμενα. Ο Χριστός βγήκε από τά οθόνια καί αυτά παρέμειναν άθικτα, ενώ τό σουδάριο, τό ύφασμα τό οποίο ήταν στήν κεφαλή, μέ τό οποίο είχαν δέσει τό κεφάλι τού Χριστού, δέν ήταν μαζί μέ τά οθόνια, αλλά, όπως λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, ήταν χωρίς τά οθόνια, «εντετυλιγμένον εις ένα τόπον». Δηλαδή, τό σουδάριο ήταν πιό πέρα από τά οθόνια καί ήταν τυλιγμένο. Αυτό σημαίνει ότι, όταν ο Χριστός αναστήθηκε, βγήκε από μέσα από τά οθόνια, τά οποία άφησε άθικτα, καί τό σουδάριο τό τύλιξε καί τό άφησε σέ ένα σημείο. Γράφει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής:
«Μνημείον τού Κυρίου μας είναι ή αυτός ο κόσμος ή η καρδιά κάθε πιστού. Καί οθόνια είναι οι λόγοι τών αισθητών μαζί μέ τούς τρόπους τής αρετής. Τό δέ σουδάριο είναι η απλή καί αποίκιλη γνώση τών νοητών μέ τήν ενδεχόμενη θεολογία, διά τών οποίων γινόταν γνωστός προηγουμένως ο Λόγος καί πού χωρίς αυτά ήταν εντελώς ακατανόητη γιά μάς η πάνω από αυτά κατανόησή του».
Διδάσκει ο άγιος Μάξιμος ότι αυτό πού συνέβη μέ τόν Χριστό, συμβαίνει καί μέ τόν άνθρωπο πού ζή μαζί μέ τόν Χριστό, πού ζή τήν εν Χριστώ ζωή. Τά οθόνια είναι αυτά πού μάς περιβάλλουν, όλα τά αισθητά, όλος ο κόσμος, καί μάς δένουν κατά κάποιον τρόπο, μαζί μέ τήν αρετή. Όμως, χρειάζεται καί τό σουδάριο, τό ύφασμα στήν κεφαλή, πού είναι η θεολογία, γιατί χωρίς αυτήν είναι ακατανόητος ο λόγος. Δέν φθάνει, δηλαδή, απλώς νά μήν είμαστε συνδεδεμένοι μέ τόν κόσμο καί νά έχουμε αρετές, αλλά πρέπει νά έχουμε καί τό σουδάριο στήν κεφαλή, δηλαδή τήν εμπειρική θεολογία, τήν θεοπτία.
Αυτό σημαίνει ότι γιά νά γνωρίση κανείς τήν Ανάσταση τού Χριστού, θά πρέπει πρώτα νά υπερβή τόν περιβάλλοντα κόσμο, τά αισθητά καί τούς λόγους τών αισθητών, αλλά θά πρέπει νά υπερβή ακόμη καί τήν γνώση τών νοητών, δηλαδή νά υπερβή καί τίς σκέψεις, τούς λογισμούς. Γιατί, όταν φθάνη κανείς στήν όραση τού Θεού, τότε αυτή η όραση γίνεται «υπέρ τήν αίσθησιν καί υπέρ τήν νόησιν». Ο θεούμενος βλέπει τό Φώς μέσα από τήν καρδιά, μεταμορφώνεται όλος ο άνθρωπος, έσωθεν γίνεται αυτή η γνώση τού Θεού, διά τής καρδίας, αλλά καί τό σώμα μεταμορφώνεται. Όμως αυτή η γνώση, αυτή η εμπειρία, αυτή η θέα είναι «υπέρ τήν αίσθησιν καί υπέρ τήν νόησιν» χωρίς νά αποδεσμεύεται ο νούς από τό σώμα.
Διαφορετικά, όταν κανείς δέν ζή κατ αυτόν τόν τρόπο, όταν δέν σταυρώνεται πρώτα, δέν ενταφιάζεται καί προσπαθεί ασταύρωτος νά θεολογήση, τότε «θεολογεί» μέσα από τά πάθη καί αναπτύσσει τήν «θεολογία» τών παθών. Μιά θεολογία πού δέν έχει σχέση μέ τόν Σταυρό τού Χριστού καί μέ τόν ενταφιασμό τού Χριστού, είναι δαιμονική θεολογία. Γράφει: «Δαιμόνων εστι θεολογία η δίχα πράξεως γνώσις». Η γνώση χωρίς τήν πράξη είναι δαιμονική θεολογία.
Σέ άλλο σημείο πάλι γιά τό θέμα αυτό γράφει ο άγιος Μάξιμος:
«Όποιοι ενταφιάζουν μέ τιμές τόν Κύριο, μέσα στήν καρδιά τους, θά δούν καί νά ανασταίνεται όλος δόξα, ενώ θά είναι αθέατος γιά όσους δέν είναι σάν αυτούς. Γιατί δέν είναι πιά δυνατόν νά πιαστή από τούς εχθρούς του, επειδή δέν έχει τά εξωτερικά προκαλύμματα μέσω τών οποίων φαινόταν ότι θά πιανόταν μέ τό θέλημά Του από όποιους ήθελαν κι ότι θά ανεχόταν νά πάθει γιά τήν κοινή σωτηρία όλων».
Θά πρέπει, λέγει, νά ενταφιάζουμε εντίμως τόν Κύριο μέσα στήν καρδιά μας. «Μνημείον Δεσποτικόν είναι η εκάστου τών πιστών καρδία». Η πνευματική καρδιά, τό κέντρο τής υπάρξεως τού ανθρώπου, είναι ένα μνημείο Δεσποτικό, εκεί πρέπει νά ενταφιάσουμε τόν Χριστό, νά Τόν έχουμε μέσα εκεί εντίμως, δηλαδή μέ τιμές. Εκείνος πού ενταφιάζει εντίμως τόν Χριστό μέσα του, μέ τό άγιο Βάπτισμα, μέ τήν προσευχή, καί μάλιστα τήν προσευχή τήν εσωτερική, τήν νοερά, τήν καρδιακή προσευχή, εκείνος αισθάνεται νά κατοική μέσα στήν καρδιά του ο Χριστός.
Υπάρχουν πάρα πολλά χωρία από τήν Αγία Γραφή, τά οποία θά μπορούσα νά καταγράψω πού συντονίζονται μέ αυτήν τήν αλήθεια. Γιά παράδειγμα ο Απόστολος Παύλος γράφει: «Κατοικήσαι τόν Χριστόν διά τής πίστεως εν ταίς καρδίαις υμών» (Εφ. γ΄, 17), δηλαδή, σκοπός τού ανθρώπου είναι τό πώς θά κατοική μέσα στήν καρδιά του διά τής πίστεως ο ίδιος ο Χριστός καί πώς θά γίνη η καρδιά ναός τού Παναγίου Πνεύματος. Εάν διαβάση κανείς τούς Φιλοκαλικούς Πατέρες καί πολλούς άλλους Πατέρες τής Εκκλησίας, θά δή αυτό πού λέει καί ο Απόστολος Παύλος ότι τό σώμα τού ανθρώπου, πού βαπτίζεται καί είναι μέλος τής Εκκλησίας, είναι ναός τού Αγίου Πνεύματος.
Άς λάβουμε ως παράδειγμα τόν Ναό. Υπάρχει ο κεντρικός Ναός, σέ αυτόν είναι τό Ιερό Βήμα, η Αγία Τράπεζα, καί εκεί εισέρχεται ο Αρχιερεύς ή ο Ιερεύς γιά νά τελέση τό Μυστήριο τής θείας Ευχαριστίας. Οι Πατέρες λένε ότι τό σώμα τού ανθρώπου είναι ένας ναός τού Θεού. Ο τρούλλος είναι η κεφαλή, καί οι θύρες είναι οι αισθήσεις. Ο νούς τού ανθρώπου, πού μέ τήν πτώση είναι δεμένος καί κολλημένος μέ τήν κτίση, όταν ξεκολλάη από τήν υποδούλωση στά αισθητά, όπως τό γράφει ο άγιος Μάξιμος στήν «Μυσταγωγία» του, εισέρχεται μέσα στόν ναό καί έπειτα εισέρχεται στήν καρδιά. Η καρδιά είναι τό θυσιαστήριο, τό Ιερό Βήμα, η Αγία Τράπεζα. Εκεί στό βάθος καί τό κέντρο τής καρδιάς εισέρχεται ο νούς, καί εκεί γίνεται μιά θεία λειτουργία.
Αυτή είναι η εσωτερική λειτουργία. Είναι αυτό πού γράφει ο Απόστολος Παύλος: «Λαλούντες εαυτοίς ψαλμοίς καί ύμνοις καί ωδαίς πνευματικαίς, άδοντες καί ψάλλοντες εν τή καρδία υμών τώ Κυρίω» (Εφ. ε΄, 19). Είναι η εσωτερική θεία λειτουργία πού γίνεται στό βάθος τής καρδιάς. Είναι οι ύμνοι καί οι ψαλμοί πού γίνονται μέσα στήν καρδιά. «Άδοντες καί ψάλλοντες τώ Κυρίω». Γίνεται η εξωτερική Λειτουργία στόν Ναό, αλλά πρέπει νά γίνεται καί εσωτερικά η λειτουργία αυτή. Αυτό σημαίνει ότι όλος ο άνθρωπος είναι ναός τού Αγίου Πνεύματος καί η καρδιά γίνεται τό ιερό Θυσιαστήριο. Τό λέει ο Απόστολος Πέτρος: «Κύριον δέ τόν Θεόν αγιάσατε εν ταίς καρδίαις υμών» (Α΄ Πέτρ. γ΄, 15).
Μέσα στήν καρδιά, λοιπόν, είναι τό Ιερό Βήμα, μέσα στό οποίο γίνεται -γι αυτούς πού ζούν εν Χριστώ- αδιάλειπτη θεία Λειτουργία. Εκεί είναι ένα εκκλησάκι ολόλαμπρο καί μερικοί αξιώθηκαν νά τό δούν αυτό τό εκκλησάκι μέσα στό βάθος τής καρδιάς τους. Αυτό είναι τό Δεσποτικό Μνημείο πού έχει τό σώμα τού Χριστού καί από εκεί ανασταίνεται ο Χριστός. Έτσι λειτουργεί κανείς εσωτερικά μέ τήν νοερά καρδιακή προσευχή καί ζή τόν Σταυρό, τήν Ταφή καί τήν Ανάσταση τού Χριστού.
6. Πάσχα, η διάβαση τού Λόγου στόν νού
Η λέξη Πάσχα είναι εβραϊκή καί σημαίνει διάβαση, πέρασμα. Δηλαδή, οι Εβραίοι ήταν στήν Αίγυπτο, ο Μωϋσής τούς οδήγησε καί τούς πέρασε μέσα από τήν Ερυθρά Θάλασσα μέ θαύμα. Αυτό τό πέρασμα από τήν Ερυθρά θάλασσα -όταν έφυγαν από τήν γή τής Αιγύπτου καί πέρασαν στήν γή τής ερήμου γιά νά πορευθούν στήν γή τής Επαγγελίας- αυτή η διάβαση λέγεται Πάσχα.
Καί εμείς οι Χριστιανοί έχουμε τό δικό μας Πάσχα, γι αυτό καί ψάλλουμε: «Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί, Πάσχα Κυρίου Πάσχα, εκ γάρ θανάτου πρός ζωήν καί εκ γής πρός ουρανόν Χριστός ο Θεός ημάς διεβίβασεν». Εμείς εορτάζουμε τήν διάβαση από τόν θάνατο στήν ζωή, από τήν γή στόν ουρανό. Άλλο είναι τό Πάσχα τών Ιουδαίων, άλλο είναι τό Πάσχα τών Χριστιανών. Γράφει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: «Πάσχα αληθώς εστιν η πρός τόν ανθρώπινον νούν τού Λόγου διάβασις».
Αληθινό Πάσχα είναι η διάβαση τού Λόγου, τού αναστημένου Χριστού, στόν ανθρώπινο νού. Όταν, δηλαδή, ο Χριστός εισέλθη μέσα στόν νού τού ανθρώπου, όταν ο νούς τού ανθρώπου φωτίζεται, τότε αυτό λέγεται Πάσχα.
Όταν ομιλή ο άγιος Μάξιμος γιά τόν νού, δέν εννοεί τήν λογική, γιατί άλλο είναι η λογική καί άλλο ο νούς. Πολλές φορές συναντάμε κάποιον στόν δρόμο καί τόν χαιρετάμε, χωρίς νά τόν προσέξουμε. Τόν βλέπουμε εξωτερικά, αλλά ο νούς μας ήταν αλλού. Ακόμη, κάνουμε κάποια εργασία καί θυμόμαστε έναν αγαπητό μας άνθρωπο πού υποφέρει. Τότε κάνουμε τήν εργασία, αλλά ο νούς μας είναι αλλού. Έτσι καταλαβαίνουμε τήν διάκριση μεταξύ νού καί λογικής. Οπότε, οι Πατέρες μας πού έχουν ζήσει αυτήν τήν εμπειρία λένε ότι μπορεί ο άνθρωπος μέ τήν λογική του νά είναι μέσα στόν κόσμο, νά περπατά στόν δρόμο, αλλά μέ τόν νού του νά προσεύχεται. Γίνεται αυτός ο διαχωρισμός μεταξύ νού καί λογικής.
Έτσι, όταν ο Χριστός εισέλθη μέσα στόν νού τού ανθρώπου καί ο νούς φωτίζεται καί προσεύχεται καί είναι αναστημένος, τότε αυτό λέγεται καί είναι Πάσχα.
Συμπέρασμα
Ύστερα από τά λίγα αυτά ερμηνευτικά σχόλια, φαίνεται ότι ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής δίνει μιά μυστική καί ουσιαστική ερμηνεία τής πνευματικής ζωής, γιά τό τί είναι η εν Χριστώ ζωή.
Τά γεγονότα, επομένως, πού θά εορτάσουμε από τήν Κυριακή τών Βαΐων, δέν είναι εξωτερικά καί τυπικά γεγονότα, ούτε συναισθηματικά, αλλά είναι θεολογικά καί σωτηριολογικά. Είναι μέθεξη τού μυστηρίου τού Σταυρού καί τής Αναστάσεως τού Χριστού. Μέθεξη τού Σταυρού είναι η υπέρβαση τής ηδονής καί τής οδύνης, είναι η μεταμόρφωση τών παθών. Όλες αυτές οι δυνάμεις τής ψυχής πρέπει νά δοθούν στόν Θεό. Καί μέθεξη τού μυστηρίου τής Αναστάσεως είναι η υπέρβαση τής λήθης καί τής άγνοιας.
Σέ όλη τήν διδασκαλία τού αγίου Μαξίμου τού Ομολογητού φαίνεται ότι η ηδονή καί η οδύνη είναι δύο μεγάλα θηρία. Η κάθε ηδονή φέρει οδύνη, κάθε ευχαρίστηση έχει καί οδύνη. Καί όταν προσπαθούμε νά υπερβούμε τήν οδύνη μέ νέα ηδονή, τότε δημιουργείται νέα οδύνη. Τό βλέπουμε σέ αυτούς πού παίρνουν ναρκωτικά. Επειδή περνούν πολλές δυσκολίες, παίρνουν τό ναρκωτικό καί ζούν τόν ιδεατό προσωρινό «παράδεισο». Όταν, όμως, τελειώνη η δράση τού ναρκωτικού, επανέρχονται πάλι στά τραγικά γεγονότα τής ζωής τους καί θέλουν νά λάβουν μεγαλύτερη δόση ναρκωτικού. Έτσι γίνεται ένας φαύλος κύκλος μεταξύ ηδονής καί οδύνης.
Επίσης, άλλα δύο μεγάλα θηρία είναι η λήθη καί η άγνοια τού Θεού, τό νά μήν έχουμε μνήμη τού Θεού καί νά μήν γνωρίζουμε τόν Θεό. Οπότε, από τήν υπέρβαση τής λήθης καί τής άγνοιας, πού σημαίνει μνήμη τού Θεού καί γνώση τού Θεού, αρχίζει η βίωση τής Αναστάσεως τού Χριστού.
Αυτό σημαίνει ότι σταυρωνόμαστε εν Χριστώ μέσα μας, όχι μόνον τήν Μεγάλη Εβδομάδα, αλλά καθ όλη τήν διάρκεια τής ζωής μας καί συνανασταινόμαστε μέ τόν Χριστό. Άν δέν συσταυρωθή κανείς μέσα στήν καρδιά του καί δέν συναναστηθή μέ τόν Χριστό, τότε στήν πραγματικότητα σταυρώνει τόν Χριστό. Ο άγιος Μάξιμος σέ όλη τήν θεολογία του παρουσιάζει αυτό τό δίλημμα: Ή θά συσταυρωθούμε μαζί μέ τόν Χριστό ή θά σταυρώσουμε τόν Χριστό. Άλλη τρίτη οδός δέν υπάρχει.
Η Μεγάλη Εβδομάδα καί τό Πάσχα δέν είναι απλώς εξωτερικά έθιμα καί παραδόσεις, αλλά παραπέμπουν στήν εσωτερική ζωή, είναι συσταύρωση καί συνανάσταση μέ τόν Χριστό. Η βίωση τής Αναστάσεως τού Χριστού γίνεται στόν βαθμό τής βιώσεως τού Σταυρού τού Χριστού καί αυτό γίνεται μέ τήν μέθεξη τής καθαρτικής, φωτιστικής καί θεοποιού ενεργείας τού Θεού, ήτοι τήν πρακτική φιλοσοφία, τήν φυσική θεωρία καί τήν μυστική θεολογία, δηλαδή τήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τήν θέωση, γενικά τήν πράξη καί τήν θεωρία. Αυτό είναι τό μυστικό σταυροαναστάσιμο Πάσχα.