Του Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου
(Απομαγνητοφωνημένη ομιλία στον Ιερό Ναό του αγίου Νεκταρίου, στο Άργος Ορεστικό Καστοριάς, την 9-11-2023)
ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ – Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον Σεβασμιώτατο ποιμενάρχη σας, τον Μητροπολίτη Καστορίας και αγαπητό εν Χριστώ αδελφό κ. Καλλίνικο, για την πρόσκληση που μου απηύθυνε να έρθω στην Καστοριά, στο Άργος Ορεστικό, την ημέρα που γιορτάζει ο μεγάλος αυτός άγιος της Εκκλησίας μας, ο άγιος Νεκτάριος, Επίσκοπος Πενταπόλεως.
Θέλω να τον ευχαριστήσω και για τα καλά λόγια που είπε. Ήδη ανέφερε ότι με ακολούθησε σε όλες τις περιοδείες που έχω κάνει σχεδόν σε όλον τον κόσμο, σε Ανατολή και Δύση, σε Βορρά και Νότο, διότι, όπως και εσείς ίσως ξέρετε, τα βιβλία μου έχουν μεταφρασθή σε πολλές γλώσσες και εκείνοι που θέλουν και ενδιαφέρονται να μάθουν για την θεολογία της Εκκλησίας μας, με καλούν για να τους αναπτύξω τα ζητήματα τα οποία παρουσιάζω. Τον ευχαριστώ, λοιπόν.
Και, από ο,τι είπε και ο ίδιος, έχετε καταλάβει ότι τόσα χρόνια που ήταν κοντά μου, στην Ναύπακτο, τελείωσε μια ιδιότυπη «Εμπειρική Θεολογική Σχολή». Τελείωσε, βέβαια, και την Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, αλλά τελείωσε και μια άλλη Θεολογική Σχολή, διαβάζοντας μαζί με μένα ή ακούγοντας και γράφοντας πολλές φορές εκείνα τα οποία παρουσίαζα γύρω από την διδασκαλία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας.
Φυσικά, στην Ναύπακτο που ήταν, δεν ασχολήθηκε μόνο με το να ακούη θεολογικά μαθήματα και να ακούη θεολογικές απόψεις για διάφορα ζητήματα, διότι κάνουμε και Θεολογικά Συνέδρια, αλλά ασχολήθηκε ως ιεροκήρυκας που ήταν με την ποιμαντική διακονία των Χριστιανών, και ομιλούσε και εξομολογούσε και ασχολείτο με τα Κατηχητικά Σχολεία. Επί πλέον ασχολήθηκε και με την διοίκηση της Εκκλησίας μας, διότι, αφ’ ενός μεν όλα τα χρόνια ήταν κοντά μου από λαικός και στην συνέχεια που έγινε Διάκονος και Πρεσβύτερος, αλλά συγχρόνως διότι για ένα διάστημα τον διόρισα Πρωτοσύγκελλο της Ιεράς Μητροπόλεως και ασχολήθηκε και με τα διοικητικά θέματα. Και με όλα αυτά τα πράγματα ασχολήθηκε με την θεραπεία των ανθρώπων με μια ιδιαίτερη ποιμαντική.
Άρα, σημαίνει ότι ήλθε έτοιμος εδώ στην Μητρόπολη Καστορίας και από πλευράς θεολογικής και από πλευράς πνευματικής, ποιμαντικής και από πλευράς διοικητικής. Τον ευχαριστώ και πιστεύω θα ανταποκριθή στο έργο αυτό το οποίο ο Θεός διά της Εκκλησίας του ανέθεσε να πραγματοποιήση εδώ στην Καστοριά.
Με παρεκάλεσε να σας μιλήσω για τον άγιο Νεκτάριο, Επίσκοπο Πενταπόλεως, τον θαυματουργό, και επέλεξα το θέμα «Η θεραπεία των πνευματικών ασθενειών, κατά τον άγιο Νεκτάριο» .
Η γνώση της ποιμαντικής επιστήμης
Έχω διαβάσει πολλά κείμενα για τον άγιο Νεκτάριο και γνωρίζω τα βασικά σημεία της ζωής του. Και αυτό είναι σημαντικό, διότι οι περισσότεροι Χριστιανοί γνωρίζουν μόνο την υπομονή που έκανε στις συκοφαντίες που δέχθηκε στην ζωή του, αλλά και τα θαύματα που έκανε. Και αυτά είναι αξιοπρόσεκτα, άλλωστε ο Θεός διά των αγίων κάνει θαύματα. Και αυτά είναι πάρα πολύ σημαντικά.
Όμως, ο άγιος Νεκτάριος δεν ήταν απλώς ένας Επίσκοπος ούτε απλώς ένας θαυματουργός και άγιος, αλλά ήταν μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας μας. Έλεγα το μεσημέρι σε κάποιους, ότι, εάν ο Μέγας Βασίλειος, οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας ζούσαν τον 20ο αιώνα, θα έκαναν περίπου το έργο που έκανε ο άγιος Νεκτάριος. Ή, εάν ο άγιος Νεκτάριος ζούσε την εποχή του 4ου αιώνος, θα ήταν περίπου σαν τους μεγάλους αυτούς Πατέρες και Ιεράρχες της Εκκλησίας μας.
Δεν μπορώ να σας παρουσιάσω όλα εκείνα που συνδέονται με την διδασκαλία του αγίου Νεκταρίου, αλλά κυρίως επέλεξα να αναπτύξω το θέμα: «Η θεραπεία των πνευματικών ασθενειών, κατά τον άγιο Νεκτάριο».
Όταν διαβάζουμε τα κείμενα του αγίου Νεκταρίου, βλέπουμε την βασική διδασκαλία της Εκκλησίας μας, ότι η Εκκλησία είναι πνευματικό νοσοκομείο, είναι πνευματικό θεραπευτήριο, θεραπεύει τις πνευματικές ασθένειες των ανθρώπων. Οι Ιερείς, και κυρίως οι Επίσκοποι, είναι πνευματικοι ιατροί, πνευματικοί θεραπευτές, και η θεολογία της Εκκλησίας είναι στην πραγματικότητα μια θεραπευτική αγωγή, μια θεραπευτική επιστήμη, που θεραπεύει τα πνευματικά νοσήματα των ανθρώπων. Αυτό ακριβώς το βλέπουμε στον άγιο Νεκτάριο.
Το ερώτημα που θέλω να απαντήσω είναι: Που γνώρισε ο άγιος Νεκτάριος την ποιμαντική διακονία ως θεραπευτική επιστήμη, και γενικά, πως έγινε καλός πνευματικός ιατρός;
Γνωρίζουμε ότι κάποιος για να γίνη καλός γιατρός του σώματος, πρέπει να σπουδάση στην Ιατρική Σχολή, να τεθή κάτω από την επίβλεψη των ιατρών ερευνητών, των καθηγητών Πανεπιστημίου, στην συνέχεια να εκπαιδευθή στα εργαστήρια, να ειδικευθή και να κάνη ο ίδιος διάφορες επεμβάσεις. Έτσι γίνεται καλός θεραπευτής και καλός γιατρός. Εφ’ όσον ο άγιος Νεκτάριος λέμε ότι ήταν καλός πνευματικός γιατρός, καλός πνευματικός πατέρας και θεραπευτής, πρέπει να εξετασθή το που γνώρισε αυτήν την πνευματική ιατρική επιστήμη.
Όταν διαβάζη κανείς τον βίο του αγίου Νεκταρίου, το βλέπει αυτό καθαρά. Από μικρό παιδάκι ήθελε να γίνη άγιος, από μικρό παιδάκι διάβαζε τα κείμενα των Πατέρων και άλλων, και από μικρό παιδάκι ήθελε να γίνη δάσκαλος. Μάλιστα, διάβαζε τον 50ο Ψαλμό του Δαυίδ και επέμενε στον στίχο που λέει: «Διδάξω ανόμους τας οδούς σου και ασεβείς επί σε επιστρέψουσι». Τι είναι αυτό; Είναι η διδασκαλία. Και, βέβαια, αυτό που λέμε διδασκαλία δεν είναι τίποτε άλλο παρά η θεραπεία. Διότι, όταν διδάσκη κανείς, τότε προσφέρει τον τρόπο με τον οποίο θα θεραπευθή ο ακροατής. Αυτή είναι η ποιμαντική διακονία.
Ο άγιος Νεκτάριος από μικρό παιδάκι ήταν μέσα στην Εκκλησία και αγαπούσε πάρα πολύ τον Θεό. Αλλά ιδιαιτέρως έμαθε αυτήν την θεραπευτική πνευματική επιστήμη και αγωγή κοντά σε αγίους ανθρώπους, σε μοναχούς. Ξέρουμε ότι ένα διάστημα, για επτά χρόνια, ήταν στην Χίο δημοδιδάσκαλος, κοντά στην Νέα Μονή Χίου, και τότε στην Μονή αυτή ήταν ένας περίφημος ασκητής, όσιος Ηγούμενος, ο Γέροντας Παχώμιος.
Τότε για να διδάξη κανείς τα μαθήματα στο Δημοτικό Σχολείο, έπρεπε να έχη τελειώσει Γυμνάσιο, αυτό που ονόμαζαν παλαιότερα Σχολαρχείο. Οπότε, δίδασκε και ταυτόχρονα πήγαινε στο Μοναστήρι, στην Νέα Μονή Χίου, κοντά στον όσιο Παχώμιο. Για επτά χρόνια καθοδηγείτο από τον απαθή αυτόν Γέροντα, όσο εργαζόταν στην περιοχή εκείνη δημοδιδάσκαλος. Μετά αποφάσισε να γίνη μοναχός. Εισήλθε στο Μοναστήρι κάτω από την πνευματική καθοδήγηση αυτού του Γέροντα, παρέμεινε ως δόκιμος μοναχός τρία χρόνια. Κρατήστε τα αυτά, διότι είναι πολύ σημαντικά, για να δούμε από που ξεκίνησε ο άγιος Νεκτάριος, πράγμα που είναι πολύ σημαντικό.
Παρέμεινε στην Μονή αυτή ως δόκιμος μοναχός τρία χρόνια και ξέρουμε πολύ καλά ότι, όταν κανείς εισέρχεται στο Μοναστήρι για να μονάση και γίνεται δόκιμος μοναχός, αγωνίζεται, ώστε να μην κάνη το δικό του θέλημα, αλλά με την υπακοή να κάνη το θέλημα του Θεού. Είναι αυτό που λέμε στην θεολογία, να μετατρέψη το γνωμικό θέλημα και να το κάνη φυσικό θέλημα· να μην κάνη αυτό που θέλει ο ίδιος και τα πάθη του, αλλά να κάνη αυτό που θέλει ο Θεός. Αυτό είναι το περιεχόμενο της υπακοής. Δεν κάνουμε υπακοή, επειδή θέλουμε να γίνουμε δούλοι των ανθρώπων, αλλά για να μάθουμε τι θέλει ο Θεός και πως θα θεραπευθούμε, πως το γνωμικό θέλημα θα γίνη φυσικό θέλημα και να κάνουμε αυτό που θέλει ο Θεός.
Στην συνέχεια εκάρη μοναχός και χειροτονήθηκε Διάκονος. Επειδή, όμως, είδαν ότι ήταν ευφυής άνθρωπος, έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον να τελειώση, θα λέγαμε σήμερα εμείς, το Λύκειο, γι’ αυτό και εστάλη στην Αθήνα τρία χρόνια, για να τελειώση όλες τις γυμνασιακές σπουδές. Επέστρεψε πάλι στην Νέα Μονή Χίου και παρέμεινε εκεί περίπου ένα χρόνο. Αλλά, επειδή πάλι έβλεπαν ότι αυτός ο άνθρωπος έχει μέλλον και είναι ευφυής, γι’ αυτό ανέλαβαν να τον στείλουν να σπουδάση θεολογία. Έτσι πήγε στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και από εκεί ο Πατριάρχης τον έστειλε στην Θεολογική Σχολή Αθηνών και είχε στην συνέχεια την εξέλιξη αυτή την οποία γνωρίζετε.
Θεωρώ, λοιπόν, ότι αυτή η προιστορία του αγίου Νεκταρίου είναι πάρα πολύ σημαντική. Δηλαδή, στο Μοναστήρι έμαθε την πνευματική ιατρική επιστήμη. Όπως ένας φοιτητής σπουδάζει στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου και τίθεται κάτω από την επιστημονική καθοδήγηση των καθηγητών του, οι οποίοι είναι ερευνητές και του διδάσκουν τι θα πη παθολογία, τι θα πη χειρουργική, τι θα πη οφθαλμολογία κλπ., τι θα πη ιατρική επιστήμη, το ίδιο γινεται και με αυτούς που θέλουν να μάθουν την πνευματική ιατρική επιστήμη. Αναζητούν αυτούς που γνωρίζουν από θεραπεία των πνευματικών ασθενειών.
Έτσι, ο άγιος Νεκτάριος έμαθε στο Μοναστήρι τα πνευματικά θέματα. Δεν προήλθε από το «πουθενά» ο άγιος Νεκτάριος ούτε βοηθήθηκε απλώς από τα βιβλία που διαβασε, αλλά τα έμαθε στο Μοναστήρι· εκεί έμαθε την μέθοδο της πνευματικής θεραπείας και την ορθόδοξη ποιμαντική επιστήμη, και φυσικά την πνευματική ποιμαντική διακονία, το να θεραπεύη τις πνευματικές ασθένειες των ανθρώπων, που θα δούμε στην συνέχεια.
Να σκεφθείτε, και το λέω πολύ συχνά αυτό, ότι η Εκκλησία είναι θεραπευτήριο. Και εφ’ όσον η Εκκλησία είναι θεραπευτήριο, τότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι το Μοναστήρι είναι η Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, ακόμη δε είναι και χειρουργείο. Οι μοναχοί στο Μοναστήρι το οποίο βασίζεται στην ορθόδοξη παράδοση, γνωρίζουν τι θα πη θεραπεία· εκεί λειτουργεί και η πνευματικη ιατρική σχολή και από κεί βγαίνουν μετά οι Επίσκοποι και οι Ιερείς, οι οποίοι γνωρίζουν να θεραπεύουν τους ανθρώπους. Έτσι, ο άγιος Νεκτάριος έγινε πραγματικός θεολόγος, έμαθε τι θα πη προσευχή, έμαθε τι θα πη υπακοή στις εντολές του Θεού, έμαθε τι θα πη ιερές ακολουθίες της Εκκλησίας, έγινε πνευματικός θεραπευτής.
Υπάρχει μια επιστολή την οποία στέλνει σε κάποιον, που, όταν την διάβασα πρώτη φορά, μου έκανε μεγάλη εντύπωση· εκεί γράφει ότι πολλές φορές, όταν χοροστατούσε στον Δεσποτικό Θρόνο, θυμόταν τον όσιο Παχώμιο στην Νέα Μονή της Χίου και συνεκινείτο. Κοιτάξτε, ένας Επίσκοπος χοροστατεί στον Δεσποτικό Θρόνο και ο νούς του ήταν στην Νέα Μονή Χίου, στον Γέροντά του, τον όσιο Παχώμιο. Τι πνευματικά βιώματα είχε ο άγιος Νεκτάριος!
Επομένως, ο άγιος Νεκτάριος έγινε πραγματικός θεραπευτής, όχι μόνο διότι διάβασε βιβλία και κείμενα, αλλά διότι γνώρισε την μέθοδο της θεραπείας των πνευματικών ασθενειών στην πράξη και έτσι έγινε πραγματικός θεολόγος.
Και συνέβη αυτό που γράφει ο όσιος Νείλος ο Ασκητής: «Ει θεολόγος ει, προσεύξη αληθώς. Και ει αληθώς προσεύξη, θεολόγος ει», δηλαδή, αν είσαι θεολόγος, πρέπει να προσεύχεσαι πραγματικά και, αν προσεύχεσαι πραγματικά, τότε είσαι αληθινός θεολόγος. Είναι αυτό που γράφει και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, όταν δίνη τον ορισμό ποιοί είναι οι θεολόγοι. Λέει: Θεολόγοι είναι «οι εξητασμένοι και οι διαβεβηκότες εν θεωρία», είναι αυτοί που έδωσαν εξετάσεις, δηλαδή πέρασαν από την κάθαρση της καρδιάς στον φωτισμό του νού και έφθασαν στην θεωρία, «και προ τούτων και ψυχήν και σώμα κεκαθαρμένων ή καθαιρομένων το μετριώτατον», δηλαδή καθάρισαν και την ψυχή και το σώμα και, αν δεν έγινε αυτό, τουλάχιστον αγωνίζονται να καθαριστούν, «το μετριώτατον».
Έμαθε, λοιπόν, ο άγιος Νεκτάριος την μέθοδο της θεραπείας και αυτό εφήρμοσε σε όλη του την ζωή. Δεν γίνεται άγιος κανείς, επειδή απλώς το επιθυμεί, επειδή έχει μια επιθυμία, αλλά πρέπει να τεθή κάτω από καθοδήγηση και να περάση μέσα από τους βαθμούς της πνευματικής ζωής, που είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση. Είναι αυτό που λέμε πράξη και θεωρία. Και αυτό που έμαθε ο άγιος Νεκτάριος, αυτό το δίδαξε.
Η διδασκαλία της πνευματικής θεραπευτικής στους φοιτητές της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής
Όπως γνωρίζετε, ο άγιος Νεκτάριος ήταν Διευθυντής στην Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή και, βέβαια, ήταν και καθηγητής. Μεταξύ των άλλων μαθημάτων που δίδασκε ήταν και το μάθημα της «Ποιμαντικής». Αυτό το διδασκόμασταν και εμείς στις Θεολογικές Σχολές. Δηλαδή, όταν λέμε «Ποιμαντική», είναι το πως θα ποιμάνουμε το ποίμνιο του Θεού, τι σημαίνει διαποίμανση των ανθρώπων, τι σημαίνει ποιμαντική επιστήμη και αγωγή.
Δίδαξε, λοιπόν, το μάθημα αυτό στους σπουδαστές. Πολλοί από αυτούς έγιναν Ιερείς, έγιναν Επίσκοποι, έγιναν καθηγητές Πανεπιστημίου -θυμάμαι τώρα τον Παναγιώτη Μπρατσιώτη, καθηγητή της Παλαιάς Διαθήκης στην Θεολογική Σχολή Αθηνών- πολλοί έγιναν θεολόγοι και δίδαξαν στα Σχολεία. Σε όλους αυτούς δίδασκε την ποιμαντική ο άγιος Νεκτάριος.
Για να τους δώση και ένα βοήθημα, όπως κάνουν οι καθηγητές που διδάσκουν, έγραψε ένα βοήθημα για την ποιμαντική. Υπάρχει, λοιπόν, βιβλίο που λέγεται «Μάθημα ποιμαντικής» και σημειώνεται «προς χρήσιν των μαθητών». Είναι ποιμαντική στους σπουδαστές. Στο βιβλίο αυτό παρουσιάζει το έργο των ποιμένων και κυρίως το έργο του Επισκόπου. Αν διαβάση κανείς αυτό το έργο με τίτλο «Μάθημα Ποιμαντικής», θα δη ότι αναφέρεται στον Επίσκοπο, τον πραγματικό ποιμένα, γιατί ο κατ’ εξοχήν ποιμήν της Εκκλησίας είναι ο Επίσκοπος και ο Μητροπολίτης μιάς Μητροπόλεως. Και το βλέπουμε αυτό διάχυτα στο βιβλίο του αγίου Νεκταρίου.
Κατ’ αρχάς γράφοντας για την Ποιμαντική δίνει τον ορισμό της, το τι θα πη Ποιμαντική. Ποιμαντική είναι «η συστηματική διδασκαλία του μαθήματος του πραγματευομένου περί του αξιώματος του Πνευματικού Ποιμένος της του Χριστού Εκκλησίας και περί του ποίός τις δέον να είναι ο Πνευματικός ποιμήν, όπως διακυβερνήση καλώς την εμπεπιστευμένην αυτώ υπό του Θεού ποίμνην». Ως μάθημα ποιμαντικής συνδέεται με την διακυβέρνηση της πνευματικής ποίμνης. Γράφει: «Οίαν σπουδήν και φροντίδα καταβάλλει ο ποιμήν των προβάτων προς σωτηρίαν και ευεξίαν του ποιμνίου αυτού, τοιαύτην φροντίδα και επιμέλειαν οφείλει να έχη και δεικνύη και ο ποιμήν των λογικών προβάτων προς καλήν διακυβέρνησιν της λογικής αυτού ποίμνης, και σωτηρίαν των ψυχών του λογικού ποιμνίου του». Είναι καθαρός αυτός ο ορισμός. Στην συνέχεια γράφει ότι «η ποιμαντική είναι μάθημα θεολογικόν». Και μια άλλη φράση που χρησιμοποιεί είναι ότι η ποιμαντική «είναι εφηρμοσμένη θεολογία». Η ποιμαντική εξασκείται θεολογικά.
Όταν διαβάζετε για κάποιον άγιο, πρέπει να εξετάζετε πότε και πως έζησε, σε ποιο περιβάλλον έζησε. Ο άγιος Νεκτάριος σπούδασε στην Θεολογική Σχολή Αθηνών, σε μια εποχή που επικρατούσαν διάφορα δυτικά ρεύματα, κυρίως είχαν έρθει στην Ελλάδα η σχολαστική και η προτεσταντική θεολογία, συνδεδεμένες με μια λογικοκρατία και με μια εξωτερική ηθική. Όμως, ο άγιος Νεκτάριος παρέμενε στην διδασκαλία των αγίων Πατέρων. Έτσι, γράφει ότι «η Ποιμαντική είναι μάθημα θεολογικόν» και μάλιστα γράφει ότι είναι «εφηρμοσμένη θεολογία», όχι θεωρητική, αλλά εφαρμόζει στην πράξη την θεολογία της Εκκλησίας.
Έπειτα, ορίζει τι είναι η Εκκλησία, και δίνει έναν ωραιότατο ορισμό. Βεβαίως, γνωρίζουμε ότι η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού, αλλά πρέπει να δούμε πως αναλύεται από τον άγιο Νεκτάριο αυτός ο ορισμός.
Ακολουθώντας τον άγιο Επιφάνιο Κύπρου και τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, γράφει: «Η Εκκλησία εστί η ορατή επί γης βασιλεία του Θεού, η λαβούσα μεν την αρχήν εν τω Παραδείσω διά του Αβραάμ και των Πατριαρχών μέχρι Μωϋσέως και διά του νόμου μέχρι Χριστού περισωθείσα και διά τον Χριστόν αναδειχθείσα». Η Εκκλησία δεν είναι ένα σωματείο, δεν είναι ένας οργανισμός, δεν είναι μια κοινωνική φιλανθρωπική οργάνωση, αλλά είναι η ορατή Βασιλεία του Θεού πάνω στην γη.
Η Εκκλησία ξεκίνησε από τον Παράδεισο με τον Αδάμ και την Εύα, και επειδή αυτοί μετά την παρακοή απομακρύνθηκαν από τον Παράδεισο, τώρα έρχεται η Βασιλεία του Θεού στην γη. Αυτό γίνεται με την αποκάλυψη του Θεού στον Αβραάμ, στους Πατριάρχες, στον Μωϋσή· είναι ο άσαρκος Λόγος που αποκαλύπτεται στην Παλαιά Διαθήκη, και μετά έρχεται ο σεσαρκωμένος Λόγος, ο Χριστός, και μας παρουσίασε ότι η Εκκλησία είναι ο Παράδεισος, η Βασιλεία του Θεού.
Μετά γράφει ότι «σκοπός της Εκκλησίας εστίν η σωτηρία του γένους των ανθρώπων και η αποκατάσταση της βασιλείας του Θεού επί της γης, της υπό της αμαρτίας διαταραχθείσης και η επικράτησις της αγάπης, της χαράς και της ελευθερίας επί της γης». Πρόκειται για έναν καταπληκτικό ορισμό. Ο σκοπός της Εκκλησίας είναι αυτός που έδωσε ο Θεός στον Παράδεισο, στον Αδάμ και την Εύα. Επειδή αυτός ο σκοπός της Εκκλησίας διαταράχτηκε με την αμαρτία, τώρα πρέπει να τον ζήσουμε εδώ στην γη εν Χριστώ Ιησού, και αυτό γίνεται με την επικράτηση της αγάπης, της χαράς και της ελευθερίας.
Σαφώς εδώ φαίνεται ποιος ήταν ο αρχικός σκοπός της δημιουργίας του ανθρώπου, πως ο άνθρωπος απέτυχε να πραγματοποιήση αυτόν τον σκοπό και με την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού ο άνθρωπος επανέρχεται στην προηγούμενη κατάσταση και ανεβαίνει ακόμη περισσότερο· και αυτό είναι το θεραπευτικό έργο της Εκκλησίας. Επομένως, ο άγιος Νεκτάριος έχει υπ’ όψη του την προπτωτική και μεταπτωτική κατάσταση του ανθρώπου, αλλά και την αναγέννησή του εν Χριστώ στην Εκκλησία.
Και να σκεφθή κανείς ότι την εποχή που τα γράφει αυτά, όπως είπα πριν, στην Θεολογική Σχολή των Αθηνών, αλλά και στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος υπήρχαν άλλες απόψεις για την Εκκλησία, δυτικές, σχολαστικές, προτεσταντικές. Το ότι τα γράφει αυτά ο άγιος Νεκτάριος είναι διότι τα γνώρισε από την πείρα του μέσα στο Μοναστήρι και με την άσκηση την οποία έκανε κάτω από άγιο Γέροντα.
Όταν διαβάζουμε το βιβλίο της Ποιμαντικής, βλέπουμε ότι ο άγιος Νεκτάριος μετά την Εισαγωγή αναπτύσσει δύο μεγάλες ενότητες.
Η πρώτη ενότητα έχει τίτλο: «Εισαγωγή εις το μάθημα της ποιμαντικής» και εκεί κάνει λόγο «περί του μαθήματος της ποιμαντικής», «περί Εκκλησίας», «περί Μυστηρίων», «περί των προσόντων των πνευματικών ποιμένων». Κάνει μεγάλη εντύπωση το ότι, όταν μιλάη για τα προσόντα του ποιμένος, γράφει ότι πρέπει να έχη «κοινά προσόντα», «θρησκευτικά προσόντα», δηλαδή θερμή αγάπη προς τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, ιερό ζηλο, άγιο φόβο Θεού και πίστη σταθερά και ζώσα. Επίσης, πρέπει να έχη «φυσικά διανοητικά προσόντα και επίκτητα», «σωματικά προσόντα», «νόμιμη ηλικία και κλήση για την ιερωσύνη». Σε αυτά εντάσσει την «φιλολογική και θεολογική παιδεία», την «εκκλησιαστική μόρφωση» και την «εγκυκλοπαιδική μόρφωση». Και δίνει τις απαραίτητες επεξηγήσεις, διότι είναι ανάγκη ο ποιμήν να έχη τέτοιες γνώσεις στην εποχή μας. Βλέπετε, στο βιβλίο αυτό παρατίθεται μια ολόκληρη θεωρία την οποία έχει ο άγιος Νεκτάριος.
Η δεύτερη ενότητα του βιβλίου έχει τίτλο, «Εισαγωγή εις την Ειδικήν Ποιμαντικήν». Σε αυτό αναπτύσσει το θέμα της «ηθολογίας», δηλαδή για το ποιο είναι το ήθος των ποιμένων. Επαναλαμβάνω ότι περισσότερο κάνει λόγο για τους Επισκόπους, διότι, όταν ένας Μητροπολίτης σε μια επαρχία τα ξέρη αυτά, μετά καθοδηγεί με βάση αυτά τους Ιερείς και τον λαό. Και εκεί γράφει ότι ο Ποιμήν πρέπει να έχη «σεμνοπρέπεια» και «ιεροπρέπεια», «κοσμιότητα». Στην συνέχεια κάνει λόγο «περί αρετολογίας», δηλαδή ομιλεί για τις αρετές, την ειρήνη, την ταπεινοφροσύνη, την αυταπάρνηση, την ανεξικακία, την ανδρεία που πρέπει να έχη ο κληρικός και έτσι να διδάσκη τον λαό, την πραότητα, την μακροθυμία κλπ. καθώς επίσης κάνει λόγο για τις «ηθικές κακίες», δηλαδή τα πάθη. Ακολούθως αναφέρεται στην «καθηκοντολογία», στα καθήκοντα που έχει ο πνευματικός ποιμήν προς την Εκκλησία και προς διαφόρους. Δεν έχουμε απλώς δικαιώματα, για τα οποία μιλούν σήμερα όλοι, αλλά έχουμε και καθήκοντα προς την Εκκλησία και σε διαφόρους άλλους μέσα στην κοινωνία.
Αυτές είναι οι δύο μεγάλες ενότητες του βιβλίου. Και το σπουδαίο είναι ότι δεν κάνει μάθημα με ανάπτυξη κεφαλαίων, αλλά τα αναπτύσσει με ερωτήσεις και απαντήσεις, δηλαδή κάνει ερώτηση και απαντά, κατά τρόπον επαγωγικό. Και αφού τελειώνουν αυτές οι δύο μεγάλες ενότητες του βιβλίου, με τις υποενότητές τους, στην συνέχεια παραθέτει το «Παράρτημα», που είναι η βάση της ποιμαντικής στην οποία στηρίχτηκε για να γράψη όλα τα προηγούμενα.
Και εδώ στο «Παράρτημα» υπάρχουν δύο ενότητες. Η πρώτη ενότητα αναφέρεται στην «ποιμαντική των Πατέρων». Καταγράφει χωρία των Πατέρων που κάνουν λόγο για την ποιμαντική που πρέπει να ασκούν οι ποιμένες, κυρίως οι Επίσκοποι. Η δεύτερη ενότητα περιλαμβάνει Κανόνες της Εκκλησίας, που σχετίζονται με την ιερωσύνη και την ποιμαντική διακονία.
Αυτό που έκανε ο άγιος Νεκτάριος ήταν δυσεύρετο για την εποχή του. Στις αρχές του 20ου αιώνα που έζησε, επικρατούσε στην Ελλάδα η δυτική θεολογία και μετέφεραν τις απόψεις των εκφραστών της. Πολύ αργότερα, από τα μέσα του 20ου αιώνος άρχισαν να εκδίδονται τα κείμενα των Πατέρων και να γίνονται διατριβές πάνω σε αυτά. Αντίθετα, ο άγιος Νεκτάριος χρησιμοποιεί κείμενα των Πατέρων σε εκείνη την δύσκολη εποχή. Φυσικά, είχε διαβάσει όλα τα Πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων, γι’ αυτό και έγραψε βιβλίο για τις Οικουμενικές Συνόδους. Γνώριζε τα δόγματα και τους Κανόνες της Εκκλησίας, και αυτά ήταν δυσεύρετα για Επίσκοπο της εποχής εκείνης.
Επομένως, όταν διαβάση κανείς αυτό το βιβλίο του αγίου Νεκταρίου, που τιτλοφορείται «Ποιμαντική», βλέπει καθαρά ότι είναι ένας πνευματικός καθρέπτης του αγίου Νεκταρίου, είναι η πνευματική αυτοβιογραφία του. Βεβαίως, υπάρχουν πολλοί που είπαν και έγραψαν για την ζωή του αγίου Νεκταρίου και διατυπώνουν τις εντυπώσεις τους γι’ αυτόν, από δικές τους εμπειρίες ή από πληροφορίες άλλων, αλλά, αν θέλη να δη κανείς ποιος ήταν ο άγιος Νεκτάριος, πρέπει να διαβάση την «Ποιμαντική» του. Διότι αυτά που δίδασκε και έλεγε για το πως πρέπει να είναι ο Επίσκοπος και οι ποιμένες, αυτά τα πίστευε ο ίδιος και τα ζούσε στην πράξη.
Εφαρμογή της Ποιμαντικής στις μοναχές της Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδος Αιγίνης
Εκεί που φαίνεται η εξάσκηση της ποιμαντικής επιστήμης που ασκούσε είναι οι Επιστολές που έστειλε στις μοναχές της Ιεράς Μονής της Αγίας Τριάδος, στην Αίγινα.
Όταν ο άγιος Νεκτάριος ήταν στην Ριζάρειο Σχολή, δίδασκε τους σπουδαστές, αλλά λειτουργούσε και κήρυττε στους ανθρώπους, οπότε μερικές κοπέλες που άκουγαν αυτόν τον λόγο και ενθουσιάζονταν, του εξέφρασαν την επιθυμία τους να γίνουν μοναχές και ήθελαν την βοήθειά του. Έτσι, ανέλαβε ο άγιος Νεκτάριος να κτίση ένα Μοναστήρι στην Αίγινα, και είναι το Μοναστήρι της Αγίας Τριάδος, και τις καθοδηγούσε πνευματικά.
Στην αρχή ο άγιος Νεκτάριος, επειδή ήταν στην Αθήνα Διευθυντής και καθηγητής στην Ριζάρειο Σχολή, για να τις καθοδηγήση τις έγραφε επιστολές. Διασώζονται, λοιπόν, αυτές οι επιστολές και σε αυτές φαίνεται το μεγαλείο του. Παρακαλώ, να βρείτε και να διαβάσετε τις επιστολές αυτές. Εκεί φαίνεται ότι ο άγιος Νεκτάριος ήταν μεγάλος ασκητής, θαυμάσιος πνευματικός καθηγητής. Φαίνεται ότι γνωρίζει από πνευματική καθοδήγηση, γνωρίζει πως να παραλάβη έναν άνθρωπο στην κατάσταση στην οποία βρίσκεται και να τον θεραπεύση, πως από το κατ’ εικόνα να τον οδηγήση στο καθ’ ομοίωσιν, πως να θεραπεύη τον άνθρωπο από τα πάθη με έναν τρόπο διακριτικό.
Αργότερα, όταν συνταξιοδοτήθηκε, πήγε και παρέμεινε στο Μοναστήρι και καθοδηγούσε τις μοναχές με τον τρόπο που εκείνος γνώριζε και από το Μοναστήρι στο οποίο ήταν δόκιμος και μοναχός και από τις μελέτες τις οποίες έκανε, αλλά και από όλη την ποιμαντική πείρα την οποία απέκτησε.
Έτσι, όταν διαβάζη κανείς αυτές τις επιστολές που έστελνε στις μοναχές, βλέπει τον άγιο Νεκτάριο να εφαρμόζη την θεολογία της Εκκλησίας στην πράξη. Διότι είναι πάρα πολύ καλό να ανέρχεται κανείς στον άμβωνα του Ναού ή στην Ωραία Πύλη και να μιλάη, να κάνη ένα κήρυγμα, και άλλο είναι να αναλάβη έναν άνθρωπο που είναι πληγωμένος, βασανισμένος, ταλαιπωρημένος, απελπισμένος και σιγά-σιγά να τον βάλη «στην οδό του Κυρίου», όπως λέμε. Αυτό είναι μεγάλη επιστήμη, μεγάλη τέχνη. Αυτό έκανε ο άγιος Νεκτάριος.
Δεν μπορώ να σας παρουσιάσω όλες αυτές τις επιστολές, αλλά κυρίως θα τονίσω δύο σημεία από αυτές.
Το πρώτο σημείο είναι ότι ο άγιος Νεκτάριος φαίνεται καθαρά ότι γνωρίζει την διάκριση μεταξύ των ασθενειών και αυτό δείχνει ότι είναι ένας μεγάλος ασκητής. Έλεγα το πρωί στο κήρυγμα ότι μιλάμε και εντυπωσιαζόμαστε από την άσκηση μερικών πατέρων στο Άγιον Όρος, αλλά εδώ, όταν διαβάζη κανείς τις επιστολές του αγίου Νεκταρίου, καταλαβαίνει ότι και αυτός είναι μεγάλος ασκητής.
Ποια είναι η πραγματική θεολογία; Δεν είναι απλώς το να έχει κανείς πολλές γνώσεις, αλλά είναι να διακρίνη τα πνεύματα αν είναι από τον Θεό ή είναι από τον διάβολο. Έχουμε διάφορους λογισμούς. Διερωτόμαστε: Τι είναι αυτοί οι λογισμοί και από που προέρχονται: από τον Θεό ή από τον διάβολο; Ποιος θα μας το ξεχωρίση, ποιος θα κάνη την διάκριση αυτή; Το σημαντικό είναι να διακρίνη κανείς αυτούς τους λογισμούς, ποιος είναι από τον Θεό, ποιος είναι από τα πάθη, ποιος είναι από τον διάβολο. Και έτσι να δίνη στον άνθρωπο την δυνατότητα να ελευθερωθή ο ίδιος με τον αγώνα του, αλλά κυρίως με την Χάρη του Θεού.
Στις επιστολές αυτές φαίνεται ότι ο άγιος Νεκτάριος έχει μεγάλη γνώση του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου, είναι καλός πνευματικός θεραπευτής, γνωρίζει την θεραπευτική διδασκαλία της Εκκλησίας, αλλά συγχρόνως έχει μεγάλη διάκριση. Του γράφει η Γερόντισσα και αυτός απαντά.
Βρίσκω την ευκαιρία να τονίσω ένα εκπληκτικό γεγονός. Ο άγιος Νεκτάριος συγκρότησε ένα Γυναικείο Μοναστήρι και τοποθέτησε ως Γερόντισσα μια τυφλή! Ποιος σήμερα θα έκανε ένα Γυναικείο Μοναστήρι και θα έβαζε ως Γερόντισσα μια τυφλή; Συνήθως τοποθετούν Γερόντισσα κάποια που έχει σπουδάσει, έχει τελειώσει Θεολογική Σχολή, έχει κάποια εξωτερικά προσόντα, τουλάχιστον να είναι αρτιμελής. Ο άγιος Νεκτάριος τοποθέτησε ως Γερόντισσα μια τυφλή, η οποία όμως ήταν ευλογημένη, την περίφημη Γερόντισσα Ξένη. Αυτή του έστελνε τις επιστολές, υπαγορεύοντας προφανώς σε μια μοναχή και εκείνος απαντά.
Η Γερόντισσα είχε μαζί της μοναχές, οι οποίες είχαν διάφορα προβλήματα. Διότι, όταν εισέρχεται κανείς στο Μοναστήρι, τότε εμφανίζονται όλα τα πάθη που είχε στον κόσμο και ήταν κοιμισμένα, και στην Μονή αρχίζουν να φαίνονται. Γι’ αυτό ρωτούσαν τον άγιο Νεκτάριο και εκείνος τους απαντούσε με πολλή διάκριση· μάλιστα δε διαχωρίζει τις ασθένειες σε σωματικές, ψυχικές, ψυχοσωματικές και πνευματικές.
Θα δούμε, λοιπόν, το περιεχόμενο μερικών χαρακτηριστικών επιστολών.
Σε μια επιστολή του ο Άγιος απαντά ότι η συγκεκριμένη μοναχή έπασχε από σωματική ασθένεια, η οποία προερχόταν από το ψύχος και την υγρασία, και αυτό δεν ήταν πνευματικό πρόβλημα, αλλά σωματικό. Συνιστά στην Γερόντισσα να την σταυρώση με τα τίμια λείψανα και την ενημερώνει ότι ο ίδιος θα προσευχηθή για την μοναχή. Το σώμα του ανθρώπου έχει μέσα του την φθαρτότητα και την θνητότητα και θα αντιμετωπίση τέτοια θέματα στην ζωή του.
Σε άλλη επιστολή του κάνει την διάγνωση ότι η συγκεκριμένη μοναχή έπασχε από μια ψυχική ασθένεια, δηλαδή από τα πάθη τα οποία εξάπτονται από την επίδραση του πονηρού. Για την θεραπεία της συνιστά να χρησιμοποιήση πνευματικούς τρόπους, δηλαδή να εξαγορεύση τους λογισμούς της στην Γερόντισσα, να προσέχη τους λογισμούς, να ψάλλη την Παράκληση στην Υπεραγία Θεοτόκο και να εξασκήση την ευχή του Ιησού.
Σε άλλη επιστολή του κάνει την διάγνωση ότι η συγκεκριμένη μοναχή έπασχε από αλληλεπιδράσεις σωματικών, νευρολογικών και ψυχικών ασθενειών. Βεβαιώνει ότι η συγκεκριμένη μοναχή πάσχει από υστερία, η νόσος αυτή εξασθένησε το νευρικό της σύστημα και την κατέστησε νευροπαθή και γι’ αυτό προσβάλλεται από τον πονηρό και έχει διαφόρους λογισμούς. Την προτρέπει να ενισχύη το νευρικό της σύστημα με φάρμακα και να μη ταράσσεται από τους λογισμούς.
Σε άλλες επιστολές του συνιστά στις μοναχές να προσέχουν το αίσθημα της αγάπης τους, ώστε να μη μετατρέπεται σε σαρκική αγάπη και σε σαρκικό έρωτα και να μην υπάρχουν νοσηρές καταστάσεις στις μεταξύ τους σχέσεις. Είναι αυστηρός σε αυτό το σημείο και τις συνιστά ως φάρμακο θεραπείας την πλήρη ακτημοσύνη και την στροφή της αγάπης τους στον Νυμφίο Χριστό.
Από το πρώτο αυτό σημείο από τις επιστολές αυτές, και από πολλές άλλες, φαίνεται ότι ο άγιος Νεκτάριος ήταν τέλειος πνευματικός θεραπευτής και είχε το μεγάλο χάρισμα της διακρίσεως.
Το δεύτερο σημείο από τις επιστολές που απέστειλε στις μοναχές της Ιεράς Μονής τις οποίες κατηύθυνε πνευματικά, είναι ότι γνώριζε πλήρως τον τρόπο της λειτουργίας των παθών και της θεραπείας τους. Γι’ αυτό και ήταν καλός θεολόγος. Δεν μπορεί κανείς να είναι θεολόγος και να μην γνωρίζη να θεραπεύη έναν πληγωμένο άνθρωπο.
Μεταξύ των επιστολών του αγίου Νεκταρίου υπάρχει και μια επιστολή που έστειλε στις μοναχές, στην οποία γράφει το τι απάντησε στην «κατά πνεύμα θυγατέρα» του Αμαλία -η οποία δεν ήταν μοναχή- σε σχετική ερώτηση που του υπέβαλε. Στην επιστολή αυτή φαίνεται καθαρά ότι γνωρίζει πολύ καλά την παθολογία, δηλαδή γνωρίζει το πως λειτουργούν τα πάθη στον άνθρωπο και κάνει ορθή διάγνωση.
Ο άγιος Νεκτάριος γνώριζε ότι τα πάθη είναι οι φυσικές δυνάμεις της ψυχής. Δηλαδή, ο Θεός, όταν δημιούργησε τον άνθρωπο, δεν του έβαλε κακές δυνάμεις, αυτά που λέμε πάθη, δηλαδή τον θυμό, την ζήλια κλπ., τις οποίες πρέπει να ξεριζώσουμε αλλά πρόκειται για δυνάμεις της ψυχής που ήταν καλές και διεστράφησαν με την αμαρτία.
Όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, και ο άγιος Ιωάννης ο Σιναίτης στο βιβλίο του «Κλίμαξ», γράφουν ότι ο Θεός έβαλε μέσα μας την αγάπη, που είναι μια δύναμη για να αγαπάμε τον Θεό. Όμως, εμείς αντί να αγαπάμε εξ ολοκλήρου τον Θεό, αγαπάμε τα κτίσματα. Αυτό είναι διαστροφή της αγάπης. Ενώ ήταν κατά φύσιν η αγάπη, στο να οδηγείται προς τον Θεό, εμείς την κάναμε παρά φύσιν αγάπη. Επομένως, τα πάθη είναι ασθένειες των δυνάμεων της ψυχής.
Μας έδωσε ο Θεός την ζήλια, τον ζήλο, για να ζηλεύουμε την δόξα Του, όμως, εμείς αντί να ζηλεύουμε την δόξα του Θεού, ζηλεύουμε τις ανθρώπινες δόξες· αυτό είναι κενοδοξία, υπερηφάνεια κλπ. Έπειτα, είναι ο θυμός· δεν είναι κακός ο θυμός. Όπως στο αυτοκίνητο πατάμε το γκάζι για να τρέξη, έτσι ο θυμός είναι η δύναμη της ψυχής, ώστε αυτό που θέλει να κάνη κάποιος, να το πραγματοποιήση προς το αγαθό. Γι’ αυτό και λέει ο Χριστός: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου» (Μαρκ. ιβ΄, 30), δηλαδή να Τον αγαπήσουμε με όλη μας την ψυχή. Επομένως, έχουμε τον θυμό για να πολεμάμε τον διάβολο και αυτούς που μας οδηγούν στην αμαρτία και με τον θυμό να οδηγούμαστε προς τον Θεό. Όταν αυτές οι δυνάμεις της ψυχής δεν πορεύονται κατά φύσιν και υπέρ φύσιν, αλλά πορεύονται παρά φύσιν, αυτό είναι πνευματική αρρώστια.
Τι, λοιπόν, είναι η θεραπεία; Θεραπεία δεν είναι αυτές οι δυνάμεις να ξεριζωθούν, να βγάλουμε την αγάπη, αλλά η αγάπη προς τα κτίσματα να γίνη θεία αγάπη, θείος έρωτας∙ ο έρωτας στους ανθρώπους να γίνη θείος έρωτας ή να αγαπάμε τους ανθρώπους εν Χριστώ. Η ζήλια που έχουμε για τους ανθρώπους, γι’ αυτά που έχουν οι άνθρωποι, να μετατραπή σε ζήλια για την δόξα του Θεού και των αγίων, να γίνουμε άγιοι. Άρα, αυτές οι ψυχικές δυνάμεις πρέπει να μεταμορφωθούν. Γι’ αυτό κάνουμε λόγο για την μεταμόρφωση των παθών.
Ο άγιος Νεκτάριος, όταν κάνη λόγο για την αγάπη, γνωρίζει πως λειτουργεί η αγάπη παρά φύσιν, όταν είναι εναντίον του Θεού, μακριά από τον Θεό, πως λειτουργεί κατά φύσιν και πως λειτουργεί υπέρ φύσιν, όταν οδηγείται προς τον Θεό.
Η ερώτηση που του υπέβαλε «η κατά πνεύμα θυγατέρα» του Αμαλία ήταν η εξής: «Ει εστί δυνατόν ενοικείν την ειρήνην εν καρδία πάθεσιν πεπληρωμένην;». Είναι δυνατόν κανείς να έχη την ειρήνη, εάν η καρδιά του είναι γεμάτη από πάθη; Σήμερα εμείς θα απαντούσαμε μονολεκτικά ότι αυτό δεν είναι δυνατόν. Δεν μπορείς να έχης ειρήνη, αν έχης τα πάθη. Δεν το κάνει αυτό ο άγιος Νεκτάριος, αλλά είναι πνευματικός χειρούργος, είναι γιατρός και κάνει μια μεγάλη ανάλυση στην επιστολή αυτή.
Πρώτα-πρώτα δίνει τον ορισμό της ειρήνης. Εφ’ όσον γίνεται λόγος για την ειρήνη, για το αν είναι δυνατόν να έχη κανείς ειρήνη, αρχίζει με τον ορισμό της ειρήνης. «Η ειρήνη εστίν, ως εμοί δοκεί, το ύδωρ της αναπαύσεως…έστι δε δώρον Θεού δαψιλευόμενον τοις ειρηνεύουσιν προς Αυτόν και ποιούσιν τα θεία αυτού θελήματα».
Δεν είναι η ειρήνη απλώς το να τα έχουμε καλά με όλους· ειρήνη δεν είναι η απουσία του πολέμου, αλλά είναι η παρουσία του Χριστού. Διότι μπορεί να μην υπάρχη πόλεμος και να μην έχουμε ειρήνη· μπορεί να μην υπάρχουν άνθρωποι που να μας πολεμάνε και να μην έχουμε ειρήνη μέσα μας. Εδώ γράφει ότι η ειρήνη είναι δώρο του Θεού στον άνθρωπο και είναι το ύδωρ της αναπαύσεως.
Στην συνέχεια γράφει ότι ο Χριστός έδωκε την ειρήνη στους Μαθητές Του. Όταν εμφανίσθηκε ο Χριστός μετά την Ανάστασή Του είπε: «Ειρήνη υμίν». Γι’ αυτό «η ειρήνη ως θείον δώρον εστί φως και κοινωνεί μετά των φωτισμένων», δηλαδή η ειρήνη είναι φως και κοινωνεί με αυτούς οι οποίοι είναι φωτισμένοι. «Η ειρήνη ως φως φεύγει το σκότος, διότι ουδεμία κοινωνία φωτί προς σκότος· σκότος εστίν η αμαρτία, η ειρήνη άρα φεύγει την αμαρτίαν, ως σκότος. Άρα, ο αμαρτωλός ουδέποτε ειρηνεύει».
Προσέξτε τον ωραίο αυτόν συλλογισμό. Η ειρήνη είναι δώρο του Θεού, η ειρήνη είναι το φως, οπότε το φως είναι αντίθετο με το σκοτάδι. Όταν, λοιπόν, ο άνθρωπος φεύγη από το φως, έχει σκοτάδι, σκοτάδι είναι η αμαρτία. Άρα, εκείνος που έχει την αμαρτία δεν έχει την ειρήνη.
Όμως, και μετά που έδωσε τον ορισμό της ειρήνης «υφίσταται η ερώτησις»: «Πάντα τα πάθη τα εν ημίν εισίν αμαρτίαι αποκρούουσαι την ειρήνην του Θεού, την δοθείσαν τοις φωτισθείσι τω φωτί της θεογνωσίας;». Διερωτάται, δηλαδή, αν όλα τα πάθη που υπάρχουν μέσα μας είναι αμαρτίες και αποκρούουν την ειρήνη του Θεού, η οποία δόθηκε σε αυτούς που έχουν φωτισθή από το φως της θεογνωσίας. Δηλαδή, δεν υπάρχουν πάθη που δεν είναι αμαρτίες και επομένως δεν αποκρούουν την ειρήνη;
Φαίνεται εδώ ότι ο άγιος Νεκτάριος γνωρίζει πάρα πολύ καλά την κατάσταση της ψυχής του ανθρώπου και αναπτύσσει το θέμα επαγωγικά. Γράφει ότι σε αυτούς που έχουν φωτισθή από το φως του Θεού δεν είναι όλα τα πάθη αμαρτίες. «Τα γαρ έμφυτα, τα τε ψυχικά και σωματικά ως υπό του Θεού εμβεβλημένα εισίν αδιάβλητα». Ο Θεός όλα τα έκανε καλά και τα πάθη δόθηκαν «δι’ εν σκόπιμον και λελογισμένον τέλος». Όταν αυτά λειτουργούν κατά τον θείον νόμον και κατά τον λόγο της υπάρξεώς τους και προς επιδίωξη του σκοπού για τον οποίο εδόθησαν, μεταβάλλονται σε ηθικές δυνάμεις. Τα αδιάβλητα αυτά πάθη πολιτεύονται κατά τον θείον νόμον και γι’ αυτό συμβιώνουν με την ειρήνη, και η ειρήνη δεν αφίσταται από τις ψυχές των ανθρώπων που έχουν τέτοια πάθη.
Ο άγιος Νεκτάριος γνωρίζει πολύ καλά την διδασκαλία των νηπτικών και ησυχαστών Πατέρων, όπως την συναντούμε στα κείμενά τους.
Ποια είναι τα αδιάβλητα, φυσικά πάθη; Είναι οι ανάγκες της ψυχής και του σώματος του ανθρώπου, που είναι φυσικές. Δηλαδή, όταν έρθη η ώρα, το σώμα του ανθρώπου θέλει τροφή, έχει την όρεξη, πεινάει· αυτό δεν είναι αμαρτία. Όταν έρχεται η ώρα να διψάση, το σώμα αισθάνεται μια δίψα και πρέπει να πιή νερό· άρα, αυτά λέγονται φυσικά πάθη, αδιάβλητα πάθη.
Αυτά τα είχε και ο Χριστός, διότι προσέλαβε ολόκληρη την ανθρώπινη φύση, το θνητό και παθητό σώμα, χωρίς αμαρτία. Γι’ αυτό και πεινούσε και διψούσε και κουραζόταν, αλλά στον Χριστό λειτουργούσαν διαφορετικά από ο,τι σε εμάς. Ο Χριστός όταν ήθελε πεινούσε, δηλαδή, δεν εξουσίαζαν τα αδιάβλητα- φυσικά πάθη επάνω Του, αλλά Αυτός με την θεότητά Του είχε εξουσία πάνω σε αυτά. Εμείς, όταν έλθη η ώρα, πρέπει να πιούμε νερό, είναι αναγκαστικά σε εμάς τα φυσικά πάθη. Στον Χριστό δεν ήταν αναγκαστικά, αλλά όταν ήθελε πεινούσε και διψούσε, διότι η θεότητα κυριαρχούσε πάνω στα σωματικά.
Επομένως, λέμε ότι στους ανθρώπους τα αδιάβλητα και φυσικά πάθη λειτουργούν αναγκαστικά, δηλαδή έρχεται η ώρα που νυστάζουμε και πρέπει να κοιμηθούμε, ο ύπνος είναι ένα φυσικό πάθος. Αυτό δεν είναι αμαρτία. Πότε γίνεται αμαρτία; Όταν αυτό που είναι αδιάβλητο-φυσικό, μετατρέπεται σε διαβλητό. Δηλαδή, πεινάω και τρώω περισσότερο από ο,τι πρέπει. Αυτό είναι λαιμαργία· η λαιμαργία είναι η μετατροπή του αδιάβλητου πάθους σε διαβλητό πάθος. Διψάω και εφ’ όσον διψάω, αρχίζω και πίνω υπερβολικά οινοπνευματώδη ποτά και ο,τιδήποτε άλλο. Αυτό είναι υπερβολή και αυτό το αδιάβλητο πάθος της δίψας, που είναι φυσικό, μετατρέπεται και γίνεται διαβλητό.
Η όλη προσπάθεια που πρέπει να κάνουμε μέσα στην Εκκλησία είναι πως το αδιάβλητο πάθος να παραμείνη αδιάβλητο. Να τρώμε όσο χρειαζόμαστε, να πίνουμε όσο χρειαζόμαστε, να κοιμόμαστε όσο χρειαζόμαστε, να ξεκουραζόμαστε όσο χρειαζόμαστε. Και ποιος θα μας το πη αυτό; Αυτό θα μας το πη ο καθαρός νούς. Όταν ο άνθρωπος έχη καθαρό νού, που προσεύχεται νοερά, αυτός ξέρει πότε να σταματά το φαγητό, διότι στην υπερβολική κατάχρηση σταματά η προσευχή. Τρώει κανείς περισσότερο από ο,τι πρέπει και σταματά να προσεύχεται. Και αυτό είναι ένδειξη ότι το φυσικό-αδιάβλητο πάθος μετατράπηκε σε διαβλητό πάθος. Και η όλη προσπάθεια που κάνουμε στην Εκκλησία και με τον αγώνα μας με την Χάρη του Θεού είναι πως το διαβλητό πάθος, για παράδειγμα η γαστριμαργία, να μετατραπή σε φυσικό πάθος, όπως και την λαιμαργία να την κάνουμε φυσικό πάθος, αδιάβλητο πάθος.
Εκτός από τα φυσικά, αδιάβλητα σωματικά πάθη, υπάρχουν και τα φυσικά, αδιάβλητα ψυχικά πάθη, που, όπως είπα προηγουμένως, είναι οι φυσικές δυνάμεις της ψυχής, η επιθυμία, η αγάπη, ο ζήλος κλπ. που, όταν λειτουργούν για τον σκοπό που δημιουργήθηκαν, είναι αδιάβλητα, φυσικά πάθη. Και αυτά μετατρέπονται και γίνονται διαβλητά. Οπότε και η ασκητική της Εκκλησίας είναι το πως τα ψυχικά πάθη από διαβλητά θα γίνουν αδιάβλητα.
Επομένως, ο άγιος Νεκτάριος γράφει ότι άλλο είναι τα αδιάβλητα πάθη τα οποία είναι έμφυτα, ψυχικά και σωματικά, τα οποία έχουν εμβληθή από τον Θεό, αφού ο Θεός έκανε το σώμα του ανθρώπου να τρώη, και άλλο είναι τα πάθη που δεν λειτουργούν κατά τον «σκόπιμον και λελογισμένον» σκοπόν για τον οποίο δόθηκαν, και λειτουργούν «παρανόμως και παραλόγως» και έχουν «το εμπαθές» και η λειτουργία τους λογίζεται αμαρτία.
Αφού κάνει αυτήν την διάκριση μεταξύ φυσικών-αδιάβλητων παθών και διαβλητών παθών, στην συνέχεια γράφει ότι εκτός από τα έμφυτα πάθη που εμφυτεύθηκαν από τον Θεό για την εργασία των αρετών και προς την τελείωσή μας, υπάρχουν μέσα μας και πάθη κληρονομικά και άλλα πάθη ψυχικά που δεν τα έβαλε ο Θεός. Δηλαδή, το να πεινάη το σώμα, το έδωσε ο Θεός, το πως θα αναπτυχθή το σώμα, πως θα κινηθή το αίμα, πως θα γίνη η πέψη των τροφών για να συντηρηθούν όλα τα όργανα του σώματος, είναι φυσικές ανάγκες τις οποίες έθεσε ο Θεός. Όμως, υπάρχουν και άλλα ψυχικά πάθη που δεν τα έβαλε ο Θεός. Ποια είναι αυτά; Είναι «ο εν ημίν νόμος της αμαρτίας», ο οποίος εμφανίζεται μέσα μας «ως ροπή τις προς το κακόν». Αυτή η ροπή προς την αμαρτία τείνει στο να κυριεύση την θέλησή μας και να την διευθύνη κατά τις απαιτήσεις της.
Άρα, όταν τα αδιάβλητα πάθη γίνονται διαβλητά, και έχουμε την γαστριμαργία, την λαιμαργία, τον θυμό, την κακή επιθυμία κλπ., τότε δημιουργείται μια έξη, δημιουργείται μια ροπή προς την αμαρτία, και αυτό λέγεται νόμος της αμαρτίας. Αυτό είναι κακό. Αυτή η ροπή θέλει να μας κυβερνήση και να μεταβάλη τις ψυχικές και σωματικές δυνάμεις σε «πάθη δουλικά», σε «πάθη δαιμονιώδη». Υπάρχει, λοιπόν, «ο νόμος της αμαρτίας» μέσα μας «ως μια ροπή» που θέλει να μετατρέψη τα φυσικά πάθη και να τα κάνη «δαιμονιώδη πάθη». Όταν αυτή η ροπή μας κατακυριεύση, «τότε η ειρήνη φυγαδεύεται», ο άνθρωπος γίνεται δούλος της αμαρτίας και «ουδεμίαν έχει ειρήνην».
Και σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να υπάρξη διόρθωση. «Εάν υπέταξεν ο νόμος της αμαρτίας την εν ημίν ελευθερίαν» και την διευθύνει, τότε τα πάθη δουλώνονται στην αμαρτία και φυγαδεύεται η ειρήνη. Όμως, «εάν ο εν ημίν νόμος του Θεού, ο νόμος του αγαθού ανθίσταται και μάχεται» για να καθυποτάξη τον νόμο της αμαρτίας και της ορμής της ροπής προς την αμαρτία και να επικρατήση η ηθική ελευθερία, «τότε η ειρήνη του Θεού πληροί τας καρδίας ημών».
Γράφει εδώ ότι υπάρχει ο νόμος της αμαρτίας ως ροπή μέσα μας, αλλά υπάρχει η περίπτωση, όταν κανείς τηρή τον νόμο του Θεού, να θεραπεύση τον νόμο της αμαρτίας και να θεραπεύση τα πάθη τα οποία είχαν μετατραπή σε καταστάσεις αρνητικές στην ψυχή μας. Αλλά και μετά την θεραπεία οφείλουμε να γρηγορούμε και να αγρυπνούμε, «διότι ο νόμος της αμαρτίας γρηγορεί εν ημίν, ο δε διάβολος υποδαυλίζει αυτόν ως πυρ».
Προσέξτε εδώ, ότι είναι πάρα πολύ σημαντική αυτή η επισήμανση. Πρέπει να έχουμε ετοιμότητα και εγρήγορση. Αυτή είναι η νήψη για την οποία κάνει λόγο ο Χριστός: «Γρηγορείτε και προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν» (Ματθ. κστ΄, 41). Πρέπει συνεχώς να υπάρχη η εγρήγορση και η νήψη, διότι έχουμε και τον διάβολο εξωτερικά, ο οποίος υποδαυλίζει αυτόν τον νόμο της αμαρτίας μέσα μας, αυτήν την ροπή την υποδαυλίζει ως πυρ, βάζει φωτιά στο επιθυμητικό μέρος της ψυχής μας και μετά, βέβαια, εκδηλώνονται πάλι τα πάθη.
Και καταλήγει ο άγιος Νεκτάριος:
«Το συμπέρασμα είναι να σωφρονήτε και να αγωνίζεστε κατά του νόμου της αμαρτίας και να μη θορυβή υμάς η των παθών υμών εξανάστασις». Τι γράφει εδώ; Αν βλέπετε μέσα σας μια επανάσταση των παθών, μη φοβάστε, μη θορυβείσθε, να σωφρονείτε και να αγωνίζεστε, διότι όλα θεραπεύονται. «Η ειρήνη δεν αποβάλλεται υπό των παθών, αλλ’ υπό του χαρακτήρος αυτών, το οποίον θα λάβωσιν εκ της ήττης ή εκ της πάλης. Εάν εν τη πάλη νικήσης, η των παθών εξέγερσις εγένετο αφορμή νέας χαράς και ειρήνης· εάν ηττηθής, ο μη γένοιτο, τότε γεννάται θλίψις και ταραχή, αλλ’ εάν μετά αγώνα κραταιόν πάθη τι ανθρώπινον, επικρατήση δε προς ώραν ο νόμος της αμαρτίας, επανέλθη εν τω αγώνι και επιμείνη εν αυτώ, νικά ο αγωνιζόμενος και η ειρήνη επανέρχεται».
Φαίνεται από αυτά ότι ο άγιος Νεκτάριος είναι πνευματικός θεραπευτής, πνευματικός πατέρας.
Από όλα αυτά που σας ανέλυσα εξάγονται μερικές αλήθειες. Πρώτον, γνωρίζει ο άγιος Νεκτάριος την παθολογία του ανθρώπου και είναι άριστος γιατρός πνευματικός. Δεύτερον, εφ’ όσον γνωρίζει την παθολογία, κάνει καλή διάγνωση και θεραπεία και είναι καλός θεραπευτής. Έτσι γίνεται με τις σωματικές ασθένειες. Πρώτα ο γιατρός κάνει την διάγνωση, και μετά θα μας μιλήση και για την θεραπεία, και θα δώση τα κατάλληλα φάρμακα στον κάθε έναν ξεχωριστά. Και τρίτον, δεν είναι απόλυτος. Δεν λέει, όποιος αμάρτησε, ο Θεός τον εγκαταλείπει, αλλά προτρέπει να κάνουμε τον αγώνα μας, αν πέσουμε, να σηκωθούμε, και τότε δεν φυγαδεύεται η ειρήνη του Θεού. Όταν ο άνθρωπος αγωνίζεται, τότε παραμένει μέσα του η ειρήνη.
Με αυτά που γράφει ο άγιος Νεκτάριος δίνει διεξόδους. Είναι αυστηρός, όταν βλέπη ψυχικά πάθη, τα οποία ο άνθρωπος δεν θέλει να τα θεραπεύση, αλλά, όταν βλέπη τον άνθρωπο να παλεύη και να αγωνίζεται, του δίνει θάρρος για να προχωρήση στον αγώνα του.
Φίλος του Θεού και των αγίων
Ο άγιος Νεκτάριος ήταν φίλος του Θεού και θα μπορούσα να πω ότι ήταν φίλος και όλων των αγίων. Δέχθηκε ο ίδιος την θεραπευτική αγωγή από αγίους, γι’ αυτό μετέπειτα την εξάσκησε στα πνευματικά του παιδιά, αλλά το έκανε με έναν πάρα πολύ ωραίο τρόπο, με διάκριση και αγάπη.
Θα σας διαβάσω και μια άλλη επιστολή, για να δείτε πως ο άγιος Νεκτάριος ήταν ένας τέλειος ασκητής, τέλειος ησυχαστής, τέλειος διακριτικός πατέρας και γιατρός. Η επιστολή αυτή είναι πολύ σημαντική, κατά την γνώμη μου, διότι δείχνει ότι είχε εμπειρίες της πνευματικής ζωής. Την επιστολή αυτή την απέστειλε σε όλες τις μοναχές. Γράφει:
«Θυγάτριαι εν Κυρίω αγαπηταί. Χαίρετε εν Κυρίω.
Την παρούσαν μου γράφω υμίν, άμα εγερθείς της κλίνης, όπως ανακοινώσω υμίν όνειρόν τι, το οποίον μοι ενεποίησε πολλήν εντύπωσιν».
Ξύπνησε το πρωί και κατέγραψε στις μοναχές το όνειρο που είδε, επειδή του προξένησε μεγάλη εντύπωση. Φυσικά, ο άγιος γνώριζε ότι δεν δίνουμε μεγάλη σημασία στα όνειρα, αλλά κατάλαβε με την διακριση που είχε, ότι αυτό το όνειρο έχει ιδιαίτερη σημασία. Συνεχίζει:
«Το όνειρο είναι το εξής: Είδον, ότι ιστάμην προς τους πόδας της λάρνακος του αγίου λειψάνου του αγίου Νικολάου και παρετήρουν αυτό και μοι εφαίνετο κοιμώμενον».
Είδε ότι βρισκόταν στον Ναό του αγίου Νικολάου στην Αλεξάνδρεια και είδε το λείψανο του αγίου Νικολάου, και ο ίδιος το παρατηρούσε και του φαινόταν ότι κοιμόταν. Συνεχίζει:
«Εν τω μεταξύ όμως μοι εφάνη κινούμενον και μετ’ ολίγον ήνοιξε τους οφθαλμούς αυτού -ο άγιος Νικόλαος- ύστερον ηγέρθη και ανεκάθισεν και υψώσας τας χείρας αυτού έτεινε προς εμέ».
Σηκώθηκε ο άγιος Νικόλαος από το φέρετρο, σήκωσε τα χέρια του και έλεγε σαν να τον καλούσε να έλθη κοντά του.
«Εγώ έκυψα εκ σεβασμού, ίνα ασπαστώ αυτόν· ο δε με ενηγκαλίσθη και με ησπάσθη τρις εις το στόμα και τον ησπάσθην και εγώ· μετά τον ασπασμόν ατενίσας με, μοι είπεν· εγώ θα σε υψώσω υψηλά, υψηλά· αλλά θέλω και εγώ παρά σου να μοι κάμης έναν θρόνον αργυρούν. Ταύτα μοι είπεν και αύθις ανέπεσε και εκοιμήθη, εγώ δε αφυπνίσθην. Αφυπνισθείς ενεθυμήθην εκείνην την στιγμήν, ότι το όνειρον τούτο και προ τινων ημερών το είδον και το ελησμόνησα».
Προσέξτε εδώ, ότι ένας άγιος άνθρωπος είδε ένα όνειρο, αλλά δεν του έδινε σημασία. Και το όνειρο αυτό το είδε για δεύτερη φορά. Αυτό είναι όνειρο από τον Θεό σε μια ταπεινή ψυχή και όχι σε μια ψυχή που έχει εγωισμό και υπερηφάνεια. Συνεχίζει:
«Τότε ενεθυμήθην, ότι την πρώτην φοράν ο άγιος μόνον με ησπάσθη, εγερθείς, αλλά δεν μοι είπεν ουδέν. Εις την δευτέραν φοράν εγένετο η αναγγελία και η αίτησις. Τούτο είδον και σας το γράφω ως όνειρον, το οποίον μοι έκαμεν εντύπωσιν διά τον αποκαλυπτικόν αυτού χαρακτήρα και την διαβεβαίωσιν και την αίτησιν. Ίδωμεν ει αληθές το όνειρον. Φαίνεται αληθοφανές».
Είχε μεγάλη διάκριση ο Άγιος, και λέει θα δούμε εάν είναι αληθινό, αλλά μου φαίνεται ότι είναι αληθινό. Και συνεχίζει:
«Αλλ’ ημείς απαθώς διακείμεθα», παραμένω με απάθεια απέναντι στο όνειρο, «ο Θεός να ποδηγετήση ημάς εις εργασίαν του αγαθού. Ο ναός του Καίρου, τον οποίον διεκόσμησα και ελάμπρυνα και από πενιχρού ανέδειξα έκπαγλον, τιμάται επ’ ονόματι του αγίου Νικολάου. Πρώτην φοράν βλέπω τον άγιον Νικόλαον καθ’ ύπνους και ασπαζόμενον και διαλεγόμενον. Είη ευλογημένον το όνομα του Κυρίου».
Καταληκτικό συμπέρασμα
Αυτός ήταν ο άγιος Νεκτάριος. Από όσα ανέφερα προηγουμένως φαίνεται ότι ο άγιος Νεκτάριος είχε εμπειρίες του Θεού και της νοεράς προσευχής και δίδασκε τους μαθητές της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής την ορθόδοξη ποιμαντική και ακόμη καθοδηγούσε τις μοναχές πως να θεραπεύουν τα πάθη τους και να ζούν την ησυχαστική παράδοση της Εκκλησίας. Ο ίδιος είχε εμπειρική επικοινωνία με τον Θεό και τους αγίους. Εδώ βλέπετε τον άγιο Νικόλαο να τον αγκαλιάζη, να τον ασπάζεται, να τον φιλά στο στόμα και να του λεη: «Εγώ θα σε υψώσω υψηλά, υψηλά» και ανέβηκε και έγινε και αυτός άγιος.
Αυτό είναι το έργο των πνευματικών πατέρων. Αυτό είναι το έργο της Εκκλησίας. Αυτό είναι το έργο το οποίο πρέπει να κάνουμε. Πρέπει να αισθανόμαστε ότι είμαστε άρρωστοι πνευματικά και παραμένουμε στην Εκκλησία για να θεραπευθούμε και μέσα από την θεραπεία αποκτούμε την γνώση του Θεού, από το κατ’ εικόνα να φθάνουμε στο καθ’ ομοίωσιν.