ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ – Καθημερινά δημοσιεύονται διάφορες αντικοινωνικές συμπεριφορές που προκαλούν όλους μας, και το κοινωνικό περί δικαίου αίσθημα.
Δεν μπορούν να δικαιολογηθούν οι βίαιες συμπεριφορές από άνθρωπο σε άνθρωπο, αλλά δεν μπορεί να αμνηστευθή και η εικόνα της κοινωνίας μας, την οποία έχουμε διαμορφώσει με τον τρόπο μας.
Νομίζω, το θέμα που πρέπει να αντιμετωπίση η Εκκλησία και όσο το δυνατόν γρηγορότερα είναι η εκκοσμίκευση όχι μόνον της κοινωνίας, αλλά και της ιδίας της εκκλησιαστικής ζωής. Το λέγω αυτό γιατί η κοινωνία που δέχεται διάφορες επιδράσεις, λόγω της παγκοσμιοποίησης, αλλάζει συνεχώς και αποεκκλησιοποιείται ή αποθρησκειοποιείται από τα διάφορα παραδοσιακά πρότυπα που έχει. Αυτό δεν μπορεί να αναχαιτισθή με κοσμικούς τρόπους, και αυτό επηρεάζει και τα μέλη της Εκκλησίας.
1. Η επικούρεια νοοτροπία
Ήδη ο Kenneth Gergen, κάνοντας λόγο για τον «μεταμοντερνισμό» ή την «μετανεωτερικότητα», γράφει ότι η μετανεωτερικότητα προσδιορίζεται από τρία γνωρίσματα. Πρώτον, την «αμφισβήτηση της αυθεντίας», ότι δεν υπάρχουν αυθεντίες, δεύτερον, «την κατάργηση της λογικής τάξης», αφού αυτό που είναι λογικό για τον έναν δεν είναι λογικό για τον άλλον, και τρίτον, την «απώλεια του αναγνωρίσιμου», αφού αναπτύσσεται ως δεδομένο η λεγομένη «πολυπλοκότητα των πραγμάτων».
Άλλωστε, κατά τον ίδιο, οι σύγχρονες κοινωνίες εκφράζονται με τρία γνωρίσματα, ήτοι «τον κοινωνικό κορεσμό», αφού ο άνθρωπος δεν μπορεί να περιορίζη τις σχέσεις του στο κοντινό του περιβάλλον, «τον εποικισμό του εαυτού» με το να γνωρίζη τον εαυτό του με πολλές και ανόμοιες δυνατότητες τρόπου ζωής και «την πολυφέρνεια» που σημαίνει την «πολλαπλότητα των προσωπικών αμφιέσεων».
Στην εποχή μας παρατηρείται και ένα άλλο ρεύμα συνέχεια της «μετανεωτερικότητας», που είναι το κίνημα woke (αφύπνιση) culture, που ξεκίνησε στην Αμερική την δεκαετία του 1960 ως προστασία των μειονοτήτων και εναντίον του ρατσισμού και στις ημέρες μας χρησιμοποιείται από διάφορες αντισυστημικές ομάδες για την προστασία των δικαιωμάτων των μειονοτήτων και των ομοφυλοφίλων.
Γενικά, βλέπουμε ότι στις κοινωνίες μας επικρατεί διάχυτα ο πανσεξουαλισμός με την επικούρεια φιλοσοφία, το γνωστό «τετραφάρμακον», δηλαδή τις τέσσερεις «αρχές» που δίδασκε ο επικούρειος φιλόσοφος Φιλόδημος, ακολουθώντας τις απόψεις του Επίκουρου: «Άφοβον ο Θεός (η θεική δύναμη δεν απειλεί εκ φύσεως τον άνθρωπο γιατί δεν ασχολείται με τα ανθρώπινα)• ανύποπτον ο θάνατος (ο θάνατος δεν προκαλεί ανησυχία, γιατί δεν υπάρχει μεταθάνατος ζωή, αφού η ψυχή είναι ύλη)• και ταγαθόν μεν εύκτητον (το καλό αποκτάται εύκολα με τις ηδονές)• το δε δεινόν ευεκκαρτέρητον (εύκολα μπορούμε να υπομείνουμε το κακόν)».
Όταν δη κανείς την νοοτροπία των ανθρώπων της εποχής μας, θα διαπιστώση ότι κυριαρχείται από τον πανσεξουαλισμό που στηρίζεται στην επικούρεια φιλοσοφία.
Είναι χαρακτηριστικό το βιβλίο του Irvin Yalom «στον κήπο του Επίκουρου» με υπότιτλο «Αφήνοντας πίσω τον τρόμο του θανάτου», στο οποίο αυτός ο ψυχοθεραπευτής γράφει ότι στην «θεραπευτική δουλειά» του δεν θεωρεί ως προγόνους του, τους μεγάλους ψυχιάτρους και ψυχολόγους της εποχής μας, αλλά τους Έλληνες φιλοσόφους, ιδίως τον Επίκουρο, ο οποίος ήταν «ο πρωτοϋπαρξιακός ψυχοθεραπευτής».
Αυτές οι επικούρειες αρχές που τονίστηκαν προηγουμένως επικρατούν εν πολλοίς στις ημέρες μας, που αντί για φάρμακα είναι μια μεγάλη αρρώστια, και αυτό δεν μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε ως πρόοδο της κοινωνίας, αλλά ως οπισθοδρόμηση και ζωή προ Χριστού, και μάλιστα από Χριστιανούς!
Ο καθηγητής Φιλοσοφίας Χαράλαμπος Θεοδωρίδης στο κλασσικό έργο του με τίτλο «Επίκουρος» και υπότιτλο «η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου» αναλύει τόσο το βάθος της επικούρειας φιλοσοφίας, όσο και την επίδραση που είχε στον αρχαίο κόσμο, αλλά και στον νεώτερο κόσμο. Γράφει χαρακτηριστικά ότι «η επικούρικη διδασκαλία έγινε μονάκριβο προζύμι για την κατοπινή Αρχαιότητα, πάνω από πεντακόσια χρόνια, αρχίζοντας από τους πρώτους ελληνιστικούς χρόνους της Ρώμης, και το χελιδόνι της καλοκαιρίας για τα νεότερα χρόνια ύστερα από τη θεολογική και ιδεαλιστική νεροπομπή που σκέπασε την οικουμένη»!!
Επί πλέον γράφει ότι ο Επίκουρος επικρατεί στην Ευρώπη: «Μα είταν φυσικό η ξαναγεννημένη αστική διανόηση της Ευρώπης να αισθανθεί τη συγγένειά της με το μεγάλο διαφωτιστή της Αρχαιότητας. Ολόκληρη, μπορεί να πεί κανείς, η νεότερη επιστήμη κι ο γνησιότερος ανθρωπισμός ακολουθούν τη θετική αμυθολόγητη κι εξημερωτική κατεύθυνση που είχε χαράξει εκείνος».
Φυσικά, αυτό το βλέπουμε και σε όλη την πολιτιστική, κοινωνική και αστική ζωή της πατρίδας μας, παντού κυριαρχούν οι επικούρειες αρχές που έχουν κέντρο τον άνθρωπο, την ηδονή, την αποβολή του φόβου του θανάτου, την αμφισβήτηση της ύπαρξης της ψυχής μετά τον θάνατο.
Ο π. Συμεών του Έσσεξ έλεγε σε ομιλία του ότι «ο σύγχρονος κόσμος είναι ένας κόσμος μεταχριστιανικός, δηλαδή ένα μείγμα από Χριστιανούς, πρώην Χριστιανούς και μη Χριστιανούς». Μάλιστα, έλεγε πολύ εύστοχα: «Οι Χριστιανοί της εποχής μας θεωρούν ότι έχουν ενηλικιωθεί και ότι πριν από αυτούς οι Χριστιανοί δεν ήταν ώριμοι και οι αντιλήψεις τους ήταν αφελείς, παιδαρώδεις. Γιατί να συνεχίσουν την δική τους γραμμή; Αυτή, όμως, η στάση διασπά την ενότητα της Εκκλησίας με το παρελθόν της και θρυμματίζει την ταυτότητά της ανά τους αιώνες» (π. Συμεών Έσσεξ, σελ. 92).
2. Ο δικαιωματισμός και το δικαίωμα
Η κοινωνία μας κινείται συνεχώς σε έναν πανσεξουαλισμό και μέσα σε αυτόν εκφράζονται πολλοί δικαιωματισμοί, οι οποίοι απομακρύνονται από τα λεγόμενα «στερεότυπα» και αυτό από πολλούς θεωρείται ως πρόοδος.
Με τους ανθρώπους αυτούς που έχουν τέτοιες αντιλήψεις δεν μπορεί κανείς να συζητήση εύκολα, ακριβώς επειδή δεν δέχονται τα σταθερά σημεία τα οποία έχει η Εκκλησία.
Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης εδώ και πολλά χρόνια τόνιζε ότι μια μεγάλη πρόκληση της Εκκλησίας στο μέλλον θα προέλθη από τα λεγόμενα «ανθρώπινα δικαιώματα», όταν αυτά συνδέονται με την ανθρώπινη φύση και την κοινωνία, και θεωρούνται φυσικά, και βέβαια ερμηνεύονται διαφορετικά κάθε φορά, ανάλογα με την εξέλιξη των πραγμάτων. Για την εκκοσμικευμένη αυτόνομη κοινωνία η ανθρώπινη φύση είναι σε διαρκή αλλαγή και εξέλιξη και «δεν υπάρχει στατική κατάσταση για να χρησιμοποιηθή ως αμετάβλητο κριτήριο ηθικών και νομικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων».
Αυτό σημαίνει, ότι ο άνθρωπος σε κάθε εποχή έχει διαφορετικά δικαιώματα• άλλα εκφράζει αυτός που βρίσκεται στην προ Χριστού εποχή, άλλα αυτός που ζη στην μετά Χριστόν εποχή και άλλα δικαιώματα εκφράζουν οι άνθρωποι σε διάφορες εποχές και κοινωνίες, δηλαδή υπάρχει εξέλιξη στις απαιτήσεις των δικαιωμάτων.
Η Εκκλησία βλέπει τα πράγματα διαφορετικά, γιατί θέτει τις βάσεις των «δικαιωμάτων» όχι απλώς στην ικανοποίηση των φυσικών επιθυμιών που συνδέονται με την διάνοια και τα ποικίλα πάθη, αλλά στην τήρηση των δικαιωμάτων του Θεού, των εντολών του Θεού, όπως ψάλλουμε: «Δίδαξόν με τα δικαιώματά σου». Το βασικό ανθρώπινο δικαίωμα είναι η ανάπτυξη της νοεράς ενέργειας. Αυτό το «δικαίωμα» είναι δωρεάν χάρισμα του Θεού και δίνεται σε όλους τους ανθρώπους. Όταν ενεργοποιηθή αυτή η νοερά ενέργεια, τότε υπερβαίνονται όλα τα άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ανθρώπου, χωρίς να καταργούνται.
Αν εξετάσει κανείς την ανθρώπινη δικαιοσύνη και την ικανοποίηση των δικαιωμάτων της φυσικής καταστάσεως του ανθρώπου δεν πρόκειται να βρη λύση, διότι υπάρχουν ανισότητες μεταξύ των χαρισμάτων. Γι’ αυτό η ανάπτυξη της νοεράς ενέργειας είναι «το μόνον αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα», ακόμη και τότε που η κοινωνία παραβιάζει ή αφαιρεί τα άλλα λεγόμενα φυσικά δικαιώματα.
Με αυτό θέλω να πω, ότι δεν θα μπορέσουμε να βρούμε σταθερές βάσεις για να συζητήσουμε με τους συγχρόνους ανθρώπους που στηρίζονται στο λεγόμενο φυσικό δίκαιο, και έχουν απομακρυνθή από τον Θεό και την Εκκλησία. Μιλάμε διαφορετικές «γλώσσες».
3. Η εκκοσμίκευση της εκκλησιαστικής ζωής
Η σύγχρονη κοινωνία μας εκκοσμικεύεται συνεχώς, που σημαίνει ρυθμίζει την ζωή της και την διοργάνωσή της έξω από τις θρησκευτικές και εκκλησιαστικές παραδόσεις. Και όπως είπα προηγουμένως αυτό επηρεάζει κατά ποικίλλους βαθμούς και τα μέλη της Εκκλησίας που ζούν σε έναν ορισμένο τόπο και χρόνο.
Έτσι, η εκκοσμίκευση δημιουργείται στην θεολογία, όταν επηρεάζεται από προτεσταντικές και ρωμαιοκαθολικές παραδόσεις ή παράδοξες παρερμηνείες της ορθοδόξου πατερικής θεολογίας, ως νεοπατερικής ή μεταπατερικής ή σχετικιστικής με παράλληλη απώθηση της θεολογίας των Οικουμενικών Συνόδων και της ησυχαστικής παράδοσης.
Επίσης, η εκκοσμίκευση παρατηρείται στην εκκλησιαστική ζωή. Ο τρόπος με τον οποίο τελούνται τα Μυστήρια της Εκκλησίας, όπως το Βάπτισμα, η θεία Κοινωνία, ο γάμος, έχουν κοινωνικοποιηθή, δηλαδή έχουν γίνει κοινωνικές εκδηλώσεις και οι Ναοί σε αυτές τις περιπτώσεις έχουν διαμορφωθή σε αίθουσες παραστάσεως ανθρώπων κάθε κοινωνικής τάξης, που το μόνο που δεν κάνουν είναι να προσεύχονται. Μερικά Μοναστήρια άφησαν την ορθόδοξη ησυχαστική παράδοση και μετεβλήθηκαν σε κοσμικά κέντρα.
Ακόμη, η ποιμαντική διακονία γίνεται με εντελώς κοσμικά μέτρα, η ποιμαντική καθοδήγηση εξομοιώνεται με μια «ψυχολογική προπόνηση», η επικοινωνία με τους ανθρώπους γίνεται με ψυχαγωγίες, εκδρομές, κοινωνικές εκδηλώσεις. Μερικοί Κληρικοί το λένε ανερυθρίαστα ότι υπάρχει ένα κομμάτι της κοινωνίας που θέλει να θρησκεύη και αυτοί έγιναν Κληρικοί για να ικανοποιούν την νοοτροπία αυτών των ανθρώπων.
Σε όλα τα επίπεδα της εκκλησιαστικής ζωής έχει εισέλθει «για τα καλά» η εκκοσμίκευση, που τρώει εσωτερικά τον ιστό της εκκλησιαστικής ζωής, όπως ο σκόρος τρώει το ξύλο. Πρέπει κανείς να είναι αφελής ή «αγράμματος θεολογικά» για να μη βλέπη αυτήν την πραγματικότητα.
Αυτό σημαίνει ότι, δυστυχώς, η Εκκλησία, δηλαδή οι εκκλησιαστικές δομές, συναγωνίζονται τα άλλα Σωματεία σε κοινωνικές δράσεις, Κληρικοί αναδεικνύονται σε καλύτερους μάνατζερς και διπλωμάτες, μοναχοί ζούν ακτιβιστικά και Χριστιανοί έχουν χάσει την ουσία της χριστιανικής ζωής.
Γενικά όλοι επηρεαζόμαστε από την νοοτροπία της σύγχρονης ζωής, όπως την παρουσίασα προηγουμένως.
Αυτό δεν ισχύει σε όλα και σε όλους, αλλά η εκκοσμίκευση είναι ένας πνευματικός λίβας που κατακαίει πολλούς Χριστιανούς. Έτσι, αν είναι κάτι με το οποίο είναι ανάγκη να ασχοληθή η Εκκλησία στην εποχή μας είναι το μεγάλο πρόβλημα της εκκοσμίκευσης στην Εκκλησία, την θεολογία και την ποιμαντική διακονία.
Η κοινωνία μας καταρτίζεται με νέες αντιλήψεις και θεωρίες περί ανθρώπων, οι άνθρωποι επηρεάζονται από νέα πρότυπα ζωής, η Εκκλησία όμως και τα μέλη της πρέπει να παραμείνουν σταθερά στην παράδοσή της που διαπνέεται από την εμπειρία της Πεντηκοστής και δίνει νόημα στην ζωή των ανθρώπων, θεραπεύοντας την φιλαυτία σε φιλοθεία και φιλανθρωπία και μετατρέποντας την ιδιοτελή αγάπη σε ανιδιοτελή αγάπη. Αυτό είναι στην ουσία το θεραπευτικό έργο της Ορθοδόξου Εκκλησίας.